Ο Άντονυ Μπήβις ασχολείται ερασιτεχνικά με τις κοινωνικές επιστήμες. Οι φυσικές απολαύσεις τού προξενούν αηδία, έτσι βρίσκει καταφύγιο στο χώρο των ιδεών. Έχει χάσει κάθε επιθυμία για φιλικές συναναστροφές, προδίδει τις φιλίες του και παίζει με τα συναισθήματα των γυναικών.
Φτάνοντας στην μέση ηλικία, ο κόσμος της τέλειας απομόνωσης αρχίζει να χάνει τη γοητεία του. Τελικά, συνειδητοποιεί ότι η άρνησή του να συμμετάσχει στις χαρές της ζωής δεν προερχόταν από πνευματική ειλικρίνεια αλλά από ηθική δειλία…
Αυτή είναι η υπόθεση του έργου Eyeless in Gaza [Τυφλός στην Γάζα, 1936] ή όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Ο τυφλός λυτρωτής.
Ο πρωτότυπος τίτλος παραπέμπει στον βιβλικό Σαμψών που βρέθηκε στη Γάζα μια από τις πέντε πόλεις που κατείχαν οι Φιλισταίοι και «απέθανε [η ψυχή του] μετά των αλλοφύλων» , όπως αναφώνησε όταν με την τιτάνια δύναμη που διέθετε, γκρέμισε το ναό του Θεού Δαγών, όταν ανέκτησε τη δύναμη που είχε απολέσει όταν η Δαλιδά στην οποία είχε αποκαλύψει πως η δύναμή του οφειλόταν στα μακριά του μαλλιά που εκείνη του έκοψε κρυφά όταν κοιμήθηκε μαζί του κι έτσι αδύναμο τον παρέδωσε στους Φιλισταίους που τον φυλάκισαν και τον τύφλωσαν.
Ο Χάξλεϋ αναμειγνύει σ’ αυτό το αλληγορικό μυθιστόρημα περισσότερο στοχασμό παρά μυθοπλασία. Παλινδρομεί στο χρόνο που εκτείνεται από τις αρχές του εικοστού αιώνα ως τον μεσοπόλεμο. Με περισσή ειρωνεία αλλά και θέρμη ακροβατεί ανάμεσα στη διανόηση, την ιδεοληψία και τον αισθησιασμό.
Δειλός ή όχι πάντως ο Μπήβις, ο ήρωας του έργου, αντιστρέφει τη σειρά των πραγμάτων στη ζωή του. Απαρνιέται τις απολαύσεις της νεότητάς του για να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει κοινωνιολόγος, να μελετήσει δηλαδή τις ανθρώπινες συμπεριφορές στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Δηλαδή να γίνει ένα είδος ερευνητή, στοχαστή, διανοητή, επιστήμονα, έστω και αυτοδίδακτου ερασιτέχνη.
Ο Χάξλεϋ ονειρευόταν να μιμηθεί τις προσωπικότητες της οικογένειάς του που διέθετε αξιόλογους επιστήμονες, γιατρούς, εκπαιδευτικούς. Παππούς του ήταν ο διάσημος Τόμας Χάξλεϋ βιολόγος και αγνωστικιστής ο οποίος υπήρξε και ενεργός υποστηρικτής του Δαρβίνου, εξού και το παρατσούκλι του «το μπουλντόγκ του Δαρβίνου».
Ο Άλντους ήταν το τρίτο παιδί του Λέοναρντ Χάξλεϋ συγγραφέα και εκδότη περιοδικού και της Τζούλιας Άρνολντ εκπαιδευτικού που ίδρυσε το 1902 το σχολείο Prior’s Field School.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Τζούλιαν Χάξλεϋ (γεν. 1887), ήταν βιολόγος, φιλόσοφος, εκπαιδευτικός και συγγραφέας που συνέβαλε στην ανάπτυξη της εμβρυολογίας και της μελέτης της συμπεριφοράς και της εξέλιξης. Διετέλεσε επίσης πρώτος γενικός διευθυντής της Ουνέσκο (1946-1948) και ιδρυτικό στέλεχος του WWF. Ο μεσαίος κατά σειρά αδελφός του, Νόελ Τρεβέλυαν Χάξλεϋ (γεν. 1891) αυτοκτόνησε σε ηλικία 23 ετών. Ο Σερ Άντριου Χάξλεϋ (γεν.1917), ετεροθαλής αδελφός του, πήρε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1963.
