You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ανδρέας Λασκαράτος, , πολιτικά αντιδραστικός, θρησκευτικά φιλελεύθερος- στυγνός ορθολογιστής, αδιάλλακτος σατιριστής

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ανδρέας Λασκαράτος, , πολιτικά αντιδραστικός, θρησκευτικά φιλελεύθερος- στυγνός ορθολογιστής, αδιάλλακτος σατιριστής

Κατά τον Παλαμά ο Ανδρέας Λασκαράτος [1811-1901], σατιρικός, ηθολόγος στα πρότυπα του Θεόφραστου [372-287π. Χ.] και του Λα Μπρυγιέρ [1645-1696], ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος «είχε μέσα του κάτι το διαβολικό, κάτι ανάμεσα εξυπνάδας και τρέλας».

Ο συμπατριώτης του καθηγητής Θ.Σ. Τζανετάτος χαρακτηρίζει το ύφος του «αλάξευτον».

Άλλωστε ο Ανδρέας Λασκαράτος δεν είναι δίκαιο να κριθεί από τη γλώσσα του αλλά από το ιδεολογικό [του] περιεχόμενο. Το ύφος του επιγραμματικό, νευρώδες, έντονο, αρρενωπό, η φράση του κοφτή, λιτή, παραστατική. Διανθισμένο με θαυμαστές παρομοιώσεις και μεταφορές που δίνουν πεντακάθαρες εικόνες χωρίς φλυαρίες, ασάφειες και παρεκβάσεις. Ο λόγος και ο τρόπος του ζωντανός, χαριτωμένος και ταυτόχρονα σοβαρός και βέβαια ιδιαίτερα πνευματώδης. Για να ψέξει κάποιες καταστάσεις ή κάποιους χαρακτήρες χρησιμοποιεί την αποδοκιμασία, τη σάτιρα και την ειρωνεία.

Ο Λασκαράτος είναι κάτι μεταξύ νηφάλιου ερευνητή, εμπειρικού ψυχολόγου, κάτι μεταξύ επιστήμονα, λογοτέχνη και δημοσιολόγου.

Εντούτοις η γλώσσα του είναι ακατάστατη, εντελώς προσωπική, μείγμα δημοτικής και καθαρεύουσας με βάση το κεφαλονίτικο ιδίωμα, ενώ είναι αυτάρεσκα απείθαρχη σε γραμματικούς και συντακτικούς περιορισμούς.

Ο Λασκαράτος ουδέποτε υπήρξε  συστηματικός.

Πρότυπό του υπήρξε ο ηθικός άνθρωπος. Σκοπός της συγγραφής του η ηθική τελείωση του ανθρώπου.

Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Ιδού ο Άνθρωπος, Ανθρώπινοι Χαρακτήρες ή ο Ανθρωπος [1886] δεν αναπτύσσει καινούργιες ιδέες αφού ως προς αυτό δεν βρίσκεται μακριά από τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς [1872] που είχε κάνει μεγάλη αίσθηση αν και λιγότερο από το δηκτικό και βιτριολικό Ιδού ο Άνθρωπος το οποίο παρουσιάζει  ανθρώπινους χαρακτήρες [φαύλους αλλά και σωστούς] και τύπους εμπνευσμένους από την πλούσια εμπειρία του συγγραφέα ο οποίος εργαλειοποιεί την οξύτατη ιδεολογική του οπτική και την παρατηρητικότητά του στον περιορισμένο χώρο όπου έζησε, εκτός από ολιγόχρονα διαστήματα που βρέθηκε στην Ευρώπη για σπουδές, δηλαδή στην Κεφαλονιά όπου γεννήθηκε, αλλά και στη Ζάκυνθο όπου κατέφυγε για ν’ αποφύγει τις καταδρομές των συμπατριωτών του που έτρεφαν μίσος εναντίον του γι αυτά που τους καταμαρτυρούσε αλλά και για το γεγονός ότι ενώ διαπνεόταν από έναν θρησκευτικό φιλελευθερισμό πολιτικά ήταν συντηρητικός και μάλιστα αντιδραστικός  στην κοινωνική του νοοτροπία και τοποθέτηση. Απόδειξη ότι υποστήριζε ακόμα και μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα την αγγλική προστασία.

