καί ἀηδόνι ὁ κάθε ἄδωνις
Σπήλιος Αργυρόπουλος
Θέλω να γίνω ο χρησμός της ζωής μου
Κάλας
Ο ανυπότακτος θα γίνει απότακτος
«Ανυπότακτο» τον αποκαλούσε τιμητικά ο Ελύτης. «Απότακτο» από τα Ελληνικά [Νέα και Παλαιά] Γράμματα [*] τον κατέστησε ο Ανδρέας Καραντώνης, μίσθαρνο όργανο του Γιώργου Κατσίμπαλη και της γενεάς του Τριάντα, της δικής του γενεά, που θεώρησε σωστό να τον εξοβελίσει από τους κόλπους της ως παρείσακτο επειδή [με τα λόγια του ιδίου του Καραντώνη]: «ο Καλαμάρης είναι εγκεφαλικός, χωρίς ποιητικό βάθος, χωρίς υποβολή. Έχει αξιόλογα λογοτεχνικά χαρίσματα, φαντασία, ευρήματα […] πρώτος εμπνέεται από το Αιγαίο, που αργότερα θα γίνει ο κύριος χώρος της ποίησής μας [sic] – πώς αλλιώς θ’ αυξήσουμε την τουριστική κίνηση – ωστόσο δε μας έδωσε […] μια ποίηση βιώσιμη, προσωπική, μια ποίηση που θα μπορούσε να επιδράσει. Έμεινε ένας άγονος πρόδρομος».
Χιούμορ, συρρεαλισμός και λογοπαίγνια
Στο πρώτο πλάνο
ο Παρθενός
ο δηλητηριασμένος με ψυχαρική μελάνη
ο ψεύτικος, ο νεκρός
ο σκοτωμένος με φακό σε πλούσιο χαρτί
από τον Μπουασονά
νεκροθάπτη της Ελλάδας –
για φόντο χέρια σταυρωμένα
μπλεγμένα
σε θέση προσευχής
εντατικής προσευχής
τα χέρια φλύαρα χοντρά
εξόχως χοντρά
στα δάχτυλα για δαχτυλίδια
σύρματα ηλεκτρικά
που τρεμοσβούν τη λέξη
Ρ ε ν ά ν
– ο επίσημος της Ακρόπολης
κανδηλανάφτης –
πάνου στα μάρμαρα
πόδια, κοιλιά, στήθια, χέρια
μαλλιά ξέπλεκα
της Νταλιλάς
αλλά οι τρίχες κομμένες
είναι χορεύτρα που βαρέθηκε τα παρκέτα
«Μεγάλος υπερρεαλιστικός χιουμορίστας, αδικημένος από την [φευ!], σοβαροφανή μας κριτική, είναι ο Νικόλαος Κάλας, στη σειρά των ποιημάτων που έγραψε τα τελευταία χρόνια, και που δημοσιεύτηκαν πρώτα στο περιοδικό Πάλι, τη δεκαετία του ‘60, και αργότερα στον τόμο των ποιημάτων του στον ‘Ικαρο, με τίτλος Οδός Νικήτα Ράντου. Ο Κάλας, πνεύμα ρηξικέλευθο, και οξύ, καλλιεργεί ένα χιούμορ δηκτικό, ως γνήσιος Αθηναίος – Νεογιορκέζος. Η τακτική του Κάλας είναι να σατιρίζει την εξάπλωση του μοντερνισμού, που από κίνημα επαναστατικό στη δεκαετία του ‘20-‘30, κατάντησε κοινοτοπία μετά το ‘60», αντιλέγει ο Νάνος Βαλαωρίτης – δισέγγονος του μεγάλου ρομαντικού ριζοσπάστη και μεγαλοϊδεάτη-, επτανήσιου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, καίτοι υπερρεαλιστή φίλου και θαυμαστή των Σεφέρη και Ελύτη.
«Μου έλεγε», λέει πάντα ο Νάνος, «ότι ο Ελύτης, είναι δύο πρόσωπα, το ένα λέγεται Ελύτης και το άλλο Μόραλης [αναφορά μάλλον στο βιβλιαράκι του ΗΛΊΑ Πετρόπουλου Ελύτης-Μόραλης]… μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια… ενώ σε μένα είχε πει, “εσείς κύριε Βαλαωρίτη, προτιμάτε από μένα τον Κύριο Αλεπουδέλη [το πραγματικό όνομα του Οδυσσέα Ελύτη] και τον Κύριο Σεφεριάδη. Ο Κύριος Σεφεριάδης που έγραψε τα ποιήματα και ο Σεφέρης που έγραφε τις Δοκιμές…». Αυτοί ήταν δισυπόστατοι αντίθετα μ’ αυτόν που ήταν τρισυπόστατος.
«Όλα [άλλωστε] δεν ήταν καλά (δηλ. o.k.) – όλα λοιπόν δεν ήταν Καλά(ς), στη γενιά του Τριάντα, που μερικοί θέλουν να την παρουσιάσουν σαν μια ομόφωνη και ομοούσια μάζα» επισημαίνει ο Βαλαωρίτης και στη συνέχεια υποστηρίζει:
«Οι στερεότυπες φράσεις, τα παραδεδεγμένα, τα κλισέ, οι παρεξηγήσεις, οι κοινωνικές ακατανοησίες, η παντελής άγνοια, που είδαμε να παρελαύνουν τα τελευταία χρόνια εικονίζονται μέσα στα μικρά αυτά ποιήματα, με αλύπητη παρατηρητικότητα. Ένας κόσμος ξεφτισμένος και εξευτελισμένος, που θέλει να ‘ναι της μόδας και πληροφορημένος, παραδέρνει μέσα σε μια χοντράδα παρεξηγήσεων για τα πάντα. Να μερικοί σκόρπιοι στίχοι που δίνουν τη γεύση:
Ήσουν Ασπασία και σε γνώρισα στην οδό Περικλέους…
Μ’ έναν όμως όρο Ποτέ την Κυριακή…
Και στα καταγώγια της, θίασος και ηρωίνη…
Η κυρία Πάγκονυ από το Μαιάμι και τα Φάρσαλα
γιορτάζει φέτος το Χριστός ανέστη χορεύοντας
Ροκ εντ Ρολ μ’ έναν τσολιά…
Ενώ στην Πλάκα άγγλος με άπταιστη ερασμιακή προφορά
απαγγέλλει Καβάφη
Κάθε απομεσήμερο σέρνει η Αντιγόνη
το τυφλό της πάθος στο Κολωνάκι…
Ματαιοπονεί. Το γκαρσόνι με τον Ηδύποδα
δεν της έρχεται…
Φαίδρα φαιδρή μου φαιδρούλα
απόψε θα χύσουμε αίμα οδός Μαυρομιχάλη…
Για την Μαρία Τριχερούσα
μιαν ακανθοδέσμην. Να της ζήσει ο νόθος της.
Αύριο είναι του Χριστοφόρου του Κυνοκέφαλου
Σκυλόμουτρο φώναζαν τον Χριστάκι οι γειτόνισσες…
Μας τον μάτιασαν στενάζει η νουνά του…
Υπερπληρώθη το Ακροπολώδειον…
Πάνε στο Σάπιο ν’ απολαύσουνε
Την αίγλη της αποτυχίας των».
«Όποιος δεν είναι Αθηναίος -έστω κι αν είναι Νεογιορκέζος– δεν μπορεί ν’ απολαύσει τ’ αμίμητα λογοπαίγνια, και τα υπονοούμενα του καλασιανού χιούμορ», καταλήγει ο Νάνος Βαλαωρίτης στο άρθρο του Το χιούμορ στον ελληνικό υπερρεαλισμό: «Αλλεπάλληλες ριπές πολυβόλου είναι τα ποιήματα αυτά που αφήνουν τον αναγνώστη διάτρητο. Αν γράφτηκε ποτέ ένα ποίημα για την Αθήνα, ανάλογο με την Έρημη Χώρα του Έλιοτ (για το Λονδίνο), είναι ασφαλώς η σειρά Οδός Νικήτα Ράντου.