Το 1908 ο Χάξλεϋ γράφεται στο Κολλέγιο Ήτον. Τότε προσβάλλεται από κερατίτιδα και τυφλώνεται. Το όνειρό του να γίνει κι αυτός επιστήμονας παίρνει τέλος. Ωστόσο αντιμετωπίζει το δυστυχές αυτό γεγονός με τρόπο αξιοθαύμαστο. Μαθαίνει τη μέθοδο Μπράιγ και επίσης βρίσκει κάποια παρηγοριά στο πιάνο στο οποίο είχε ήδη αποκτήσει ιδιαίτερη ικανότητα. Την ίδια χρονιά πεθαίνει η μητέρα του. Από το 1913 φοιτά στο Balliol College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Στα φοιτητικά του χρόνια με τη μερική αποκατάσταση της τυφλότητας του αναδεικνύεται σε έναν ευπαρουσίαστο και προσηνή νεαρό που πρόθυμα συμμετέχει στις συζητήσεις και τις συνεργασίες της πανεπιστημιακής ζωής. Έμαθε γαλλικά, ενώ χειριζόταν με άνεση τα λατινικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα γερμανικά. Για δέκα χρόνια αφιερώθηκε στην ποίηση.
Ο Χάξλεϋ θεωρούσε το μυθιστόρημα ένα από τα δυσκολότερα είδη λόγου. Πίστευε πως είναι η πιο ακριβής, η πιο έξυπνη έκφραση ζωής που σου δίνει να καταλάβεις ποια είναι η ψυχολογία του ανθρώπου. Ο αναγνώστης του μυθιστορήματος, υποστήριζε σε μια συζήτηση σε μεσοπολεμικό αντιφασιστικό συνέδριο συγγραφέων, όπου παρευρισκόταν η δημοσιογράφος και συγγραφέας κόρη υπουργού του Βενιζίλου Λιλίκα Νάκου [1904-1989], πρέπει να έχει την εντύπωση πως συγγενεύει με τα πρόσωπα του έργου που διαβάζει και να βρει σ’ αυτά κάποια εξιδανικευμένη προβολή του εαυτού του. Ωστόσο τα έργα του κάθε άλλο παρά καθαρόαιμα μυθιστορήματα ήταν. Για το Κοντραπούντο [Αντίστιξη, 1928] έλεγε πως η τεχνική του επιτυχία έφαγε τη ζεστασιά , την ψυχή του έργου. Για ένα τέτοιο επίτευγμα», λέει η Νάκου, «τον άκουγα να μιλάει με τέτοια σεμνότητα, με τόσο λίγο εγωισμό!».
Δανειζόμενος ένα μουσικό όρο για τον τίτλο του βιβλίου του, ο Χάξλεϋ υφαίνει μια πολυεπίπεδη πλοκή βασισμένη στις αντιθέσεις μιας πληθώρας χαρακτήρων, που ανήκουν στην άρχουσα τάξη, στην ελίτ της διανόησης της εποχής του. Μέσα από επιμέρους ιστορίες, εμβαθύνει σε θέματα όπως ο έρωτας, η σεξουαλικότητα, η απιστία, οι κοινωνικές διακρίσεις. Ο μόνιμος προβληματισμός του Χάξλεϋ για το διχασμό ανάμεσα στο πάθος και τη λογική βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή του σ’ αυτό το προκλητικό μυθιστόρημα ιδεών.
