You are currently viewing Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο ΘΥΡΩΡΟΣ
{"prompt":"In the foreground stands the night porter, a man around 65 years old, with a weathered face that tells stories of years spent in service. The lighting is moody, with a single beam illuminating the porter, while the rest of the lobby fades into shadow, creating an air of mystery.","originalPrompt":"In the foreground stands the night porter, a man around 65 years old, with a weathered face that tells stories of years spent in service. The lighting is moody, with a single beam illuminating the porter, while the rest of the lobby fades into shadow, creating an air of mystery.","width":1280,"height":1280,"seed":3413,"model":"flux","enhance":false,"nologo":true,"negative_prompt":"worst quality, blurry","nofeed":false,"safe":false,"isMature":false,"isChild":false}

Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο ΘΥΡΩΡΟΣ

Ο θυρωρός

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ασφαλής μέσα στο μικρό του μεγαλείο, αφουγκραζόταν τις στάλες της βροχής να κάνουν γκέλα στη λαμαρίνα που σκέπαζε τον ακάλυπτο, έξω απ’ το παράθυρο της υπόγειας γκαρσονιέρας του. Γνώριζε πως οι μικροί χώροι συγκροτούν τη σκέψη σε αντίθεση με τους μεγάλους και αχανείς, που προκαλούν διάσπαση προσοχής. Εκεί άφηνε το μυαλό του ελεύθερο να πλανάται στο φως, σ’ εκείνο το διάχυτο που έλουζε τα ανέμελα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, κι αναπολούσε τα συμβάντα που ταρακούνησαν τη ζωή των ενοίκων του κτιρίου όλα αυτά τα χρόνια.

Η θέση του θυρωρού πρόσφερε πάντα μια ασφαλή κρυψώνα σ’ όλους όσους είχαν τη φωλιά τους λερωμένη.

Μαύρο πρόβατο κυνηγημένο έφυγε απ’ το χωριό μετά το έγκλημα που άθελά του είχε διαπράξει, όταν εκπυρσοκρότησε στα χέρια του εκείνο το πιστόλι που έκρυβε η οικογένεια στο σεντούκι, κι η σφαίρα πήρε στην κοιλιά τον ξάδελφό του. Ήταν ένα Luger Parabellum που ’χε χαρίσει στον δωσίλογο θείο του ένας λοχαγός των Ες-Ες για να τον φυγαδεύσει κατά την απελευθέρωση. Το δικαστήριο του επέβαλε τρίμηνη ποινή φυλάκισης για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Έκτοτε έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και για αρκετά χρόνια, έζησε μια ζωή κόντρα στον άνεμο σαν ακρόπρωρο.

Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ανέλαβε από τον προκάτοχό του, το θυρωρείο του κτιρίου στο Παγκράτι, με την παραχώρηση της μικρής γκαρσονιέρας του υπογείου. Είχε χτιστεί το 1932. Σαν να μην έφταναν τα διάφορα αρχιτεκτονικά ρεύματα που ήταν ήδη στριμωγμένα σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο, με τα όμορφα νεοκλασικά, art nouveau, art deco, προπολεμικά, μεταπολεμικά και βάλε, ήρθαν κι οι κατασκευές της αντιπαροχής, μ’ εκείνα τα εξαώροφα τσιμεντένια εξαμβλώματα να παίρνουν τη θέση των ιστορικών αρχοντικών, ξηλώνοντας τη φυσιογνωμία της πόλης στο βωμό της δικτατορίας του κέρδους και με την αισθητική των οικοδομημάτων ν’ αφήνεται στα χέρια των εργολάβων, που άλλαξαν μια για πάντα την εικόνα του αστικού τοπίου.

