Οι ήρωες αυτού του θεατρικού έργου είναι η Βιβή, λαντζέρισσα στο καφέ-μπαρ «Σειρήνα», που βρίσκεται στην άκρη μιας μικρής επαρχιακής κωμόπολης και έχει δίπλα της μια δαμασκηνιά, η Λορέτα 17 χρονών, κόρη της Βιβής και οι τρεις πελάτες του μαγαζιού: ο Λέανδρος, συνταξιούχος ναυτικός, ο Σέργιος συνταξιούχος σιδηροδρομικός και ο Αλφρέντο, νταλικέρης.
Οι τρεις πολυταξιδεμένοι συνταξιούχοι περνούν τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο μπαρ χαρτοπαίζοντας και πίνοντας. Παρακολουθούν το νεαρό κορίτσι, την Λορέτα να μεγαλώνει και προσπαθούν με τις ιστορίες τους να την εντυπωσιάσουν και να την βοηθήσουν στον έξω κόσμο που θα βγει, όταν θα πάει να σπουδάσει. Της διηγούνται περιστατικά από τη ζωή και τα ταξίδια τους σε μια ωραιοποιημένη εκδοχή. Ομορφαίνουν τις αναμνήσεις τους. Η ανάγκη να κρύψει κάποιος τις αποτυχίες της ζωής του συχνά τον ωθεί να ωραιοποιεί το παρελθόν, για να μπορεί να το αντέξει. Η ωραιοποίηση των αναμνήσεων είναι μηχανισμός άμυνας…
Της τονίζουν της Λορέτας: ότι είναι σκληρός τόπος το καράβι και η νταλίκα, ότι δεν υπάρχουν πλοία φαντάσματα, ότι από το τρένο το πιο ωραίο είναι το τοπίο που κυλάει, ότι η ζωή είναι σκληρή, ότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι μέσα στον κόσμο, ότι εκεί έξω στον κόσμο δεν θα βρει αλήθειες αλλά θα ζει μέσα στο ψέμα, ότι η ζωή στο καράβι είναι χαμένη, διότι το καράβι είναι μια πλωτή φυλακή και κάτεργο, ότι είναι μεγάλη η μοναξιά και η μελαγχολία στο καράβι και στην νταλίκα, της μιλάνε για την ανάγκη επικοινωνίας στο καράβι και στην νταλίκα, για την δυσκολία των σχέσεων με τους άλλους ναυτικούς μέσα στο καράβι, ότι πολλές φορές ξεφορτώνανε το καράβι χωρίς καν να δούνε τη στεριά, ότι η νταλίκα είναι έρωτας κι ο έρωτας είναι πάντα επικίνδυνος, ότι η νταλίκα είναι το σπίτι τους με τόσες ώρες που ταξιδεύουν, ότι στην νταλίκα συνηθίζει το μάτι στο τοπίο που αλλάζει και ότι πουθενά δεν ζεις και πουθενά δεν δένεσαι, της μαθαίνουν ποιος είναι ο τεμπέλης στη νταλίκα και η σπεράντζα στο καράβι, την ενημερώνουν ότι η πραγματικότητα είναι στενή, μόνο με το ψέμα βγαίνεις από το μπουντρούμι της ζωής, χωρίς ψέμα, η ζωή είναι βαρετή, ότι το ψέμα είναι πιο ωφέλιμο από την αλήθεια γιατί σε βοηθάει να αντέχεις τη ζωή, είναι το τελευταίο όπλο του απελπισμένου, ότι η ζωή είναι μια Οδύσσεια, ότι είναι ανακουφιστικό για κάποιον να ρίχνει κάπου άγκυρα στη ζωή και στη μοναξιά του, ότι είναι καλό να νιώθει κάποιος το κάλεσμα της γης, την έλξη του χώματος, την ανάγκη μιας ρίζας, της λένε για την μέσα ερημιά, για την ερημιά της ερήμου και της στέπας, για την άσφαλτο χωρίς τελειωμό, της επαναλαμβάνουν να προσέχει στη ζωή, γιατί είναι σκληρός ο κόσμος, να μην πίνει, να μην καπνίσει, να μην της ρίξουν κάτι στο ποτό, να μην γυρίσει πίσω με μεθυσμένο οδηγό, να μην την εκμεταλλευτούν και την εξαπατήσουν γιατί είναι μικρή, όμορφη, αθώα, εύπιστη…
