«Αποσήμερο στο σπίτι των Καλούδηδων βασίλευε μεγάλη ησυχία και μόνο η βρύση στο λουτρό έκανε θόρυβο. Το νερό έπεφτε ασταμάτητα στα χέρια της Ερασμίας .Από μικρή είχε αυτό το συνήθειο να πλένει συνεχώς τα χέρια της , όχι τώρα που ήταν μεγαλοκοπέλα .Ετοιμαζόταν προσεχώς να παντρευτεί τον εκλεκτό που διάλεξαν γι΄ αυτήν η μάνα της και κύρης της , με μοναδικό κριτήριο την ένωση των περιουσιών τους .Πλούσιος λαδέμπορος ο μελλούμενος γαμπρός ,ταίριαζε με το αρχοντικό σόι της νύφης. Βιάζονταν κιόλας να την δώσουν την Ερασμία , γιατί άρχιζε να δείχνει τα χρονάκια της και περιθώριο δεν είχε πια να περιμένει. Δυο κόρες είχαν κάνει ,μεγαλοκοπέλες και οι δυο, απάντρευτες ,αλλά η πρώτη έπρεπε ν΄ ανοίξει σπίτι ,που ήταν μεγαλύτερη -η άλλη, η Ζωζώ, είχε ακόμα λίγο χρόνο…»
Είμαστε στο 1931, στην ευλογημένη κώμη Ροδοδάφνης της Κρήτης , ακμαίο λιμάνι και εμπορικό κέντρο.
Εδώ ζει η πλούσια οικογένεια Καλούδη.
Η μεγάλη κόρη της οικογένειας Καλούδη, η Ερασμία, ήταν μια αρχοντογύναικα, μια ψηλομύτα, μια εγωίστρια, μια μυγιάγγιχτη, μια καπελωμένη ,μια γαντοφορεμένη ,που με τη μύτη του ομπρελίνο της χάραζε μια αμφίβολη γραμμή συνόρων, στα απέραντα χωράφια της. Ήταν μια γυναίκα που γνώριζε γράμματα πολλά ,ήξερε γαλλικά και είχε μεγάλη αγάπη με την καθαριότητα, αφού έπλενε συνέχεια με νερό τα χέρια της και φοβόταν τα μικρόβια.
Δεν ξέρει ούτε αυτή, ούτε η αδελφή της η Ζωζώ να μαγειρεύουν, να πλένουν, να σιδερώνουν και να καθαρίζουν. Όλα αυτά τα είχαν αναθέσει σε μια κοπέλα, την Παγώνα, από τα ορεινά χωριά .
Η Ερασμία ήταν δύσκολη γυναίκα, δεν κρατούσε τις παραδόσεις και τα ήθη και έθιμα της Κρήτης, αντιμιλούσε από μικρή στον Δημοσθένη, τον πατέρα της, ήταν πνεύμα αντιλογίας ,αγύριστο κεφάλι και διεκδικούσε μια φτενή ελευθερία, που ούτε ο ίδιος ούτε η κοινωνία είχανε το συνήθειο να δίνουνε στα θηλυκά.
Τόσα χρόνια περίμενε ,τόσα χρόνια λαχταρούσε να χειραφετηθεί απ΄ τον πατέρα της , να βάλει το στεφάνι.
Η Ερασμία όταν παντρευτεί θέλει να χαίρεται τη ζωή της ελεύθερη, να είναι κυρία του εαυτού της , να κάνει ό,τι θέλει,να επιβληθεί στην κοινωνία ,λόγω φύλου, να μην σκύβει το κεφάλι , να παίρνει πρωτοβουλίες, να λέει τη γνώμη της, να έχει τις ίδιες ευκαιρίες με τον άνδρα της ,να διαχειριστεί μόνη της την μεγάλη περιουσία της, να τραγουδά, να ξεφαντώνει, να γίνει μια σουφραζέτα , να καπνίζει και να ψηφίζει…
Αντιδρά και για τον Ανδρέα Πετράκη, τον γαμπρό που της προξένεψε ο πατέρας της, διότι ο γάμος θα γινόταν από συμφέρον. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ,ο πατέρας του γαμπρού ,να ζητούσε και προίκα. Δεν θα συναινούσε στον γάμο.
Ήταν μια πολύ δραστήρια γυναίκα για την εποχή της, αντισυμβατική ,ανοιχτή στην πρόοδο του αιώνα της.
Στον γάμο της για να χαιρετίσει τον κόσμο άλλαξε …έξι ζευγάρια γάντια.
Την πρώτη βραδιά του γάμου αναγουλιάζει όταν την πλησιάζει ο άνδρας της. Τον αποφεύγει. Όταν την ακουμπά ο άνδρας της ,αυτή τρέχει στη βρύση να ξεπλύνει τα χέρια της. Ένα φιλί της έδωσε ο Ανδρέας και πήγε να ξεράσει, τον έκαμε να βρίσκεται στο ίδιο κρεβάτι μαζί της και να την βλέπει σαν αδελφή…
Διακυβευόταν η τιμή του άνδρα της, αλλά αυτή δεν καταλάβαινε τίποτα.
