Κάνω κακές χειρονομίες ανάμεσα στις μοναξιές
Γκυγιώμ Απολιναίρ
«Η νόσος είναι η νυχτερινή ζώνη της ζωής, μια δεύτερη, πιο δυσβάστακτη υπηκοότητα. Καθένας μας γεννιέται κατέχοντας διπλή υπηκοότητα, μια στο βασίλειο των υγιών και μια στο βασίλειο των αρρώστων», υποστηρίζει η Σούζαν Σόντακ στο διπλό δοκίμιό της Η Νόσος ως Μεταφορά και Το AIDS ως Μεταφορά [Illness as Metaphor,1978 & AIDS and Its Metaphors, 1988], «Αν και όλοι μας προτιμούμε να χρησιμοποιούμε μόνο το διαβατήριο του υγιούς, αργά ή γρήγορα καθένας από μας υποχρεώνεται, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα, να πολιτογραφηθεί υπήκοος του άλλου εκείνου τόπου».
Αυτές οι γραμμές δε γράφονται εκ του ασφαλούς. Δεν είναι θεωρία, ή τουλάχιστον μόνο θεωρία. Το διαβατήριο του υγιούς – της υγιούς στη δική της περίπτωση – είχε λήξει ήδη από το 1975, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του στήθους. Δηλαδή έγραψε ό,τι έγραψε σ’ αυτό το σημαντικό δοκίμιο, έχοντας ασθενήσει. Αλλά η Σούζαν Σόντακ ήταν, αν μη τι άλλο, γενναία γυναίκα και αντιμετώπισε το γεγονός, όπως αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν αυτή την καταραμένη νόσο οι πάσχοντες. Και για αρκετά χρόνια ξαναπήρε το διαβατήριο της υγιούς. Έζησε είκοσι τρία χρόνια χωρίς τον καρκίνο, αλλά το 1998 επανήλθε ως μεταστατικός. Δεν ήταν πια 42 ετών όπως όταν αρρώστησε για πρώτη φορά, αλλά 65. Ωστόσο τον αντιμετώπισε ξανά με σθένος – το αντίθετο της ασθένειας δηλαδή. Έζησε άλλα έξι χρόνια ως τα 71 της και το 2004 έχασε οριστικά τη μάχη της για τη ζωή.
Ο ασθενής σήμερα εμπιστεύεται την επιστήμη πολύ περισσότερο απ’ ό,τι την εποχή της έκδοσης του βιβλίου της Σόντακ για την ασθένεια και τις μεταφορές της, ωστόσο ο αγώνας της συγγραφέως για την αποδόμηση τόσο των ψυχολογικών και των θρησκευτικών αντιλήψεων γύρω από την ασθένεια όσο και των τυλιγμένων στη ρομαντική αχλή εικόνων και μεταφορών που πλάθει ο πάσχων για μια αρρώστια όπως ο καρκίνος είναι σταθερή και ανυποχώρητη. Πρόκειται για μια εκστρατεία ενάντια στις ανυπόστατες ερμηνείες και τις απολιθωμένες προκαταλήψεις που και σήμερα έχουν οπαδούς και θα εξακολουθήσει να έχει νόημα όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που θα επιμένουν να απορρίπτουν τις επιστημονικά εξακριβωμένες αιτίες της ασθένειάς τους.
Αλλά ας πάρουμε τη ζωή της από την αρχή. Η Σούζαν Σόντακ γεννήθηκε το 1933 στη Νέα Υόρκη ως Σούζαν Ρόζενμπλατ προερχόμενη από εβραϊκή οικογένεια. Οι γονείς της ήταν κι οι δυο Εβραίοι από τη Λιθουανία και την Πολωνία. Αλλά έχασε τον πατέρα της όταν ήταν 5 ετών και υιοθέτησε το επώνυμο του δεύτερου συζύγου της μητέρας της. Δεν ήταν θρησκευόμενη και δεν πάτησε σε Συναγωγή πριν συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια της.
Τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από τον αλκοολισμό της μητέρα της που «ήταν πάντα αλλού», και από τις μετακινήσεις του στρατιωτικού πατριού της. Έτσι έζησε αρχικά στο Λονγκ Άιλαντ της Ν. Υόρκης, στην Τουσόν της Αριζόνα, στο Σαν Φρανσίσκο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϋ και στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο φιλοσοφία, αρχαία Ιστορία και λογοτεχνία. Απέκτησε στενές σχέσεις με κάποιους καθηγητές της μεταξύ των οποίων ήταν και ο εβραιογερμανο -αμερικανός νεοκαντιανός φιλόσοφος Leo Strauss που θεωρούνταν ο «πατέρας» των νεοσυντηρητικών, καθώς και ο κριτικός Κένεθ Μπερκ. Αργότερα, ο Πολ Τίλιτς έγινε μέντοράς της στο Χάρβαρντ, όπου ξεκίνησε αλλά εγκατέλειψε ένα διδακτορικό για την ελληνική φιλοσοφία.
