Ιούλιος 1957.
Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, όταν κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου με τον θείο μου, τον Μήτσο, μου έδειξε και μου είπε δυο λόγια για τα κτίρια που συναντήσαμε, την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και τη Βιβλιοθήκη. Στο πεζοδρόμιο κόσμος πολύς ανεβοκατέβαινε βιαστικός, μπαϊλντισμένος από την πολλή ζέστη.
Περάσαμε έξω από το Σινεάκ και φτάνοντας στην Ομόνοια ανεβήκαμε στο τραμ, που από την Πειραιώς, όπως μου είπε, πήγαινε μέχρι το Ρουφ. Κατεβήκαμε στην πλατεία Κουμουνδούρου. Ούτε εκατό μέτρα από τη στάση, στην οδό Κριεζή 5, ήταν το σπίτι όπου έμεναν, με νοίκι.
Με το που ξεκλείδωσε την εξώπορτα, άρχισε το δικό μου ψυχοπλάκωμα. Στο μισοσκόταδο, ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που έτριζε στο κάθε μας βήμα, για τον πάνω όροφο. Η Αρχοντία, η θεία μου, φορώντας τη μακριά της ρόμπα, με καλωσόρισε στο πλατύσκαλο με μια φωνή χοντρή, απ’ το τσιγάρο. Έδειχνε να μ’ αγαπάει, αλλά εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω το ίδιο για κείνη.
Όλα μέσα σε κείνο το σπίτι ήσαν μια παλιατζούρα. Περασμένες δόξες, έπιπλα, κουρτίνες, πίνακες. Βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκονάκι, που έβλεπε στην πλατεία και τουλάχιστον εκεί υπήρχε άπλετο φως. Μέχρι που σκοτείνιασε έμεινα εκεί να χαζεύω, κάτω, τ’ αυτοκίνητα και τον κόσμο.
Στη μέση της πλατείας, σε μια μεγάλη γούρνα με νερό, δεκάδες πιτσιρίκια πλατσούριζαν, τρελαμένα από χαρά, ενώ οι μανάδες τους, από τα κοντινά παγκάκια τους φώναζαν, σαν υστερικές, να προσέχουν. Λίγο πιο πέρα, πάνω από τις στέγες βλέπαμε το καμπαναριό της Αρμένικης εκκλησίας και ακούγαμε τις καμπάνες της.
Στο μπαλκόνι, την πιο πολλή ώρα, καθόταν μαζί μου κι ο θείος, λέγοντάς μου ιστορίες από το Κονγκό και ανέκδοτα, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι. Η Αρχοντία, παραμέσα, κοντά στο φως που έμπαινε από το μπαλκόνι, πάλευε με τα ραψίματά της, καθότι μοδίστρα. Μπήκα μέσα όταν ήταν η ώρα να γευτώ τα εδέσματά της, άλλη μια πονεμένη ιστορία για μένα. Έκανα υπομονή να τελειώσει κι αυτό το μαρτύριο και να πάω αμέσως μετά για ύπνο.
Το ξύπνημα της επόμενης μέρας θα μου ξανάφερνε την καλή μου διάθεση. Όσο κι αν λάτρευα τον θείο μου, ήταν αδύνατον να μείνω κι άλλο σε κείνο το σπίτι. Ο μεγάλος μου ξάδελφος και οι παρέες του, τα μπάνια, το σινεμά, αλλά και η κατασκήνωση μετά από λίγο, με περίμεναν στην Ελευσίνα.
Πρωί-πρωί μάζεψα τα μπογαλάκια μου, ασπάστηκα την Αρχοντία, που μου κλαψούριζε να μείνω μαζί τους, λίγο ακόμη και πήγαμε στην πλατεία, στην αφετηρία των λεωφορείων της Ελευσίνας.
«Α ρε μπαγάσα μου φεύγεις», μου πέταξε καθώς με αγκάλιαζε, «του χρόνου θα σε ξαναδώ». Βούρκωσα, κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα.
Ανέβηκα και έπιασα θέση κοντά στο παράθυρο. Εκείνος, από κάτω, περίμενε μέχρι να ξεκινήσουμε. Του έκανα με το χέρι μου αντίο. Πριν το λεωφορείο στρίψει στην Πειραιώς, πρόλαβα να τον δω από πίσω, καθώς έφευγε.
Μου φάνηκε, βαρύς, σαν να μην ήθελε να γυρίσει γρήγορα σε κείνο το παλιό, το σκοτεινό σπίτι…