Η Ερασμία σιχαινότανε τα τρωκτικά ,που κυκλοφορούσαν μέσα στο σπίτι του άνδρα της. Μόλυναν το φως με τα σιχαμερά τους μικρόβια. Αυτή η άβυσσος της κάτω γης ,της έφερνε μεγάλη αηδία. Μήπως και μέσα της δεν έτρεφε μιαν άβυσσο, που δεν μπορούσε να τιθασεύσει; Το έβλεπε, το ήξερε, το καταλάβαινε: η αηδία ήταν μέσα της ,στα δικά της σκοτάδια. .Και όπως δεν μπορούσε με κανένα τρόπο ν΄ αγγίξει τον ποντικό, το ίδιο δεν μπορούσε να ελέγξει τα δικά της βάθη. Δεν είχαν σύνορα εκείνα, δεν είχαν γραμμές. Ήταν στοιβαγμένα άθελά της στην ψυχή και δεν έβρισκε κανένα φως να τα φεγγίσει.
Δεν άγγιζε καθόλου τους ανθρώπους ,ούτε καν το αντικείμενο του πόθου, το κρυφό σημείο του Ανδρέα, σαν να ήταν ένας μεταμορφωμένος ποντικός…
Δεν υποκύπτει στις ορέξεις του Αντρέα, η Ερασμία.
Τα φιλιά της είναι ανάπηρα…
Φοράει γάντια και βάζει τα σώβρακα του άνδρα της σε …ασημένιο δίσκο ,για να αλλάξει εσώρουχα.
Ο συμπέθερος, ζητάει από τον Δημοσθένη και την κυρία Δωροθέα, εξηγήσεις για αυτά τα ρεζιλίκια της κόρης τους .Που ξανακούστηκε η νύφη να αποφεύγει τον γαμπρό , να μην μπορεί να τον αγγίξει , να τρέχει στα νερά κάθε τρεις και λίγο ,για να πλένεται .Αυτό ήταν σκέτη τρέλα!! Τόσες εβδομάδες περάσανε και τίποτα ακόμα. Ντροπή και ρεζιλίκι για τον άνδρα. Τι θα πει ο κόσμος ; Κι άλλες γυναίκες είναι καθαρές ,αλλά τα πόδια τους δεν τα΄ χουνε μανταλωμένα ,του κάθονται του άνδρα τους!!
Δεν ήθελε να ακούσει ο συμπέθερος τίποτα για να σχολάσει ο γάμος. Στα μεγάλα τζάκια δεν υπήρχαν διαζύγια. Πρότεινε να πάει την Ερασμία , ο γιος του ,σε γιατρούς στην Αθήνα , να την εξετάσουν…
Είτε γίνει καλά η κόρη τους είτε δεν γίνει , ο γιός του και θα ξενοκοιτάξει και θα ξενοκοιμάται!! Άνδρας που τον λιμπίζονται κι οι πέτρες ,δε γίνεται να καλογερέψει. Θα το φάει το κέρατο η παραλοϊσμένη και θα΄ ναι και τράγιο!!
Τους γονείς της Ερασμίας , ο συμπέθερος, τους άφησε σύξυλους.
Μήπως δεν έπρεπε να την παντρέψουν ;
Ένας γάμος δεν μπορούσε να σταθεί χωρίς την επαφή του ανδρογύνου.
Το ζευγάρι δεν μπορεί να χαρεί τον έρωτα.
Η Ερασμία αντιλαμβάνεται σε τι δύσκολη κατάσταση έχει φέρει τον σύζυγό της , οπότε για να σώσει τον γάμο, κάνει κάτι ανήκουστο ,για τα ήθη της Κρήτης. Του δίνει την ελευθερία να έχει φιλενάδα, αρκεί να παίρνει προφυλάξεις και να μην προκαλεί !!! Δηλαδή ζητά από τον σύζυγό της μια διακριτική μοιχεία. Αλλά να ξέρεις ,του λέει, ότι το λιμάνι σου θα είναι αυτό το σπίτι. Θα έχουμε αγάπη πιο αγνή κι από το χιόνι. Η αγάπη μας θα φώλιαζε στις ψυχές μας ,δεν θα περνούσε από το σώμα μας.
Η Ερασμία πίστευε ότι ο Ανδρέας θα εκτιμούσε εν καιρώ την ακηλίδωτη στοργή της , που δεν θα την έβρισκε στις άλλες. Όταν θα έρχονταν τα γηρατειά καμιά από τις ερωμένες του δεν θα είχε όρεξη να υποδυθεί τη νοσοκόμα!!
Τα πράγματα όμως , σε μια τόσο μικρή και κλειστή κοινωνία, δεν εξελίσσονται όπως τα υπολόγιζε η Ερασμία…
Θα καθόταν άπραγος ο σύζυγος ,να προσκυνά τα αραχνιασμένα σκέλη της γυναίκας του και την άχρηστη μήτρα;
Θα γινόταν ο Ανδρέας ένας σύζυγος κοινόχρηστος ;
Τι σχέση έχουν «Οι βρυκόλακες» του Ίψεν ;
Θα αποφύγει η Ερασμία τις κουτσομπόλες της Ροδοδάφνης ;
Και η κοινωνική κατακραυγή ;
Ένα βιβλίο αψεγάδιαστης ομορφιάς.
Ο Γιώργος Παπαδάκης εκθέτει την υπόθεση του έργου, διατηρώντας την ένταση και το χιούμορ μέχρι την τελευταία σελίδα.
Διαβάστε το.
Ο Γιώργος Ν. Παπαδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία και ασχολήθηκε με την Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, απ’ όπου έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα Φιλοσοφίας το 1987. Έχει ειδικευθεί στη μεσαιωνική τέχνη και στην τέχνη της πρώιμης Αναγέννησης.
Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1989 και σήμερα είναι διευθυντής σχολείου στην Αθήνα.
Το 2019 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του Ο ταχυδρόμος, Εστία 2018.
Κώστας Α. Τραχανάς