Ιντερμέδιο
Απόψε επήρα την νύχτα μαζί μου – έλα και συ
Όλα μας ανήκουν τώρα, δε μπορεί
Και για μας κάπου θα υπάρχει ένας πανέρημος λειμώνας
[Και πριν το επόμενο κάτι από τον δικό μου οίστρο παλιό και παρόντα: Αμφίθυμος. Κρατιέμαι ακόμα απ’ τον στύλο κι ας στροβιλίζεται ο αγέρας γύρω κι ας ταράζουν σεισμοί τα φύλλα της καρδιάς]
Αλλά τι μένει απόψε από το παρελθόν;
Τι μένει από το μέλλον;
Από την σελήνη που κάθε βράδυ αναβάλλει την ανατολή της
Από τη χθεσινή νυχεγρεσία
[από την Οδό Νικήτα Ράντου]
«Και τελειώνω» – μιλά ο Βαλαωρίτης πάλι μετά το Ιντερμέδιο – «με το αξέχαστο εκείνο:
«Ο Μπακλαβάς είναι γλυκύτερος από τον θάνατο», όπου σατιρίζει τον Σεφέρη που τον ονομάζει: “Ο Κανατάς που ανεκάλυψε την ποιητική αξία του ζεστού νερού…»[**].
Ρήξεις, επιστρώσεις, ρωγμές
«Τρέξε κόσμε, εδώ αρχίζει το Βασίλειο του ακαριαίου», φώναζε ο Μπρετόν στο πρώτο Μανιφέστο του το 1924, όταν ο Καλαμάρης είναι 17 ετών. Νωρίς ακόμα για να γράψει. Ωστόσο η Μικρασιατική Καταστροφή τον επηρεάζει αφάνταστα σε σημείο να ξυπνήσει πρώιμα το πολιτικό του αισθητήριο ανάμεικτο με έναν έντονο εφηβικό συναισθηματισμό. Αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τον πατέρα του, κληρονόμο μεγάλης περιουσίας από εμπόριο σιτηρών και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, που αρνείται να δεχτεί την κατασκήνωση προσφύγων στον κήπο του σπιτιού τους στην Αθήνα.
Όξος, χολή και βιτριόλι στο ποιητικό του πρόσωπο
Αργότερα, όταν αρχίζει να γράφει και να δημοσιεύει τον κυνηγά η κατάρα του αιρετικού, του «υπερμοντέρνου λόγιου» που «περνά τρέχοντας και παραδέρνοντας παράπλευρα στα νοήματα, και τα πιο απλά, σα λαχανιασμένος άνθρωπος που τον κυνηγάνε τσοπανόσκυλα», όπως γράφει ο σταθμάρχης της νεώτερης ποίησης Καραντώνης στο περιοδικό Ιδέα το 1933. Κι ακόμα όταν αποφασίζει να συμπεριλάβει κι άλλους πρωτοπόρους του ελεύθερου στίχου όπως τον Τάκη Παπατσώνη, τον Απόστολο Μελαχροινό, τον Φώτο Γιοφύλλη, τους λεγόμενους φανταιζίστ και αυτόν τον μυστήριο πρωτοπόρο σουρεαλιστή από τα Παρίσια Θεόδωρο Ντόρρο και Του γλιτωμού το χάζι τους ονομάζει: «κοσμοπολίτες ευνούχους μιας τραγικά γυμνής ποίησης». Από κοντά κι ο Θεόδωρος Ξύδης [διπλωμάτης, τεχνοκριτικός, φίλος του Σεφέρη, συνεκδότης του περιοδικού Τετράδιο αργότερα μαζί με τον Ελύτη] αμολά το δικό του δηλητήριο αποτελειώνοντας το έργο της δημόσιας ταπείνωσης του υψηλόφρονα ποιητή συγκρίνοντας την ποίησή του με τις αδέξιες ερασιτεχνικές ποιητικές απόπειρες του πατέρα του Ιωάννη: «Το ταξίδι από το γυιό Ράντο/Καλαμάρη στον πατέρα Καλαμάρη μπορούσαμε να τ’ ονομάσουμε ταξίδι από τον πιο παρανοημένο Καβάφη στον πιο απλοποιημένο Πολέμη. Τιμή στη γενιά των Καλαμαραίων που χάρισε στην ελληνική ποίηση τον πιο αχαλίνωτο και ον πιο συντηρητικό εκπρόσωπο».
