«Οι ποιητές δεν πρέπει
να χρωστούν στην εφορία
να βγάζουν πολλά
να πίνουν υπερβολικά
να κάνουν έρωτα στο πόδι
να καπνίζουν τσιγάρα αμερικάνικα
να φέρονται σαν νταβατζήδες
να ανακατεύονται στην πολιτική
Αυτό το τελευταίο είναι για τους ειδικούς
είναι δα γνωστό
-έκαστος εφ΄ω ετάχθη-
το δε ρόδο ο Ουιδόμπρο συμβούλεψε
να το κάνεις ν΄ ανθίσει στο ποίημα.
Θα μπορούσε.
Όμως σήμερα μεταμορφωμένο σε άλλο σύμβολο
αναδίδει μια κάποια οσμή
που τίποτα δεν αρέσει.
Οι Πορτογάλοι ξέρουν
πως ένα γαρύφαλλο στην κάνη
στο τέλος μαραίνεται.»
Ο Λουίς Σεπούλβεδα έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ποίηση. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ποιητής, και ως τέτοιος παρουσιαζόταν δημόσια. Αν και πολύ σύντομα θ΄ άρχιζε να εναλλάσσει αυτή τη δραστηριότητα με την πεζογραφία, η ποίηση ήταν παρούσα στο συγγραφικό του έργο για μια πολύ μεγάλη περίοδο της ζωής του.
Ο Λουίς Σεπούλβεδα πίστευε ότι: «η ποίηση και οι Ποιητές αποτελούν το μεδούλι της λογοτεχνίας. Ουδέποτε αποδέχτηκα τις δάφνες του ποιητή, γιατί ξέρω ότι είμαι μονάχα ένας τεχνίτης των λέξεων, αυτών των ίδιων λέξεων που οι ποιητές σπέρνουν ποτίζουν, καλλιεργούν με αγάπη κι επιμονή, και τις οποίες έπειτα, υπό την προστασία των νυχτερινών ωρών κατά τις οποίες έπειτα, υπό την προστασία των νυχτερινών ωρών κατά τις οποίες επιδίδομαι στο επάγγελμά μου ως δημιουργός ιστοριών, θερίζω και τακτοποιώ δίχως άλλο κριτήριο από τη δύναμη που με ωθεί να γράφω…
Αυτά τα ποιήματα επιλέχθηκαν στην τύχη, αντλήθηκαν από διάφορους σκονισμένους φακέλους στους οποίους αναπαύεται ένα όνειρο που μου φαίνεται δίκαιο. Δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική ή βιογραφική σειρά. Εντέλει, σε αυτά τα ποιήματα γυμνώνεται από πανοπλίες και ενδύματα ένα πολύ κρυφό κομμάτι του εαυτού μου. Οπότε, ήρθε η ώρα, έπρεπε κάποτε να γίνω ο επιδειξίας που ανοίγει την καμπαρντίνα του μπροστά στις πύλες του μοναστηριού».
Σε αυτό το βιβλίο κρατάμε σαράντα εννέα ή, αν προτιμάτε, τριάντα δύο χρόνια ποίησης ενός φύλακα -ποιητή.
Στα ποιήματα αυτά θα διαβάσουμε τέλειους ενδεκασύλλαβους, αλεξανδρινούς στίχους, καθώς και μία περίεργη φόρμα που κυλάει ασθμαίνοντας, η οποία, ενδεχομένως, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, αποκρίνεται στο ρυθμό ενός παρελθόντος που συνεχίζει να ανασαίνει με τον τρόπο του. Η σπαρακτική, μελαγχολική και, ενίοτε ελεγειακή ενατένιση ενός κόσμου που τρέπεται διαρκώς σε φυγή, προσκολλάται στους στίχους με φυσικό τρόπο, επειδή έτσι ακριβώς διαμορφώνεται από τον ποιητή, επιβαρυμένο από τις απώλειες, με την αέναα δυσκολεμένη αναπνοή του που αναζητεί οξυγόνο σε μακρινές και διαφορετικές πάντα χώρες. Δεν υπάρχει στο ποιητικό του έργο του καμία προσπάθεια δια της βίας απομύζησης της ρητορικής -πέρα από τη συχνότατη χρήση των ρητορικών επαναφορών-,ούτε ατέρμονη αναζήτηση μεταφορικών εννοιών, δεν υπάρχει περίπλοκη σύνταξη. Είναι ποίηση με σαφή κατεύθυνση.
Διακρίνεται στον Σεπούλβεδα μια αδιαμφισβήτητη εξομολογητική διάθεση, η οποία ενώνεται με μια γλώσσα επίπεδη, με ψήγματα ντοπολαλιάς από τη γενέθλια γη, καθιστώντας τον ακόμα πιο κοντινό παρατηρητή της πραγματικότητας την οποία επιθυμεί να απεικονίσει. Πολλά από τα ποιήματά του είναι ιδεολογικές ή συναισθηματικές απεικονίσεις, που αποσκοπούν, ουτοπικά, να αποδώσουν μια συγκεκριμένη αντίληψη περί «αλήθειας» εν μέσω της κοινωνικο-ιστορικής στιγμής που του έλαχε να ζήσει. Δεν αποφεύγει ούτε το άσεμνο ούτε το χυδαίο.
Ο Σεπούλβεδα ήταν πάντα ένας ποιητής της εποχής του που άγγιξε τα θέματα εκείνα που ήταν πραγματικά σημαντικά για τον άνθρωπο.
Στα τελευταία του ποιήματα είναι ορατή μια βαθιά ριζωμένη ελεγειακή, σατιρική επίσης και, κάποιες φορές, πανηγυρική γύρω από τον έρωτα συνιστώσα, υπάρχει ανησυχία για το ρόλο που διαδραματίζουν τα ανθρώπινα όντα στην κοινωνία. Αυτό το χαρακτηριστικό ενυπάρχει σε όλο του το αφηγηματικό έργο και το διατρέχει σαν ένα ισχυρό υπόγειο ρεύμα.
«Ταξίδεψε κάτω από τη γη
το ανεξερεύνητο και τη ζωή.
Γνώρισε τη σόλα των παπουτσιών του κόσμου.
Υπήρξε ρεαλιστής.
Ευγνώμων που ήταν τυφλός
όπως η πιο όμορφη θεά.
Έκανε ένα δρομολόγιο τόσο γοργό με το μετρό
που δεν πρόφτασε ν ΄αναγνωρίσει την ίδια του την εικόνα.
Τη σφαίρα την έφαγε στο σβέρκο
τη στιγμή ακριβώς που το φως
θα τον έφτυνε κατάμουτρα
κι εκείνος ήταν έτοιμος να πει ευχαριστώ»
Ο Luis Sepulveda (Λουίς Σεπούλβεδα) γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (opera, 1993). Στρατεύτηκε στο διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολίβαρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο. Του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Όλα του τα βιβλία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera: Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (1993), Ο κόσμος του τέλους του κόσμου (1994), Patagonia express (1996), Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει (1997), Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer (1997), Hot Line (1998), Αν δεν έχεις πού να κλάψεις (1998), Χρονικά του περιθωρίου (2000), Η τρέλα του Πινοτσέτ (2003), Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου (2004), Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ (2006), To λυχνάρι του Αλαντίν (2009), Η σκιά του εαυτού μας (2009), Ιστορίες από δω κι από κει (2011), Τελευταία νέα από το νότο (2012), H ιστορία του Μιξ, του Μαξ και του Μεξ (2013), Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε τη σημασία της βραδύτητας (2014).
Κώστας Α. Τραχανάς