Στα 17 της παντρεύτηκε τον καθηγητή κοινωνιολογίας Φίλιπ Ριφ. Ο γάμος της διαλύθηκε έπειτα από 9 χρόνια. Απέκτησε όμως ένα γιό τον Ντέιβιντ, του οποίου την επιμέλεια διεκδίκησε και κέρδισε, ενώ αρνήθηκε τη διατροφή που της πρόσφερε ο πρώην σύζυγός της.
Μετακόμισε με τον μικρό της γιο σ’ ένα μικρό διαμέρισμα και ξεκίνησε να εργάζεται ως συντάκτρια στην Commentary και έγραφε δίχως σταματημό. Το πρώτο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1963. Με τίτλο O Ευεργέτης, εκδόθηκε από τον Ρόμπερτ Ζιρού. Ο Ρότζερ Στράους, κύριος μέτοχος του εκδοτικού οίκου Φαράρ, Στράους & Ζιρού, την πήρε υπό την προστασία του και τύπωνε τα έργα της. Την καλούσε σε σημαντικά πάρτι, ενώ εκείνη εμφανιζόταν στις μεγαλύτερες λογοτεχνικές εφημερίδες.
Σε ηλικία 22 ετών έφυγε για το Παρίσι, όπου άρχισε να αισθάνεται σεξουαλικά απελευθερωμένη, συνάπτοντας σχέσεις με γυναίκες. Τελευταία της σύντροφος ήταν η διάσημη φωτογράφος και φωτογράφος μόδας, κατά δεκαέξι χρόνια νεότερή της, Άνι Λίμποβιτς, με την οποία ήταν μαζί μια δεκαπενταετία – από το 1989 ως το θάνατό της.
Η Σόντακ κάποια στιγμή αρνήθηκε το δοκίμιο στο οποίο όφειλε τη διάδοση της σκέψης και των απόψεών της και ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα, τα οποία όμως δεν είχαν επιτυχία.
«Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη απογοήτευσή της», λέει η Νάνσι Κέιτς, που γύρισε το ντοκιμαντέρ Παρατηρώντας τη Σούζαν Σόνταγκ, «ήταν ότι τα μυθιστορήματά της δεν άγγιξαν το κοινό όσο θα ήθελε. Αλλά πώς θα μπορούσαν; Μη νιώθοντας συμπόνια για τους ήρωές της, και κρύβοντας την ομοφυλοφιλία της, η Σόντακ αυτοτιμωρήθηκε ως συγγραφέας».
«Νομίζω ότι φοβόταν ότι θα την απέρριπταν επειδή ήταν queer (μη ετεροφυλόφιλος/μη συμβιβασμένος με το φύλο του) και γυναίκα», συνεχίζει η Νάνσι Κέιτς, «κάτι που συνέβη σε πολλές διανοούμενες της εποχής της. Θα ήταν υπέροχο για το κίνημα LGBT αν είχε κάνει coming out (αποκαλύψει ότι είναι γκέι), αλλά δεν ήθελε να βάλει ταμπέλα στον εαυτό της, επειδή ήταν μυστικοπαθής. Και μη γελιόμαστε: Ακόμη και σήμερα, οι άνθρωποι δεν παίρνουν στα σοβαρά τις λεσβίες διανοούμενες».