Πατέρας και γιός
Ο Καλαμάρης υιός ήρθε όταν επρόκειτο να φύγει σε νέα σύγκρουση με τον πατέρα του που τον ήθελε, όπως κι η, δισεγγονή του Μάρκου Μπότσαρη, μητέρα του διπλωμάτη γι αυτό του μάθαιναν ξένες γλώσσες κατ’ οίκον και τον έστειλαν να σπουδάσει στη Νομική. Αλλά αυτός ‘κανόνισε’ να τον καλέσει σε απολογία η Σύγκλητος για κομμουνιστική δραστηριότητα. Παράλληλα γίνεται μέλος της Φοιτητικής συντροφιάς, ενδιαφέρεται για την ψυχανάλυση, προσχωρεί στον τροτσκισμό, κάνει παρέα με το Δημαρά, τον Τσιριμώκο και τον Θεοτοκά και άλλα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου του Δημήτρη Γληνού.
Το ψευδώνυμο Κάλας δεν ήταν τυχαία επιλογή. Πρόγονός του ήταν ο Ζαν Καλάς [1698-1762], ένας Ουγενότος έμπορος υφασμάτων που κατηγορήθηκε για το θάνατο του γιού του που βρέθηκε κρεμασμένος μετά την απόφασή του να επιστρέψει στον καθολικισμό. Ο πατέρας εκτελέστηκε δημόσια μετά από βασανισμό πάνω στον τροχό. Αργότερα ο Βολταίρος επικεφαλής ομάδας διαφωτιστών διανοουμένων κατάφερε να αποδείξει πως η απόφαση βασιζόταν σε θρησκευτική προκατάληψη κι ο εκτελεσμένος πατέρας αθωώθηκε σε αναψηλάφηση της δίκης.
Ο Βαλαωρίτης τον θυμάται:
«Τον είχα πρωτοδεί, πιστεύω θα’ταν το 1939, […], στο βιβλιοπωλείο του Kauffmann, έναν ψηλό και λιγνό νέο με φουντωτά μαλλιά που φορούσε ένα πουκάμισο ροζ και παντελόνι υφαντό και κόκκινες ή κρεμεζιές εσπαντρίλιες. […] Είχα επίσης επισκεφθεί το σπίτι του στην οδό Καρνεάδου στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, […] ζούσε ακόμα η μητέρα του, η Ρόζα Καλαμάρη, μια ωραία ψηλή γυναίκα, όπως τη θυμάμαι από παιδί όταν ερχόταν στο σπίτι, επίσκεψη στη γιαγιά μου και στη μεγάλη θεία μου. […] Είχα επίσης δει στο δρόμο τον πατέρα του, ένα κύριο ψηλό, κομψό με άσπρο γενάκι».
Ασυμβίβαστος ων «προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τον λαϊκισμό χωρίς σκέψη και καλλιέργεια, κι από την άλλη από μια τραυματισμένη ευαισθησία».
Ο Ελύτης για την Οδό Νικήτα Ράντου
«Πρόσωπο περίπου ασύλληπτο, με κάτι από τον Jacques Vaché και κάτι από τον Marcel Duchamp, είναι προπαντός ένας ανυπότακτος. Τα άλλα έρχονται ύστερα…
Τα «άλλα» είναι φυσικά τα ποιήματα. Ποιήματα γραμμένα εχθές ή πριν από πολλές δεκαετίες ‒αδιάφορο ‒ που, κυριολεκτικά, δεν ξέρεις από πού να τα πιάσεις. Τόσο είναι το υλικό τους ετερόκλητο, η γλώσσα τους αναρχική, το σύνολο τους εξαρθρωμένο. Τρέμεις μην εκραγούν στα χέρια σου· και στο βάθος φοβάσαι όχι τόσο τα τυχόν θραύσματα, όσο εκείνη την τρυφερότητα την διαπεραστική που διαισθάνεσαι να αποκρύπτουν.
Όμως, εάν είναι ζωντανά τα ποιήματα, μόνον έτσι λειτουργούν. Μη λησμονούμε ότι κάποτε, στη μακάρια προπολεμική Αθήνα, είναι αυτά που διανοίξανε, ανάμεσα στον παλαιολιθικό «Παρνασσό» και την ετοιμόρροπη «Εστία» μια καινούργια οδό: την οδό Νικήτα Ράντου.