Ο  μεν πρώτος, ο θρησκευτικός φιλελευθερισμός ήταν κάτι που  αποκόμισε από την παραμονή του στο Παρίσι και την Πίζα όπου σπούδασε νομικά, χωρίς να είναι άθεος, αλλά απλά ένας ακραίος και στυγνός ορθολογιστής ο οποίος πολεμούσε τις θρησκευτικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες  με τις οποίες  ήταν ποτισμένοι οι συμπατριώτες του και εννοώντας να απογυμνώσει την χριστιανική ορθοδοξία και από το τελετουργικό της μέρος, που συνοδεύει κάθε θρησκευτικό δόγμα, καθώς και το μυστηριακό της περιεχόμενο. Έχοντας ζήσει στην Ευρώπη του γαλλικού διαφωτισμού, έχοντας μελετήσει  Ρουσώ, Μοντεσκιέ, Βολταίρο, Ντιντερό, Κοντορσέ κατάφερε να αποδεσμευτεί από τις θρησκευτικές συγχύσεις αλλά λόγω της αριστοκρατικής του καταγωγής ως προς το κοινωνικοπολιτικό μέρος  παρέμεινε δέσμιος της τάξης του, έχοντας διαμορφώσει ανάλογη  κοινωνική συνείδηση [αντικοινωνική θα ‘πρεπε να πούμε].

Δεν διέθετε την παραμικρή ανεκτικότητα και κατανόηση, όντας πάντοτε αρνητικός  και σε αντίθεση με το κοινωνικό περιβάλλον. Έχοντας  ένα ισχυρότατο εγώ είχε έντονες παρορμήσεις για κοινωνική αναγνώριση την οποία ήταν βέβαιος πως εδικαιούτο για να μην πούμε πως του την χρωστούσαν. Αντ’ αυτού βεβαίως εισέπραξε την μήνιν των συμπατριωτών του μέχρι που κινδύνευε η σωματική του ακεραιότητα, ίσως και η ζωή του, αν δεν έφευγε για ένα διάστημα στο Λονδίνο.

Ο Λασκαράτος είχε μια ψυχονευρωτική ιδιοσυγκρασία που τον έφερνε αντιμέτωπο με τον όχλο, την αντιδραστική νοοτροπία της μεγάλης, απαίδευτης και αδαούς μάζας την οποία εννοούσε να διαπαιδαγωγήσει και να καθοδηγήσει δείχνοντάς της τα ελαττώματά της.

Εξάλλου επέμενε να διαχωρίζει τους ανθρώπους σε κυρίους και δούλους. Οι δεύτεροι μάλιστα έπρεπε να είναι ευσεβείς και σεβάσμιοι έναντι των κυρίων τους και υποταγμένοι και να διαπλάθονται για να αναλαμβάνουν τις εργασίες και τις εξυπηρετήσεις εκείνες που μπορούν και πρέπει να προσφέρουν αγόγγυστα σε συμπατριώτες και ξένους προστάτες.

Ο Λασκαράτος δεν διέθετε ούτε ψήγματα συναισθήματος ή σπλαχνικής καρδιάς. Ήταν ψυχρός, άκαμπτος και αδιάλλακτος. Δεν είχε τρόπο να προσεγγίσει με μια έστω ελάχιστη διπλωματικότητα αυτούς που ήθελε να διορθώσει. Ούτε ενδιαφερόταν για την ύπαρξή τους και τις ανάγκες τους. Μην ξεχνάμε ότι τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα όπως και η ‘ελεύθερη Ελλάδα’ υπέφεραν κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και υπαρξιακά. Η ξένη προστασία φρόντιζε για τα συμφέροντά της αδιαφορώντας για τα προβλήματα και τις ανάγκες του λαού που «προστάτευε».

