Οι Λόγοι της Ξανθοπούλου συνιστούν έναν ισχυρό αντίλογο σε μια εποχή που βιώνεται από το ποιητικό υποκείμενο ως σκιά του εαυτού, ως βίωμα της μη αυθεντικής ζωής, ως ψευδαίσθηση ύπαρξης. Η ποιήτρια αναμοχλεύει τα καρυωτακικά περιγράμματα και τις απώτερες καταβολές της μπωντλαιρικής γαλλικής ποίησης για να ανασυστήσει εκδοχές της τραγικότητας στην καθημερινότητα της εποχής μας. Η πλήξη και η έλλειψη προοπτικής ταλανίζουν κάθε άτομο ναρκοθετημένο σε ένα ασφυκτικό και τελματώδες παρόν.
Προτέρημά της είναι ο ζωτικός εικονοπλαστικός λόγος της που συνθέτει μια ιδιότυπη αφηγηματική ροή, έναν ολιστικό ποιητικό λόγο, δίχως θρυμματισμούς ή θεματικές ασυνέχειες. Το δίπολο παρουσία-απουσία ενυπάρχει στη συλλογή ως συνεκτικός αρμός που συσπειρώνει σε μια ιδιότυπη συνύπαρξη όλες τις αντιθέσεις των καιρών. Η έννοια της φωτογραφίας στην ποίησή της σηματοδοτεί την ανάγκη αναμόχλευσης όλων των παρελθουσών στιγμών, ενώ από την άλλη υπαινίσσεται την νέκρωση της όποιας αντίδρασης σε μια παραλυτική διαδικασία που καθιστά τη ζωή άνευρη, τα συναισθήματα αναιμικά, τις σχέσεις αποπροσωποποιημένες.
Η ποιήτρια ακροβατεί μεταξύ συνειδητοποίησης και πλάνης, συναισθηματικής απεμπλοκής από όσα τής προκαλούν πόνο και βούλιαγμα στη αυτοανάλυση. Η ενδοσκόπηση καθίσταται μια οδυνηρή διαδικασία που καθηλώνει το παρόν σταθερά στο χτες, ενώ παράλληλα δεν αφήνει περιθώρια για το αύριο. Στους στίχους της καταγγέλλει τις επιφάσεις πολιτισμού που ανακλώνται στις σύγχρονες υποκριτικές αστικές συμβάσεις. Η εκάστοτε κοινωνική συμπεριφορά αποτιμάται αρνητικά στη βάση αλλοτρίωσης που ταλανίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Η δραματική υφή τους συνίσταται στην έλλειψη αυθεντικότητας, στην τυποποίηση κάθε πτυχής της ζωής σε επικοινωνίες άνευ ουσίας. Η έντονη απογοήτευση και πικρία της αποτυπώνουν την ασθμαίνουσα αγωνία της για ένα αρτιότερο μέλλον που να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υπαρξιακές αγωνίες των ανθρώπων, αποτρέποντας κάθε εκδοχή πρόκλησης ψυχικού αδιεξόδου.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός