- Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε ποίηση;
Θυμάμαι πολύ καλά ότι από την τρίτη τάξη του Δημοτικού σχολείου είχα ένα ξεχωριστό εξωσχολικό τετράδιο, όπου προσπαθούσα να διατυπώσω με άτακτο τρόπο κάποιες πρώιμες ποιητικές αναζητήσεις μου. Στα περιθώρια των «πρόχειρων» σχολικών τετραδίων μου υπήρχαν διάσπαρτες αστείες στιχουργικές καταγραφές. Από τη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου άρχισα πιο συστηματικά την λογοτεχνική συγγραφή, καθώς βρήκα μεγάλη βοήθεια στα πιο πλούσια νεοελληνικά αναγνώσματα και τις διδασκαλίες των φιλολόγων. Από τότε άρχισα να δημοσιεύω στις τοπικές εφημερίδες της πόλης μου ποιήματα και να μετέχω στην ύλη των φιλολογικών σελίδων τους. Την πρώτη μου κάπως επίσημη εμφάνιση τοποθετώ στο 1978, όταν ο Πέτρος Χάρης δημοσίευσε ένα ποίημά μου στο περιοδικό «Νέα Εστία». Το 1980 βγήκε η πρώτη μου ποιητική συλλογή με τίτλο «Τα Μαστίγια» με την καθοδηγητική βοήθεια του Δημήτρη Δούκαρη, ο οποίος με έχρισε και κριτικό, αναθέτοντάς μου πολλές βιβλιοπαρουσιάσεις στις σελίδες του περιοδικού «Τομές». Οπότε η λογοτεχνική μου μοίρα είχε ήδη προδιαγραφεί και ο διττός ρόλος μου ως ποιητή και κριτικού είχε πλέον καθοριστεί.
- Ποιοι οι ποιητές με τους οποίους νιώθετε ότι αναπτύσσετε μια σχέση διακειμενικής συνομιλίας;
Κάθε ποιητής έχει και τους συγγενείς του μέσα στην ποιητική κοινότητα. Κάποιες συγγένειες κρατάνε για λίγο και κάποιες για πάντα. Αυτό εξαρτάται από το ιδιαίτερο βλέμμα της κάθε εποχής και από το αίμα που διοχετεύεται στα ποιήματα και πολλές φορές τα κάνει να λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Όταν ήμουνα μικρός αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου σε μια εμποροπανήγυρη τα «Άπαντα» του Κώστα Κρυστάλλη. Ελλείψει άλλων γνώσεων ο Συρρακιώτης ποιητής είχε γίνει το ίνδαλμά μου, αλλά για πολύ λίγο. Μόλις γνώρισα την Ελληνική ποίηση κατά βάθος και πλάτος, τότε πολλούς ποιητές παραδέχθηκα και σε πολλούς αφοσιώθηκα, αλλά πολύ λίγοι με γοήτευσαν ολοκληρωτικά. Θα έλεγα ότι είμαι πολύ κοντά στους ποιητές του spleen του μεσοπολέμου και ότι ζω σε λάθος εποχή. Σήμερα θα ήθελα να είμαι ένα κράμα από αρχαίους λυρικούς, Φεντερίκο Λόρκα, Σεργκέι Γεσένιν και ποιητές της αρχαίας Ανατολής. Στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο θα έλεγα ότι η ποίησή μου κάνει μια αχνή χειραψία με την ποίηση του Γιώργου Βέη.
- Θεωρείτε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ποίησης επανέρχονται στον σύγχρονο ποιητικό καμβά;
Έρχονται αραιά και πού και από λίγους που πιστεύουν σ’ αυτή τη μορφή της ποίησης, που αναλώνει μεγάλη ενέργειά της στην επίτευξη άρτιων εξωτερικών χαρακτηριστικών. Ωστόσο δεν επανέρχονται οριστικά. Κι εγώ εξέδωσα τα «Σκοτεινά σονέτα και άλλα βροχερά ποιήματα» (2018) σε μορφή αυστηρής παραδοσιακής ποίησης, έτσι για ένα διάλειμμα, για μια απόδειξη ότι και οι ποιητές του ελεύθερου στίχου μπορούν ανά πάσα στιγμή να γράψουν παραδοσιακά. Η ποίηση, όμως, είναι μία. Σε όποια μορφή και αν την υπηρετεί κανείς θα πρέπει να την τιμά με συνεχείς διακορυφώσεις. Στο βάθος δεν υπάρχουν σχολές και πρωτοπορίες, υπάρχει μόνο η μία, ενιαία και ανατροφοδοτούμενη από το δικό της αίμα ποίηση.