Τυχεροί όλοι εμείς που γύρω στα είκοσί μας χρόνια πραγματοποιούσαμε τις πρώτες μας μυστικές συναντήσεις στις γωνιές μιας τέτοιας οδού. Ανάμεσα στα τηλέφιλα, τα οινάνθια και τα χλοερά σίσυμβρα.
Υπάρχουν αρετές νεκρές και υπάρχουν ελαττώματα που ήδη, από το άλλο τους άκρο, μυρίζουνε μέλλον. Ποιος κράτησε ποτέ του μια διάφανη πέτρα και δεν ένιωσε μέσα της τον ουρανό;
Πρέπει να κοιτάζεις από πολύ ψηλά για να μπορείς να μιλείς έτσι, αν όχι και να ’χεις διατελέσει δέντρο προτού καταφρονέσεις τη φύση. Όλα έχουνε τη δικαίωση τους, με τη διαφορά ότι ένα καλό ποίημα δεν ανταμείβει μόνον. Τιμωρεί. Από αντιπερισπασμό στη θλίψη, χλοΐζει. Ακόμη κι ένας παραλογισμός σαν αυτόν που γράφω αυτή τη στιγμή, αποκτά νόημα επιθετικό. Χωρίς αμφιβολία ο Υπερρεαλισμός είχε δίκιο.
Σε μια φωτογραφία βγαλμένη τα χρόνια του πολέμου στη Νέα Υόρκη, ο Νικόλαος Κάλας φιγουράρει ανάμεσα στον André Breton και στους φίλους του πού είχαν καταφύγει εκεί μετά την είσοδο των Χιτλερικών στη Γαλλία. Το νήμα δεν είχε κοπεί ούτε για τους αλλοεθνείς ούτε για τον Έλληνα που τους ακολουθούσε και που ‒προσθέτω‒ για τους χωρικούς των Αθηνών, δεν έκανε παρά ν’ αντιγράφει με καθυστέρηση τη Δύση. Ποιά Δύση; Ένας υπερρεαλιστής έχει μουντζώσει αναδρομικά κι εξακολουθεί να μουντζώνει διά βίου τη Δύση κι ολόκληρο τον πολιτισμό της. Είναι κάτι αυτό, είναι μια χειρονομία, παρ’ όλα όσα λένε, θετική. Ένα στοιχείο υγείας που όσο λιγότεροι το καταλαβαίνουν τόσο εκείνο αναπτύσσεται, και τείνει να γίνει έ ν α με τη φωνή που ξέρει να κηρύττει και στις παραμονές του θανάτου και πάνω από τις καταιγίδες».
Συνοπτικό χρονολόγιο
Ο Νικόλα[ο]ς Κάλας γεννήθηκε στη Λωζάνη το 1907. Έζησε μόνιμα στην Αθήνα μέχρι το 1934,ενώ μέχρι το 1938 ζούσε μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, από όπου διαμέσου Λισσαβώνος έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940. Απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα το 1945 και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, όπου και πέθανε το 1988.
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα από το περιοδικό Φοιτητική συντροφιά, ως δοκιμιογράφος, και από τη Νέα εστία ως ποιητής, χρησιμοποιώντας κυρίως τα ψευδώνυμα Σπιέρος, στα δοκίμια και πολιτικά κείμενα, και Νικήτας Ράντος για τα ποιήματα αντί του πατρικού του Νικόλας [Νίκης] Καλαμάρης.
Το 1938 εξέδωσε το έξοχο θεωρητικό του βιβλίο για τον Υπερρεαλισμό Foyers d’incendie (Εστίες Πυρκαγιάς).Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε μαζί με άλλους Ευρωπαίους διανοούμενους πρόσφυγες στο Office of War Information.
Το 1943 εξέδωσε το βιβλίο του Confound the Wise (Να μωράνουμε τους σοφούς) και μετά τον πόλεμο εντάχθηκε ως συνεργάτης στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Columbia, Research in Contemporary Cultures το οποίο διηύθυνε η Margared Mead. Αποτέλεσμα της συνεργασίας τους υπήρξε το βιβλίο Primitive Heritage (Η πνευματική κληρονομιά των πρωτόγονων λαών).
