Αχ, εκείνα τα μανουσάκια!
Τι άρωμα, τι χρώμα, τι φρεσκάδα. Από τα μέσα του χειμώνα μέχρι τις αρχές της άνοιξης, ανθίζανε στα βαλτόνερα, γύρω από τη λίμνη. Πέντε-έξι μικρά φτωχόπαιδα, που όλη τη χρονιά τη βγάζανε ξυπόλητα και μόνο τις γιορτές βλέπανε τα πόδια τους γαλότσες, τα έκοβαν, τα έκαναν ματσάκια και τα έφερναν στην αγορά για να τα πουλήσουν.
Ήσαν παιδιά από πολύτεκνες οικογένειες που ζούσαν στις χαμοκέλες, που οι πατεράδες τους όπως-όπως είχαν φτιάξει κοντά στη λίμνη, εκεί που άρχιζε το δάσος. Κράταγαν τα ματσάκια κάτω από τις μασχάλες τους και οι χυμοί από τα φρεσκοκομμένα κοτσάνια στάζανε ακόμη, λαμπιρίζοντας στον ήλιο, σαν μικρά διαμάντια.
Στην πόλη, τα πιο πολλά σπίτια είχαν στα μπαλκόνια τους γλάστρες με όλων των ειδών τα λουλούδια, αλλά και οι μικροί κήποι δεν πήγαιναν πίσω. Όμως εκείνα τα μανουσάκια ήσαν το κάτι άλλο. Τα χαιρόμαστε μόνο μια φορά τον χρόνο και για όσες μέρες άντεχαν να μείνουν φρέσκα μέσα στα βάζα. Ο ερχομός τους έφερνε μαζί την προσμονή της άνοιξης και την αισιοδοξία για το άνοιγμα του καιρού.
Η δυσκολία να πας και να τα βρεις εκεί που φύτρωναν, μακριά από την πόλη, τα έκανε ακόμη πιο περιζήτητα. Δοκίμασα να φυτέψω στον κήπο μας έναν βολβό από «άγριο» μανουσάκι. Φύτρωσε, ψήλωσε και όταν ήλθε ο χειμώνας έβγαλε το πρώτο του λουλούδι. Είχε το ίδιο όμορφο χρώμα, την ίδια φρεσκάδα, αλλά το άρωμά του δεν ήταν όπως εκείνων, που ’φερναν και πουλούσαν τα παιδάκια…
———————————————————————–
μανουσάκι = κοινή ονομασία του φυτού Νάρκισσος
χαμοκέλα = ισόγειο φτωχόσπιτο, καλύβα