Το πρώτο μέρος του βιβλίου «Πράγα, ένα ποίημα που χάνεται» , είναι ένα συγκινητικό και εξαίσιο κείμενο. Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε πέντε χρόνια μετά τον εκπατρισμό του συγγραφέα και την εγκατάστασή του στη Γαλλία.
«Πράγα, αυτό το δραματικό και πονεμένο κέντρο του δυτικού πεπρωμένου, που ξεμακραίνει αργά μες στις ομίχλες της Ανατολικής Ευρώπης, στην οποία δεν ανήκε ποτέ. Πράγα, η πρώτη πανεπιστημιακή πόλη στα ανατολικά του Ρήνου, θέατρο, τον 15ο αιώνα, της πρώτης μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης, λίκνο της Μεταρρύθμισης, πόλη που προκάλεσε το ξέσπασμα του Τριακονταετούς Πολέμου, πρωτεύουσα του μπαρόκ με τις υπερβολές του, αυτή που επιχείρησε μάταια το 1968 να εκδυτικίσει τον σοσιαλισμό που ήρθε απ΄ το κρύο.
Μου περνάει απ΄ το νου η εικόνα της Ατλαντίδας. Και δεν είναι μόνο η σχετικά πρόσφατη πολιτική προσάρτηση που έκανε αυτή την πόλη τόσο απόμακρη και τόσο δυσδιάκριτη. Η τσέχικη γλώσσα, που είναι ελάχιστα προσιτή στους ξένους ,παρεμβαλλόταν ανέκαθεν ανάμεσα στην Πράγα και την άλλη Ευρώπη, σαν αδιάφανο τζάμι…»
Το βιβλίο αυτό είναι ένα κείμενο υπεράσπισης της κουλτούρας του «μικρού έθνους». Είναι το πολιτισμικό φυτώριο από το οποίο προέρχεται ο Μίλαν Κούντερα ,αυτό που προσδιόρισε τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έργου του ,είναι ο πλούτος μιας κουλτούρας που γεννήθηκε σε ένα «μικρό έθνος», με παγκόσμια όμως εμβέλεια.
Είναι ένα κείμενο σχετικά με την πρόσληψη της Πράγας από τη Δυτική Ευρώπη και το δυτικό κόσμο εν γένει.
Ο Μίλαν Κούντερα αναρωτιέται γιατί η Δυτική Ευρώπη δεν έδειξε να κατανοεί αυτόν τον ξεχωριστό πολιτισμό των μικρών εθνών της κεντρικής της περιφέρειας τα οποία συμπιέζονταν από το βάρος της Ρωσίας και της Γερμανίας. Υποστηρίζει ότι η πιο δραστική εναντίωση σε αυτήν την απειλή αφομοίωσης και αφανισμού είναι η κουλτούρα των μικρών κεντροευρωπαϊκών λαών (Τσεχία, Πολωνία, Ουγγαρία).
Ο Μίλαν Κούντερα ,συγγραφέας με βαθύτατη ευρωπαϊκή συνείδηση, δεν έπαψε ποτέ να υπερασπίζεται την πεποίθησή του ότι η Κεντρική Ευρώπη δεν είναι κράτος ,αλλά κουλτούρα ή πεπρωμένο. Το βασικό ευρωπαϊκό πρόβλημα στη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι ότι παραμελήθηκε η κουλτούρα των μικρών κεντροευρωπαϊκών εθνών. Υπερασπίζεται την πολιτισμική υπεροχή των μικρών εθνών της Κεντρικής Ευρώπης, θεωρώντας ότι η λογοτεχνία μιας χώρας αρκεί για να εξασφαλίσει την επιβίωσή της.
«Η Ευρώπη των μικρών, προστατευμένη καλύτερα απέναντι στη δημαγωγία της ελπίδας, είχε μια διαυγέστερη εικόνα του μέλλοντος από την Ευρώπη των μεγάλων που είναι πάντα έτοιμοι να μεθύσουν από την ένδοξη ιστορική αποστολή τους…».
«Ας το καταλάβουμε επιτέλους: δεν είναι μόνο τα δικαιώματα του ανθρώπου, η δημοκρατία, η δικαιοσύνη κτλ., που δεν υφίσταται πια στην Πράγα. Αλλά μια ολόκληρη μεγάλη κουλτούρα που είναι σήμερα εκεί
Σαν φύλλο χαρτί στις φλόγες
Όπου χάνεται το ποίημα…»
Στο άλλο μέρος του βιβλίου «Ογδόντα εννιά λέξεις», ο Μίλαν Κούντερα έρχεται αντιμέτωπος με τη μεταφορά του έργου του σε άλλες γλώσσες, δηλαδή τις δυσκολίες της μετάφρασης των τσέχικων σε άλλη γλώσσα .
Η μετάφραση είναι ωραία μόνο αν είναι πιστή.Το πάθος ακριβώς της πιστότητας κάνει τον αυθεντικό μεταφραστή!
Ο Μίλαν Κούντερα έρχεται αντιμέτωπος με τις έννοιες ,τις πολυσημίες των λέξεων και εκφράσεων, τους ρυθμούς της γλώσσας που εξαρθρώνεται κυριολεκτικά. Ο συγγραφέας θα γράψει το προσωπικό του λεξικό. Τις λέξεις κλειδί, λέξεις παγίδες, τις αγαπημένες του λέξεις.
«ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ (Aphorisme). Ελληνική λέξη, που σημαίνει,στα αρχαία «ορισμός». Αφορισμός : ποιητικός τύπος του ορισμού».
ΓΑΛΑΖΩΠΟ (Bluete).Κανένα άλλο χρώμα δεν γνωρίζει αυτήν τη γλωσσική μορφή τρυφερότητας. Λέξη από τον κόσμο του Νοβάλις. «Ο γλυκά γαλαζωπός θάνατος, σαν το μη είναι» (το βιβλίο του γέλιου και της λήθης)».
ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΝΝΙΑ (Quatre-vingt-neuf).Οι πρώτοι αριθμοί. Είναι στέρεοι ,σαν φρούριο, αδιαίρετοι, αναλλοίωτοι. Ιδανική μαθηματική βάση για την αρχιτεκτονική ενός έργου. Όσο για το ογδόντα εννιά, οι μεγάλοι αριθμοί, 8 και 9 , του προσδίδουν τη χάρη ενός ζευγαριού Σουηδών αθλητών. Να είναι κανείς όμορφος σαν ογδόντα εννιά. Ο λατρεμένος αριθμός των αλχημιστών της αυλής του Ροδόλφου του Β΄».
Ένα τόσο μικρό βιβλίο με τέτοια μεγάλη επίδραση.
Διαβάστε το.
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929 σε μία μεσοαστική και ιδιαίτερα καλλιεργημένη οικογένεια στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο πατέρας του, Λούντβιχ Κούντερα (1891-1971), ήταν σημαντικός μουσικολόγος και πιανίστας, μαθητής του μεγάλου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Ο Μίλαν διδάχτηκε πιάνο από τον πατέρα του και αργότερα σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Έτσι, μουσικολογικές επιρροές εμφανίζονται συχνά στο έργο του, όπως στο βιβλίο του Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Ο Κούντερα ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Μπρνο το 1948 και έπειτα σπούδασε Λογοτεχνία και Αισθητική στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Έπειτα από δύο ακαδημαϊκούς κύκλους μετεγγράφηκε στη Σχολή Κινηματογράφου της Ακαδημίας Θεάματος της Πράγας και αρχικά παρακολούθησε διαλέξεις στη σκηνοθεσία και στη σεναριογραφία.
Ο ίδιος ανήκε σε μια γενιά νεαρών Τσέχων που διαθέτοντας ελάχιστη έως ανύπαρκτη τριβή με την προπολεμική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, η ιδεολογία τους επηρεάστηκε δραστικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ο Κούντερα γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας με ενεργή κοινωνική και πολιτική δράση, η οποία το 1950 οδήγησε στην απότομη παύση των ακαδημαϊκών σπουδών του.
Την ίδια χρονιά ο Μίλαν Κούντερα και ο συγγραφέας Ζαν Τρεφούλκα εκδιώχθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα με την κατηγορία των “αντικομματικών δραστηριοτήτων”. Αργότερα, το 1962, ο Τρεφούλκα θα περιγράψει το γεγονός στη νουβέλα του Happiness Rained On Them ενώ το 1967 και ο ίδιος ο Κούντερα θα εμπνευστεί και θα βασίσει εκεί το κύριο θέμα του μυθιστορήματός του Το Αστείο.
Με την αποφοίτησή του, το 1952, ο Κούντερα προσλήφθηκε από τη Σχολή Κινηματογράφου ως εισηγητής στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. Το 1956 επανεντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και αποβλήθηκε για δεύτερη φορά το 1970. Μαζί με άλλους συγγραφείς της κομμουνιστικής μεταρρύθμισης, όπως ο Πάβελ Κόχουτ, είχε μερική ανάμειξη στην Άνοιξη της Πράγας του 1968. Η σύντομη αυτή περίοδος μεταρρυθμιστικής δράσης κατεστάλη βίαια από τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968.
Ο Κούντερα παρέμεινε για μερικά χρόνια ακόμα προσκείμενος στον μεταρρυθμιστικό τσέχικο κομμουνισμό και παράλληλα συγκρούστηκε σφοδρά μέσω του τύπου με τον συμπατριώτη του συγγραφέα Βάτσλαβ Χάβελ. Η συλλογιστική του Κούντερα πρότεινε κατά βάση ότι θα έπρεπε να κυριαρχήσει η ψυχραιμία, αναφέροντας ότι “κανένας δεν φυλακίζεται, ακόμα, για τις απόψεις του” και ισχυριζόμενος ότι “η σπουδαιότητα του Φθινοπώρου της Πράγας ίσως τελικά αποβεί ιστορικά σημαντικότερη από εκείνη της Άνοιξης της Πράγας”. Εν τέλει ο Κούντερα παραιτήθηκε από τα μεταρρυθμιστικό του όραμα και μετακόμισε στη Γαλλία το 1975. Δίδαξε για λίγα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ρεν και πολιτογραφήθηκε Γάλλος το 1981. Απεβίωσε στις 11 Ιουλίου 2023 σε ηλικία 94 ετών.
Κώστας Α. Τραχανάς