You are currently viewing Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου: Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, μια μακρά διαδρομή

Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου: Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, μια μακρά διαδρομή

Έχασε τη μητέρα της δέκα μέρες αφότου γεννήθηκε στις Βρυξέλλες στις 8 Ιουνίου του 1903. Η μητέρα ήταν Βελγίδα και την έλεγαν Φερνάντ ντε Καρτιέ ντε Μαρσιέν (Fernande de Cartier de Marchienne). Έτσι έζησε και μεγάλωσε με τον πατέρα της τον Γάλλο αξιωματικό Μισέλ Κλεινεβέρκ ντε Κρεγιενκούρ ( Michel Cleenewerck de Crayencour), ο οποίος τη μεγάλωσε στη Λιλ, όπου βρισκόταν ο πατρογονικός πύργος του, με ρομαντικές ιστορίες και ταξίδια. Καλοκαίρια στο εξοχικό, χειμώνες στο οικογενειακό τους στη Λιλ. Ταξίδια σε Βρυξέλλες και Ολλανδία.

Η εξάχρονη Μαργκερίτ αντικρίζει για πρώτη φορά το Παρίσι. Ο πατέρας κρατώντας το χεράκι της τη σεργιανίζει σ’ όλη την πόλη για σχεδόν δύο χρόνια. Τ’ άλλα παιδάκια τα κρατούν απ’ το χέρι νέες γυναίκες ή νταντάδες. Η μικρή έχει νταντά αλλά όχι μητέρα. Σχηματίζει την ερώτηση, φτάνει ως την άκρη των χειλιών. Την ξεστομίζει θαρρετά αλλά και με έκπληξη. Η απάντηση που παίρνει δεν την ικανοποιεί. Σ’ ένα παιδί όταν δε λες την αλήθεια για τη σημαντικότερη έλλειψη της ζωής του τότε αυτό φαντάζεται διάφορα. Αλλά για να φανταστεί χρειάζεται ένα ερέθισμα. Η Μαργκερίτ δε θυμάται το πρόσωπο της μητέρας της, τα μάτια της μητέρας της, τη μυρωδιά του στήθους της. Ωστόσο αγωνίζεται να φανταστεί πώς μπορεί να ήταν αυτή η νεαρή γυναίκα που τη γέννησε.  Αποφασίζει κάποια στιγμή πως δεν πρέπει να έμοιαζε με καμιά απ’ τις γυναίκες που βλέπει να συνοδεύουν τα παιδιά τους. Κι η ερώτηση παύει να τριβελίζει το μυαλό της όταν ερωτεύεται γυναίκα κι όχι ένα αρκετά μεγαλύτερό της κύριο, σαν τον πατέρα της.

Ο πατέρας πουλά το εξοχικό και ζουν με την εντεκάχρονη πια Μαργκερίτ στο Παρίσι. Η μικρή έχει δασκάλα στο σπίτι. Διαβάζει πολύ. Συχνάζει στα μουσεία. Ζει όπως τα κορίτσια της αριστοκρατίας.

Με την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου μπαμπάς και κόρη καταφεύγουν σε μια ακρογιαλιά του Βελγίου. Ξεχνάνε το Παρίσι που οι δρόμοι του είναι αποκλεισμένοι. Καταφεύγουν στην Αγγλία. Η Μαργκερίτ μαθαίνει αγγλικά και μελετάνε με τον μπαμπά λατινικά. Ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου παίρνει ιδιαίτερα μαθήματα και ζητά να μάθει αρχαία ελληνικά. Μόνη της διαβάζει ιταλούς ποιητές στο πρωτότυπο.

Τον Νοέμβρη του 1917 ο πατέρας άρρωστος βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Πηγαίνει στη νότιο Γαλλία. Παίζει στο καζίνο μήπως βελτιώσει τα οικονομικά του. Η δεκαεννιάχρονη Μαργκερίτ διαβάζει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία κλασικούς της αρχαίας ελληνικής και ευρωπαϊκής γραμματείας. Το 1919 στη Νίκαια παίρνει απολυτήριο στα αρχαία και τα λατινικά.

Στα δεκάξι της γράφει το πρώτο της ποίημα για το μύθο του Ίκαρου. Με έξοδα του μπαμπά δημοσιεύει στα δεκαοχτώ τον Κήπο με τις Χίμαιρες [1921] και τον επόμενο χρόνο μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο οι Θεοί δεν πέθαναν. Φυσικά σ’ αυτά τα ποιήματα περισσεύουν οι απομιμήσεις.

Παίζοντας με τον πατέρα της γράφουν σε χαρτάκια κάθε γράμμα του οικογενειακού ονόματός της και κάνουν συνδυασμούς μεταξύ τους. Αυτοσχεδιάζοντας καταλήγουν στο ψευδώνυμο που θα την ακολουθήσει από δω και μπρος. Μόνο οι κακοποιοί κι οι λογοτέχνες αλλάζουν ονόματα, δηλαδή ταυτότητα. Για διαφορετικούς λόγους βέβαια ο καθένας από αυτούς.

