Ο Ρεϋμόνδος ήτανε τενόρος της Λυρικής σκηνής, συνταξιούχος πλέον. Έμενε στην οδό Μαυρομιχάλη, λίγο πάνω από το Χημείο, στο πρώτο ρετιρέ, μιας παμπάλαιας πολυκατοικίας. Είχε πάρει αυτό το ασυνήθιστο όνομα, κατ’ απαίτηση της μητέρας του.
Καθημερινά, για να πάει στη Λυρική, ο Ρεϋμόνδος έκανε το ίδιο και απαράλλαχτο δρομολόγιο. Κατηφόριζε τη Μαυρομιχάλη και στη γωνία με τη Διδότου χάζευε για λίγο τα αυτοκίνητα, στο υπαίθριο parking. Δεν απέκτησε δικό του αυτοκίνητο και δεν έμαθε να οδηγεί. Του φαινόταν πιο εύκολο να προσεληνώσει ένα διαστημόπλοιο, από το να σοφάρει στο χάος της Αθήνας.
Πριν βγει στη Σόλωνος, έριχνε μια φευγαλέα ματιά στο εσωτερικό του “Ελληνικού” , του παλιού καφενείου, όπου πάντα δυο, τρία ζευγάρια ηλικιωμένων έπαιζαν με τις ώρες δυνατές παρτίδες σκάκι. Περνώντας τη Σόλωνος, στη δεξιά γωνία, αγόραζε από το “Άρτιστον” την καθιερωμένη ζεστή του τυρόπιτα. Μασουλώντας τη, διέσχιζε την Ακαδημίας και έμπαινε στο φουαγιέ της Λυρικής.
Με το που η Λυρική μεταστεγάστηκε στο καινούργιο της κτίριο, στο Φάληρο, έσπευσε να υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης. Γλίτωσε, έτσι, αυτό που του φαινόταν βουνό, να κάνει δηλαδή, κάθε μέρα, τη διαδρομή από το σπίτι του έως εκεί.
«Την πήγαν εκτός συνόρων, στο εξωτερικό», ήταν η ειρωνική του ατάκα.
Στη Λυρική μπορούμε να πούμε ότι έκανε μια καλή καριέρα, χωρίς βέβαια να είναι από τα πρώτα ονόματα. Συμμετείχε, όμως, σε πολλές παραστάσεις παίζοντας σημαντικούς ρόλους, που τον έκαναν αγαπητό και αρκετά δημοφιλή στους φανατικούς και απαιτητικούς θεατές της όπερας.
Ήτανε ένα κλασσικό γεροντοπαλίκαρο, με την όλη του εμφάνιση να έχει κάτι το καλλιτεχνικό. Μεσαίο ανάστημα, προς το γεμάτος. Γνώριμα χαρακτηριστικά του, οι μακριές καπαρντίνες και τα παλτά, αλλά και τα γκρίζα του μαλλιά, όσα του είχαν απομείνει, που τα άφηνε να πέφτουν μέχρι τους ώμους του.
Μια ολόκληρη ζωή, μέχρι τον θάνατό της, έμενε με τη μητέρα του. Το ότι δεν αξιώθηκε να κάνει οικογένεια ή τουλάχιστον να βρει μια γυναίκα για σύντροφό του, ουδόλως στεναχωρούσε τη μητέρα του. Τολμώ να πω ότι αυτή η κατάσταση τη βόλευε κιόλας.
Ο Ρεϋμόνδος ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Κάθε νέα παράσταση που θα έπαιζε είχε γι’ αυτήν ιδιαίτερη σημασία. Φρόντιζε από νωρίς να κλείσει θέση μπροστά, στην πλατεία και η κομμώτρια να της φτιάξει τον τεράστιο κότσο της. Τη βραδιά της παράστασης ντυνόταν στην πένα και κρέμαγε πάνω της τα ακριβά της χρυσαφικά.
Στο παλιό εκείνο διαμέρισμα, με τα βαρύτιμα έπιπλα, το μεγάλο πιάνο και τις εντοιχισμένες βιβλιοθήκες να ξεχειλίζουν από βιβλία και δίσκους μουσικής, συνυπήρχε πάντα και ένας γάτος. Σε όλους, τους ανά καιρούς γάτους του, ο Ρεϋμόνδος έδινε το ίδιο όνομα.