Πολλά κτίρια του μεσοπολέμου ήταν προσεγμένα χάρη στην ευσυνειδησία λίγων αρχιτεκτόνων, οι οποίοι δημιούργησαν ένα μεταμοντερνισμό, όπου η αισθητική τους ήταν συμβατή με το παλιό αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης. Άνθρωποι μορφωμένοι, οι οποίοι γνώριζαν καλά τη φιλοσοφία του Κλεάνθη και του Πικιώνη, και δεν συμφωνούσαν με το κακώς επιστρεφόμενο δάνειο του νεοκλασικισμού, βάσει του οποίου χτίστηκαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, με τους δυτικούς ν’ αντλούν έμπνευση από την κλασσική τέχνη και τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας.

Έτσι κι αυτό το οικοδόμημα πίσω από το Καλλιμάρμαρο, στα όρια με τη συνοικία του Μετς, διέφερε από τα άλλα. Ήταν εκλεκτικιστικού ρυθμού, με ωραία φουρούσια από μάρμαρο Πεντέλης, γύψινο διάκοσμο και μεγάλα παράθυρα. Το ισόγειο διέθετε αίθουσα υποδοχής με μπρούτζινους πολυελαίους και γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο σε σχέδιο σκακιέρας, ασπρόμαυρο, μ’ ένα παχύ χαλί στρωμένο ν’ απορροφά το θόρυβο απ’ τα τακούνια μέχρι το ασανσέρ, και με την όλη δόμηση να δικαιώνει την προστιθέμενη αξία της πολυτελούς κατασκευής που προοριζόταν για υψηλά βαλάντια, με τους αρχιτέκτονες να προσπαθούν να μιμηθούν τη γοητεία των εμβληματικών κτιρίων στα Ηλύσια Πεδία των Παρισίων και όχι των μεταγενέστερων μαυσωλείων χλιδής, που σε ένδειξη πλούτου είχαν σκάσει μύτη εδώ κι εκεί στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.

Αμαξάδες, καμαριέρες, μαγείρισσες, σοφεράντζες, κηπουροί και μπάτλερ ήταν επαγγέλματα απόλυτα συνυφασμένα με τις ανάγκες των ενοίκων, μεγαλοαστών  κυρίως, που κατοικούσαν σ’ αυτά τα –αισθητικά άψογα– κτίσματα του Μεσοπολέμου.

Βασιλιάς όλων αυτών των επαγγελμάτων ο θυρωρός και ανάκτορό του το θυρωρείο, ένα μικρό γκισέ όλο κι όλο, χωμένο σε μια εσοχή της σάλας υποδοχής, απ’ όπου ο εργαζόμενος είχε οπτική επαφή με την εξώπορτα της εισόδου, τη θύρα του ασανσέρ και το κλιμακοστάσιο. Πάνω στο γκισέ υπήρχε ένας πίνακας που διέθετε κουμπάκια και τηλέφωνο, ώστε να επικοινωνεί με τον ένοικο κάθε διαμερίσματος, όμως, με τα χρόνια, αυτό το σύστημα είχε πάψει να λειτουργεί και η επικοινωνία γινόταν πλέον δια ζώσης, ή σε κάποια τυχαία συνάντηση στις σκάλες, ή στην κεντρική είσοδο, ή και στο χαλάκι, έξω απ’ τις πόρτες των διαμερισμάτων.

Δεκάξι ολόκληρα χρόνια εργαζόταν ήδη εκεί ως θυρωρός και άλλα είκοσι σε διάφορα συγκροτήματα γραφείων και πολυκατοικίες. Πολλά είχαν αλλάξει εδώ και τρεις δεκαετίες σ’ αυτό το κτίριο, προπάντων οι ένοικοι, οι οποίοι –αν και συγγενείς με τους παλαιούς ιδιοκτήτες  που είχαν πλέον αποδημήσει εις Κύριον– ήταν διαφορετικής κάστας άνθρωποι.