«Η λογοτεχνία», υποστήριζε, «είναι μένα ένας τρόπος να γνωρίζω τους λαούς που δεν ξέρω. Είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στην ψυχή των λαών. Είναι ακόμα, για μένα τουλάχιστον, η συνολική μορφή της Τέχνης και του ανθρώπινου πολιτισμού».
Γι αυτόν το μυθιστόρημα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Το λεγόμενο κλασικό μυθιστόρημα είναι το δυσκολότερο απ’ όλα.
Έλεγε χαρακτηριστικά για τον Οδυσσέα του Τζόυς που πειραματίστηκε με τις καινούργιες τεχνικές πως δεν έκανε μυθιστόρημα, δεν πέτυχε να δώσει μια καινούργια φόρμα σ’ αυτό». Κι αναρωτήθηκε: «Μπορείς να χτίσεις ένα σπίτι πετώντας πέτρες, κοτρόνες, ανακατωμένες δίχως σχέδιο;». Εκείνο που δεν είπε βέβαια είναι πως ο πειραματισμός του Τζόυς στον Οδυσσέα και πολύ περισσότερο στην απροσπέλαστη Αγρύπνια των Φίνεγκαν έχει να κάνει με τη γλώσσα και τις δυνατότητές της κι όχι με μια νέα φόρμα που θα άνοιγε νέους δρόμους στη λογοτεχνία, αν και ο εσωτερικός μονόλογος χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς ή όχι κατά κόρον.
Λίγο πριν το τέλος των σπουδών του γνωρίζει τη λαίδη Ottoline Morrell, στο φιλολογικό σαλόνι της οποίας σύχναζαν πρόσωπα όπως ο Ντ. Χ. Λώρενς, ο Μπέρτραντ Ράσελ, η Κάθριν Μάνσφιλντ και ο Τζον Μίντλετον Μάρεϋ. Ο Χάξλεϋ κερδίζει εύκολα μια θέση στον κύκλο τους. Είναι πιθανόν το σπίτι στο Garsington και η λαίδη Ottoline Morell να αποτέλεσαν το μοντέλο για την πρώτη νουβέλα του Crome Yellow [1921]. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε την πρώτη του γυναίκα Maria Nys, που ήταν Βελγίδα πρόσφυγας.
Αποφοίτησε από την Οξφόρδη με διάκριση και άρχισε να ψάχνει τρόπους βιοπορισμού. Το 1917 δούλεψε για λίγους μήνες στο Γραφείο Πολέμου και το 1918 δίδαξε στο Ήτον. Δημοσιογραφεί στο Λονδίνο σε λογοτεχνικές στήλες, όπως στην Athenaeum που εξέδιδε ο Τζ.Μ.Μάρεϋ. Το 1918 παντρεύεται την αγαπημένη του Μαρία Νις και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται ο γιος τους Μάθιου. Η κυρία Χάξλεϋ παρότι δεν είχε σχέση με τη λογοτεχνία δακτυλογραφούσε τα κείμενά του. Όταν εγκατέλειψε το Λονδίνο και τη δημοσιογραφία ήταν αρκετά γνωστός.
Η συγγραφική του σταδιοδρομία κορυφώνεται το 1932 με το αριστουργηματικό και αξεπέραστο Θαυμαστό καινούργιο κόσμο (Brave New World), ένα δυστοπικό έργο του οποίου ο τίτλος προέρχεται από την σαιξπηρική Τρικυμία.
Το ιστορικό και οικονομικό περιβάλλον της εποχής της συγγραφής του [1931] σημαδεύεται από το Κραχ του Χρηματιστηρίου του 1929 που σηματοδοτεί την έναρξη της μεγαλύτερης έως τότε οικονομικής κρίσης του 20ού αιώνα, γνωστής ως Μεγάλη Ύφεση.
Αυτό το χρηματοοικονομικό γεγονός οδήγησε στη χρεοκοπία πολλών εταιρειών, πρώτα στην αμερικανική ήπειρο και στη συνέχεια στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Ήταν η άμεση αιτία της αύξησης της ανεργίας, της φτωχοποίησης μεγάλου αριθμού πολιτών που οδήγησε σε πολιτική κρίση και στην άνοδο του εθνικισμού και στη συνέχεια των δικτατορικών καθεστώτων, ιδιαίτερα σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Το κραχ του 1929 συνέβη έπειτα από την περίοδο συνέβη έπειτα από την περίοδο οικονομικής ευημερίας της δεκαετίας του 1920, γνωστή ως Roaring Twenties, το αποκορύφωμα μιας εποχής τεχνολογικής ανάπτυξης και αισιοδοξίας στη Δύση. Ο Χάξλεϋ χρησιμοποίησε το σκηνικό και τους χαρακτήρες στο μυθιστόρημά του για να εκφράσει τις έντονες ανησυχίες, ιδιαίτερα τον φόβο της απώλειας της ατομικής ταυτότητας στον αναπτυσσόμενο κόσμο του μέλλοντος.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια εφιαλτική μελλοντική κοινωνία, πολύ ιεραρχημένη, χωρισμένη σε διαφορετικές κάστες των οποίων τα άτομα, τεχνητά συλλαμβανόμενα, διαμορφώνονται βιολογικά και ψυχολογικά προκειμένου να εγγυηθούν τη σταθερότητα και τη συνέχεια του συστήματος. Σ’ αυτήν την κοινωνία ζουν οι ήρωες του μυθιστορήματος, μεταξύ των οποίων ο Μπέρναρντ, που ανήκει στην ανώτερη κάστα αλλά βασανίζεται από αμφιβολίες και ο Τζον, που είναι γεννημένος από γυναίκα και ζει έξω από αυτό το κοινωνικό σύστημα.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν είναι πολύ έξυπνο, τρέμει την ευθύνη και δεν επιθυμεί τίποτα καλύτερο από το να του λένε τι να κάνει. Υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνώντες δεν παρεμβαίνουν στις υλικές ανέσεις και τις αγαπημένες πεποιθήσεις του, είναι απόλυτα ευτυχής να αφήνεται να κυβερνηθεί.
Ίσως το μόνο μάθημα που μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι εμείς οι άνθρωποι δεν μαθαίνουμε τίποτα από την ιστορία.
Σκοπός της προπαγάνδας είναι να κάνει ένα σύνολο ανθρώπων να ξεχάσει ότι άλλα σύνολα ανθρώπων είναι ανθρώπινα.
Η αδιαφορία είναι μια μορφή τεμπελιάς και η τεμπελιά είναι ένα από τα συμπτώματα της ακαρδίας. Κανείς δεν τσιγκουνεύεται με αυτό που αγαπά.
Το να είσαι ένας ολοκληρωμένος, ισορροπημένος άνθρωπος είναι μια δύσκολη υπόθεση, αλλά είναι η μόνη που μας προσφέρεται.
Στην Παγκόσμια Πολιτεία, όλοι χρησιμοποιούν «σόμα», μια φαινομενικά αβλαβή ουσία που μπορεί να λύσει τα ψυχολογικά τους προβλήματα. Το σόμα δεν έχει κανένα από τα μειονεκτήματα των ναρκωτικών που ήταν γνωστά στον 20ό αιώνα, κυρίως δεν προκαλεί συμπτώματα στέρησης. Καταναλώνεται με τη μορφή δισκίων που διανέμονται στην εργασία στο τέλος της ημέρας. Αυτή η ουσία είναι το μυστικό της συνοχής αυτής της κοινωνίας: χάρη σε αυτήν, κάθε στοιχείο της κοινωνίας είναι ευτυχισμένο και δεν απαιτεί τίποτε.
Οι άνθρωποι που δεν ζουν στο Παγκόσμιο Κράτος συγκεντρώνονται σε περιοχές που οριοθετούνται από ψηλούς ηλεκτροφόρους φράχτες που δημιουργήθηκαν λόγω δυσμενών κλιματολογικών και γεωλογικών συνθηκών σε περιοχές που «δεν άξιζε τον κόπο ή τα έξοδα να εκπολιτιστούν». Αυτοί οι άγριοι διαιωνίζουν τη φυσιολογική αναπαραγωγή και έχουν έναν πρωτόγονο τρόπο ζωής.
Χάρη στην ιατρική πρόοδο, οι άνθρωποι δεν αρρωσταίνουν και δεν γερνούν αλλά πεθαίνουν νέοι και όμορφοι.
Στη ζωή της κοινωνίας έχει εξαλειφθεί ό,τι υψηλό που προκαλεί έντονα συναισθήματα: έρωτας, αγάπη, παραδοσιακή θρησκεία, υψηλή τέχνη, ελεύθερη σκέψη και θεμελιώδης επιστήμη. Κάθε μέλος της κοινωνίας υποχρεούται να είναι καλός καταναλωτής και να συμμετέχει στην κοινωνική ζωή. Η μοναξιά είναι ύποπτη στάση.
Ο θεσμός του γάμου δεν υφίσταται, και, επιπλέον, η ίδια η παρουσία ενός μόνιμου σεξουαλικού συντρόφου θεωρείται απρεπής και οι λέξεις «πατέρας» και «μητέρα» θεωρούνται άσεμνες: οι υπαινιγμοί για τη μητρότητα, την οικογένεια ή ακόμα και τον γάμο κάνουν τόσο τους νέους όσο και τους ενήλικες να κοκκινίζουν από ντροπή. Η σεξουαλικότητα εμφανίζεται ως μια απλή δραστηριότητα ευχαρίστησης: κάθε άτομο έχει πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους ταυτόχρονα και η διάρκεια κάθε σχέσης είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Οι γυναίκες χρησιμοποιούν πολυάριθμα μέσα αντισύλληψης προκειμένου να παρακάμψουν κάθε κίνδυνο αναπαραγωγής που θα μπορούσε να ξεφύγει από τους ρυθμιστικούς όρους.
Τα παιδιά διδάσκονται ενώ κοιμούνται με υπνοπαιδεία, που δημιουργεί μια κοινή ηθική βαθιά ριζωμένη στο υποσυνείδητο κάθε ατόμου.
Η ιστορία ξεκινά στο Λονδίνο το «έτος 632 μ. Φορντ», 2540 μ. Χ. στο Γρηγοριανό ημερολόγιο, σε ένα γκρίζο κτίριο που ονομάζεται «Κέντρο επώασης και πληθυσμιακού προγραμματισμού». Στον κόσμο που περιγράφει ο συγγραφέας, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων ζει σε ένα ενιαίο Παγκόσμιο κράτος – μόνο ένας περιορισμένος αριθμός «άγριων» ζει σε καταφύγια. Η διδασκαλία της Ιστορίας θεωρείται εντελώς άχρηστη σε αυτόν τον κόσμο, μαθαίνουμε ότι οι αρχαίες κοινωνίες καταστράφηκαν από μια εκτεταμένη σύγκρουση. Το παραδοσιακό ημερολόγιο έχει αντικατασταθεί με νέο που σηματοδοτεί την εποχή μετά Χένρυ Φορντ, που λατρεύεται ως καταναλωτικός θεός. Στο μυθιστόρημα, ο βιομήχανος Χένρυ Φορντ είναι αντικείμενο υποχρεωτικής θρησκευτικής λατρείας.