“Σιλβέστρος”.
Ήθελε ,έτσι, να θυμάται το “Γέλιο και χαρά”, το παιδικό περιοδικό, που κάποτε διάβαζε ανελλιπώς. Ο τελευταίος του γάτος ήταν ο Σιλβέστρος ο 3ος.
Η συνταξιοδότησή του, δυστυχώς γι’ αυτόν συνέπεσε με τον θάνατο της μητέρας του. Τότε ήταν που θέλησε να βάλλει και κάτι άλλο στη ζωή του, έτσι, σαν μια προσπάθεια να διώξει τη μαυρίλα, που είχε πλακώσει τη ψυχή και το σπίτι του.
Πήγε, λοιπόν και αγόρασε ένα καναρίνι. Ήταν το πρώτο του. Όλη του η ζωή με τις νότες και τις μουσικές είχε να κάνει και το καναρίνι με το κελάιδισμά του ήτανε ό, τι εκείνη τη στιγμή ήθελε πιο πολύ. Δεν δυσκολεύτηκε πολύ να του βρει όνομα, το “Τουίτι” ήταν εκείνο που του πήγαινε γάντι. Θα ζωντάνευε, έτσι, μαζί με τον Σιλβέστρο και το αγαπημένο του ντουέτο.
Η πρώτη του φροντίδα ήταν να βρει ασφαλή θέση για να κρεμάσει το κλουβί με το καναρίνι, μακριά από τις βουλιμικές προθέσεις του γάτου. Πρόσεχε ιδιαίτερα την καθαριότητα και τη διατροφή του. Τα γεύματά του ήσαν ξηροί καρποί, αλλά απαραιτήτως περιλάμβαναν και πράσινη σαλάτα, από τρυφερά μαρουλόφυλλα.
Τα φρούτα και τα λαχανικά του ο Ρεϋμόνδος τα προμηθευόταν από τον Μπάμπη τον φίλο του, που όλη τη μέρα ήταν στημένος στη γωνία Αραχώβης και Μαυρομιχάλη με το καρότσι του γεμάτο φρέσκα εμπορεύματα.
Με το καναρίνι, η ζωή του Ρεϋμόνδου βρήκε και πάλι ένα ενδιαφέρον και μια γλύκα. Ο Τουίτι με τα πρωινά χαρούμενα τιτιβίσματά του τον ξύπναγε και τον έκανε να ξεκινάει την καινούργια μέρα με όρεξη και αισιοδοξία. Η μαυρίλα μέρα με τη μέρα έφευγε και η μοναξιά του τώρα ήταν πιο διαχειρίσιμη. Αλλά και ο Σιλβέστρος έδειχνε με τα φερσίματά του να συμπαθεί τον Τουίτι και να μην τον ζηλεύει.
Τις ώρες του ο Ρεϋμόνδος τις πέρναγε συνήθως διαβάζοντας αστυνομικές ιστορίες, ακούγοντας άριες ή χαζεύοντας στην τηλεόραση. Τηλεφωνιόταν συχνά με συναδέλφους ή φίλους του και αν είχε καλό έργο πήγαινε σινεμά, στην “Έλη” ή στην “Όπερα”. Να πάει, όμως, στην καινούργια Λυρική για να δει καμιά παράσταση, με τίποτα. Έτσι κυλούσε η ζωή των τριών, σε εκείνο το σπίτι, ήρεμα και χωρίς φουρτούνες.
Όμως, εδώ και καιρό τον Ρεϋμόνδο τον βασάνιζε ένα θέμα που τον είχε ρίξει σε περίσκεψη. Είχε να κάνει με τον εγκλεισμό του Τουίτι στο κλουβί του. Του ήταν αδύνατο να χωνέψει ότι εκείνο το πλασματάκι ήταν γραφτό του να περάσει όλη του τη ζωή και να πεθάνει φυλακισμένο.