Θυμόταν την πρώτη χρονιά που ανέλαβε τα καθήκοντά του, όταν ο αιγύπτιος μπάτλερ της μεγαλοαστής του ρετιρέ στο απέναντι κτίριο –παράφορα ερωτευμένος μαζί της– την πέταξε απ’ το μπαλκόνι στον ακάλυπτο. Αιτία του κακού αποδείχθηκε η πρόθεσή της να τον απολύσει στο τέλος του μήνα, καθώς δεν χρειαζόταν άλλο τις υπηρεσίες του. Η σκηνή με τη γραία να πέφτει στο κενό, σόκαρε πολλούς από τους ενοίκους οι οποίοι είχαν την ατυχία να γίνουν θεατές του συμβάντος απ’ τα παράθυρά τους, ειδικά εκείνος ο ιδιόρρυθμος μουσικοσυνθέτης –από το απέναντι κτίριο κι αυτός– ο οποίος, κατά τα λεγόμενά του, μόλις είχε σηκώσει κεφάλι από τις παρτιτούρες και στοχαζόταν, κοιτάζοντας τις πρωινές ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν το πυκνό φύλλωμα του γερο-ευκάλυπτου, που οι ρίζες του είχαν σηκώσει τις πλάκες του πεζοδρομίου.

Ήταν σημαδιακά τα συμβάντα της πολυκατοικίας όλα αυτά τα χρόνια και αναμφίβολα τον είχαν επηρεάσει βαθιά, από την πρώτη κιόλας μέρα, τότε που μια μάνα χαράματα παράτησε –τυλιγμένο σε μια κουβέρτα– το δύο μηνών βρέφος της στην είσοδο, αφήνοντάς το εκτεθειμένο στο κρύο.

Ήταν ευσυνείδητος στη δουλειά του, παρόλο που έβλεπε πως το επάγγελμα του θυρωρού με τα χρόνια είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, ειδικά στις πολυκατοικίες αυτές όπου οι ένοικοι πλέον –κι ας ήταν αστοί– δεν μπορούσαν ν’ αντεπεξέλθουν στο κόστος αμοιβής του θυρωρού, πόσο δε μάλλον στα υπέρογκα έξοδα κοινοχρήστων, αλλά και στο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Προσηλωμένος στα όρια της εμμονής, είχε την ικανότητα να παρατηρεί τις αντιδράσεις των ανθρώπων, τη γλώσσα του σώματος, αλλά και να κατανοεί την ακατανόητη φύση της ανθρώπινης ψυχής.

Πριν από ένα μήνα, η Αννούλα, το πανκιό της διπλανής γκαρσονιέρας του υπογείου που άκουγε πάντα heavy metal, καθώς γύριζε απ’ το νυχτοκάματο φορώντας πέτσινα και με την κόμη να παραπέμπει σε αχινό, τον πέτυχε χαράματα στις σκάλες την ώρα που σφουγγάριζε. Της είπε καλημέρα, όμως εκείνη τον προσπέρασε κλαίγοντας και χωρίς να πει κουβέντα κλείστηκε στο δωμάτιο της. Γνώριζε πως έκανε χρήση, απ’ όταν ένα φιξάκι τυλιγμένο σε ασημόχαρτο της έπεσε στις σκάλες. Εκείνος της το παρέδωσε χωρίς να την ρωτήσει τίποτε. Είχε διαπιστώσει πως αυτή η κοπέλα αν και δούλευε μπαργούμαν σ’ ένα κωλόμπαρο, είχε καλύτερους τρόπους από τους άλλους δήθεν αξιοπρεπείς κι αξιοσέβαστους ενοίκους του κτιρίου, όμως εκείνο το πρωί, ένα αδιέξοδο και μια απόγνωση ήταν ζωγραφισμένα στα μάτια της. Είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους μια πλατωνική φιλία, κι έτσι την επομένη, όταν συναντήθηκαν στον ακάλυπτο, την ρώτησε γιατί έκλαιγε. Εκείνη κάπως αόριστα του απάντησε χαμογελώντας, πως ήταν γιατί θέλει μια μέρα να ζήσει σ’ έναν τόπο όπου τα ηλιοβασιλέματα διαρκούν για πάντα, με τον ήλιο να μην δύει ποτέ.

Με διακριτικότητα, φρόντιζε να μαθαίνει όλα τα μυστικά που ξεγλιστρούσαν απ’ τα διαμερίσματα των ενοίκων και μ’ αυτά τα μυστικά βασίλευε.