Η θρησκευτική ελευθεριότητα του Λασκαράτου οδήγησε στον αφορισμό του από την εκκλησία και ο πολιτικός συντηρητισμός του καθώς και η περιφρόνηση στις ανθρώπινες αδυναμίες που αδυνατούσε να κατανοήσει αλλά μόνο να ψέξει επιθυμώντας να τις επιδιορθώσει τον οδήγησε στην απομόνωση και την κοινωνική κατακραυγή. Αυτό ήταν το μεγάλο τίμημα που πλήρωσε και στις δύο περιπτώσεις για τον φιλελευθερισμό του ως προς τη θρησκεία και τον κλήρο, τον [υγιή] δηλαδή αντικληρικαλισμό του και την κοινωνική αποστροφή του προς τους ριζοσπάστες συμπατριώτες του που επιθυμούσαν την ένωση με την Ελλάδα.

Ουδέποτε μετακινήθηκε από αυτές τις αρχές όντας πεισματάρης αφενός και το πείσμα αυτό και οι εμμονές του τον οδηγούσαν  σε μια ανεδαφικότητα, ακόμα και στον μηδενιστικό πανθεϊσμό όπως έγραψε σε συλλυπητήριο γράμμα προς τον Στέφανο Κουμανούδη τον Δεκέμβρη του 1889 :

«Άλλ’ άμποτε η φιλοσοφία σας να σας ενθυμίση ότι τα ανθρώπινα όλα, κακά και καλά, είναι φύσει πρόσκαιρα, και όλα τείνουνε τελειωτικώς προς το μηδέν».

Πάντως θεωρούσε τον εαυτό του αρμόδιο να επιτελέσει  μεσσιανικό έργο εντολοδόχου αναμορφωτή μιας κοινωνίας ακραία κακοφορμισμένης. Και να αποφανθεί για τα στραβά της κοινωνίας, την κακοδαιμονία της, την πολιτική φαυλοκρατία και τη θρησκοληψία απέναντι στα οποία δεν έδειχνε ούτε ίχνος ανοχής.

«Η ηθικολογική του παράκρουση», υποστηρίζει ο Νικόλαος Α. Ε. Καλοσπύρος, «θυμίζει γραφικό κηρυγματία  μιας προτεσταντικής σέκτας που έχει τις ρίζες της τόσο στην αντιφατική κοινωνικοπολιτικώς φυσιογνωμία του [πολέμησε την εκκλησιαστική παράδοση αλλά όχι την αγγλική κατοχή] όσο και στην εριστική ιδιοσυγκρασία του, όντας νευρωσικός, όπως ομολογούσε ο ίδιος στην Αυτοβιογραφία του [γραμμένη στα ιταλικά, εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1912 και αποτελεί το απολαυστικότερο, ίσως,  από τα αναγνώσματά  του], χαρακτήρας φιλόνικος, σε σημείο που να αποδεικνύεται θύμα ενός υπερτροφικού εγωτισμού, μιας ανομολόγητης εσωστρέφειας. «Ήρωας ιψενικό» κατά τον Γρηγόριο Ξενόπουλο […] παρουσιάζεται αυτάρεσκα φιλόνικος ακόμα και στους Στοχασμούς του», που θεωρείται το ηπιότερο από τα γραπτά του.

Ο Μαρίνος Σιγούρος  [1885 – 1961], ο επιφανής αυτός ζακυνθινός διπλωμάτης, συγγραφέας και ιστορικός της επτανησιακής σχολής κρίνοντας το περιοδικό Λύχνος υποστηρίζει: «Εις την μικρόσχημην  αυτήν εφημερίδα φανερώνεται όλος ο Λασκαράτος, ο σατιρικός, ο φιλόνικος, ο ενάρετος, ο τίμιος, ο αλύγιστος», και συνεχίζει λέγοντας, «Χτυπά, συντρίβει, απολογείται, νουθετεί, μιλεί για τη θρησκεία, για την οικογένεια, για την πολιτεία, γελά και βρίζει, σοβαρεύεται κι εξευτελίζει, υπερασπίζεται τη δημοτική και υποσκάπτει το λογιοτατισμό. Οι δάσκαλοι, οι παπάδες, οι αγύρτες, οι δημοκόποι πολιτικοί, οι λαοπλάνοι είναι εχθροί του. Τους έχει κηρύξει αμείλικτο πόλεμο. Με τον Λύχνο ζητεί την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την αρετή. Άλλος Διογένης αυτός, διαφορετικός τύπος της σύγχρονης εποχής. Η εφημερίδα του καταδιωγμένη […] ο συντάκτης της πάντα κατατρεγμένος, αδικημένος, παραγνωρισμένος, συκοφαντισμένος, αλλά πάντα θαρραλέος, ανυπόταχτος, υπερήφανος, άσπιλος. Δεν εγονάτιζε και δεν υποχωρούσε. Δεν ελογάριαζε ούτε τα συμφέροντά του. Επιθετικός πάντα και φιλοπόλεμος, ενάρετος και ουτοπιστής».

