Βιώνουμε την μετά-covid εποχή, με αισθητό τον αντίκτυπο, υπόγειο ή εμφανή, τόσο στην καθημερινότητα των ανθρώπων όσο και, εν προκειμένω, στην λογοτεχνική τους παραγωγή. Η εποχή του εγκλεισμού ανασημασιοδότησε τις θεματικές αρκετών ποιητών στο να εστιάσουν σε ζητήματα κοινωνικού περιθωρίου, μόνωσης, όπως και των παρεπόμενων ψυχικών αδιεξόδων. Η Γιαννακοπουλου-Βακιρλή ήδη από τον τίτλο της συλλογής μάς ανακαλεί έναν μακρινό καρυωτακικό απόηχο, όταν το ποιητικό υποκείμενο εξαπολύει ανιχνευτές εδάφους στο υπερβατικό προς αναζήτηση σημείων σύνδεσης με έναν γήινο χρόνο που αφήνει ανολοκλήρωτες και ημιτελείς τις επιθυμίες των ανθρώπων.
Από πλευράς περιεχομένου, μεταπλάθει επιδέξια τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα, δίχως να βουλιάζει τους στίχους της σε μια πνιγηρή δραματικότητα. Χρησιμοποιεί πλήθος εκφραστικών σχημάτων και υποβλητικών εικόνων που ακινητοποιούν το κάθε περιγραφόμενο στιγμιότυπο μεταφυτεύοντάς το αυτούσιο στον αναγνώστη. Εναλλάσσεται μεταξύ ευρύτερων και ευσύνοπτων ποιητικών αφηγήσεων, που αποδίδουν, ωστόσο, εξίσου καίρια το αναπαριστώμενο κατά περίπτωση θέμα. Ξεχωρίζω ένα αξιοπρόσεκτο ποίημα από την συλλογή:
Τείχη ψηλά κλείνουνε γύρω γύρω τη ζωή μου
όσο περνούν τα χρόνια και οι μέρες λιγοστεύουν.
ψηλώνουνε ακατάπαυστα εκείνα από προσπάθειες γιγάντων
που την ύπαρξή μου σαν δυνάστε την ορίζουν.
Δεν μένει άλλο πια παρά τα τείχη να γκρεμίσω
κι ας μην κρατάει το χέρι μου αξίνα το αδύναμο.
Η ίδια η ρίζα της φωτιάς που καίει στα σωθικά μου
φτάνει να τα ξεθεμελιώσει σε συντρίμμια ορατά
από τα μάτια μου τ’ αχόρταγα που θάνατος δεν σκιάζει.
Μονάχα την ανάσα της ανάσας μου θ’ ακούσω
και πάνω στ’ αχνιστά ερείπια του ναυαγισμένου πλοίου
που πολύ εζήλεψε τον Ποσειδώνα η δόξα του ατρόμητου
χορό θα στήσω κύκλιο με τις Νηρηίδες άφοβα
τη δύναμη του φοβερού θεού ν’ αμφισβητήσω
αρπάζοντας την τρίαινα που κύματα σηκώνει.
Το φόβο αν δεν τον κλείνεις μέσα σου άνθρωπε
δεν θα τον δεις σε κύμα να ορθώνεται εμπρός σου
και στη μέση να τσακίζει το καράβι![1]
Το συγκεκριμένο ποίημα αποδίδει το ποιητικό εγώ κατά βάση ως υποκείμενο δράσης παρά ως παθογενές αντικείμενο κατάστασης. Ανακλά τον έξω κόσμο στην χαρτογράφηση του εντός και το αντίστροφο, ώστε να προκύψει μέσα από αυτή τη διεργασία μια γόνιμη μεταστοιχείωση. Η αναφορά στα τείχη εδώ λίγο απηχούν τον Καβάφη, καθώς σε πρώτο πλάνο δεν τίθενται ζητήματα ηθικού στωικισμού αλλά υπαρξιακής βαθομέτρησης ως βάση της κοινωνικής αναδόμησης. Ορθά η ποιήτρια αποφαίνεται ότι ο φόβος σκοτώνει καθώς του δίνουμε το ελεύθερο να τρώει τα σωθικά μας. Το μήνυμά της είναι αισιόδοξο όσο και οι θετικές ανταποκρίσεις της με το «επέκεινα» της ποιητικής της μυθολογίας.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός