Ο ΜΠΑΡΜΑΝ
Αύγουστος είναι πάντα όταν η πόλη αδειάζει, το τσιμέντο βράζει, οι συναγερμοί βαράνε με τις ώρες και τα σκυλιά γαβγίζουν πίσω απ’ τα κάγκελα, τεντώνοντας τις αλυσίδες αγριεμένα, έτσι που τα ‘χουν για μέρες δεμένα. Μόνον οι τσολιάδες είναι στις θέσεις τους, οι τουρίστες των δύο ημερών -από και προς τα νησιά- και λίγοι άνθρωποι που μένουν πίσω, εραστές της ησυχίας, παλαιστές των εμμονών τους, κι εκείνοι που τη νύχτα με το μεγάλο φεγγάρι περιμένουν να δράσουν. Στην άδεια πόλη, τις μέρες αυτές, αμβλύνονται οι σκιές, οι αντιθέσεις και τα παιχνίδια του νου.
Έτσι κι εκείνο το βράδυ, ο Παναγιώτης Συνετός περίμενε το φεγγάρι του Αυγούστου για να ικανοποιήσει την εμμονή του.
Βγήκε σχετικά αργά απ’ το σπίτι του και περπάτησε από το Κουκάκι ως το κέντρο πόλης. Η νύχτα ήταν ζεστή, με το μελτέμι να έχει κοπάσει μέρες τώρα και τα ντουβάρια πυρωμένα να εκπέμπουν τη λάβα της μέρας. Η θερμοκρασία αμείλικτη, άγγιζε τους 39 βαθμούς λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Μάταια προσπαθούσε τις μέρες αυτές να κατεβάσει τη θερμοκρασία με τους ανεμιστήρες οροφής. Για κλιματιστικό ούτε λόγος, ήταν παλιό κι έκανε διαολεμένο θόρυβο, άσε που έσταζε νερά μες στο σπίτι.
Οι πλατείες κρατούσαν ακόμα λίγο κόσμο, όμως οι κεντρικοί οδικοί άξονες της πόλης, οι πάροδοι και τα σοκάκια, έδιναν την εικόνα έρημης χώρας σε περίοδο πανδημίας.
Κάποιοι άνθρωποι τη νύχτα βγαίνουν απ’ το σκοτάδι κι άλλοι βυθίζονται περισσότερο σ’ αυτό. Αυτός ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.
Εκείνο το πρωί είχε διαβάσει στην εφημερίδα πως μια γυναίκα στο Παγκράτι το προηγούμενο βράδυ, έκοψε το πέος του άντρα της, κι αφού πρώτα ξήλωσε το καλώδιο του τηλεφώνου, τον κλείδωσε στο σπίτι αφήνοντας τον να πεθάνει από αιμορραγία. Σεβαστή Χασάπη τ’ όνομά της. Κοίτα να δεις! Δεν έμαθαν ποτέ την πραγματική αιτία αλλά ούτε κι ο ίδιος ήθελε να μάθει, δεν τον ενδιέφερε, κι ας γνώριζε το θύμα απ’ τα φοιτητικά του χρόνια.
Ο παραλογισμός των ανθρώπων τον φόβιζε, αλλά έδειχνε πως δεν του καιγόταν καρφί. Άλλωστε ήξερε πια καλά ότι ο φόβος βρωμάει, κι ότι οι άνθρωποι είναι σαν τ’ αγρίμια, άμα σε πάρουν πρέφα, τότε είναι αργά, είσαι νεκρός, και πως τελικά η άγνοια είναι αυτή που κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους.
Οι περαστικοί που συναντούσε στο διάβα του, έμοιαζαν με κέρινα ομοιώματα επαναστατών, όπως εκείνοι οι επικηρυγμένοι που κρατούσαν περίοπτη θέση στην καρδιά του. Αυταπάτες και παιχνίδια του μυαλού με τη ζέστη.
Η ζέστη το καλοκαίρι, είναι σαν το ψωμί σκέφτηκε, είναι για όλους, κι ο λιγοστός νοτιάς έκανε τη ατμόσφαιρα υγρή και πηχτή.
Ρευστός χρόνος κι αγωνία, με το ανθρώπινο δράμα να εκτυλίσσεται σ’ ένα θέατρο του παραλόγου, που τόνιζε την αβεβαιότητα αλλά και την επισφαλή θέση της ανθρώπινης ζωής μέσα στην έρημη πόλη.
Έγχρωμες πεταλούδες τα κορίτσια του Μεντεγίν ρουφούσαν το νέκταρ στα τσιμέντα κι ο Νιγηριανός νταβατζής στη γωνία είχε γίνει ένα με το σκοτάδι. Οι πολύτιμες καδένες που φορούσε στο λαιμό και το μπροστινό του δόντι άστραψαν για μια στιγμή, όταν χαμογελώντας τον πλησίασε εκθειάζοντας ψιθυριστά την πραμάτεια του στο στενό σοκάκι. Τον απέφυγε διακριτικά κι έστριψε δεξιά στο επόμενο στενό, κόβοντας δρόμο για τον προορισμό του.
Μια ματαιωμένη προσδοκία τον κυρίευσε, κι ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό του, μες στη θολούρα της σκέψης του.
Άραγε θα την έβλεπε σήμερα; Βλέπεις ήταν η μέρα τέτοια. Δεκαπενταύγουστος, με τις αναστολές σιγά-σιγά να εξατμίζονται κι ένα παράφορο πάθος ν’ αναδύεται απ’ το βαθύ πηγάδι της εμμονικής προσωπικότητάς του.
Έστριψε σε μια πάροδο της οδού Αιόλου, κι ύστερα μπήκε σε μια στοά. Αδιέξοδη. Μια φωτεινή επιγραφή νέον τρεμόσβηνε πάνω απ’ την είσοδο του μπαρ, που δεν είχε πόρτα αλλά μια κουρτίνα από κεχριμπαρένιες χάντρες, ενώ πίσω φέγγιζε αμυδρά η σάλα του γνώριμου χειμερινού μπιστρό.
Παραμέρισε την κουρτίνα και προχώρησε στο διάδρομο που οδηγούσε στον καλοκαιρινό κήπο, σ’ ένα αίθριο ανάμεσα από τα τσιμεντένια κτήρια, κάτω απ’ τον αττικό ουρανό. Η μπάρα ήταν τεράστια και πίσω τα μπουκάλια στα γυάλινα ράφια ήταν φωτισμένα με πολύχρωμα λαμπιόνια. Καμιά εικοσαριά σκαμπό, στρογγυλά μαντεμένια τραπέζια και καρέκλες επενδυμένες με πλεκτό σχοινί, όλα σε πράσινη απόχρωση, ήταν σπαρμένα μπροστά απ’ τη μπάρα. Το μαγαζί άδειο, κανένας θαμώνας. Μόνον ο μπάρμαν. Νέος στη ηλικία, και καλοξυρισμένος. Φορούσε λευκό μεταξωτό πουκάμισο με μοβ παπιγιόν κι ασορτί γιλέκο. Μεταξωτό κι αυτό.
Ο μπάρμαν τον καλωσόρισε με ένα νεύμα της κεφαλής, κι ύστερα όταν ο νυχτερινός επισκέπτης πλησίασε την μπάρα για να καθίσει σ’ έναν από τα σκαμπό, τον ρώτησε χαμηλόφωνα: «Το συνηθισμένο κ. Παναγιώτη;»
«Με λίγο πάγο», αποκρίθηκε εκείνος, κι αμέσως άρχισε προσεκτικά να περιεργάζεται τον χώρο.
Κανείς δεν ήταν εκεί, μόνον η ιδιοκτήτρια, που εκείνη την ώρα βγήκε φουριόζα απ’ τα ενδότερα περπατώντας σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Μια σιτεμένη πενήντα-φεύγα με νερουλιασμένα μπράτσα, έντονο μακιγιάζ, ρουζ στα χείλη και ακριβά κοσμήματα. Είχε και μια ουλή κάτω απ’ το δεξί της μάτι που ασκούσε πάνω της μια γοητεία.
Του άρεσαν άλλωστε πάντα οι ουλές περισσότερο από τις πληγές.
Η γυναίκα πλησίασε τον νεαρό μπάρμαν που ετοίμαζε το ποτό, κι αφού του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί, έγνεψε καληνύχτα με μια ελαφριά υπόκλιση αριστοκρατικής συμπεριφοράς και βγήκε από το μαγαζί.
«Χρόνια πολλά για τη γιορτή σας αύριο», ευχήθηκε ο μπάρμαν, καθώς έβαλε ένα χάρτινο σουβέρ μπροστά του κι ακούμπησε ένα χαμηλό ποτήρι με πάγο. Ύστερα το γέμισε αργά με ουίσκι, από ένα μπουκάλι Glenfiddich. Σκωτσέζικο.
«Ευχαριστώ», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα. Ήπιε αμέσως την πρώτη γουλιά κι έκλεισε τα μάτια απολαμβάνοντας την επίγευση. Η νύχτα θα ‘ναι μεγάλη σκέφτηκε.
Ήταν όμως ανήσυχος. Η βεντέτα τον φόβιζε, έτσι κι εκείνη τη νύχτα κοίταζε κάθε τόσο πίσω του δήθεν αδιάφορα, προς την είσοδο, όμως μια σκέψη του έκαιγε τα σωθικά περισσότερο απ’ το ουίσκι. Θα ‘ρθει δεν θα ‘ρθει;
Έδιωξε τη σκέψη απ’ το μυαλό του κι άρχισε να παρατηρεί τον μπάρμαν. Προσηνής, καλλιεπής και συγχρόνως διακριτικός. Μέτρησε πόσα χρόνια πριν κι ο ίδιος βρισκόταν στη θέση του πίσω απ’ την μπάρα, μέχρι ν’ ασχοληθεί με τον ασφαλιστικό τομέα. Άλλες εποχές τότε, όμως κάποια πράγματα παραμένουν ίδια.
Ο καλός μπάρμαν πρέπει να ‘ναι σαν τον Γανυμήδη, να κρατά τις ισορροπίες μεταξύ των συνδαιτυμόνων όταν τα πράγματα παρεκτρέπονται και να μην χαλά την ζαχαρένια κανενός με τις απόψεις του. Η κυριότερη όμως αρετή που έπρεπε να διαθέτει ένας μπάρμαν, ήταν ν’ αφήνει τον πελάτη να απολαμβάνει τον μυθικό του κόσμο πάνω στη μπάρα. Εκείνον που έχτιζε επιμελώς. Έπρεπε να λειτουργεί όπως ένας καλός ψυχολόγος και να βλέπει ασπρόμαυρα. Συγχρόνως ν’ αποστασιοποιείται από τις καταστάσεις. Η έγχρωμη εικόνα πίστευε πως είναι σαν μια νουβέλα, η οποία αποκαλύπτει τα πάντα με λεπτομέρεια, ενώ η ασπρόμαυρη είναι σαν την ποίηση, η δύναμή της βρίσκεται σ’ αυτά που δεν λέγονται, σ’ αυτά που μένουν απ’ έξω. Έτσι μπορούσε να παρατηρήσει όλες τις αντιθέσεις. Την αγάπη και το μίσος, το φως και το σκοτάδι, τη ζωή και τον θάνατο, το σωστό και το λάθος, όπως οι αντιθέσεις του άσπρου και του μαύρου. Πίστευε επίσης πως οι τόνοι του γκρίζου, είναι εκείνοι που προσδίδουν νόημα στη γύμνια αυτών των αντιθέσεων. Το μυαλό προσπαθεί να προσαρμοστεί όπως η μνήμη, κι η αναχώρηση απ’ την πραγματικότητα είναι πάντα συγγενής με την ασπρόμαυρη εικόνα.