Ο Λασκαράτος δεν ήταν μόνο ακραία ορθολογιστής ήταν και αντιλυρικός γι αυτό τα ποιήματά του δεν κρίνονται επιτυχημένα -υπήρξε πνεύμα οξύ, ανήσυχο και σπινθηροβόλο με διάθεση σατιρική και σαρκαστική επιθετικότητα.

Παρόλα αυτά κι ενώ έζησε ως νέος αλλά και υστερότερα τα αποτελέσματα της Επανάστασης του Εικοσιένα το όλο εγχείρημα, η εθνική παλιγγενεσία  τον άφησε παγερά αδιάφορο και δεν του δημιούργησε την παραμικρή εθνική ή πατριωτική συγκίνηση, τον ελάχιστο ενθουσιασμό, όπως και η Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα – όπως ήδη  προαναφέραμε, ή το Risorgimento.

Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον Νεόφυτο Βάμβα στη Σχολή του Κάστρου αν και υπήρξε ιδιαίτερα απείθαρχος ως μαθητής.  Σε ηλικία 21 ετών ο θείος του Δελαδέτσιμας τον διόρισε γραφέα στη Γερουσία στην Κέρκυρα και τον έγραψε στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου επειδή τον προόριζε για δικαστή, αν και ο ίδιος ο Λασκαράτος επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική. Από την Κέρκυρα γύρισε στην Κεφαλονιά και εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα πρωτοκολλητής του Ειρηνοδικείου. Στη συνέχεια παραιτήθηκε και πήγε στην Πίζα και στο Παρίσι για νομικές σπουδές. Το 1839 επέστρεψε, ασκώντας μόλις για τρία χρόνια το επάγγελμα του νομικού. Όταν πέθανε ο πατέρας του ασχολήθηκε ξανά με τη δικηγορία λόγω κάποιων οικογενειακών υποθέσεών του, όμως η Γερουσία αρνήθηκε να του χορηγήσει την άδεια. Την περίοδο αυτή ταξιδεύει στην Κρήτη για να μελετήσει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και τα λαϊκά τραγούδια της. Ταξιδεύει επίσης στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Κόρινθο, στην Πάτρα, στο Μεσολόγγι. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του.

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος.

Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, την οποία αγάπησε σφοδρά δια βίου και η οποία του συμπαραστάθηκε σε όλους του κατατρεγμούς που υπέστη, και με την οποία απέκτησε 2 γιους και 7 κόρες.

Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο Λύχνος, καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής.

