Ένα σπάνιο μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού με Ευρωπαϊκό προσανατολισμό που επιλέγει να οικοδομήσει ένα κλίμα ιδιότυπο ακροβατώντας μεταξύ ιστορικού μυθιστορήματος και της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Ένα παράξενο παιδί, που ήθελε να φτιάχνει μαριονέτες, μεγαλώνει σε μια γκρίζα χώρα του Βορρά. Ήταν ανάποδος γέρος πριν την ώρα του, ζούσε τη ζωή αντίστροφα. Τον αποκαλούσαν με πολλά καινούργια ονόματα αλλά εκείνο που του ταίριαζε απόλυτα ήταν: το «Δέντρο».
«Ο Εξόριστος των πουλιών και των δέντρων, ο Τραγουδιστής των αστεριών, το Παιδί του Ξύλου, ο Αδερφός του Μαύρου Μαντολίνου, ο Φοίνικας. Έχω πολλά ονόματα. Αλλά ακούω μόνο όταν με φωνάζουν αδερφό τους οι μαριονέτες που με διάλεξαν να γίνω το Δέντρο τους».
Ήταν ψηλός, ακίνητος, αμίλητος, στις θύελλες της παιδικής του ζωής κουνιόταν μπρος πίσω για να μη σπάσει. όποιος και να το σκέφτηκε, τον πέτυχε ακριβώς.
Δεν είχε ποτέ ταξιδέψει. Ήξερε να ζυμώνει, να παίζει χαρτιά και να μιλάει στα ξύλα. Ήθελε να φτιάχνει ψυχές από ξύλο. Ήθελε να φτιάξει φασουλήδες και πρίγκιπες και παραμύθια που δήθεν διδάσκουν πως το Καλό θα νικήσει. Ήθελε να σκύβει, πάνω από την καρδιά του δέντρου μέχρι να γίνει η καρδιά του. Το παιδί αυτό ήταν ο μυστηριώδης γενναίος ήρωας του δικού του παραμυθιού, ο γητευτής των ξύλινων ειδώλων.
Κάποτε έφυγε με ένα σάκο κερωμένο καραβόπανο, με ελάχιστα εφόδια, για να μπορεί να χωρέσουν οι δυο μαριονέτες του (τον Καρυοθραύστη και την Πριγκίπισσα),τα δύο μικρά ξύλινα αδέλφια της καρδιάς του και το μαντολίνο του. Τελικά έφτασε σε μια πόλη που είχε το Παλάτι των Δόγηδων, το Μεγάλο Κανάλι, τη Γέφυρα των Στεναγμών και τις παράξενες, εξωτικές οσμές αγνώστων λουλουδιών. Ήταν ένας τόπος παλιός, χτισμένος πάνω σε έναν ακόμα παλιότερο, κι εκείνος πάνω σε παλούκια από αρχαίο κέδρο που στηρίζουν μια πόλη κρεμασμένη στο νερό. Ένα αιώνιο στοιχειωμένο πλοίο αγκυροβολημένο σε έναν νερόλακκο που μοιάζει με στοιχειωμένη λίμνη. Πλοίο, λιμάνι, πύλη, δρόμος, κόρη στον οφθαλμό του κόσμου, η πόλη έλαμπε από μέσα, με μια ενέργεια που τη δυνάμωναν τα χρόνια, η ιστορία της και όσοι λαμπαδιασμένοι από το πάθος τη διάλεγαν να απαγκιάσουν γιατί δεν μπορούσαν μακριά της.
Η αναζήτηση των ξύλινων πλασμάτων τον έφερε στην πόλη που ονειρεύτηκε: τη Βενετία. Σε αυτή την πόλη περιπλανιόταν, περπατούσε, όλο και πιο πέρα, όλο και πιο μακριά, χωρίς να ξέρει ακριβώς που θα βρει αυτό που έψαχνε. Τελικά βρήκε τη γειτονιά με τους ξυλουργούς. Δεν ήθελε να γίνει γλύπτης αγγέλων, ήθελε να σμιλεύει ψυχές από ξύλο. Διαλεχτό ξύλο, ξύλο παλιό, στεγνό αλλά γερό, από δέντρα ελαστικά κι ανθεκτικά στο χρόνο. Ξύλο για σκάλισμα, για τέχνη με λεπτομέρειες, ξύλο για αιώνιες υπάρξεις…
Ήθελε να φτιάχνει μαριονέτες με ξύλο και σκαρπέλα. Είδε τις μαριονέτες να του μιλούν, είδε το φως να βγαίνει από το στήθος τους, άκουσε στα αυτιά του τις μουσικές τους σαν να ήταν ζωντανά πλάσματα. Έχουν κάτι οι μαριονέτες, κάτι σοβαρό αλλά και παιδικό μαζί, όπως τα παραμύθια, όπως τα παλιά τραγούδια. Κοίταζε το πρόσωπό τους, μάσκες, ρόλοι, χαρακτήρες, φιγούρες, ναι… Αλλά, στο βάθος, υπήρχε κάτι άλλο, κάτι κρυφό αλλά και φανερό, ζωντανό. Η ιδέα ότι μπορούμε με σκοινιά να ορίζουμε τη ζωή τους, να ορίζουμε την τύχη τους, να φτιάχνουμε και να γκρεμίζουμε κόσμους. Με σκοινιά, κρυμμένοι πίσω από το πανί, εμείς, οι κυρίαρχοι του κόσμου. Εμείς, οι αληθινές μαριονέτες που τίποτε στη ζωή μας δεν ορίζουμε.
Αφιέρωσε το αγόρι τη ζωή του με πάθος στην ομορφιά της τέχνης της αναπαράστασης και της ψευδαίσθησης.
Κι εκεί, στη Βενετία, στο πρώτο Γκέτο της ανθρωπότητας, σχίζει το πέπλο του κόσμου, συναντώντας το πεπρωμένο του και αποκαλύπτοντας κρυμμένες αλήθειες για ξύλινες και ανθρώπινες μαριονέτες. Έχει ήδη αρχίσει να σώζει κατεστραμμένα ξύλινα κορμιά στο απόκοσμο Νοσοκομείο για τις Μαριονέτες, όταν αρχίζει η μεταμόρφωσή του σε κάτι που ο ίδιος ποτέ δεν φαντάστηκε, αλλά που φαίνεται πως ήταν από πάντα. Όμως, στους δρόμους της σκοτεινής Ευρώπης άλλες, ανθρώπινες μαριονέτες, κάνουν την εμφάνισή τους. Κάπου ανάμεσα στη φασιστική λαίλαπα, στον διωγμό των Εβραίων και στην Όπερα του Φοίνικα, το πρώτο και τελευταίο Δέντρο της Βενετίας, κρατώντας ένα μαύρο μαντολίνο φτιαγμένο από τα χέρια του ίδιου του Στραντιβάρι, περιστοιχισμένο από τον ξύλινο στρατό του, θα δώσει τη μεγάλη μάχη για το Φως. Και εκεί στη Βενετία, γίνεται η πόλη που σταδιακά μετατρέπεται στο πεδίο της τελικής σύγκρουσης του καλού και του κακού.
Το ζωντανό ξύλο χρειάζεται ένα ζωντανό δέντρο. Για τις μαριονέτες του αγοριού, αυτό ήταν το Δέντρο της ζωής. Όμως, δεν φαντάζονταν ότι στη μάχη για το Φως και την Ελπίδας, αυτό θα ήταν το Δέντρο κάθε Ζωής…
«Στο φως της λάμπας, είδα κάτι μέσα στα μάτια του. Και δεν ήμουν εγώ. Ήταν το άλλο. Ένα πλάσμα παράξενο, γυμνό. Και ξύλινο. Δεν ήμουν μαριονέτα, όχι. Εκεί, στο Νοσοκομείο με τις Μαριονέτες είδα το Δέντρο να σκύβει πάνω από τον Άνθρωπο».
Τα όνειρα των ανθρώπων είναι προσωπική υπόθεση. Όσο για τα όνειρα των δέντρων… Ω, θα το έχεις καταλάβει ως τώρα, αγαπητέ μου αναγνώστη. Τα δέντρα είναι μόνο αυτό. Όνειρα.
Ένα φιλοσοφικό παραμύθι μαγικού ρεαλισμού, για τον πόλεμο, το απρόσιτο βάθος της ανθρώπινης φύσης, τα παράξενα παιδιά και την παντοδυναμία της μουσικής.
Γραμμένο σε γλώσσα άμεση και ζωντανή, που δε στερείται ούτε χιούμορ ούτε λογοτεχνικών αρετών και σε παρασύρει από τις πρώτες κιόλας αράδες.
Ο Παναγιώτης Κουρούπης εκθέτει την υπόθεση του έργου διατηρώντας την ένταση μέχρι την τελευταία σελίδα.
Θα εκπλαγείτε και θα το απολαύσετε.
Ο Παναγιώτης Κουρούπης είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. με μεταπτυχιακή ειδίκευση στη Δημιουργική Γραφή και στην Ειδική Αγωγή. Εργάστηκε στο ΚΕ.Θ.Ε.Α. (Ανοιχτό Πρόγραμμα Διάβαση) ως θεραπευτικό προσωπικό, και στη συνέχεια ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση από το 2003. Ως εκπαιδευτικός οργανώνει σχολικές ομάδες δημιουργικής γραφής και εμψυχώνει θεατρικά εργαστήρια, διασκευάζοντας, επιπλέον, λογοτεχνία για παιδικό θέατρο…
Κώστας Α. Τραχανάς