Το έφερνε από δω, το έφερνε από κει, οι μέρες πέρναγαν και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Είχε φθάσει πια ο κόμπος στο χτένι και είχε πάρει την τελική του απόφαση.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, στο ξεκίνημα του καινούργιου χρόνου, θα χάριζε την ελευθερία του στον Τουίτι. Μια καινούργια ζωή, πιο όμορφη, θα άρχιζε για κείνον.
Ο Ρεϋμόνδος θα άνοιγε την πορτούλα του κλουβιού, ο Τουίτι θα πεταγόταν και περνώντας από τον ανοικτό μικρό φεγγίτη της μπαλκονόπορτας θα βρισκόταν έξω. Πόσες και πόσες φορές το καναρίνι βλέποντας εκείνο τον φεγγίτη απέναντί του να μένει συνέχεια ανοικτός, για λίγο φρέσκο αέρα, δεν θα σκέφθηκε να μπορούσε να αποδράσει.
Ο Σιλβέστρος, από την άλλη, ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Όποτε γούσταρε να βολτάρει, ο Ρεϋμόνδος τον έβγαζε έξω στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας και κείνος σουλατσάριζε πάνω κάτω μέχρι να χορτάσει και κουραστεί. Μερικές φορές του άνοιγε, κάτω, την κεντρική εξώπορτα για να πάει μέχρι το διπλανό ψιλικαντζίδικο του κυρ – Γιάννη, να εισπράξει τα χάδια και τις λιχουδιές του. Ύστερα τον μάζευε πάλι μέσα και ανέβαιναν μαζί στο ρετιρέ.
Όπως τα είχε σκεφθεί και σχεδιάσει ο Ρεϋμόνδος, έτσι ακριβώς και έγιναν.
Το πρωινό της καινούργιας εκείνης χρονιάς, πλησίασε στο κλουβί του Τουίτι και άνοιξε το πορτάκι του. Είδε το καναρίνι να παραξενεύεται για δευτερόλεπτα, βλέποντας το πορτάκι ολάνοιχτο και αμέσως μετά να φτεροκοπάει με λαχτάρα και να την κοπανάει από τον μικρό φεγγίτη. Ο Ρεϋμόνδος έμεινε να κοιτάει το αδειανό κλουβί ανακουφισμένος, αλλά και πικραμένος συνάμα.
Η γιορτινή μέρα, όμως, τον βοήθησε να διώξει τις στενάχωρες σκέψεις του και οι επόμενες ώρες κύλισαν ευχάριστα ανταλλάσοντας ευχές με γνωστούς και φίλους. Η γυναίκα, που τον φρόντιζε τελευταία, μετά τον θάνατο της μητέρα του, είχε ετοιμάσει το γιορτινό τραπέζι, στο οποίο ήταν καλεσμένη και η ίδια. Μόνη της ήτανε κι αυτή, πού να πάει για να περάσει καλύτερα. Έμεινε εκεί, κάνοντάς του συντροφιά μέχρι αργά.
Κάποια στιγμή τα μάτια του Ρεϋμόνδου βάρυναν, σημάδι πως ήταν ώρα να πέσει στο κρεβάτι του. Ο ύπνος δεν άργησε να τον πάρει.
Τον ξύπνησε το συνηθισμένο πρωινό, παιχνιδιάρικο τιτίβισμα του καναρινιού. Άνοιξε τα μάτια του προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό που άκουγε ήταν στ’ όνειρό του ή ερχόταν από το κλουβί του Τουίτι.
Μην πιστεύοντας στ’ αφτιά του φόρεσε τις παντόφλες του και πήγε κατ’ ευθείαν προς τα κει. Ε, αυτό που είδε, τότε, μόνο σαν θαύμα θα το ’λεγες, αλλιώς δεν εξηγείται. Ο Τουίτι είχε επιστρέψει στο βασίλειό του και φτεροκόπαγε χαρούμενος, βγάζοντας γλυκές φωνούλες.
Ύστερα από αυτό, τι θα μπορούσε να είναι ο Ρεϋμόνδος, παρά ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο. Μονάχα ο Σιλβέστρος έμοιαζε να τα έχει λίγο χαμένα. Το πήγαινε – έλα του καναρινιού τον μπέρδευε. Είχε, άλλωστε γεράσει πια και τα ενδιάφεροντά του ήσαν περιορισμένα.
