You are currently viewing Κώστας Χουλιούμης:  Γιατί γελάμε ακόμα με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα

Κώστας Χουλιούμης:  Γιατί γελάμε ακόμα με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα

Η  χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά, από τα μέσα της δεκαετίας 50 έως τα μέσα της δεκαετίας 70, όπου γυρίζονταν πάνω από 100 φιλμ τον χρόνο, έσβησε εξ αιτίας της τηλεόρασης, όπως ισχυρίζονται πολλοί, αλλά η τηλεόραση, αυτό είναι βέβαιο, διασώθηκε από τα φιλμ της χρυσής εκείνης εποχής. Ακόμα και σήμερα 70 χρόνια μετά προβάλλονται φιλμ και προπαντός παρακολουθούνται φανατικά από το κοινό. Η τηλεθέαση που σημειώνουν είναι σημαντική.

Παράδοξο ωστόσο είναι το γεγονός ότι δεν προβάλλονται όλα αδιακρίτως τα φιλμ εκείνα, αλλά προβάλλονται μόνον οι κωμωδίες, και μερικά που δεν χαρακτηρίζονται κωμωδίες, όπως (Μοντέρνα Σταχτοπούτα) ή μπορεί να είναι κωμωδίες καταστάσεων όπως (Η Αλίκη στο Ναυτικό)  με πρωταγωνίστρια την Βουγιουκλάκη. Απ’ όλα εκείνα τα φιλμ των δύο δεκαετιών είναι ζήτημα αν προβάλλονται 100 με 150. Τι έχουν όμως οι κωμωδίες και αγαπάμε να τις βλέπουμε; Γιατί δεν βλέπουμε τις δραματικές ταινίες όπου πρωταγωνιστούν σημαντικοί για την εποχή τους ηθοποιοί και όταν προβάλλονταν έκοβαν το ίδιο πολλά εισιτήρια με τις κωμωδίες; Συνέρρεε σ’ αυτές ο κόσμος κατά χιλιάδες για να δουν τον Νίκο Ξανθόπουλο, και την Μάρθα Βούρτση, δυο αγαπημένους στο κοινό ηθοποιούς για δραματικούς ρόλους.

Να λοιπόν ένα σοβαρό ερώτημα αισθητικής φύσεως, γιατί τα δραματικά έργα έχουν περιορισμένη στον χρόνο αισθητική αξία; Γιατί αυτό που μας συγκινούσε την δεκαετία του 60 δεν μας συγκινεί σήμερα*;

Μια μικρή “γεύση” μπορούμε να πάρουμε εάν δούμε τους τίτλους των ταινιών που γύρισε η εμβληματική, την εποχή εκείνη, δραματική ηθοποιός Μάρθα Βούρτση. Το 1965 η Μ. Β. γύρισε 11 ταινίες οι 8 από αυτές έφεραν τίτλους: Κάθε καημός και δάκρυ, Είμαι μια δυστυχισμένη, Είναι μεγάλος ο Καημός, Φεύγω με πίκρα στα ξένα, Τα δάκρυά μου είναι καυτά, Η δική σου μοίρα με σέρνει, Αστεφάνωτη. Δίψα για ζωή. Το 1965 γύρισε 7 ταινίες οι 5 από αυτές είχαν τίτλο, Καρδιά μου πάψε να πονάς, Περιφρόνα με γλυκιά μου, Απόκληρη της κοινωνίας, Το φυλακτό της μάνας, Προδομένη.

Εάν θα συνεχίσουμε με όλη την φιλμογραφία της, νομίζω πως θα εξαντλήσουμε τις βαρύγδουπες συναισθηματικά φορτισμένες φράσεις της γλώσσας μας και μπορεί να προκαλέσουμε κατάθλιψη σε μερικούς. Είναι ξεκάθαρο ότι παραπέμπουν σε άλλη εποχή, μια εποχή που ότι συνέβαινε στο άτομο οφείλονταν, έφταιγε η κοινωνία, έτσι πιστεύαμε τουλάχιστον. Εάν το φταίξιμο καταλογίζονταν στο άτομο, στην πρωταγωνίστρια κανένας δεν θα πατούσε το πόδι του στον κινηματογράφο. Γιατί όμως δεν κάνουν το ίδιο οι κωμωδίες;

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί η επίδραση που έχει η αφηγηματική τέχνη και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος στον θεατή. Κατ’ αρχήν έχουμε την ταύτιση του θεατή με τον πρωταγωνιστή. Στο μεν δράμα έχουμε την απόλυτη ταύτιση, “ότι συμβαίνει σ’ αυτόν μπορεί να συμβεί και σε μένα” και στην κωμωδία έχουμε την απόλυτη αποστασιοποίηση του θεατή από τον πρωταγωνιστή. “δεν πρόκειται να πέσω εγώ σ’ αυτή τη λούμπα, δεν είμαι εγώ τόσο χάχας κλπ” Αυτά που παθαίνει ο πρωταγωνιστής τα παθαίνει από δικό του φταίξιμο, ενώ στο δράμα το φταίξιμο είναι της κοινωνίας της νοοτροπίας, των παρωχημένων αξιών κλπ.