Ήταν λιγομίλητος και χαμηλών τόνων, με την ικανότητα να χειρίζεται το λόγο προσεκτικά, λες και περπατούσε πάνω σε αυγά, και πάντα λεπτολόγος με τις λέξεις, χωρίς σημάδια παρόρμησης και έντασης στην εκφορά του λόγου, ώστε να κάνει τους ενοίκους να αισθάνονται οικεία και ν’ αποκαλύπτουν αβίαστα τα μυστικά και τα σώψυχά τους.

Ό,τι μάθαινε, το κρατούσε για να τον εαυτό του. Εχέμυθος πάντα και πιστός, σαν βράχος.

Ο δονκιχοτισμός του ήταν αξιομνημόνευτος. Στην αρχή της εβδομάδας, έγραφε τη λίστα με τα θελήματα των ενοίκων αλλά και το πρόγραμμα εκτέλεσης των υποχρεώσεών του. Σαν τον Σίσυφο, κάθε μέρα, κυλούσε μεγάλα πέτρινα αγκωνάρια και σήκωνε τεράστιους βράχους σαν βουνά.

Είχε καταλάβει πως οι άνθρωποι με το καιρό παντρεύονταν τα σπίτια και τα διαμερίσματά τους, κι όλοι με τη σειρά τους, τις συνήθειες –καλές ή κακές– της καθημερινότητάς τους.

Τις νύχτες, ο ύπνος του ήταν ανήσυχος, λες και μια γάτα πάταγε άτσαλα τα πλήκτρα ενός ανοιχτού μαύρου πιάνου, δημιουργώντας έτσι μια αλλόκοτη μουσική υπόκρουση που κάθε τόσο τον ξύπναγε.

Κάθε μέρα, ένιωθε πως ξυπνούσε από ένα κακό όνειρο, όπου έπρεπε να κρατήσει σημειώσεις, μην και του ξεφύγουν οι λεπτομέρειες που δημιουργούσε το υποσυνείδητο αλλά και η ερμηνεία των αρχετύπων, που πίστευε πως επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Πολλές φορές έβλεπε το ίδιο όνειρο, εκείνο με τις τρεις χαρακτηριστικές σκηνές. Η πρώτη μ’ ένα σιδερωμένο πουκάμισο που πετούσε μες τη νύχτα πάνω απ’ τον δρόμο με τα λασπόσπιτα, εκεί όπου άφηνε τα πατήματα του ένας δραπέτης, η δεύτερη με την τσιγγάνα που της έδινε το αριστερό του, το χαρακωμένο με το αδιέξοδο σταυροδρόμι, όπου εκείνη σταυροπόδι στρωνόταν στο διάβασμα για του πει τη μοίρα και το ριζικό του, και τέλος η τρίτη, με τ’ αγρίμια της ζούγκλας που ανεβοκατέβαιναν αθόρυβα το κλιμακοστάσιο κι οσμίζονταν τη χαραμάδρα κάτω απ’ τις πόρτες των διαμερισμάτων. Έτσι κι αυτός, φερμάροντας σαν έμπειρο λαγωνικό στον κόσμο της υπνοβασίας, εντόπιζε το απρόβλεπτο.

Όλα αυτά τα χρόνια ένα αδίστακτο ωράριο καταπίεζε την καθημερινότητά του κι ένιωθε πως τίποτε δεν ήταν ικανό ώστε ν’ αλλάξει την κατάσταση των πραγμάτων αλλά και της ζωής του.

Εκείνο το βράδυ, αποσπασματικά θυμόταν τα βαλτωμένα όνειρα του παρελθόντος, αλλά και την άγνωστη για πολλούς σιωπηλή του ιστορία. Στο βάθος της μνήμης, έβλεπε πάντα σαν μια μουτζούρα τη γενέτειρά του.

Επικρατούσε άκρα σιωπή. Μα το θεό, ορκιζόταν ώρες ώρες, πως όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας ήταν ετοιμοθάνατοι από μια ανίατη ασθένεια, η οποία όμως ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί. Κάτι σαν βόμβα που σφυρίζει πριν σκάσει.

