You are currently viewing Κώστας Τραχανάς: Δέσποινα Νταλλαρή «Μην γυρίσεις πίσω», Εκδόσεις Πηγή 2024 σελ. 250

Κώστας Τραχανάς: Δέσποινα Νταλλαρή «Μην γυρίσεις πίσω», Εκδόσεις Πηγή 2024 σελ. 250

Non ritornare = μη γυρίσεις πίσω.

 

 

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα τρόμου.

  1. Η Εύα ή Ανθή επιστρέφει από την Ιταλία στο σπίτι της στη Μακρινίτσα Πηλίου. Εκεί ζει με την μητέρα της την Μαργαρίτα. Ο πατέρας της Εύας, ο Πέτρος, την εγκατέλειψε όταν αυτή ήταν τριών χρονών.

Η Εύα και η Μαργαρίτα είχαν τεράστια ακίνητη περιουσία, αμέτρητα κτήματα και ζούσαν σε μια έπαυλη κοντά στο δάσος του χωριού, ένα δίπατο σπίτι, ψηλοτάβανο και ξύλινο. Καλοδιατηρημένο μα…σκοτεινό. Θυμίζει στοιχειωμένο σπίτι, παρμένο από ταινία τρόμου…

Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα. Η Μαργαρίτα θα γνωρίσει τον Αντρέα και θα αρραβωνιαστούνε.

Η Μαργαρίτα παρακαλάει την Εύα να φύγει από το χωριό, η Εύα όμως δεν θέλει να φύγει, θέλει να ξοφλήσει με το κωλοπαρελθόν, την παγωνιά του παρελθόντος!! Κάτι στοιχειώνει τις καρδιές τους. Η Εύα πιστεύει ότι μαζί με την μητέρα της, την Μαργαρίτα θα βρούνε την λύτρωση.

Μετά την άφιξη της Εύας αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα διάφορα παράξενα επεισόδια. Ο ερχομός της Εύας εγκυμονεί την τρέλα και τον θάνατο για το χωριό…

Μετά από κάποιο διάστημα ο Αντρέας συμπεριφέρεται άσχημα, απειλεί και βρίζει την Μαργαρίτα και την Εύα. Κάνει σαν τρελός. Τις αποκαλεί καταραμένες και βρόμες. Για την συμπεριφορά του θεωρεί υπεύθυνες τις δύο γυναίκες, τα παλιοβελάκια και το κωλόσπιτό τους το στοιχειωμένο με την καταραμένη καταπακτή του. Όταν ένα βράδυ ξυλοκοπάει άγρια την Εύα, την μαχαιρώνει στο πόδι και στην κοιλιά, η Μαργαρίτα μην μπορώντας να εξηγήσει την ακατανόητη και ανεξήγητη συμπεριφορά του Αντρέα, θα του καρφώσει στην πλάτη ένα …τσεκούρι, με το οποίο έκοβαν τα ξύλα.

Θα κρύψει το πτώμα του Αντρέα στο υπόγειο μέσα σε μια καταπακτή…

Η Εύα θα μείνει ένα μήνα στο νοσοκομείο.

Μάνα και κόρη δεν μίλησαν ποτέ ξανά για εκείνο το βράδυ!

Γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Πώς μετατράπηκε ο Αντρέας σε τέρας;

Από εκείνο το βράδι η ζωή της Μαργαρίτας σταμάτησε τόσο απότομα. Πώς να ζήσει φυσιολογικά; Εκείνο το βράδυ αναγκάστηκε να σκοτώσει τον άνθρωπό της, τον άνθρωπο που λάτρευε! Τι στο καλό σήμαιναν τα βελάκια που έλεγε ο Αντρέας; Τι κρύβει η καταπακτή; Γιατί τις φώναζε καταραμένες;

Όταν η Εύα περπατάει στο δάσος για να πάει στην έπαυλη νιώθει πως η γη δονείται, ανασαίνει και βογκάει ξέπνοα. Κάτι πρέπει να γίνει, κάτι πρέπει να κάνει για να ηρεμήσει ακόμα και η φύση γύρω της. Ο κάμπος παραμένει στοιχειωμένος, άγριος και δολερός! Ο άνεμος, όσο πλησιάζει στο σπίτι, είναι πιο κρύος μα και πιο βουβός, είναι λες και γύρω από το σπίτι δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει οξυγόνο, δεν υπάρχει ζωή! Τι είναι, όμως, αυτό που θα ξορκίσει το κακό και θα γαληνέψει την πλάση;

Η Εύα νιώθει πως κανείς στο χωριό δεν την αγαπάει, κανείς δεν την έχει ανάγκη. Όλοι είναι κάποιοι άλλοι, σκιές μπερδεμένες και άτονες, ψεύτικες οντότητες χαμένες στην παγωνιά και την απομόνωση.