Οι κωμωδίες είναι είτε κωμωδίες χαρακτήρων είτε κωμωδίες καταστάσεων. Δηλαδή δεν καταπιάνονται με ένα θέμα που απασχολεί την κοινωνία, που ταλαιπωρούν τον κόσμο, όπως είναι η φτώχεια, η ορφάνια, η ξενιτειά, η προδομένη αγάπη και τα παρόμοια. Ενώ στον αντίποδα οι μεγάλοι κωμικοί στον παγκόσμιο κινηματογράφο ήταν χαρακτήρες. Ως επί το πλείστον οι κωμικοί είναι χαρακτήρες ευκολόπιστοι, αδαείς, αφελείς, αδέξιοι, χοντροκομμένοι, απονήρευτοι με μια λέξη “μπούφοι.” αυτός είναι ο χαρακτήρας που βγάζει εύκολα γέλιο. Μπούφος είναι αυτός που κάνει την μια γκάφα μετά την άλλη, τον έναν λανθασμένο υπολογισμό μετά τον άλλον. Λέει την μια μπαρούφα μετά την άλλη.

 

Από την αρχή, την εποχή του βωβού κινηματογράφου οι κωμικοί κατέκτησαν το κοινό, γυρίζοντας εκατοντάδες ταινίες. Τον Σταν Λόρελ, και τον Όλιβερ Χάρντι τους πασίγνωστους χοντρό και λιγνό, ο λιγνός με μια φάτσα πλημμυρισμένη από αγαθότητα, αδεξιότητα, αφέλεια και τον χοντρό υπερόπτη και ματαιόδοξο. Τους αξεπέραστους δημιουργούς, Τσάρλι Τσάπλιν, Τοτό, Ρομπέρτο Μπενίνι, Λουί Ντε Φινές, Πίτερ Σέλερς. Η λίστα είναι ατελείωτη και αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κανείς με έκπληξη είναι το ότι δεν υπάρχουν καθόλου γυναίκες ανάμεσά τους. Γυναίκες που να υποδύονται τον μπούφο. Είναι και αυτό ένα στοιχείο που πρέπει να διευκρινιστεί. Γιατί δεν δίνονται ρόλοι, αργόστροφου, αδέξιου, αφελούς, αδαούς σε γυναίκες; Ποιο μυστικό κρύβεται πίσω από το γεγονός αυτό;

Βέβαια δεν θα μπορούσε να είναι μόνον αυτός ο τύπος γιατί τότε θα εξαντλούνταν γρήγορα. Υπάρχουν αρκετοί άλλοι που κινούνται μεταξύ σοβαρού και αστείου και ένας τέτοιος ήταν και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Προκαλούσε μεν το γέλιο αλλά ήταν και ένας εξαίρετος ηθοποιός για σοβαρούς ρόλους που ενσάρκωνε πειστικότατα βιομηχάνους, καπετάνιους, ανώτατους αξιωματικούς, πετυχημένους επιχειρηματίες. Στο “Η Αλίκη στο Ναυτικό” και στο “Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια”, “Τζένη Τζένη”,  ‘Χαρτοπαίχτρα” ,“Χτυποκάρδια στο Θρανίο”, όλοι οι ρόλοι αυτοί που υποδύθηκε αλλά και πολλοί άλλοι δεν είχαν τίποτα που να προκαλεί γέλιο.

Ποιο ήταν λοιπόν το κωμικό ατού του Κωνσταντάρα; ιδού η απορία.

 

Το πρώτο πράγμα που προσφέρει ένας ηθοποιός, ο κάθε ηθοποιός, είναι το παράστημα του.  Όχι μόνον το σώμα, η κορμοστασιά του, αλλά και όλα τα στοιχεία που εκφράζει με την προσωπικότητά του. Η εμφάνιση προδίδει όλα τα μη λεκτικά μας στοιχεία επικοινωνίας τα οποία είναι πολλά, πάρα πολλά. Πάνω σε αυτά τα στοιχεία τυποποιείται ένας ρόλος.

Τον πρώτο τυποποιημένο ρόλο στον Ελληνικό σινεμά τον έχουμε και είναι αυτός του άτολμου, του δειλού, που όμως θέλει να ξεπεράσει τον εαυτό του. Αυτός είναι ο ρόλος του Β. Λογοθετίδη. Στους ρόλους του είναι στρατηγός, μεγαλοεργολάβος, εργοστασιάρχης, κλπ, δηλαδή έχει επαγγέλματα που απαιτούν τόλμη και αποφασιστικότητα, όμως εκεί που χωλαίνει είναι το άλλο φύλο. Θέλει να αμαρτήσει αλλά οι δισταγμοί είναι μεγάλοι.