Βλέποντας το ντοκιμαντέρ, και διαβάζοντας το έργο της, είναι εύκολο να εντυπωσιαστείς αλλά και να απειληθείς από την παρουσία της, από το εύρος των γνώσεών της και τον εκρηκτικό χαρακτήρα της. Η Κέιτς είχε την τύχη να τη συναντήσει από κοντά: «Τη γνώρισα στα γρήγορα το 1985, και με απέρριψε, κάτι που είναι μάλλον ειρωνικό. Έχω νιώσει όλο το πιθανό φάσμα συναισθημάτων που θα μπορούσα, αλλά κατέληξα να νιώθω κάποια συμπόνια γι’ αυτήν βλέποντάς την ως ένα ανθρώπινο ον με βαθιά ελαττώματα, όπως όλοι μας». Γράφει η Σόνταγκ σ’ έναν από τους τρεις τόμους των ημερολογίων της, που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό της, «η επιθυμία μου να γράφω είναι συνδεδεμένη με την ομοφυλοφιλία μου. Η ταυτότητά μου είναι το όπλο απέναντι σε μια κοινωνία που με απορρίπτει. Ξαφνικά συνειδητοποιώ πόσες ενοχές έχω που είμαι queer». Και σε άλλο σημείο, καταθέτει, με πικρία, «ό,τι και να έχω πει κατά καιρούς, οι πράξεις μου αποδεικνύουν ότι δεν αγάπησα την αλήθεια». Οι ερωμένες της, από τη χορεύτρια και χορογράφο Λουσίντα Τσάιλντς ώς τη φωτογράφο Ανι Λίμποβιτς, παρουσιάζουν μια γυναίκα σκληρή, απορροφημένη από την ύπαρξή της και νάρκισσο. Μία από τις σχέσεις της, η Αυστριακή Εύα Κόλις λέει πως η Σόνταγκ δεν τη σύστηνε σε κοινωνικές συναθροίσεις, γιατί δεν τη θεωρούσε ισάξιά της.
Η Σόνταγκ έχει τόση ανάγκη να προκαλέσει, που ποτέ κανείς δεν ξέρει αν όντως πιστεύει ό,τι λέει ή απλώς διψάει να ξεχωρίσει στο δημόσιο διάλογο. Το κείμενό της στο περιοδικό New Yorker μερικές μέρες μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. «Πότε θα αναγνωρίσουμε ότι αυτή δεν ήταν μια “δειλή” επίθεση στον “πολιτισμό” και στην “ελευθερία” αλλά μια επίθεση στην αυτοαποκαλούμενη υπερδύναμη, που προκύπτει ως συνέπεια των συγκεκριμένων συμμαχιών και πράξεων της; Άραγε πόσοι πολίτες γνωρίζουν για τις παρούσες βομβιστικές επιθέσεις στο Ιράκ; Και αν επιμένουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη “δειλός”, μήπως αυτή η λέξη χαρακτηρίζει περισσότερο αυτούς που σκοτώνουν από απόσταση και όχι αυτούς που το κάνουν ως αντίποινα, αυτοθυσιαζόμενοι;».
Έγραφε σ’ ένα άρθρο της πως ενώπιον της φοβερής παγκοσμιοποίησης, εχθρός είναι ο εθνικισμός. Και η καλύτερη λύση για να τον νικήσουμε είναι να καταργήσουμε όλες τις εθνικές γλώσσες και να υιοθετήσουμε όλοι την αγγλική. Να καταργηθούν τα ελληνικά, τα γαλλικά, τα πέρσικα, τα σουαχίλι, τα κινέζικα, τα ινδικά, τα αραβικά, τα ρωσικά, τα ισπανικά …. όλες οι γλώσσες του κόσμου γιατί αυτές τροφοδοτούν και στηρίζουν τους εθνικισμούς. Να πάψουν δηλαδή οι λαοί να επικοινωνούν με την λογοτεχνία τους και την ποίηση της γλώσσας τους, την ιστορία τους, τους μύθους και τα τραγούδια της γλώσσας τους γιατί αυτά είναι τα φορτία της γλώσσας και η γλώσσα είναι το χωράφι όπου φυτρώνει ο εθνικισμός. Η Σόνταγκ τα γράφει αυτά στα σοβαρά χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται τον νεοταξικό, νεοφασιστικό χαρακτήρα της πρότασής της.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η Σόνταγκ έγραψε κάποτε το δοκίμιο Against Interpretation («Ενάντια στην ερμηνεία»). Αν και φιλόσοφος η ίδια, δεν της αρέσει να μιλάει με αφηρημένα ερμηνευτικά σχήματα για τις «απόρροιες των εμπειριών». «Με ενδιαφέρει η εμπειρία και όχι κάποια συγκεκριμένη ηθική εξήγηση της εμπειρίας. Δεν ανησυχώ για τη ζωή μετά τον θάνατο, μόνο για τη ζωή πριν από αυτόν».
«Αυτό που είναι περισσότερο αμερικανικό επάνω μου δεν έχει να κάνει με τη Νέα Υόρκη», υποστηρίζει η Σόντακ. Έχει να κάνει με «μια αγάπη για την εκ νέου ανακάλυψη του εαυτού, την ιδέα δηλαδή ότι μπορείς να γίνεις ένας άλλος άνθρωπος, να αλλάξεις τη ζωή σου, να αναγεννηθείς. Είναι πολύ ευρωπαϊκή η αντίληψη ότι ποτέ δεν μπορείς να ξεφύγεις από το παρελθόν σου».