Ασκεί την κριτική από τις στήλες των πιο έγκριτων περιοδικών τέχνης, πολλά από τα οποία, όπως το View, Possibilities και Tiger’s Eye, έδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση του πνευματικού κλίματος της μεταπολεμικής αμερικανικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Δημοσίευσε άρθρα στο Arts Magazine (στο οποίο διατηρούσε μόνιμη στήλη πολεμικής, ‘In and Out of Art’, μέχρι τη δεκαετία του ’70), το Artforum, Art in America κ.ά. Επί σειρά ετών υπήρξε ο τεχνοκριτικός της εφημερίδας Village Voice.
Έγραψε μαζί με τη γυναίκα του Elena Calas, το 1967, το βιβλίο The Peggy Cuggenheim Collection of Modern Art.
Το 1968 εξεδόθη η συλλογή κριτικών κειμένων και δοκιμίων Art in the age of Risk (Η τέχνη την εποχή της διακύβευσης). Επίσης συμμετέχει στο βιβλίο της Lucy Lippard για την Ποπ Αρτ με το κείμενο ‘Pop Icons’. Το 1971 κυκλοφόρησε το Icons and Images of the Sixties και το 1985 το Transfigurations : Art Critical Essays.
Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1982 η συλλογή κειμένων του Κείμενα Ποιητικής και Αισθητικής (1929-1938).
Επανεκδόθηκε πρώτη φορά η ποιητική συλλογή Οδός Νικήτα Ράντου το 1977 και το 1988 εκδόθηκε η συλλογή Γραφή και Φως με ποιήματα γραμμένα κυρίως μεταξύ 1976 και 1983.
Το 1989 εξεδόθη η αλληλογραφία του με το Γιώργο Θεοτοκά.
Αδημοσίευτη παραμένει μια μελέτη που απαίτησε πολλά χρόνια δουλειάς για τον Ιερώνυμο Μπος, η οποία βρίσκεται στην εν Ελλάδι δανέζικη πρεσβεία, επειδή η γυναίκα του ήταν Δανέζα.
Πλάγια όρθια και οριζόντια
Καραντώνης [όταν πια δεν τον χρειάζονταν τ’ αφεντικά τον πέταξαν σα στυμμένη λεμονόκουπα-αλλά τότε ήταν αργά πια γι αυτόν]:
«Έμεινες ένας άγονος πρόγονος. Άλλωστε στα 1936 εγκατέλειψες και την Ελλάδα και τη λογοτεχνία μας. Εγκαταστάθηκες στην Αμερική, και προσχώρησες στον υπερρεαλισμό, θέλοντας πια να παίξεις διεθνή ρόλο στο κίνημα αυτό».
- N. Calas: «Το ποίημα δεν ακούει ούτε βλέπει/ξαναδιαβάζεται
Μα τι κάνετε εκεί στην Ελλάδα; Ευτυχώς που με διώξατε. Πολύ καλύτερα πέρασα από σας με τους Δημαράδες σας, μια αράδα στην Ιστορία σου εγώ, ενώ για τον φασίστα τον Σαραντάρη…και τους Καραντώνηδες και Ξύδηδές σας- όχι δε θα πιω ξύδι, δε θα ξεχάσω, συνάδελφοι να σου πετύχουν, κι εσύ ομότεχνε νομπελίστα Κε Σεφέρη ‘χοντρέ διπλωμάτη με το τριχωτό χέρι’ που λέει κι ο Βαγενάς…κι εγώ ένα Κρατικό Βραβείο όλο κι όλο κι αυτό με εξωφρενική καθυστέρηση για να βουλώσετε το στόμα μου μου το δώσατε. Τις Εστίες Πυρκαγιάς ούτε που τις πήρατε χαμπάρι, αλλά ο Μπρετόν τις παίνεψε…».
