Είναι όντως παράδοξες διηγήσεις; Κυριολεκτεί, δεν υπερβάλλει η συγγραφέας. Παράδοξα τα θέματα αλλά και ιδιαίτερη η αφηγηματική της τεχνική. Οι περισσότερες ιστορίες ξεκινάνε μοιάζοντας με παραμύθι. Το αφηγείται ένας πολύπειρος αφηγητής – πάντα η αφήγηση γίνεται από έναν α΄ πρόσωπο αφηγητή – ένας άνθρωπος που έχει δει στη ζωή του πράγματα και θάματα (Εισαγωγή από το διήγημα το Παλτό / Ανάγκη για κοκεταρία σ. 11).
«Έφευγα μαζεμένος κουβάρι για να μπορώ να κατρακυλώ εύκολα και γρήγορα στην κατηφόρα της ζωής μου. Πώς πέρασε έτσι ο καιρός; Ήρθα με όνειρα, ίσως αβάσιμα, αλλά εγώ νόμιζα πως θα τα καταφέρω. Όμως όχι. Ο καιρός πέρασε —σχεδόν χρόνος— και ήθελα δεν ήθελα έπρεπε να φύγω. Τίποτα δεν συνέβη όπως το είχα φανταστεί και, βλαστημώντας την τύχη που δεν έπαιξε με τη μεριά μου, αποχωρούσα.[..]»
Αλλά αφηγούνται και οντότητες που έχουν μιλιά μόνο στα παραμύθια και σε κόσμους μαγικούς , όπως για παράδειγμα ο καρπός μιας αμυγδαλιάς ή ένα ζώο ( στο διήγημα Η εκδίκηση / αναζητώντας τη χρησιμότητα σ. 22 μιλά μια κεφαλή χοίρου).
«Μια κεφαλή χοίρου στην κατάψυξη δεν είναι ό,τι καλύτερο. Θυσιάστηκα, μα, για το Θεό, ας μ’ έκαναν και κάτι. Στην κατάψυξη έχει πολλή παγωμάρα, και με άσχετους γείτονες. Από τη μια μεριά μια κότα, από την άλλη λίγο κατσίκι, ένα ψάρι, λαχανικά διάφορα και, το χειρότερο, εντόσθια και ποδαράκια, που σίγουρα περιμένουν το Πάσχα για τη μαγειρίτσα. Απορώ πώς τους αρέσουν τέτοια πράγματα. Αυτά σκεφτόμουν κάθε φορά όταν ήθελα να γυρίσω πλευρό να βολευτώ και δεν μπορούσα.[..]»
Έτσι , εξαρχής σού δημιουργείται η αμυδρή υποψία ότι θα διαβάσεις διηγήματα βγαλμένα από τη στόφα του παραμυθιού.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η συγγραφέας εντάσσει τα θέματά της στο παρόντα χρόνο ή στο εγγύς παρελθόν, πάντως στην πραγματικότητα κι όχι στον άχρονο χρόνο του παραμυθιού, απαλείφει κάθε υποψία ότι πρόκειται για φανταστικές ιστορήσεις και μάλιστα παραμύθια. Όχι, είναι γεγονότα βιωμένα που θα μπορούσαν ίσως και να έχουν συμβεί στον καθένα. Ο υπότιτλος δε, που υπάρχει κάτω από τους τίτλους και των δεκατριών διηγημάτων συμβάλλει στην διευκρίνηση και στην αποσαφήνιση των γενικόλογων τίτλων ( πχ «Ο Χρόνος/Ερωτευμένος Χάροντας», «Αντιόπη/ Η πέτρα της αλήθειας» , «Ο ταύρος/ Το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής» κλπ)
Θα μπορούσε όμως να τα αφηγηθεί ο καθένας ; Όχι. Γιατί η συγγραφέας αφηγείται με τέτοιο τρόπο ώστε να επιμηκύνει τον χρόνο. Μοιράζει τα στοιχεία τού διηγήματος χωρίς βιασύνη, αλλά στον εύθετο χρόνο – τότε δηλαδή που χρειάζεται να προωθήσει τον μύθο, να συντελέσει στην εξέλιξη της ιστορίας ή να προκαλέσει την ανατροπή. Κατά έναν παράξενο τρόπο, έχεις την αίσθηση ότι αμβλύνεται ο αφηγηματικός χρόνος και τα γεγονότα επιμηκύνονται αποκτώντας διάρκεια μεγαλύτερη απ’ τον φυσικό χρόνο που εκ των πραγμάτων δικαιολογείται για να συμβούν.
Αυτή είναι η αφηγηματική ικανότητα της Μαρίας Κουτσουνά, αυτό και η ιδιοτυπία του λόγου της. Η συγγραφέας αφηγείται με την άνεση ενός παραμυθά, γράφει με την εμπειρία τού γραφιά που ξέρει να αναπτύσσει την ιστορία, να δημιουργεί εκπλήξεις και ανατροπές. Έτσι οι 13 παράδοξες ιστορίες της κερδίζουν τον αναγνώστη. ( Θα δώσω μια γεύση από το διήγημα «Η εξομολόγηση»/ Αλήθειες και ψέματα» που εκτείνεται σε 13 σελίδες )
Η εξομολόγηση
Αλήθειες και ψέματα
Η αλήθεια δεν είναι πάντα μονοσήμαντη, ούτε οπωσδήποτε
συσχετισμένη με την πραγματικότητα. Καθένας βλέπει το γε-
γονός από τη δική του οπτική γωνία. Τρεις άνθρωποι έχουν
τρεις αλήθειες για το ίδιο συμβάν ή ζήτημα. Έτσι πιστεύω.
Μεγάλη γυναίκα εγώ, με τόση ζωή που έχω αφήσει πίσω,
διαμόρφωσα τις δικές μου αλήθειες. Η δύναμή τους, μεγάλη,
μπορεί να αναστήσει, αλλά μπορεί και να σκοτώσει. Συχνά
αναρωτιέμαι, αν έτσι τοποθετούμαι για την αλήθεια, τι είναι ίσως
τότε το ψέμα; Είναι το αντίθετό της; Μπορεί, αλλά δεν είναι
πάντα έτσι. Συνήθως την υποστηρίζουμε τιμωρώντας το ψέμα,
όμως πολλές φορές εκείνο κάνει θαύματα.
Την έφεραν στο σπίτι μας αργά το βράδυ. Έφτασαν τρεις γυ –
ναίκες γεμάτες μυστήριο, δύο μεσόκοπες και η μικρή. Δεν είπαν
ποιες είναι, αλλά ποιος τις έστειλε. Ήταν βιαστικές, μιλούσαν
μεταξύ τους συνωμοτικά και ζήτησαν επίμονα τον γιο μου. Ρώ-
τησα μήπως θέλουν να φωνάξω τη γυναίκα του, αλλά αρνή-
θηκαν. Κάθισα μαζί τους μέχρι εκείνος να φανεί, χωρίς να τους
πάρω κουβέντα, κι όταν ήρθε του είπαν τα μαντάτα.
Αυτές μιλούσαν σχεδόν ψιθυριστά και λίγο με ασάφεια, σαν
να μην τα ήξεραν όλα• εκείνος ρωτούσε και κάτι, εγώ μόνο
άκουγα. Το ζήτημα ήταν η εγκυμοσύνη της μικρής. Ανύπαντρη
με κάποιον και λίγο συγγενή, δηλαδή τρίτα τέταρτα ξαδέρφια,
όπως κατάλαβα.
Το γεγονός έμεινε κλειστό στους τέσσερις τοίχους του σπι-
τιού και μάλλον απέξω κλείστηκε και ο δράστης του εγκλήμα-
τος, το αγόρι.
Το ζητούμενο ήταν να κρυφτεί στο σπίτι μας η μικρή μέχρι
να γεννήσει και μετά βλέποντας και κάνοντας. Γάμος δεν υπήρχε στα υπόψιν. Απ’ ό,τι κατάλαβα, σκέφτονταν να δώσουν κά-
που το παιδί, και όσον αφορά την παρθενιά για το μέλλον του
κοριτσιού, υπήρχε λύση — η αποκατάσταση ήταν απλή, και στα
μέρη μας γινόταν όταν το ‘φερνε η ανάγκη.[..]
Ο λόγος της είναι κοφτός , λιτός χωρίς τίποτε περιττό. Με πληρότητα, χωρίς κοιλιές ή χάσματα. Με μικρές κεντημένες βελονιές για να προστεθεί η αγωνία ή το χιούμορ και να εξάψει το ενδιαφέρον τού αναγνώστη. Η πρωτοτυπία τής σκέψης, οι τολμηρές εικόνες, η ικανότητα να μπαίνει και να βγαίνει με άνεση από την πραγματικότητα στον κόσμο της φαντασίας και το αντίθετο. Τόσο δουλεμένη γλώσσα ώστε να ρέει η αφήγηση απρόσκοπτα.
Μέσα στα περιορισμένα όρια ενός διηγήματος καταφέρνει να πλάσει χαρακτήρες ολοκληρωμένους, π. χ η δυναμική μορφή της ηρωΐδας στο διήγημα που ένα μικρό απόσπασμα παραθέτω αμέσως παραπάνω. Μια εύστροφη, αποφασιστική γυναίκα σε ένα χωριό καταφέρνει να διαφυλάξει την έγκυο εικοσάχρονη και να κρατήσει μυστική τη γέννα της. Και οικονομεί τα πράγματα έτσι ώστε να μην πάρει είδηση κανείς. Ούτε οι άνθρωποι του σπιτιού της.