Κάθε βράδυ, τα μυρμήγκια συνωστιζόντουσαν έξω απ’ το δωμάτιό του πάνω στο μωσαϊκό λες και κάναν σύσκεψη, κι ύστερα παίρναν το δρόμο για τη φωλιά τους στο χώμα της ακακίας που ήταν φυτεμένη στον μικρό κήπο του διπλανού κτιρίου.

Σ’ αυτή την πολυκατοικία, είχε κανείς την αίσθηση πως όλα αντέχουν στο χρόνο, για να διαπιστώσει, την ίδια κιόλας στιγμή, πώς τίποτε δεν αντέχει στο χρόνο, λες κι ένα αδηφάγο τέρας κάθε μέρα καταβρόχθιζε την προηγούμενη.

Οι περισσότεροι υπέφεραν από μοναξιά, έχοντας επικεντρώσει τη ζωή τους γύρω από την καθημερινότητά τους κι έμοιαζε ωσάν να είχαν παραδοθεί στην παραφροσύνη μιας δικής τους ιστορίας.

Η κυρία Μέλπω του τετάρτου ορόφου, για παράδειγμα, αν την πετύχαινε κανείς στην είσοδο της πολυκατοικίας, ή στο ασανσέρ κι άνοιγε διάλογο μαζί της, έστω για τον καιρό, εκείνη πιανόταν από μια κουβέντα κι άρχιζε να μιλάει ακατάπαυστα, βάζοντας σε δύσκολη θέση τον άτυχο συνομιλητή της που θα έκανε το μοιραίο λάθος να της πει μια τυπική καλημέρα. Σιγά-σιγά λες και βυθιζόταν σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτης έκστασης, όπως αυτή των Σαμάνων, όταν πίνουν αφέψημα από ρίζες μανδραγόρα ή των αναστενάρηδων την ώρα που πατούν πάνω στ’ αναμμένα κάρβουνα, στρίμωχνε τον άλλον στη γωνία μ’ έναν κουραστικό μονόλογο, που όχι μόνο δεν είχε αρχή, μέση και τέλος αλλά ούτε και νόημα, ενώ τις σπάνιες φορές που δεν μιλούσε, έμοιαζε να χάνεται στα θανάσιμα βάθη της νυχτερινής αβύσσου. Όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας ήταν κυριευμένοι από δεισιδαιμονίες, όπου ο καθένας, για διαφορετικούς λόγους, ήθελαν την κυρία Μέλπω  γκαντέμω, εξαιτίας ίσως της καμπούρας που την έκανε να περπατά σκυφτή, αλλά και της απερίγραπτης τσιγκουνιάς της. Άσε που όλοι ήξεραν ότι η παλαβή έβγαινε με το θυμιατό στις τέσσερις τα ξημερώματα και θυμιάτιζε όλο το κλιμακοστάσιο για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Η κυρία Μέλπω ήταν ντετρακέ, είχε διάφορα ψυχολογικά lapsus τα οποία πολλές φορές την οδηγούσαν σε μια έκρηξη που είχε σαν αποτέλεσμα να βρίζει ασύστολα θεούς και δαίμονες. Η τσιγκουνιά της ήταν ανεκδιήγητη κι έφτανε στο σημείο να απαιτήσει στη γενική συνέλευση να μη συμμετέχει στα έξοδα του καυστήρα θέρμανσης, ενώ είχε ζητήσει από τον υδραυλικό της γειτονιάς να κλείσει τις βάνες που έδιναν παροχή στα καλοριφέρ του διαμερίσματός της. Όλοι οι τρελοί φαίνεται πως αγαπούν το κρύο, σκεφτόταν όποτε την άκουγε να τραγουδά. Όσο τρελή κι άσχημη ήταν, άλλο τόσο χάρισμα της είχε δώσει ο θεός. Με τη μαγική φωνή της, τραγουδούσε παλιά μικρασιάτικα τραγούδια, κι ακουγόταν –πίσω απ’ την πόρτα του διαμερίσματός της αλλά κι απ’ τα ανοιχτά παράθυρα καταχείμωνο– σαν απόμακρη μουσική από χορωδία αγγέλων. Ήταν ξεδοντιάρα με αχνά μάτια και φορούσε μονίμως φωνακλάδικα σκουλαρίκια. Η οικογένεια της είχε έρθει από το κοσμοπολίτικο Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης πριν από τριάντα χρόνια. Όταν ήταν ακόμα στα συγκαλά της, μαγείρευε πολίτικα σουτζουκάκια, κι όλο το κτίριο  μύριζε κύμινο. Ο χασάπης της πλατείας Βαρνάβα, δυο φορές την εβδομάδα της έφερνε κατ’ οίκον τα καλούδια του. Με μπριγιαντίνη στο μαλλί και μαντέκα στο τσιγκελωτό του μουστάκι, φορώντας μια ποδιά μες στα αίματα, με μια βαρβάτη ξινίλα να τον ακολουθεί απ´ τον ιδρώτα, έμοιαζε ώρες-ώρες με θηριοδαμαστή, ή μασίστα περιοδικού θιάσου, ή ακόμη και με φυσιοθεραπευτή σε δημόσιο λουτρό, όπως εκείνα τα χαμάμ της Ανατολής.