Του άρεσε να καταδύεται βαθιά στην αδιόρατη πλευρά του εαυτού του και των άλλων, αλλά και να παρατηρεί όλα αυτά που ενοχλούσαν. Άλλωστε τα μεγάλα ψάρια πιάνονται στα βαθιά. Πίστευε πως στις διαταραχές αυτές υπάρχει πάντα κάτι το ποιητικό, μπλεγμένο με ωμή αλήθεια.
Πολλές φορές νόμιζε πως είχε κατανοήσει τους κανόνες, για να διαπιστώσει αργότερα πως απλά στένεψε η φαντασία του. Αυτός ο παραλογισμός ήταν που τον εξιτάριζε στη ζωή, όπως εκείνο το βράδυ πίσω και μπροστά απ’ τη μπάρα, μες στη μικρότητα της νύχτας.
Άκουσε γυναικεία τακούνια να πλησιάζουν. Αρχικά ο ήχος ήταν ανεπαίσθητος έτσι όπως ερχόταν από το πεζοδρόμιο και σιγά-σιγά δυνάμωνε όταν ο βηματισμός πέρασε στο παρκέ του χειμερινού μαγαζιού. Το ένα τακούνι έκανε διαφορετικό ήχο από το άλλο, πράγμα που έγινε περισσότερο αντιληπτό όταν το βήμα σταμάτησε για λίγο στο ξύλινο πάτωμα -σαν να κοντοστάθηκε πριν από την κεχριμπαρένια κουρτίνα- μέχρι να περάσει στο βοτσαλωτό του κήπου.
Δεν γύρισε να κοιτάξει. Έμεινε στη θέση του, ατάραχος. Ένας θεός ξέρει πως κατάφερε να επιστρατεύσει την αυτοκυριαρχία του. Ήπιε μια ακόμα γουλιά και με την άκρη του ματιού του την είδε να κάθεται σ’ ένα σκαμπό στη δεξιά πλευρά της μπάρας. Ήταν ντυμένη στα μπεζ, μ’ ένα βελούδινο δέρμα να ξεπροβάλει απ’ το εξώπλατο φόρεμά της, που άφηνε να διαγράφονται οι καμπύλες αλλά και τα φίνα της χέρια με τα ωραία δάχτυλα.
Γύρισε και την κοίταξε καθώς παράγγειλε το ποτό της. Glenfiddich κι αυτή. Χωρίς πάγο. Είχε εκείνο το ύφος που έλεγε: «Δεν σου οφείλω καμιά συγνώμη».
Είχαν συναντηθεί στη πικρή πλευρά της ζωής και θυμήθηκε τα τελευταία της λόγια πριν χωρίσουν. Πάντα θυμάσαι τα τελευταία λόγια εκείνου που φεύγει απ’ τη ζωή, που φεύγει απ’ τη ζωή σου. «Δεν θέλω να με αγαπήσει ποτέ κανείς ξανά», είχε πει πριν κλείσει η πόρτα πίσω της εκείνη την αποφράδα νύχτα.
Έπινε αργά το ποτό της με πολύ αργές κινήσεις, όχι όμως σαν να το απολάμβανε, περισσότερο σαν να την βασάνιζε ένας δισταγμός, ενώ για κάποια λεπτά έμενε τελείως ακίνητη, όπως οι διπολικοί που βρίσκονται στο μεταίχμιο μιας εναλλασσόμενης μανίας.
Τα νύχια της ήταν περιποιημένα, όμως εκείνο στον παράμεσο του δεξιού χεριού, στην άκρη του ήταν ματωμένο. Το έφερνε συχνά στα χείλη και το δάγκωνε επίμονα, σα να ‘θελε ν’ απαλλαγεί από μια ενοχλητική παρωνυχίδα.
Κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε μέσα απ’ τον οξειδωμένο καθρέφτη του μπαρ. Όσο πέρναγε η ώρα χαλάρωνε. Ειδικά αφού παράγγειλε και το δεύτερο ποτό. Πιο βαρύ, δεκατεσσάρων ετών παλαίωσης αυτή τη φορά. Οι δισταγμοί της φαίνεται είχαν ξεπλυθεί απ’ το bourbon, κι εκείνο το μόνιμα σηκωμένο φρύδι πάνω απ’ το δεξί της της μάτι -που πρόσθετε μια στρυφνότητα στο πρόσωπό της- άρχισε να παραδίνεται στη σκέψη της. Αποσβολωμένη ζωγράφιζε με το δάχτυλό της πάνω στην υγρασία της μεταλλικής σαμπανιέρας, που πάγωνε τα μπουκάλια με τα κρασιά πάνω στη μπάρα.
Έμοιαζε να τραγουδούσε μέσα της τα λόγια της Σαπφώς.
«Μου φαίνεται ίσος με θεούς πως είναι ο άντρας αυτός, που κάθεται αντικρύ σου, κι όταν μαγευτικά μιλείς κοντά του σε γλυκακούει· κι όταν χαριτωμένα του γελάσεις, μέσα στα στήθια μου η καρδιά σπαράζει. Γιατί ως σε ιδώ μου πιάνεται η φωνή μου, τότες αμέσως, σα να μου κόπηκε κι η γλώσσα· κι αμέσως μέσ᾽ απ᾽ το κορμί μου κάποια φωτιά περνάει, τα μάτια μου δε βλέπουν, τ᾽ αυτιά βουίζουν, ίδρωτας κρύος με λούζει κι όλη τρέμω, και γίνομαι πιο πράσινη απ᾽ το χόρτο, και φαίνομαι, πως λίγο θέλω ακόμη να πεθάνω.»
Όσο περνούσε η ώρα γινόταν πιο ευάλωτη, σαν ανοιχτό λουλούδι στη βροχή, και τότε θυμήθηκε πως μια σύγχυση πάντα ξεκινά και τελειώνει μέσα στα σύνορα της.
Ήπιε την τελευταία της γουλιά κι αποχώρησε, σιωπηλά κι αναπάντεχα, όπως ακριβώς είχε έρθει.
«Κλείνουμε σε λίγο κ. Παναγιώτη», είπε ο μπάρμαν χαμηλόφωνα, και κάπως εχέμυθα -σαν να μοιραζόταν μαζί του ένα μυστικό- συνέχισε: «Ένα ακόμα για τον δρόμο;»
«Όχι ευχαριστώ», αποκρίθηκε. «Τι οφείλω μαζί με τα ποτά της κυρίας;» ρώτησε καθώς έβγαλε το πορτοφόλι του απ’ την τσέπη του παντελονιού του.
«Ποιας κυρίας;» ρώτησε τότε το γκαρσόνι.
Ο νυχτερινός επισκέπτης σάστισε, αλλά δεν το ‘δειξε. Ατάραχος έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πέντε χιλιάδων δραχμών -συμπεριλαμβάνοντας ένα γενναίο φιλοδώρημα- και το άφησε πάνω στη μπάρα πριν καληνυχτίσει.
Βγήκε έξω στο δρόμο. Ερημιά παντού. Ύστερα γύρισε και κοίταξε τη φωτεινή επιγραφή στο βάθος της στοάς. Λίγο πριν σβήσει για τα καλά, τρεμόσβησε μια τελευταία φορά. Έγραφε: «Λήθη».
«Έχει πολλά να μάθει ακόμα αυτός ο μικρός», μουρμούρισε ο νυχτερινός επισκέπτης, κι ύστερα σταμάτησε το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά του.