Το διήγημα αυτό– μαζί με την ποιητική ατμόσφαιρα της «Αντιόπης/ Η πέτρα της αλήθειας» μια ποίηση σκληρή και τρυφερή μαζί – φωτίζει τις άγριες συνθήκες επιβίωσης στο ασφυκτικό έως αδυσώπητο πλαίσιο μιας αγροτικής κοινωνίας, την ερωτική σχέση δύο νέων που περνάει δια πυρός και σιδήρου, την εγκυμοσύνη του κοριτσιού αλλά και την επιβλητική περσόνα μιας αρχόντισσας που ξέρει να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο, να παίρνει ρίσκα πηγαίνοντας κόντρα σε απάνθρωπες συμπεριφορές, να ελίσσεται με ευστροφία και να συμβάλλει στην απρόσκοπτη συνέχιση μιας σχέσης δυο νέων ανθρώπων και μιας καινούριας ζωής που φέρνουν στον κόσμο. Όταν τα έθιμα είναι αμείλικτα, η σύνεση , η λογική και η τόλμη σε συνδυασμό με την άπλα τού μυαλού μπορεί να αποτρέψει την δυστοπία και να επιβάλλει την ομαλή συνέχιση της ζωής.
Τα περισσότερα διηγήματα αρχίζουν από μια αναφορά, μια παρατήρηση , κάποιο γεγονός και δεν ξέρεις πού θα σε βγάλουν. Δεν είναι δε, τίποτε αυτονόητο, τίποτε αναμενόμενο.
Στα κείμενα της Μαρίας Κουτσουνά πρέπει να επισημάνω ένα ακόμα χαρακτηριστικό. Το οποίο και θεωρώ εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα στη γραφή της: να εντάσσει κανείς στην ιστορία-του γεγονότα που φαινομενικά μεν δεν έχουν σχέση με το θέμα του, είναι μακριά απ’ αυτό αλλά που ο συγγραφέας κάνει παρακάτω τη σύνδεσή τους. Με μια αποκάλυψη η οποία αποτελεί το συνδετικό κρίκο όλων των φαινομενικά ετερόκλητων στοιχείων. Την περιμένει ο αναγνώστης αυτή την κίνηση ρουά ματ, την απαιτεί από τον συγγραφέα κι όταν γίνεται, τού βγάζει το καπέλο.
Όμως ο καλός συγγραφέας δεν βιάζεται να δώσει αυτήν την αποκάλυψη, αντιθέτως περιπλέκει ακόμα πιο πολύ τα πράγματα και νομίζεις πως έχει ξαστοχήσει, όμως τεχνηέντως όλα βαίνουν προς τη λύση. Και διαπιστώνεις με έκπληξη ότι το αφηγηματικό υλικό το δήθεν «αποπροσανατολιστικό» είναι ίσα ίσα το δομικό υλικό που μ’ αυτό χτίζει και πάνω σ’ αυτό θεμελιώνει την ιστορία του.
Δεν είναι εύκολο να το πετυχαίνει αυτό ένας συγγραφέας. Πρέπει να έχει ταλέντο, δυναμισμό ως προσωπικότητα, να γνωρίζει πολύ καλά πού θέλει να φτάσει, να διαθέτει διαισθητικά την ικανότητα ως ποιο βαθμό μπορεί να καινοτομήσει. Ως πού μπορεί να φτάσει η πρωτοτυπία τής γραφής του. Κυρίως μέχρι ποιο σημείο μπορεί να παίζει με την ψυχολογία του αναγνώστη, προκαλώντας τον.
Αυτή είναι η απόλαυση του αναγνώστη. Διαβάζοντας ένα βιβλίο να βλέπει ανάγλυφους τους λογοτεχνικούς ήρωες. Αλλά από την αφηγηματική τεχνική να βγάζει ενίοτε συμπεράσματα για την προσωπικότητά τού ή τής συγγραφέως. Πίσω απ’ όσα γράφουν οι συγγραφείς, βρίσκονται αδρομερώς – λέω αδρομερώς- και στοιχεία της δικής τους προσωπικότητας. Αυτή είναι η ευτυχής συγκυρία. Κι εκεί ακριβώς κολλάει ο αναγνώστης με τον συγγραφέα τού βιβλίου.
Τελειώνοντας , «Το Παλτό» είναι ένα από τα πιο άρτια βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Κάποια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό μου πως όλες αυτές οι ιστορίες μπορεί και να είναι προσωπικά βιώματα, πρόσωπα από το οικογενειακό περιβάλλον και βρίσκει η συγγραφέας αυτό τον τρόπο τού παράδοξου παραμυθιού να μιλήσει για τη ζωή των ανθρώπων της. Με αγάπη γι’ αυτά. Όμως γρήγορα απομακρύνθηκα από αυτήν την ρεαλιστική εκδοχή όχι γιατί η άλλη, η παραμυθητική ήταν πιο ποιητική, πιο μυστηριώδης, αλλά γιατί κατάλαβα ότι και οι δυο εκδοχές είναι το ίδιο ακριβώς : έτσι κι αλλιώς «Η ζωή – καλή ή κακή- μοιάζει με παραμύθι» αυτή είναι η αλήθεια που αποκαλύπτει η συγγραφέας με τον πετυχημένο, εντελώς προσωπικό της τρόπο συγγραφής.