Στις 16/28 Φεβρουαρίου 1856 ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κοντομίχαλος αφόρισε το βιβλίο Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς [ ο τίτλος προέρχεται από τον τίτλο Τα μυστήρια των Παρισίων του Ευγένιου Σύη] με την παραίνεση προς τον συγγραφέα να το αποσύρει και να το καταστρέψει. Επειδή αυτό δεν έγινε, μερικές μέρες αργότερα αφόρισε και τον Ανδρέα Λασκαράτο. Το βιβλίο φέρεται ότι χλεύαζε τις χριστιανικές τελετές και παραδόσεις, και είχε προκαλέσει αντίδραση στον λαό και σε ιερωμένους. Ο Λασκαράτος είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι πριν από τον αφορισμό είχαν γίνει αναταραχές από αχθοφόρους και άλλους εξαιτίας του βιβλίου του. Επίσης, ο Έπαρχος της Κεφαλονιάς στις 4 Μαρτίου (Νέου Ημερολογίου) αναφέρει στη Γερουσία ότι «ο Μητροπολίτης, ο κλήρος και διάφοραι τάξεις ανθρώπων βαρέως ηγανάκτησαν, θεωρούντες αυτό [το βιβλίο] ως περιέχον ύβρεις, βλασφημίας, […]» και ότι επενέβη η αστυνομία για να προστατεύσει τον Λασκαράτο. Ο Έπαρχος ενημέρωσε τον τοποτηρητή Τάλμποτ (W.P. Talbot) ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει τον Λασκαράτο σε δημόσιους χώρους και του συνέστησε να παραμείνει στο σπίτι του. Ο Λασκαράτος γνωστοποίησε στον τοποτηρητή ότι την 15η Μαρτίου θα φύγει από το νησί «αφορισμένος απ’ τον κλήρο σαν ασεβής και διωγμένος απ’ την Κυβέρνηση σαν διασαλευτής της δημοσίας τάξεως!» και καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο. Όμως, τον ίδιο χρόνο, αφορίζεται και εκεί από τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Νικόλαο Κοκκίνη. Ο αφορισμός ήρθη από τον Μητροπολίτη Κεφαλληνίας Γεράσιμο Δόριζα ένα χρόνο πριν το θάνατο του Λασκαράτου.

Το αυθεντικό κείμενο του αφορισμού του Λασκαράτου δεν σώζεται, αλλά σώζεται ο αφορισμός του βιβλίου.

Τελικά η περιπέτειά του με τους αφορισμούς υπήρξε πολύτιμη αφού τελικώς αποδείχτηκε η συνέπεια και το θάρρος, το ψυχικό σθένος και η ψυχική αντοχή.

Το πιο διάσημο ίσως μαζί με την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη κι αργότερα το πιο ευφρόσυνο και δημοφιλές βιβλίο του ήταν το κύκνειο άσμα του το Ιδού  ο Άνθρωπος, το οποίο περιέχει 126 χαρακτήρες. Πρόδρομοι αυτής της χαρακτηρογραφίας υπήρξαν για τον Λασκαράτο, εκτός από τον εγκυκλοπαιδικό φιλόσοφο, μαθητή και διάδοχο του Αριστοτέλη στο Λύκειο, τον Θεόφραστο [372-287] του οποίου διασώθηκαν 30 όλοι κι όλοι χαρακτήρες και τον κατά πολύ μεταγενέστερο αυτού Λα Μπρυγιέρ έχει υπόψη του τον Ιωάννη Βηλαρά 11771-1823], τον ιερέα και λόγιο Χαρίσιο Μαγδένη 1769-1823] και τον Δημήτρη Δάρβαρη 1757-1823], αλλά και τα σατιρικά Ματογυάλια του Νικόλαου Κονεμένου 1832-1907].

Στη διαγραφή χαρακτήρων όπως ο υποκριτής, ο αυταπάρνητος, ο εγωιστής, ο φιλόπονος, ο φιλόξενος, ο φιλάργυρος, ο σπάταλος, ο οικονόμος, ο υψηλόφρων, ο ταπεινός, ο κίβδηλος, ο πρόστυχος, ο χοντράνθρωπος παρεμβάλλει παροιμίες, αρχαίους στίχους, ιταλικούς στίχου, χωρία συγγραφέων, ανέκδοτα από τον Πλούταρχο και δικά του, φράσεις εκκλησιαστικές ή της Καινής Διαθήκης, αλλά ακόμα και διαλόγους.

Τα κείμενά του προδίδουν την αίσθηση μιας θείας αποστολής που καταλήγει αναπόφευκτα στο μαρτύριο: «Η κοινωνία μας σήμερα ενοχλείται, στριφογγώνεται, ρυάζεται, επειδή της ήταν πεπρωμένον και αυτής να περάσει από την οπισθοδρόμησιν  εις την πρόοδον, από την κατάχρησιν εις την χρήσιν των μέσων της και ήλθε τώρα η ώρα να εχτελέσει το θέλημα του Υψίστου. Μια τέτοια μετάβαση είναι αναπόφευκτη διορισμένη από εκείνον που ορίζει τον Κόσμο».