Αλλά δεν τασσόταν μόνο ενάντια στην ερμηνεία, αλλά και σ’ ότι σημαντικό κοινωνικοπολιτικό συνέβαινε στον κόσμο. Δεν περιορίστηκε ποτέ στη χώρα ή στη δυτική Ευρώπη. Ένιωθε πολίτης του κόσμου και μάλιστα πολιτικά αδέσμευτη.
«Μου φαινόταν απίστευτο ότι στη μοντέρνα Ευρώπη μπορεί να γίνεται γενοκτονία και να υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης 50 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πήγα από μόνη μου, ως εθελόντρια, για να κάνω ό,τι μου ζητούσαν οι άνθρωποι. Έτυχε να θέλουν να κάνω θέατρο (ανέβασε το «Περιμένοντας τον Γκοντό»). Είμαι ένα πολύ ανήσυχο άτομο και έχω μεγάλη ανοχή στην ταλαιπωρία. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν την άνεση, εγώ όμως πιστεύω ότι απομονώνει». Και προσθέτει: «Αν δεν έχεις δει ποτέ πόλεμο από πρώτο χέρι, έχεις χάσει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας και ύπαρξης».
Οπως ο Σοστακόβιτς, τον οποίον η Σόνταγκ αποκαλεί «αληθινό, και από καλλιτεχνικής και από πολιτικής άποψης», έτσι και η ίδια αλλά και ολόκληρη η αμερικανική αριστερά της γενιάς της ένιωσαν έντονα την επίδραση του μαρξισμού, ενοχλήθηκε όμως από τα εκφραστικά μέσα του. Διαμαρτυρήθηκε με πάθος εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και του εμπάργκο στην Κούβα, αργότερα όμως μαγνητίστηκε από το θέαμα της αληθινής επανάστασης που ξεκίνησε στη γη των προγόνων της, στην Πολωνία, και έσπρωξε τους ανθρώπους όχι ενάντια στον καπιταλισμό αλλά ενάντια στον κομμουνισμό.
Η Σούζαν Σόντακ, η θεωρούμενη πιο Ευρωπαία Αμερικανίδα διανοούμενη, «αδιόρθωτη εστέτ, εμμονική ηθικολόγος και φανατική της σοβαρότητας» όπως περιέγραφε η ίδια τον εαυτό της, αλλά και ως ένα βαθμό αμφιλεγόμενη, ήδη διάσημη για τον λόγο, τις πράξεις και τον βίο της, με το πολύκροτο δοκίμιό της Η γοητεία του φασισμού υπονόμευε το εγχείρημα της αποενοχοποίησης της Ρίφενσταλ μέσα από μια οξυδερκή αποδόμηση του έργου της σε συνάρτηση με τον λόγο και την τέχνη του ναζισμού, φωτίζοντας παράλληλα τον «ομαλό και ανεπαίσθητο» τρόπο με τον οποίο οι δυτικές κοινωνίες επαναφομοιώνουν πρόσωπα στιγματισμένα και περιθωριοποιημένα από την Ιστορία. Κυρίως όμως, η Σόνταγκ αποδομούσε τις ίδιες της τις θέσεις, τον ειρωνικό, ακραία στυλιζαρισμένο αισθητισμό που δέκα χρόνια νωρίτερα είχε υποστηρίξει έναν δανδισμό στην εποχή της μαζικής κουλτούρας, στον οποίο προφανώς χωρούσε η Ρίφενσταλ και η απλοϊκή και μνημειακή ναζιστική τέχνη. Γράφει: «Η τέχνη που φαινόταν κατ’ εξοχήν άξια υπεράσπισης πριν από δέκα χρόνια για τον λόγο ότι εξέφραζε μια μειοψηφική ή εναντιωματική τάση δεν φαίνεται υπερασπίσιμη σήμερα, διότι τα ηθικά και πολιτιστικά ζητήματα που εγείρει έχουν γίνει δύσκολα και επιπλέον επικίνδυνα όσο ποτέ προηγουμένως» […] «Η αισθητική προτίμηση, το γούστο, αποτελεί μια συνάφεια, ένα πλαίσιο, και το πλαίσιο έχει τώρα αλλάξει». Το ίδιο και οι ιδέες της: το συγκεκριμένο κείμενο σηματοδοτεί μια από τις πρώτες, μείζονες αναθεωρήσεις που θα σφραγίσουν τη σκέψη της και θα αποτελέσουν ένα από τα πιο προκλητικά γνωρίσματά της, τη δύναμή της δηλαδή να επανέρχεται στις θέσεις της, να διαφοροποιείται διαρκώς, θεωρώντας ότι «η πνευματική ζωή στηρίζεται στην ικανότητα της αναθεώρησης, της επανεπινόησης των ιδεών», γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια για το δοκίμιο της Σόντακ με τον αμφίθυμο και μάλλον επαμφοτερίζοντα τίτλο Η Γοητεία του Φασισμού που περιέχει δύο αλληλοσυμπληρούμενα κεφάλαια: το πρώτο για την Λένι Ρίφενσταλ και το δεύτερο για την μπαρόκ αισθητικής ταινία του Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ, Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία.