Η Λορέτα στη μικρή και κλειστή κωμόπολη πνίγεται, νιώθει ότι ρίζωσε εκεί, θέλει να φύγει, να μπει στη ζωή, να δει καινούργια πράγματα, να πάει στην πόλη, να δει το λιμάνι, να γνωρίσει καινούριους ανθρώπους. Η Λορέτα περιέχει το αίμα των γυναικών που δολοφονούνται επειδή θέλουν να τραβήξουν τον δρόμο τους. Να ακολουθήσουν το δικό τους προσωπικό κάλεσμα στη ζωή και όχι την υποταγή σε άλλους και σε μακροχρόνια πατριαρχικά στερεότυπα…
Τα γεγονότα της αφήγησης στην τρίτη και τελευταία πράξη του θεατρικού αυτού έργου συνωστίζονται συμπλεκόμενα και κυλούν ταχύτατα μέσα από τον λαιμό της κλεψύδρας. Ο χρόνος κυλάει γρήγορα, όταν η μέχρι πρότινος παραπαίουσα εφηβεία αποφασίζει να μπει στις ράγες μιας ζωής με στόχους και κάνει σχέδια εξερεύνησης του κόσμου.
Σύμφωνα με τον Όσκαρ Ουάιλντ: Η Ζωή μιμείται την Τέχνη, πολύ περισσότερο από ό,τι η Τέχνη μιμείται τη Ζωή. Η Ζωή είναι το καλύτερο δημιούργημα της Τέχνης. Η Ζωή είναι ο καθρέφτης της Τέχνης.
Οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες και ο πολιτισμός είναι πραγματικές νησίδες σωτηρίας. Ακριβώς γιατί μέσα από την Τέχνη, οι σκέψεις και τα συναισθήματα μορφοποιούνται σε νοήματα. Σε ζοφερούς καιρούς, η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια. Τουναντίον -τώρα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ!!
Ένα συγκινητικό θεατρικό έργο, συναρπαστικό και τολμηρό, που αποτυπώνει τις ανησυχίες του σήμερα.
Η γλώσσα του θεατρικού έργου είναι απλή και καθημερινή, αλλά το κείμενο δονείται. Υπάρχει δύναμη κι ένα επίπεδο έντασης στην αφήγηση που εμφανίζεται στη λογοτεχνία μόνο όταν διακυβεύεται πραγματικά.
Ιψενική ακρίβεια. Η Κατερίνα Καζολέα εκθέτει την υπόθεση του θεατρικού έργου διατηρώντας την ένταση μέχρι την τελευταία σελίδα.
Η Κατερίνα Καζολέα σπούδασε στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία Τέχνης και την Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Regensburg. Εργάστηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης και είναι μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών Τέχνης AICA.
Συμμετείχε στη συγγραφή του τετράτομου Λεξικού Ελλήνων Καλλιτεχνών των εκδόσεων Μέλισσα. Άρθρα της για την τέχνη, το θέατρο και τη λογοτεχνία έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Νότος (2015) και τις συλλογές διηγημάτων Η κορδέλα (2020) και Η γυναίκα που δεν γνωρίζω (2021) στις εκδόσεις Μανδραγόρας. Έχει γράψει εννέα θεατρικά έργα.
«Η Δαμασκηνιά» είναι το πρώτο θεατρικό έργο που εκδίδει.
Κώστας Α. Τραχανάς