You are currently viewing Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο τζόκεϋ

Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο τζόκεϋ

Ο ΤΖΟΚΕΫ

Πέρασα έξω απ’ την καλύβα σου χθες, στις Τζιτζιφιές, δεν χτύπησα αλλά ήμουν σίγουρη πως δεν ήσουν, γιατί τα παντζούρια ήταν ανοιχτά, όταν είσαι εκεί ξέρω πως πάντα τα κλείνεις, δεν αντέχεις το φως, πέρασα κι απ’ το στέκι σου, στο ταβερνείο «Γιαγιά Ελισάβετ», μου ‘παν πως έφαγες πάλι σαν πουλάκι κι έφυγες, φαντάστηκα πως θα ‘χες πάει να βουρτσίζεις τη χαίτη του Σιρχάν, το σιγουράκι αραβικό, τ’ αγαπημένου σου, που του άφηνες λάσκα τα χαλινάρια στην πιστολιά του αφέτη, για να πέφτουν τα χιλιάρικα στο φωτοφίνις, και αυτό το δαιμονισμένο να τρέχει κάτω απ’ τα χειροκροτήματα, σαν το αίμα του έρωτα, κατακόκκινο, όπως τα γαρίφαλα που ‘χεις φυτεμένα στο κουμαρόχωμα, μες στους τσίγκινους ντενεκέδες της «Ελαΐς» στην αυλή σου, εκεί κάτω απ’ τ’ απλωμένα στο συρματόπλεγμα, φαίνεται στα ‘πλύνε πάλι αυτή η σκρόφα, που προσκυνά τα σπιρούνια και υπακούει στα γκέμια σου, το ξέρω γιατί αντί για λουλάκι και λεβάντα, η στολή σου μυρίζει φθηνό πατσουλί ιερόδουλης, αγορασμένο με φράγκα που βγάλαν απ’ την μπουγάδα εκείνοι οι παλιάτσοι με τ’ ακριβά αυτοκίνητα, που όλο στα χώνουν.

«Χρυσή Λίρα» σε λένε στον ιππόδρομο, εκεί θα συμφωνήσω μαζί τους και γι’ άλλα πολλά.

Πέρασα έξω απ’ την καλύβα σου χθες μα δεν ήσουν και θέλω να ξέρεις κάτι κοντέ˙ σε μισώ!

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.