Από κείνη τη μέρα μια νέα κατάσταση άρχισε στο σπίτι, που συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό και πρόγραμμα. Ο Τουίτι ξύπναγε πρώτος, πρωί, πρωί, τσιμπολογούσε ό, τι του έκανε κέφι και μετά άρχιζε το κελάιδισμα, για να ξυπνήσει και τον Ρεϋμόνδο. Ο Σιλβέστρος ως συνήθως συνέχιζε να χουζουρεύει. Ο Ρεϋμόνδος πλησίαζε το κλουβί για να πει στον Τουίτι “καλημέρα”, με ένα τρυφερό του βλέμμα και αμέσως μετά να τον δει να δίνει μια και να φεύγει, για να επιστρέψει και πάλι, μόλις σκοτείνιαζε.
Φθάσαμε, έτσι, αισίως στο καλοκαίρι και πλησίαζε το δεκαπενταύγουστο, με την Αθήνα να φλέγεται από καύσωνα. Οι κάτοικοι άφησαν την πόλη τους σχεδόν “έρημη χώρα” και έφυγαν στα νησιά και στα χωριά τους. Ο Ρεϋμόνδος από τότε που έχασε τη μητέρα του έκοψε και το Λουτράκι, όπου κάθε καλοκαίρι έκανε τις διακοπές του, έχοντά την για παρέα. Δεν το κούναγε από το ρετιρέ του.
Εκείνη τη μέρα ο Τουίτι είχε περάσει κάτι παραπάνω από καλά, υπέροχα. Είχε χορτάσει παιχνίδι και ξεφωνητό με τα άλλα πετούμενα στο πάρκο και είχε αρχίσει έρωτες με μια χαριτωμένη κανάρα που ο τυχερός συνάντησε εκεί. Με το που άρχισε το φως να λιγοστεύει βιάστηκε να γυρίσει πάλι στην έδρα του.
Βρήκε, ως συνήθως, στο σπίτι να βασιλεύει ησυχία και τον φωτισμό χαμηλωμένο. Ο Σιλβέστρος, κατά τα γνωστά, κοιμόταν μακάριος. Η τηλεόραση ανοικτή, συνέχιζε να παίζει πολύ σιγανά και στον καναπέ, απέναντί της ο Ρεϋμόνδος είχε βολευτεί μισοξαπλωμένος και κοιμόταν ροχαλίζοντας.
Το επόμενο πρωινό ο Τουίτι, ορεξάτος ως συνήθως, άρχισε να εκτελεί το καθημερινό του ρεπερτόριό, περιμένοντας το ξύπνημα και την “καλημέρα” του Ρεϋμόνδου. Όμως εις μάτην.
Ο φίλος του είχε μείνει ακούνητος στον καναπέ, στην ίδια θέση, όπως τον είχε βρει το περασμένο βράδυ. Μια παγεράδα έπεφτε τώρα στο σπίτι, παρ’ όλο που ο ήλιος έμπαινε λοξά από τη μπαλκονόπορτα. Δεν χρειάζονταν εξηγήσεις, το κακό που είχε συμβεί ήταν ολοφάνερο. Μέχρι και το τόσο δα μυαλουδάκι του Τουίτι το είχε καταλάβει.
Ο Ρεϋμόνδος πέθανε στον ύπνο του.
Ο θάνατος του φίλου του ήταν το μήνυμα ότι η δική του παρουσία σε κείνο το σπίτι δεν είχε πλέον νόημα. Κοίταξε ολόγυρα, τις βιβλιοθήκες με τα άπειρα βιβλία και τους δίσκους, το πιάνο, τον καναπέ, το παγωμένο άψυχο σώμα του Ρεϋμόνδου και τινάζοντας τα φτεράκια του πέρασε τον φεγγίτη για τελευταία φορά.
Πετώντας πάνω από το ψιλικατζίδικο είδε τον κυρ – Γιάννη να κρεμάει τις πρωινές εφημερίδες και την οικιακή βοηθό του Ρεϋμόνδου να κτυπάει το κουδούνι του εντελώς ανυποψίαστη …