Αποπειράται να γράψει μια οικογενειακή σάγκα. Μέσα σε τέσσερα  χρόνια [1922-1926] γράφει κάπου πεντακόσιες σελίδες. Καταστρέφει το μεγαλύτερο μέρος και το 1934 κυκλοφορεί με ό,τι απόμεινε και προσθήκες  το  Ο θάνατος οδηγεί την άμαξα, διηγήματα. Πάντως πολλές σελίδες από το τερατώδες νεανικό έργο απαρτίζουν ένα μέρος από τον όψιμο Λαβύρινθο του κόσμου [1974-1988].

Το 1924 επισκέπτεται την έπαυλη του Αδριανού στο Τίβολι, ένα θέρετρο στους λόφους της Σαβίνας. Τότε στα 21 της αρχίζει αυτή η μακρά πνευματική περιπέτεια που θα καταλήξει τριάντα χρόνια αργότερα στο αριστούργημά της το Αδριανού Απομνημονεύματα [1951]. Ανακαλύπτει την Ιταλία σαν χώρα κατάλληλη για τις φιλολογικές σπουδές που διψά να κάνει – αλλά ζει την άνοδο του φασισμού. Συναναστρέφεται εξόριστους ιταλούς διανοούμενους. Διαβάζει ιστορία και θεωρητικούς  του σοσιαλισμού και του αναρχισμού, γερμανούς και άγγλους  φιλόσοφους και ποιητές του 19ου αιώνα, αλλά και μεταφρασμένα κείμενα της Ινδίας και της Άπω Ανατολής, ενώ καταπιάνεται με τη σπουδή των μαθηματικών.

Από το 1926 ως το 1929 μένει με τον πατέρα πάντα στην Ελβετία και ξεκινά να διαβάζει σύγχρονη λογοτεχνία. Γράφει μια αποτυχημένη βιογραφία του Πίνδαρου [1932], αλλά δεν αφήνει να  επανεκδοθεί. Δημοσιεύει ποιήματα και δοκίμια ενώ ολοκληρώνει ένα μικρό μονολογικό αφήγημα τον Αλέξη [1929] που είναι η εξομολόγηση ενός νεαρού μουσικού που παλεύει με την ερωτική του κλίση, την ομοφυλοφιλία και εγκαταλείπει τη γυναίκα του. Τολμηρό θέμα για την εποχή ωστόσο οι κριτικοί το επαίνεσαν. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο αγαπημένος και εξαιρετικά προστατευτικός πατέρας της, ο άνθρωπος που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ζωή της σε μια κλινική της  Λωζάνης.

Αν και με αδυναμίες το Ένας οβολός όνειρα, η ιστορία μιας αποτυχημένης απόπειρας εναντίον του Μουσολίνι, δείχνει τη βαθιά αντίθεσής της σε μια Ιταλία που έχει σε μεγάλο βαθμό αποδεχθεί το άγος του φασισμού από τον οποίο κυβερνήθηκε μια ευρωπαϊκή χώρα με μεγάλη ιστορία και σπουδαία παιδεία. Ταξιδεύει συχνά στον Δούναβη και το Βελιγράδι. Είμαστε στο 1933 και η Μαργκερίτ – Γιουρσενάρ πια είναι τριάντα χρονών και χτίζει το λογοτεχνικό της μέλλον. Ανάμεσα σ’ επιτυχίες και αποτυχίες φυσικά πορεύεται κι αυτή όπως ο καθένας.

Το 1934 αρχίζει ένα ταξίδι στην Ελλάδα που διαρκεί πολύ ενώ ξαναπηγαίνει στο Παρίσι, την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη. Συγκεντρώνει σ’ ένα βιβλίο μικρά δοκίμια για ελληνικούς τόπους και μνημεία και τα εκδίδει με τον τίτλο Ταξίδι στην Ελλάδα.

Στον Ανδρέα Εμπειρίκο με τον οποίο ταξιδεύει στη Μαύρη Θάλασσα την Κωνσταντινούπολη, θ’ αφιερώσει  τα Διηγήματα της Ανατολής [1936] που μαρτυρούν τη σχέση που συνδέει στενά το μύθο με τη  ζωή. Την ίδια εποχή  στο Όνειρα και οι μοίρες καταδεικνύει τη σχέση ονείρου με το μύθο και την ποιητική λειτουργία αφήνοντας έξω την ψυχανάλυση.

Οι Φωτιές [1936] είναι ένα λυρικό και εξπρεσιονιστικό έργο φιλοσοφικού στοχασμού, με προσωπικές εξομολογήσεις, ύστερα από μια κρίση που πέρασε, ενώ περιγράφει μορφές του πάθους [ερωτικό πάθος, πάθος για το απόλυτο, για τη δικαιοσύνη, την υποταγή στη μοίρα].

Γνωρίζει τη Βιρτζίνια Γουλφ στο Λονδίνο το 1937 και μεταφράζει τα Κύματα. Συναντά τη Γκρέης Φρικ, μια αμερικανίδα συνομήλική της που τη συνοδεύει στα ταξίδια της στην  Ελλάδα και την Ιταλία, θα τη συντροφέψει πολλά χρόνια και θα μεταφράσει αρκετά βιβλία της.