«Η Αλήθεια  χρειάζεται  καταδρομές καθώς η ζωγραφιά χρειάζεται ίσκιους. Η καταδρομή είναι ο δείχτης της Αλήθειας. Αλήθεια χωρίς καταδρομήν είναι δύναμη χωρίς ώθησιν είναι πράγμα που μένει άνεργο, αμελημένο και γλήγορα λησμονιέται».

Ο Λασκαράτος την τελευταία περίοδο της ζωής του ένιωθε κάποια ανακούφιση, κάποια γαλήνη. Το κύρος και η φήμη του είχαν φθάσει στο απόγειο.

«Ήταν η εποχή της δικαίωσης, της νίκης», λέει ο Ξενόπουλος με αφορμή την ανακήρυξη του ως μέλους του Φιλολογικού Συλλόγου ο Παρνασσός το 1884, «όταν ανέβηκε στο βήμα ο ισχνός και ψηλός εκείνος γέρος με την αγαθή μα κάπως ειρωνική φυσιογνωμία, με τη γρυπή μύτη, με το πλατύ μέτωπο, με τα γκρίζα γένεια, με την κυρτή κάπως ράχη, ο Επτανησιώτης αριστοκράτης με την παλαιού  κοψίματος ρεδιγκότα και το ψηλό καπέλο στο χέρι, τα χειροκροτήματα ξέσπασαν από παντού.  Κι έπειτα έγινε σιωπή, που, αν δεν ακουγόταν το πέταγμα της μύγας, ακουγόταν όμως η φωνή του αδύνατη υπόβραχνη, μια αδυναμία των φωνητικών οργάνων, όπως έλεγε ο ίδιος, που πάντα τον δυσκόλευε στη ζωή και στον αγώνα του». Και αναγνώρισε πως η κοινωνία τα τελευταία χρόνια είχε προοδεύσει εξαιρετικά. Είχε γίνει πραγματικώς αγνώριστη η νέα γενιά και περηφανευόταν μέσα του ο γερο -Λασκαράτος πως και αυτός είχε συμβάλλει σ’ αυτήν την μεταμόρφωση.

Πάντως ευτύχησε να ζήσει μια μακρά ζωή 90 χρόνων γεμάτη περιπέτειες, βάσανα και αγώνες που όμως κατέληξαν στην ικανοποίηση της νίκης και της δικαίωσης.

Πέθανε στις 24 Ιουλίου 1901 στο Αργοστόλι, όπου διέμενε μετά από τους διωγμούς που υπέστη.

Τάφηκε μάλιστα εκκλησιαστικώς αφού ήρθη από φωτισμένο ιεράρχη ο αφορισμός χωρίς μάλιστα εκείνος να κάνει κάποια χειρονομία μετανοίας.

Το έργο του Λασκαράτου παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Όσοι το έχουν μελετήσει αντιλαμβάνονται ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε μπροστά από την εποχή του και όσα είχε προβλέψει και επιθυμούσε είτε να τα αλλάξει είτε να τα εμποδίσει έχουν κατά κανόνα επαληθευτεί.

 

Σημείωση: Συμβουλεύτηκα και αντέγραψα παραθέματα και πληροφορίες από το: Ανδρέας Λασκαράτος, Στοχασμοί, εισαγωγή, σχόλια, Νικόλαος Α. Ε. Καλοσπύρος, Στιγμή, σειρά Στοχασμοί 25, 2007, το: Σάτιρα και Πολιτική στη Νεώτερη Ελλάδα, από τον Σολωμό στο Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού & γενικής παιδείας, ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη, 1979 και το: Ανδρέας Λασκαράτος, Ιδού ο Άνθρωπος, επιμέλεια, Γ.Γ. Αλισανδράτος, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1975.-

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.