Ο κ. Δημήτρης Ανυφαντής, ιατροδικαστής στο επάγγελμα, ένοικος του δευτέρου ορόφου από τα δεξιά, είχε φετίχ να συλλέγει και να διατηρεί μέσα σε γυάλες με φορμόλη εξαμβλώματα, τερατοπλασίες, υπερτροφικά όργανα, αποβολημένα έμβρυα και άλλα παρόμοια.

Όλοι οι ένοικοι του είχαν δώσει εξουσιοδοτήσεις ώστε να παραλαμβάνει τα συστημένα από το ταχυδρομείο. Έτσι πήρε χαμπάρι την εξωσυζυγική σχέση του κ. Μανώλη του τρίτου, από τα ραβασάκια που του έστελνε μια Βιβή, η οποία χαρακτηριστικά άφηνε πάντα λίγο κοκκινάδι απ’ τα χείλη της πάνω στον φάκελο. Ο κ. Μανώλης τον χαρτζιλίκωνε κιόλας για να κάνει τουμπεκί.

Ο γυναίκα του κ. Δημητριάδη, του δευτέρου ορόφου από τ’ αριστερά, ενίοτε έριχνε κρυφά στις φίλες της τις κάρτες Ταρώ. Όλη η πολυκατοικία το γνώριζε, αλλά το ’χαν κρυφό μυστικό, διότι ο σύζυγός της ήταν ψάλτης στην ενορία Προφήτη Ηλία Παγκρατίου κι αλίμονο αν το μάθαινε.

Δυο φορές την ημέρα, έβγαζε βόλτα το σκυλάκι της κυρίας Ζωής του ισογείου, γιατί η ίδια είχε κινητικά προβλήματα. Ήταν ένα μικρό Κανίς, με δύσκολο όνομα, κάτι σαν γαλλικό πιάτο, που δεν μπορούσε ποτέ ούτε να το θυμηθεί, πόσο δε μάλλον να το προφέρει, συνεπώς, όποτε το πήγαινε στο πάρκο για κατούρημα, το φώναζε Κανίς, μ’ ένα ερώτημα να πλανάται στον αέρα. Άραγε, γραφόταν: Κανίς ή Κανείς;

Ο συμβολαιογράφος κ. Γεωργιάδης, του πέμπτου ορόφου, είχε βγει στη σύνταξη. Με τη γυναίκα του να ’χει πεθάνει εδώ και χρόνια, είχε μαραζώσει, κι από τότε που παρέδωσε το αρχείο του σε συνάδελφο του Κολωνακίου, δεν έβγαινε πια απ’ το σπίτι. Μονήρης άνθρωπος, με μόνιμη παρέα του το τζάκι, ζούσε μέσα σ’ ένα μπαρόκ σκηνικό, γεμάτο μπίχλα και γλίτσα απ’ την καπνιά να έχουν κάτσει πάνω στις μουχλιασμένες ταπετσαρίες. Όλο το διαμέρισμα ήταν βυθισμένο στη σκόνη, με μια αποπνικτική μυρωδιά ξεθυμασμένης καμφοράς να βγαίνει απ’ τις ντουλάπες. Έμοιαζε με ξεπεσμένο πριγκιπικό ανάκτορο, γεμάτο πίνακες και χειροποίητα χαλιά με αραβουργήματα. Βρισκόταν πάντοτε σε κατάσταση ζεν, λες κι ήταν όλος βουτηγμένος στη λήθη μιας ψυχοτρόπου ουσίας και σπανίως ζητούσε κάτι από τον θυρωρό.

Τελικά ο πιο νορμάλ, ήταν ο γερο-ζιγκολό του πρώτου ορόφου, που επιβίωνε ξεπουλώντας τα λάφυρά του, όπως έργα τέχνης, ακριβά ρούχα και κοσμήματα, με τους κουτσομπόληδες της γειτονιάς να μιλούν για γερό κομπόδεμα στην τράπεζα. Με τις ενδυματολογικές του ανησυχίες να ρέπουν προς την εκκεντρικότητα, έμοιαζε με θεό, όπως ο Πάνας στο σκοτάδι των βουνών, έτσι όπως αποσυρόταν τα βράδια στο διαμέρισμά του για ν’ ακούσει Σοστακόβιτς. Σπάνια μιλούσε, λες και εξέτιε ποινή άκρας σιωπής.

Πολλές φορές το καλοκαίρι, από το παράθυρό του, έβλεπε εκείνον το ποιητή στο απέναντι κτίριο με την αμάνικη μπλούζα και το μουσκεμένο σβέρκο, που όλη νύχτα έγραφε στο πίσω μπαλκόνι, με το φεγγάρι τουμπανιασμένο να διαγράφει τροχιά, ρίχνοντας σκιές στ’ αναμμένα ντουβάρια, καθώς το φως περνούσε μέσα απ’ τον μαντεμένιο κάναβο της εξωτερικής σκάλας κινδύνου που κατέληγε στον ακάλυπτο, και με τις γάτες να νιαουρίζουν σε κατάσταση οίστρου. Έγραφε στίχος για ανύπαρκτος βασιλιάδες και ξεπεσμένους πρίγκηπες, για τον μεγάλο λιμό, αλλά κι εκείνη την γηραιά ήπειρο που πάγωσε ύστερα από ένα ακατανόητο πόλεμο. Ήταν φίλος του Ρωσσοεβραίου που μιλούσε Γίντις και περιφερόταν με τη γιαρμούλκα στο δρόμο κρατώντας ανά χείρας μια φθαρμένη φωτογραφία που φύλαγε τον κόρφο, με το παιδί του που εκτελέστηκε στο Μπάμπι Γιαρ. Άλλωστε ο κυνισμός συνορεύει πάντα με την αλήθεια που δε λέγεται.

Τον συμπονούσε τον ποιητή έτσι όπως τον κοίταζε να γράφει, γιατί το επάγγελμα του θυρωρού είχε πολλά κοινά μ’ εκείνο του ποιητή, όπως ο μόχθος και το μεροκάματο χωρίς ανταμοιβή.

Παλιά όταν δούλευε το σύστημα της ενδο-επικοινωνίας, μια φορά την εβδομάδα, η χήρα του διαμερίσματος στο ρετιρέ, κτυπούσε συνθηματικά το κουδούνι κι άναβε το λαμπάκι στον πίνακα του θυρωρού, σε ένδειξη πως είχε ανάγκη τις υπηρεσίες του. Εκείνος ανέβαινε κι αυτή του άνοιγε την πόρτα με την ρόμπα. Τις περισσότερες φορές, παρά τα εβδομήντα της χρόνια, απαιτούσε να κοιμηθούν μαζί, λες κι η κυρία τον είχε αγοράσει, όπως έναν αγαπητικό επί πληρωμή. Είχε δεσποτική φυσιογνωμία με επιβλητικό μπούστο κι έμοιαζε με ζαρωμένο σύκο.