Σ’ αυτήν την κοινωνία, η σεξουαλική αναπαραγωγή έχει εξαφανιστεί εντελώς. Τα ανθρώπινα όντα δημιουργούνται όλα σε εργαστήρια και κλωνοποιούνται, τα έμβρυα εξελίσσονται εκεί σε φιαλίδια και ρυθμίζονται κατά την παιδική τους ηλικία. Οι θεραπείες που υφίστανται τα έμβρυα κατά την ανάπτυξή τους καθορίζουν τις μελλοντικές τους προτιμήσεις, δεξιότητες, συμπεριφορές, σύμφωνα με τη μελλοντική τους θέση στην κοινωνική ιεραρχία. Έτσι, στα έμβρυα κατώτερης κάστας χορηγείται μια ουσία και ορμόνες που εμποδίζουν την ανάπτυξή τους. Αυτή η τεχνική καθιστά δυνατή την επίλυση προβλημάτων που συνδέονται με την αγορά εργασίας, παράγοντας έναν ακριβή αριθμό ατόμων για κάθε επάγγελμα, έναν αριθμό που καθορίζεται από τις υπηρεσίες προορισμού.
Πρόκειται για μια εφιαλτική, προφητική ενατένιση ενός τέλειου τεχνοκρατικά πολιτισμού, μιας μελλοντικής κοινωνίας που βασίζεται στον φυσικό και ψυχολογικό καταναγκασμό.
Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου ανασυντάσσει και αναδιατάσσει τις θεωρητικές του έρευνες και αναζητήσεις και φοβάται πως ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα σημάνει το τέλος της ανθρωπότητας.
Μετά τον πόλεμο εγκαθίσταται στην Καλιφόρνια. Απογοητευμένος από το γεγονός ότι η ανθρωπότητα έχασε την ευκαιρία για την κατάκτηση της ευτυχίας καθώς και της δημιουργίας μιας κοινωνίας με ανθρώπινο πρόσωπο, όπου η γνώση δεν θα αποτελεί σκοπό αλλά μέσο και η ισχύς δεν θα είναι συγκεντρωμένη στα χέρια των λίγων αλλά θα μοιράζεται σε ολιγομελείς κοινότητες στα πρότυπα του παλλαϊκού χωριού όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητες μεταξύ τους με τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν την επιστήμη και την τεχνολογία για το καλό και όχι για την καταστροφή, θα στραφεί στην ανατολική φιλοσοφία, στο βουδισμό και την ινδουιστική θρησκεία καθώς και στον μυστικισμό που θα μπορούσε να είναι και επιστήμη. Γράφει το The doors of perception (Οι πύλες της αντίληψης, 1954).
Ενώ αποτραβιέται σε μια βίλα που βρίσκεται σ’ ένα λόφο της Καλιφόρνιας ανάμεσα σε πλήθος βιβλίων, αρχείων και χειρογράφων τον επισκέπτεται μια τελευταία συμφορά, μια καταστροφική πυρκαγιά που κατακαίει και απανθρακώνει όλο αυτόν τον κόσμο της γνώσης που έτσι κι αλλιώς δεν μπόρεσε να λύσει τα ανθρώπινα προβλήματα ούτε έδωσε απαντήσεις στις αναζητήσεις του ίδιου.
Η αναπάντεχη αυτή καταστροφή θυμίζει έντονα μια ηθελημένη: τη φωτιά που βάζει στην εξωφρενικού μεγέθους βιβλιοθήκη του ο σινολόγος Κην, ο ήρωας της Τύφλωσης [1935] του Ελίας Κανέτι όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Στα 67 του ο Χάξλεϋ μοιάζει δυσανάλογα γερασμένος. Πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα στις 22 Νοεμβρίου του 1963 την ημέρα που δολοφονούνταν ο Κέννεντυ στο Ντάλας του Τέξας με αποτέλεσμα – τι ειρωνεία!- ο θάνατος του να περάσει στα ψιλά των εφημερίδων.
Σημείωση: συμβουλεύτηκα εκτός της Βικιπαίδεια τη συλλογή συναντήσεων – συνεντεύξεων με συγγραφείς της Λιλίκας Νάκου, Προσωπικότητες που γνώρισα, Alvin Redman Hellas 1965 και το επίμετρο της μεταφράστριας του Ο Μεγαλοφυής και η Θεά του Χάξλεϋ, Ροζίτας Σώκου, Γαλαξίας 1971-