«Και τα δύο ανήκουν στην ίδια θεματική περιοχή «τέχνη και φασισμός», το καθένα τους όμως με διαφορετικό τρόπο και από διαφορετική γωνία σκόπευσης. Έτσι, ενώ το δοκίμιο για το σπουδαίο και περιθωριοποιημένο κινηματογραφικό έργο του Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ υποβάλλει κάποιες πτυχές του προβλήματος της γερμανικής ενοχής όπως αυτό αντανακλάται στη συνείδηση ενός Γερμανού δημιουργού θρεμμένου με την ειρωνεία του Τόμας Μαν και του μπρεχτικά ανεστραμμένου Ριχάρδου Βάγκνερ, στο δοκίμιό της για τη Λένι Ρίφενσταλ, ξεκινώντας από ένα φωτογραφικό άλμπουμ που αναστιλβώνει την αμφίσημη γοητεία της εμβληματικής αυτής μορφής του γερμανικού κινηματογράφου της χιτλερικής περιόδου, αποδομεί όχι τόσο τη φασιστική ιδέα του κάλλους καθ’ εαυτήν όσο τον υστερογενή, μεταθανάτιο μύθο αυτού του κάλλους. Ό,τι στο πρώτο μέρος του δοκιμίου περιγράφεται ως η σαγήνη, η γοητεία του φασισμού, στο δεύτερο επισημαίνεται στην έκπτωσή του σε σκέτο κιτς», όπως εύστοχα και λακωνικά συνοψίζει την ουσία των δύο δοκιμίων ο μεταφραστής τους Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος.
Στην Σόντακ άρεσε οι ευρωπαϊκός κινηματογράφος, λάτρευε τη φωτογραφία και θαύμαζε τους Ευρωπαίους συγγραφείς και φιλοσόφους. Πολλοί εξ αυτών επηρέασαν το έργο της, ενώ δεν ακολουθούσε μία συγκεκριμένη σχολή, κάτι που προκαλούσε τεράστιο ενδιαφέρον από τη μία πλευρά και εξίσου μεγάλη σύγχυση από την άλλη. Δεν ήταν σταθερός άνθρωπος, άλλαζε διαρκώς γνώμη και, σύμφωνα με τη Guardian, ήταν απίθανο να διαφωνήσει κανείς μαζί της.
«Με γεμίζει έκπληξη και κατάθλιψη το γεγονός ότι η λογική του καπιταλισμού έχει γίνει τόσο ιμπεριαλιστική. Υπάρχουν τόσο λίγα κίνητρα στην Αμερική εκτός από τη δίψα για το χρήμα… Καλό θα ήταν να ψάξουμε και για άλλου είδους ικανοποιήσεις», υποστήριζε.
«Προτιμώ να ζω τη ζωή μου και να γράφω για άλλα πράγματα», υποστήριζε, «Υπάρχουν συγγραφείς για τους οποίους όλες οι εμπειρίες αποτελούν υλικό για βιβλία, οπότε το μόνο που τελικά κάνουν είναι να γράφουν. Θέλω να είμαι σε θέση να σταματώ και να χαϊδεύω ένα παιδί χωρίς να αναρωτιέμαι πώς αυτό θα μπορούσε να ταιριάξει στο επόμενο βιβλίο μου».
Ήταν πάντα γεμάτη ενέργεια, γεμάτη ζωή κι ας ήταν με το ένα πόδι στην άλλη πλευρά, «υπήκοος του άλλου εκείνου τόπου».-
Σημείωση: Ξανακοίταξα τρία από τα δοκίμια της Σόντακ:
-Η αισθητική της σιωπής, μτφρ. Νανά Ησαΐα, Εγνατία, 1979
-Η νόσος ως μεταφορά & το Aids και οι μεταφορές του, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος & Στέφανος Ροζάνης, Ύψιλον/βιβλία, 1993
-Η γοητεία του φασισμού, δύο δοκίμια, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον/βιβλία, 2010
-Ενώ συμβουλεύθηκα και κάποιους ιστότοπους του διαδικτύου.