Οι άνθρωποι είχε διαπιστώσει πως σκέφτονταν λογικά αλλά τις περισσότερες φορές ενεργούσαν παράλογα.

Οι εμπειρίες αυτές, κωμικοτραγικές ή θλιβερές, τον είχαν επηρεάσει κι όλα αυτά τα χρόνια που είχε περάσει εκεί μέσα θύμιζαν ένα παλιό τριμμένο πανωφόρι, πολύ αγαπημένο όμως για να το πετάξει κανείς.

Φαίνεται όμως πως κάποια γρανάζια είχαν πια ξεκολλήσει τη μηχανή του χρόνου. Πολλά, αν και φαινόντουσαν κανονικά, ήταν ρευστά.

Προ μηνός, κατά την τελευταία συνέλευση των ενοίκων, αποφασίστηκε η απόλυση και αποζημίωσή του για οικονομικούς λόγους. Οι ένοικοι θα έβαζαν βαθιά το χέρι στην τσέπη, όμως αυτή η λύση κρίθηκε προτιμότερη ώστε να απαλλαγούν μελλοντικά από τ’ αχρείαστα πλέον έξοδα διαχείρισης του κτηρίου. Το θυρωρείο θα έμενε άδειο και η πολυκατοικία ένα ακόμα πεδίο μάχης. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή εκτός από τον συμβιβασμό.

Ούτε ιδρώτα, ούτε σπέρμα, ούτε και αίμα είχαν πια τα ρούχα του, συνεπώς δεν τον ένοιαζε. Άλλωστε του είχαν μείνει μερικά χωράφια ακόμα στο χωριό. Από την προηγουμένη είχε δωρίσει τα πράγματά του στην εκκλησία κι ετοίμασε ένα μπογαλάκι με μια αλλαξιά και την αποζημίωση του σε μετρητά. Με το πρώτο φως της ημέρας, θα έπαιρνε το κομπόδεμά του για να πάει ν’ αράξει στη γενέτειρά του. Άλλωστε πίστευε πώς το να υπάρχεις είναι πολλές φορές αρκετό.

Αργά το βράδυ έριξε έναν φάκελο μ’ ένα σημείωμα κάτω απ’ την πόρτα της Αννούλας κι ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι του.

Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα.

Εδώ και δυο μέρες κάπου δυο χιλιάδες φοιτητές είχαν καταλάβει και περικυκλώσει το πολυτεχνείο κι εκείνο το βράδυ: Εδώ πολυτεχνείο, εδώ πολυτεχνείο, σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων, ακουγόταν στο ραδιόφωνο, με συνθήματα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», «Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων», αλλά και η φωνή της Βέμπο σε μια ύστατη κραυγή αγωνίας, να κάνει έκκληση προς τους φαντάρους να μην χτυπήσουν τ’ αδέλφια τους, την ώρα που η γη έτρεμε από τις ερπύστριες κι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου στα χείλη των φοιτητών, έκανε το αίμα τους να βράζει.

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα / Η ζωή τραβάει την ανηφόρα / με σημαίες / με σημαίες / με σημαίες και με ταμπούρλα.

Χαράματα βγήκε από την κεντρική είσοδο του κτιρίου εκείνο το πρωί. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του, κι ύστερα, μέσα απ’ την αχλή των δακρυγόνων, περπάτησε μέχρι των σταθμό υπεραστικών λεωφορείων του νομού Πέλλας, με προορισμό την Έδεσσα. Μια καινούργια μέρα ξεκινούσε για την πολυκατοικία, μια καινούργια εποχή για την Ελλάδα, κι ένα ταξίδι σ’ έναν τόπο όπου τα ηλιοβασιλέματα θα διαρκούσαν για πάντα.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.