- Πως θα προσδιορίζατε τη λειτουργία του θανάτου στο ποιητικό σας έργο;
Έχω αναφερθεί κατά καιρούς σε διάφορα κριτικά μου κείμενα ότι ο θάνατος είναι ίσως το μοναδικό θέμα της ποίησης, άποψη που επίσης έχει διατυπωθεί ευθέως ή πλαγίως και από πολλούς άλλους ποιητές. Ο θάνατος τόσο με τα σκοτεινά του τοπία, όσο και με την φυσική ανάγκη του σύμπαντος που αντιστρατεύεται την υπαρξιακή μας λαχτάρα, είναι παρών σε κάθε στιγμή του βίου μας και παρακολουθεί είτε διακριτικά τη διαδικασία της τέχνης για να επέμβει την καίρια στιγμή, είτε υπαγορεύοντας απευθείας τον έλεγο μέσα στον ήρεμο λεκτικό ποταμό του ποιήματος. Ο θάνατος βρίσκεται ακροτελεύτιος πίσω από κάθε φαινόμενο ή σκέψη και δεν του ξεφεύγει τίποτα, για να το πω κοινότοπα, επομένως ούτε και η ποίηση. Η τέχνη δείχνει να μαγεύεται από τον σκηνικό χώρο έλευσης του θανάτου και ενεργοποιείται εντός αυτού, αλλά πάντα με την υποδόρια έκφραση της αθέλητης προσμονής. Η ποίηση, λοιπόν, λειτουργεί κάτω από το επιστέγασμα του παντοδύναμου θανάτου και το κάθε τι, η κάθε λέξη, ο κάθε στίχος είναι ένας «θάνατος μέσα στους θανάτους» σύμφωνα με την εκτίμηση του Κώστα Καρυωτάκη.
- Η ποίηση σήμερα εκτιμάτε ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκοτεινή δεδομένου ότι εστιάζει ως επί το πλείστον σε ζητήματα μοναξιάς, απουσίας, απογοήτευσης;
Δεν μου αρέσει το γεγονός της συσκότισης των εννοιών μέσα στην ποίηση ή και στην κάθε άλλη τέχνη. Είναι άλλο πράγμα η δημιουργική αφαίρεση, δηλαδή η μετρημένη αφαίρεση των παραμέτρων ενός ποιήματος, όταν το κλειδί για την αποσαφήνισή τους είναι αφημένο σε ορατό σημείο, ώστε να ανευρίσκεται με ασφάλεια. Η σκοτεινή ποίηση, μέχρι του σημείου του να μην μπορείς να την αντιληφθείς, είναι αδύναμη ποίηση και ίσως καθόλου ποίηση. Ο γρίφος δεν ανήκει στην ποιητική τέχνη. Ή έχεις κάτι να πεις και το λες ξεκάθαρα ή δεν έχεις και σιωπάς. Τα ανόητα παιχνίδια με τις λέξεις, ο γλωσσοκεντρισμός, ο ερμητισμός, είναι αντιποιητικά φαινόμενα για μένα. Είναι άλλο πράγμα βέβαια ο ανόθευτος, ο πηγαίος, ο εκρηκτικός υπερρεαλισμός των Εμπειρίκου και Εγγονόπουλου, μπροστά στους οποίους υποκλίνομαι, και άλλο ας πούμε το «του γλιτωμού το χάζι» του Θεόδωρου Ντόρρου. Η μοναξιά ή η απουσία θέλουν στιλπνά σχήματα έκφρασης, θέλουν καταβυθίσεις μεν, αλλά όχι συσκοτίσεις.
- Η εποχή της πανδημίας έχει αλλάξει την ποιητική σας οπτική για τον κόσμο;
Βεβαίως, με την έννοια ότι τώρα πλέον φαίνεται καθαρά ότι ο άνθρωπος γέρνει προς την παγιωμένη αίσθηση του φόβου, λόγω της αυξανόμενης συγκεντρωτικής εξουσίας, η οποία ποτέ δεν είναι από μόνη της καλή και αγαθή. Ο έλεγχος της κοινωνίας μέσω της δύναμης των απανταχού ηγετών με την επικουρία της τεχνολογίας και των μέσων καταστολής οδηγεί το κάθε άτομο στην περιοχή της ανελευθερίας και της διαρκούς δυσπιστίας. Πλέον γνωρίζουμε ότι από εδώ και πέρα δεν θα ξημερώσουν καλύτερες μέρες. Είναι η εποχή του τέλους των οραμάτων.
- Ποια τα επόμενα λογοτεχνικά σας σχέδια;
Αυτά που είναι κοινά σε όλους τους δημιουργούς. Δηλαδή συγγραφές και εκδόσεις βιβλίων. Τι άλλο; Ίσως μέχρι το τέλος του χρόνου να έχει εκδοθεί η ποιητική μου συλλογή επιγραμμάτων με τίτλο «μισοφέγγαρα» και ζωγραφική της Φωτεινής Χαμιδιελή.
17-7-2023
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος κοντά στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και έχει εκδώσει συνολικά 43 βιβλία με ποίηση, πεζά, δοκίμια, λογοτεχνία για παιδιά και ανθολογίες. Έγραψε επίσης κριτικά και εικαστικά κείμενα για πολλά χρόνια, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Φωτογραφίζει με πάθος δέντρα και νερά. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες σιγοψιθύρισαν ποιήματά του.