Σκόρπιοι στίχοι
Να κερδίζεις πάλι τη μέρα/ Να της χαρίζεις την εικόνα και το ξαφνιασμένο όνειρο
Ο καθρέφτης είναι κοφτερός
Η λήθη μπορεί να διογκώνει τα πάντα
Άνεμος στυγερός
Βουτηγμένος στην αγωνία έπνιξα το αστέρι μου
Στα σταυροδρόμια τα κόκκινα φώτα έμειναν αναμμένα
Μόνο το τυχαίο προελαύνει
Να αντιμιλάς σε όλους
[Οι εχθροί μας νικητές, λεκέδες σπέρματος στην έσω περιοχή, κι αφού παράτησε το σκάκι [«ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου… Όλα τα εγκλήματα της ζωής – πανουργίες φόνοι – ξαναζούν απάνου/στο σιντέφι και στον όνυχα»] που έπαιζε με τον Ντυσάν, δηλαδή κόντεψε να το αναποδογυρίσει, έκραξε φωνή μεγάλη και στεντόρεια:
«Τριάντα τρία χρόνια κι ύστερα επέστρεψεν η εν ηχώ μάχη: ‘Δεν μ’ αναγνωρίζεις; Είμαι Πλακιώτης Μανχατανάς,/ και βροντοφωνούνε μέσα μου/ της ταραγμένης σου ψυχής φλογερά οράματα’».
Υπόγειος σταθμός Ομόνοια, όχι πως ομονοούν τώρα οι αμετανόητοι, κάθε άλλο, ωστόσο ο σταθμός ηλεκτρικός της εποχής του. Κηφισιά το τέρμα Πειραιάς η αφετηρία, και το πλοίο έφυγε:
«ας έρθει η σειρά των ψυχών να γυρίσουν λεύτερα
αδιάφορο αν ίσια ή κυκλοτερά
γύρω στην πλατεία της Ομόνοιας
ας γυρίσουν σε κύκλους πελώριους
οι σφαίρες ασάλευτες και ξένες-
κι ο φωνόγραφος ας μην παίξει ένα παλιό ταγκό»
Άνεμος χλιαρός βγαίνει από το υπόγειο κι η εκκίνηση πνίγει τους επιβάτες στη σιωπή ενός στροβίλου ιλιγγιώδους «λιμνάζουν εκεί θολά τα νερά/ κυκλοτερά» καθώς η ψαρίλα από το λιμάνι πέρασε το Φάληρο και το Μοσχάτο κι απειλεί στο Θησείο που ζέχνει ατμώδες, αλλά η παραίσθηση αλλάζει με τη νύχτα κι οι άνθρωποι αναζητούν τρόπο να καταπνίξουν την ανία που τους κατακλύζει τρέχοντας με ταχύτητα χαμηλή που τους αποκοιμίζει:
«γιατί στην Ομόνοια
ο κάθε διαβάτης
η κάθε μηχανή
είτε το θέλει είτε όχι
πρέπει να πάει κυκλοτερά
δεν ενδιαφέρεται κανείς να μάθει
ποιος είναι ο λόγος των τόσων γύρων
αρκείται μονάχα στων άλλων τη ζάλη
και σήμερα οι ανθρώποι, έτσι είναι η ζωή,
σκοτώνουν την κάθε μέσα τους κακοφωνία
στην ζάλη των κύκλων».
…και λίγο πριν τους τίτλους του τέλους εμφανίζεται η Αλίκη σε καρότσι από γυαλί διάφανο…
Το μήνυμα καρφιτσωμένο στο κάγκελο κι αυτός από πατριώτης κοσμοπολίτης εμπορεύσιμος
Σε μια νεκρολογία [από την οποία σταχυολογήσαμε ήδη αρκετά χωρία] στο περιοδικό Σχολιαστής, τεύχος 73, Φεβρουάριος 1989 τον αποχαιρετά ο Νάνος Βαλαωρίτης μ’ αυτά τα λόγια:
«Καλό ταξίδι, Νίκο, στο πιο μεγάλο αίνιγμα απ’ όλα: το θάνατο, την απουσία που κάνει κάποτε πιο έντονη την παρουσία».
[*] περιοδικό Νέα Γράμματα 1935-1940 & 1944-1945
[**] πρβλ. το στίχο του Σεφέρη από το ποίημα: Σχέδια για ένα Καλοκαίρι: Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου
ΠΗΓΕΣ: