Κυριακή απόγευμα, άνοιξη, λίγο πριν το ’60.
Τελειώνω όπως, όπως τα γραψίματα και τα διαβάσματα της Δευτέρας, γιατί λαχταράω να πάω μια βόλτα με το καινούργιο μου ποδήλατο.
Είναι, ένα κατακόκκινο “Hercules”, με όλα τα αξεσουάρ του.
Το φανάρι με το δυναμό, το κουδουνάκι, τον καθρέφτη, την τρόμπα, τη μικρή τριγωνική, δερμάτινη εργαλειοθήκη και τη σχάρα για τον συνεπιβάτη.
Αρχίζω να κατηφορίζω τον κεντρικό δρόμο της αγοράς.
Προσπερνώ πρώτα, στα αριστερά μου, την Ηλεκτρική.
Είναι νωρίς ακόμη, δεν άρχισε να δουλεύει η μηχανή για να δώσει ρεύμα.
Από τα μικρά τετράγωνα τζαμάκια βλέπω την τεράστια ρόδα της μηχανής να είναι ακίνητη.
Αμέσως μετά, το γεφυράκι και ο στενός δρόμος, που πάει για τα Μολύβια και τα γειτονικά χωριά, Μπισχίνι, Τσορβατζί, Γολέμι κ.ά.
Ο μεγάλος πλάτανος, το περίπτερο, το Ηρώο και το Ζαχαραίικο πηγάδι, όλα μαζί, σε μια αγαστή συνύπαρξη.
Κάθε σούρουπο, μαζί με τη μάνα μου, εδώ ερχόμαστε για να γεμίσουμε τη βίκα.
Στο Ηρώο μπροστά, τη περασμένη χρονιά, έμπλεος από “εθνικόν παλμόν”, είχα απαγγείλει ένα ποίημα.
Τώρα, καρσί μπροστά μου, ανοίγεται η δημοσιά, που περνάει από τον Σταθμό του τραίνου και μετά καταλήγει στη θάλασσα.
Λίγο πιο κάτω, το ξύλινο γεφυράκι σε περνάει απέναντι, στο θερινό μας σινεμά, “Ολυμπία”, που δεν θα αργήσει να ανοίξει.
Περιμένουμε κείνη τη μέρα πως και πως.
Απέναντί του, το ξενοδοχείο ύπνου “Ο ΚΑΪΑΦΑΣ”.
Στο ισόγειό του λειτουργεί η “Όαση”, που βγάζει στο πεζοδρόμιο τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες, περιμένοντας τους θαμώνες της για το απογευματινό τους καφεδάκι.
Προσπερνάω και το τελευταίο σπίτι, το Μπηλιωναίικο, που για αρκετά χρόνια στεγαζόταν εκεί το Δημοτικό σχολείο.
Στην αριστερή πλευρά του δρόμου με ακολουθεί η γράνα , με τις καλαμιές της να έχουν φτιάξει ένα ψηλό φράκτη, που κρύβει τον μισό κάμπο.
Λιγοστό νεράκι τρέχει ακόμη, αθόρυβα, στη κοίτη της.
Ποδηλατώ με μικρή ταχύτητα για να προλαβαίνω να χαζεύω γύρω μου.
Φτάνω μπροστά από το Γυμνάσιο και το καμαρώνω, είναι το πιο εντυπωσιακό κτίριο της πόλης.
Μακρύ, διώροφο, με έξι τάξεις στο ισόγειο και άλλες τόσες στον Α’ όροφο, να κοιτάνε όλες προς τον ήλιο, με αμφιθέατρο, γραφείο Γυμνασιάρχη, γραφείο καθηγητών και αίθουσα για τα όργανα της φυσικής και της χημείας.
Μπροστά του το μεγάλο γήπεδο και στο κάτω μέρος του η κερκίδα για τους θεατές.
Από κει παρακολουθούν αγώνες ποδοσφαίρου, γυμναστικές επιδείξεις, εθνικές γιορτές με απαγγελίες ποιημάτων, δημοτικούς χορούς και τραγούδια.
Από το γήπεδο και κάτω, ο κάμπος απλώνεται καταπράσινος, με το χορτάρι ένα μπόι και τα αγριολούλουδα να οργιάζουν.
Άσπρες και κίτρινες αγριομαργαρίτες, άλικες παπαρούνες, κίτρινες λαψάνες.
Χαίρονται τα μάτια να βλέπουν.
Ο δρόμος είναι ο μοναδικός με άσφαλτο και στο πλάι του, δεξιά και αριστερά, ψηλές ακακίες και άλλα δέντρα σμίγουν τις φυλλωσιές τους και είναι σαν περνάς μέσα από τούνελ.
Αυτοκίνητα περνούν ελάχιστα, κανά δυο, τρία “αγοραία”.
Συναντάς, όμως, πιο πολλά κάρα, που τα σέρνουνε ψηλόσωμα και δυνατά άλογα.
Φτάνω στην πανύψηλη λεύκα.
Πόσα παιδάκια θα ’μαστε, τότε, που η δασκάλα μας η κυρία Νίκη μας έβαλε να αγκαλιάσουμε τον τεράστιο κορμό της, πιασμένα χέρι με χέρι;
Τριάντα μέτρα παρακάτω, το γεφυράκι και ο δρομάκος που πάει στο Πλατανούλι.
Εκεί, σε μια χαμοκέλα ζει ο μπαρμπα-Χρηστίδης με τις τρεις αδερφές του και τις γίδες του.
Αν και τυφλός έχει τον τρόπο του να βλέπει, καλύτερα από τον καθένα μας, τα ωραία και τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω μας.
Με τα παραμύθια, τα τραγούδια και την αγάπη του κάνει τα καλοκαίρια μας πιο όμορφα.
Σταματάω, για λίγο, στο σημείο που στρίβουμε δεξιά για το κτήμα μας.
Το στρατόνι μόλις που διακρίνεται ανάμεσα στα φουντωμένα χορτάρια και τους φράκτες.
Στο τέλος του, φαίνεται η ξύλινη αυλόπορτα και το σπιτάκι, όπου κάθε χρόνο ξεκαλοκαιριάζουμε.
Λίγο πριν τις γραμμές του τραίνου, το αρχοντόσπιτο του κυρίου Θόδωρου εντυπωσιάζει με τη ξεχωριστή του αρχιτεκτονική.
Μονάχα ένας πλούσιος, όπως αυτός, με το μεγάλο εμπορικό, τη “Λαϊκή Αγορά”, μπορούσε τότε να έχει ένα τέτοιο σπίτι.
Ακούγεται το δυνατό σφύριγμα του τραίνου και γυρνάω τη ματιά μου από την άλλη μεριά.
Από το βάθος της γραμμής βλέπω το τραίνο να ’ρχεται ολοταχώς κατά πάνω μας, με φοβερό βουητό και τη μηχανή του να ξεφυσάει ατμούς μαζί με μαύρο καπνό και κοκαλώνω το ποδήλατο για να περάσει.
Σέρνει πίσω του πολλά βαγόνια και σταματώντας στον σταθμό κλείνει τη διάβαση.
Κοιτάζω επίμονα τον σταθμάρχη, που φοράει πηλίκιο και περιμένω να τον δω να σηκώνει τη στρογγυλή ταμπελίτσα του για να ξεκινήσει πάλι το τραίνο και ελευθερωθεί η διάβαση.
Στον σταθμό, άλλοι κατεβαίνουν και άλλοι ανεβαίνουν στο τραίνο, ενώ “αγοραία” και κάρα περιμένουν για να πάρουν αγώι.
Περνάω τις γραμμές και συνεχίζω να ποδηλατώ ρεμβάζοντας.
Ένα μεγάλο και καλοχτισμένο σπίτι ξεχωρίζει μέσα στον κάμπο, καμιά διακοσιαρά μέτρα από τον δρόμο.
Είναι του κυρίου Γρηγόρη, άλλου μαγαλέμπορου.
Φτάνω και στα Καραίικα.
Σ’ ένα δίπατο σπιτάκι, με ξύλινη σκάλα μένει ο μπάρμπα-Γιώρης με τη γυναίκα του και τα πολλά του παιδιά.
Μπροστά από το σπίτι είναι το πέτρινο πηγάδι και η μουριά.
Κόσμος και κοσμάκης, περνώντας από δω, στέκεται και ξεδιψάει με το δροσερό νερό του.
Τα παιδιά του μπάρμπα- Γιώρη, τα καλοκαίρια, λειτουργούν το μοναδικό καφενεδάκι στην παραλία, σε μια ξύλινη παράγκα.
Ο πατέρας τους με το άλογό του και δυο βουτσέλες εφοδιάζει το καφεναδάκι με νερό από το πηγάδι.
Σερβίρουνε ούζα, λεμονοπορτοκαλάδες, γκαζόζες και υποβρύχια.
Λίγο παρακάτω, στα δεξιά σ’ ένα απαλό ύψωμα, το φτωχικό εκκλησάκι του Αγιο- Νικόλα, με ένα μοναχά δεντράκι, στην αυλή του, να του κάνει παρέα.
Κάνω ορθοπεταλιά για να ανέβω το τούμπι.
Δυο, τρία σπιτάκια είναι κτισμένα πάνω του, αριστερά και δεξιά του δρόμου.
Μετά, αρχίζει η κατηφόρα και το μάτι το μόνο που αντικρίζει είναι η απέραντη αμμουδιά.
Αν κάτι ξεχωρίζει στους αμμόλοφους, είναι το καλύβι και το μαντρί του Τάγαρη και τα φυτρωμένα τόπους, τόπους σφερδούκλια .
Φτάνω στο τέρμα του δρόμου και ξεκαβαλάω.
Ακουμπάω το ποδήλατο στο πλάι της παράγκας.
Ο Βοριάς την έχει σχεδόν ξεσκεπάσει και θα χρειασθεί να στρώσουν στη σκεπή νέα ράπη, από κείνη που φυτρώνει γύρω από τη λίμνα μας.
Κάθομαι σε μια μισοσπασμένη καρέκλα, έχοντας απέναντί μου την ατέλειωτη θάλασσα.
Ξεχνιέμαι, αφήνω για ώρα το μυαλό και τη σκέψη μου να ταξιδέψουν.
Ψάχνω στον ορίζοντα μπας και δω τα Στροφάδια, που τόσα έχω ακούσει γι αυτά.
Εις μάτην όμως.
Αλλά, το ηλιοβασίλεμα με μαγεύει και δεν παίρνω από κει τα μάτια μου, μέχρι να δω τον πορφυρένιο δίσκο να σβήνει το φως και τη λαύρα του βουτώντας στο πέλαγος.
Την ίδια στιγμή, ένα υγρό αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα με κάνει να αναριγήσω.
Είναι ώρα να γυρίσω πίσω.
Σηκώνομαι να φύγω και βλέπω το “Skoda” μου να με περιμένει παρκαρισμένο.
Και το όνειρο κάπου εδώ τελειώνει.
Ανοίγω την πόρτα του να μπω κα μπαίνω στο… σήμερα.
Βάζω μπρος και ξεκινάω.
Τώρα, ο δρόμος μου φαίνεται φαρδύς και έχει κι έναν μικρό πεζόδρομο στη μια του πλευρά.
Περνάει μέσα από μια πόλη καινούργια, με δεκάδες σπίτια, αυλές και δέντρα.
Είναι χτισμένα, εκεί, που κάποτε υπήρχαν μόνον οι αμμόλοφοι.
Τα έχτισαν, λένε, οι αυτοαποκαλούμενοι “Οικιστές της παραλίας”.
Προχωράω και όσο προχωράω, τόσο το σήμερα παίρνει τη θέση του τότε…
——————————
[1] γράνα = ρέμα
[2] χαμοκέλα = μικρή καλύβα
[3] στρατόνι = μονοπάτι
[4] βουτσέλα = βαρελάκι για νερό
[5] σφερδούκλι = ασφόδελος