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ιδανικός στο να ενσαρκώνει το μέσο Έλληνα αυτόν που θέλει να είναι τολμηρός, δυνατός, αποφασιστικός αλλά δεν μπορεί να γίνει. Οι καταλληλότερες ταινίες με αυτόν τον χαρακτήρα “Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης”, “Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες”.

Ο άλλος μεγάλος κωμικός μας, ο Θανάσης Βέγγος ενσάρκωνε τον ήρωα ο οποίος έτρεχε συνεχώς για να τα προλάβει όλα αλλά δεν το κατάφερνε. Σε μια ταινία του ετοιμάζεται να μονομαχήσει με έναν τσιγγάνο – Ζανίνο – ο οποίος του πετάει ένα μαχαίρι, το οποίο όμως ο Βέγγος το πιάνει ανάποδα, από την κάμα. Αυτό του το επισημαίνει ο βοηθός του “αφεντικό κρατάς το μαχαίρι ανάποδα” του λέει, και ο Βέγγος με στεντόρεια φωνή του απαντά “δεν προλαβαίνω τώρα”

Αυτός ήταν ο Βέγγος, αυτός που έτρεχε μόνος αλλά ερχόταν πάντα δεύτερος, σε όλες τις ταινίες που παρήγαγε ο ίδιος, Θ.Β. Ταινίες γέλιου.

Ο Κ. Χατζηχρήστος ήταν ο βλάχος, αλλά ένας παμπόνηρος βλάχος, ένας χωριάτης. Μπορούσε όμως να τα καταφέρει, να βγει ασπροπρόσωπος όποια και να ήταν η περίπτωση. Με τον Χατζηχρήστο μπορούσαν να ταυτιστούν όλοι οι “χωριάτες” που κατέκλυζαν την πρωτεύουσα την εποχή της αστυφιλίας  και δεν μπορούσαν να αισθανθούν ισότιμοι, ισάξιοι με τους “χωριάτες” που πήγαν στην Αθήνα μερικά χρόνια νωρίτερα.

Ο άλλος μεγάλος κωμικός μας ο Κώστας Βουτσάς ενσάρκωνε τον αιώνιο έφηβο και στα γεράματά του, τον γεμάτο ξεγνοιασιά, ανεμελιά, και ολίγη ανευθυνότητα.

Αυτά τα παραδείγματα μας λένε ότι το κωμικό, αυτό που προκαλεί το γέλιο στον θεατή, δεν βρίσκεται στον ηθοποιό, αλλά στον ρόλο. Οι ρόλοι που υποδύονται οι ηθοποιοί πρέπει να  ταιριάζουν  με την φυσική τους παρουσία το “φιζίκ τους” όπως συνηθίζουν οι ίδιοι να λένε. Κανέναν από τους τρεις αυτούς ρόλους δεν θα μπορούσε να υποδυθεί  ο Λ. Κωνσταντάρας και να προσφέρει γέλιο στους θεατές.

Τα μη λεκτικά στοιχεία που φανέρωνε  η εμφάνιση του ήταν όλα θετικά. Ο Κωνσταντάρας έχει το πιο ωραίο στιλ,την πιο ωραία κορμοστασιά, το πιο άνετο, ευχάριστο περπάτημα. Ψηλός, ευθυτενής, ευπροσήγορος, χωρίς στοιχεία επιφυλακτικότητας ούτε επιθετικότητας στα χαρακτηριστικά, στη  ματιά του, στο προσώπου του κλπ. Ήταν  κατά κάποιον τρόπο, ένα υπόδειγμα, ένα παράδειγμα που πολλοί άνδρες θα ήθελαν να τον μοιάσουν. Ήταν  το υπόδειγμα που μπορούσε να έχει μόνο επιτυχίες στις γυναίκες εκεί ακριβώς είναι που τα θαλάσσωνε…ο φουκαράς.

Οι ρόλοι του ως κωμικού ηθοποιού είναι του αποτυχημένου εραστή – καρδιοκατακτητή. Αυτός ο ωραίος άντρας τα θαλασσώνει σε όλες τις περιπτώσεις, συχνά απέναντι στην υπέροχη Μάρω Κοντού που έκαναν ένα υπέροχο  ζευγάρι. Δηλαδή στην ουσία ο Κωνσταντάρας δεν διστάζει να τσαλακώσει αυτή την ωραιότατη εικόνα του, να αυτοϋποτιμηθεί, να αυτογελοιοποιηθεί αυτοχλευασθεί για χάριν του ρόλου. Αυτό που κέρδιζε ο θεατής και τότε και τώρα είναι η υποσυνείδητη σκέψη “Κοίτα να δεις, ο Κωνσταντάρας  αποτυγχάνει εκεί που εγώ πετυχαίνω”.

 

 

    Κώστας Χουλιούμης, κοινωνιολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.