Μεταφράζει το Τι ήξερε η Μέιζι του Χένρι Τζαίημς και καταπιάνεται να μεταφράσει Καβάφη με τη βοήθεια του Κ.Θ. Δημαρά. Προσθέτει μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή και καταφέρνει να μεταφράσει το  σύνολο των ποιημάτων του έλληνα ποιητή. Σταδιακά δημοσιεύει τα ποιήματα σε διάφορα περιοδικά. Το βιβλίο εκδίδεται το 1958.

Από το 1940 ως το 1945 μένει στις ΗΠΑ. Γράφει ποιήματα και μεταφράζει νέγρικα τραγούδια και αρχαία λυρική ποίηση.

Καταπιάνεται να ολοκληρώσει τα Απομνημονεύματα του Αδριανού στο ξύλινο σπίτι που αγοράζει σ’ ένα νησάκι στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα εγκατασταθεί σ’ αυτό ως το θάνατό της.

Το 1951 ξαναγυρίζει στην Ευρώπη. Τα Απομνημονεύματα εκδίδονται την ίδια χρονιά και η επιτυχία τους ξεπερνά κάθε προσδοκία. Βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία.

 

«Σήμερα το πρωί κατέβηκα στο γιατρό μου Ερμογένη, που μόλις γύρισε στην Έπαυλη ύστερα από ένα αρκετά μακρόχρονο ταξίδι στην Ασία. Έπρεπε να εξεταστώ νηστικός. Κλείσαμε ραντεβού για τις πρώτες πρωινές ώρες. Ξαπλώθηκα σ’ ένα κρεβάτι, αφού πρώτα γυμνώθηκα απ’ το μανδύα κι’ απ’ το χιτώνιό μου. Σ’ απαλλάσσω από λεπτομέρειες δυσάρεστες τόσο για σένα όσο και για μένα κι’ από την περιγραφή του κορμιού ενός ανθρώπου, προχωρημένου στα χρόνια, που ετοιμάζεται να πεθάνει από υδρωπικία της καρδιάς. Ας πούμε μόνο πως έβηξα, πως ανάπνευσα και κράτησα την ανάσα μου σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ερμογένη, αναστατωμένου άθελά του από την τόσο γρήγορη εξέλιξη του κακού, κι’ έτοιμου να ρίξει το φταίξιμο στο νεαρό Ιόλα που με φρόντιζε στην απουσία του». [απόσπασμα από το βιβλίο σε μετάφραση της Ιωάννας  Δ. Χατζηνικολή που είχε γνωρίσει τη συγγραφέα μετέφρασε πολλά βιβλία της  και τα εξέδωσε στις ομώνυμες εκδόσεις. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1976 και έκανε αλλεπάλληλες ανατυπώσεις].

«Εξισορροπεί ανάμεσα στον έρωτα και τη δικαιοσύνη, στην Ιστορία και το συναίσθημα, στον διαλογισμό και στο πάθος. Από όλους τους χαρακτήρες της Γιουρσενάρ, ο Αδριανός είναι ο πιο θαυμαστός. Ο Αδριανός είχε ό,τι ονειρεύτηκε: άντρες, γυναίκες, πολέμους, ειρήνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη. Υπήρχε στον Αδριανό η ύψιστη εκλέπτυνση του Ελληνισμού, ο γοργά επερχόμενος μετα-ρωμαϊκός κόσμος» γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης.

Η Άβυσσος [1968] περιγράφει τις περιπέτειες ενός καλόγερου-διανοούμενου από την Μπρυζ, που θα περιπλανηθεί στην Ευρώπη του 16ου αιώνα και θα ερευνήσει τους νόμους της φύσης, της θρησκείας και της πολιτικής, αναζητώντας την ουσία της δικής του ύπαρξης.

Η Γιουρσενάρ διάσημη πια και πολυβραβευμένη δε σταματά να ταξιδεύει [Αγγλία, Σκανδιναβία, Κεντρική Αμερική, Αίγυπτο]. Δημοσιεύει τις μεταφράσεις της των αρχαίων ελληνικών ποιημάτων στο Στεφάνι και Λύρα [1979]. Την ίδια χρονιά χάνει μετά από βασανιστική ασθένεια τη σύντροφό της, τη Γκραίης Φρικ.

Στον Λαβύρινθο του κόσμου γράφει τις οικογενειακές της αναμνήσεις.

Το 1980 η Γαλλική Ακαδημία έσπασε την παράδοση 345 ετών και δέχτηκε την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ως την πρώτη γυναίκα ανάμεσα στους σαράντα «αθανάτους».

Η Γιουρσενάρ ταξίδευε ακατάπαυστα σε όλο τον κόσμο σχεδόν μέχρι τον θάνατό της, σε ηλικία 84 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Βοηθήματα:
-περιοδικό Διαβάζω, τχ. 81, 16/11/1983

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.