Η Εύα βλέπει τρομερούς εφιάλτες, αλλά και όταν είναι ξύπνια όλο το τοπίο είναι γεμάτο σκοτάδι και αίμα.

Η Εύα πιέζει την μητέρα της να κατεβούνε το βράδυ στο υπόγειο, στο κελάρι και να βρούνε την καταπακτή. Να δούνε τι συμβαίνει.

Όταν κατεβαίνουν δεν βρίσκουν πουθενά το πτώμα του Αντρέα. Υπήρχαν ξερά αίματα, αλλά το πτώμα έλειπε…

Ήταν σαν να κατέβηκαν στην κόλαση! Υπήρχε παντού υγρασία ή μούχλα και αίμα! Μια μυρωδιά έντονη και εμετική φράζει τα λαρύγγια τους, μυρίζει κάτι ψόφιο κι αποσύνθεση. Ακούγεται «Εύα…» και η ανατριχιαστική φωνή βγαίνει από ένα πλάσμα που στέκεται μπροστά στην πόρτα της αποθήκης. Είναι ο Αντρέας …Βρόμικος, ματωμένος και σε απόλυτη αποσύνθεση…Είναι κάτι σαν φρικιό, σαν φάντασμα, σαν ζόμπι… «Δεν το πέτυχα το 78 …Ο πόνος από το τσεκούρι δεν με άφησε. Έλα κάτω Εύα. Έλα, είμαστε πολλοί! Πρέπει κάποιος, επιτέλους, να το πετύχει…» λέει με απόκοσμη κι ανατριχιαστική ξερή φωνή. Ένιωθαν οι δυο γυναίκες ότι όλα μέσα στην καταπακτή ήταν καταραμένα και στοιχειωμένα…

Ανάβουν ένα φακό και ψάχνουν την παλιά αποθήκη. Η καταπακτή βρίσκεται στο έδαφος, στο βάθος του δωματίου. Παρ΄ όλο που η είσοδος είναι ξύλινη, είναι τόσο σκονισμένη και ερειπωμένη, που έχει γίνει ένα με το πάτωμα. Παράξενο! Η πόρτα υπάρχει και στέκεται εκεί βουβή και στοιχειωμένη. Ένα αποκρουστικό ουρλιαχτό μικρού παιδιού ακούγεται στο κεφάλι της Εύας. «Μη γυρίσεις πίσω!». Μα, σε τι αναφερόταν; Μη γυρίσεις στη Μακρινίτσα ή είχε να κάνει με την είσοδό της στην καταπακτή;

Ανοίγοντας την περιβόητη καταπακτή υπάρχει μια παλιά, φθαρμένη ξύλινη σκάλα που οδηγεί κάτω. Ξεκινούν να κατεβαίνουν. Ύστερα από 78 σκαλοπάτια κι αγγίζουν το έδαφος, όμως βλέπουν φωτίζοντας την ξύλινη σκάλα, που μόλις κατέβηκαν, ότι τα σκαλιά είναι το πολύ δέκα και το άνοιγμα της καταπακτής είναι ακριβώς από πάνω τους!

«Δεν μπορεί! Τα μέτρησα, ήταν 78! Ω, Θεέ μου, μάλλον τρελαίνομαι!»

«Όχι, μαμά! Δεν τρελαίνεσαι! Κατεβήκαμε 78 σκαλιά κι εγώ τα μέτρησα! Δεν τρελαινόμαστε, απλώς κάτι προσπαθεί να μας τρελάνει!» κι αγκαλιάζονται και οι δυο.

«Ας φύγουμε» προτείνει η Μαργαρίτα, μα μόλις αγγίζει με τα δάκτυλά της τη σκάλα, η παλιά πόρτα κλείνει με δύναμη σαν κάποιος να την έσπρωξε! Οι δυο γυναίκες ουρλιάζουν από τρόμο και πέφτουν στα γόνατα! Δεν ακούγεται τίποτα…Άχνα.

Με το φακό η Εύα βλέπει κάτι που μοιάζει με παιχνίδι στόχου…Ένας στόχος κρέμεται στον απέναντι τοίχο.

Ο φακός σβήνει και μια κραυγή βγαίνει από το στόμα της Εύας! Δεν φαίνεται πως θα ξανανάψει! Και, ξαφνικά, βρίσκονται κλειδωμένες σε ένα φρικιαστικό κι αδιανόητο υπόγειο χώρο, τον οποίο δεν γνωρίζει κανείς άλλος. Μετά από λίγη ώρα ένα παράξενο φως φωτίζει τον χώρο και η Εύα βλέπει δίπλα της ένα βιβλίο στο πάτωμα. Έχουν παγώσει…Η Εύα διαβάζει μια σελίδα που είναι γραμμένη με παιδικά γράμματα «Ο μόνος τρόπος για να βγεις είναι να ρίξεις ένα βέλος στον στόχο …Δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Δεν μπορεί όλα αυτά να συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Η Εύα αποφασίζει να ρίξει ένα βελάκι στο στόχο. Ρίχνει με δύναμη το βέλος. Τακ, ακούγεται στο βάθος και…

Δεν ακούει τίποτα. Νιώθει πως βρίσκεται ξαπλωμένη. Ανοίγει τα μάτια της, μα δεν θυμάται πότε τα έκλεισε! Είναι στο κρεβάτι της…

Και η καταπακτή; Μα, μπήκαν πραγματικά μέσα; Μήπως ήταν κι αυτός ένας εφιάλτης; Μα το θυμάται και η Μαργαρίτα … Νιώθει κενή, μα και αμαρτωλή. Νιώθει ένοχη, βρόμικη. Καταραμένη! Κάποιο ακάθαρτο πνεύμα την περιτριγυρίζει! Τι είναι αυτό το κακό; Υπάρχουν φαντάσματα και κατάρες; Κάποιες γνωστές κι άγνωστες ψυχές ουρλιάζουν απεγνωσμένα. Ένας στόχος, που από παιχνίδι με βελάκια μετατρέπεται σε ένα αιμοδιψές τέρας! Κάτι ρουφάει τη διάθεση και την ευτυχία τους. Η καταπακτή άλλαξε την συμπεριφορά τους. Η καταπακτή βγάζει στην επιφάνεια τον χειρότερο και πιο επιθετικό τους εαυτό. Φοβάται. Πρέπει κάτι να γίνει. Πρέπει να το αλλάξουνε. Κάτι ξεκίνησε μπαίνοντας στην καταπακτή. Κάτι ξεκίνησε και πρέπει να σταματήσει! Και μάλλον είναι δικό της καθήκον αυτό …

Θα μπει πάλι στην καταπακτή…

Θα ηρεμήσουν και θα μπαζώσουν εκείνο τον τοίχο. Θα μπαζώσουν και την πόρτα του κελαριού. Τα φαντάσματα τα εμποδίζει το μπετόν; Η φρίκη διαγράφεται;

ΤΡΟΜΟΣ.

Ένα φρικιαστικό θρίλερ.

Η ατμόσφαιρα, σκοτεινή και δυσοίωνη, με έντονα συμβολικά στοιχεία, θα ταίριαζε στο λογοτεχνικό σύμπαν του Κάφκα, ενώ το ανοίκειο και το αλλόκοτο των συμβάντων παραπέμπουν στον Τόμας Μπέρνχαρντ.

Με εξαιρετική λιτή αφήγηση η συγγραφέας φτιάχνει μια σχεδόν απόκοσμη και τρομακτική ατμόσφαιρα που κεντρίζει την περιέργεια και κρατά το ενδιαφέρον.

Ένα βιβλίο με έναν καταιγιστικό ρυθμό, με ζωντανούς και κοφτούς διαλόγους και μια γλώσσα άμεση και ιδιοσυγκρασιακή, απόλυτα προσγειωμένη και συμβατή με το υλικό της.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που μέρος της καθηλωτικής σαγήνης του βρίσκεται σε όσα παραμένουν υποφωτισμένα, διφορούμενα, και παίρνουν μορφή κάτω από τον φακό του κάθε αναγνώστη.

Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα τρόμου για την φιλία, την οικογένεια και τον διχασμό των ανθρώπων ανάμεσα στην αγάπη και τον εγωισμό.

Διαβάστε το.

 

 

 

Η Δέσποινα Νταλλαρή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Ζει χρωµατίζοντας την κάθε της στιγµή µε τρεις λέξεις: Αγάπη, Χαµόγελο, Σκέψεις. Σπούδασε νηπιαγωγός στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών, εργάστηκε για πολλά χρόνια κοντά σε παιδιά κι αυτό που ζηλεύει ολόψυχα σ’ αυτά είναι η απόλυτη αθωότητα στις σκέψεις, τα βλέµµατα και τις αντιδράσεις τους. Μιλάει αγγλικά και γαλλικά και περνάει τον ελεύθερο χρόνο της γράφοντας, διαβάζοντας και ταξιδεύοντας. Θέλει απλώς το κάθε δευτερόλεπτο να κυλάει µε νόηµα, τίποτα και κανένα συναίσθηµα να µην πέφτει κάτω. Κατάλαβε πως θέλει να γράφει, όταν πρωτοδιάβασε την Τζέιν Έιρ (Σαρλότ Μπροντέ) σε ηλικία δεκαπέντε ετών κι ένιωσε πως, τελικά, λατρεύει να γράφει όταν διάβασε τη Λάµψη (Στίβεν Κινγκ) στα είκοσι ένα της. Αγαπά την ατµόσφαιρα και την αγωνία του τρόµου! Έχει γράψει και συνεχίζει να γράφει, κυρίως µυθιστορήµατα, αλλά και βιβλία µε αποφθέγµατα και σκέψεις της.

 

 

Κώστας Τραχανάς

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.