You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Άγγελος Σικελιανός, «ο άρχοντας της λαλιάς μας»  [Σεφέρης]

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Άγγελος Σικελιανός, «ο άρχοντας της λαλιάς μας» [Σεφέρης]

Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·

ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του

ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

 

[από το Πνευματικό Εμβατήριο]

 

 

Φαίνεται πως οι εποχές γεννούν τους ποιητές που χρειάζονται κι αυτοί δημιουργούν μέσα σ’ αυτές τις δικές τους εποχές.

Έτσι έπραξε ο Καβάφης, ο Παλαμάς[1859-1943], ο Σικελιανός [1884-1951], ο Βάρναλης [1884-1974]. Παλαιότεροι όλοι μ’ ένα γλωσσικό αίσθημα που σήμερα δε φοριέται.

Δεν ξέρω, άλλα αν εξαιρέσω τον Καβάφη εξαιτίας του υπαρξιακού προβληματισμού του και του μινιμαλισμού του και τον Βάρναλη του οποίου μέρος του έργου διασώζεται λόγω του σκωπτικού του ύφους [ωστόσο κι αυτού το γλωσσικό αίσθημα είναι ξεπερασμένο] απομένουν οι δύο μεγάλοι, ο ένας ανακηρυγμένος εθνικός ο άλλος υποψήφιος για Νόμπελ λογοτεχνίας που υπηρέτησαν αμφότεροι την καθαρή ποίηση όπου πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζουν η τελειότητα και η μουσικότητα και επιφανείς εκπρόσωποί της είναι οι: Πόε, Μπωντλαίρ, Βαλερύ, Μαλαρμέ κατά κύριο λόγο.

«Προσκαλείται αυτή την ώρα [η Ποίηση, να γνωρίσει, να εμβαθύνει και συνειδητοποιήσει  αυτή την ίδια της μυστηριακή πρωταρχική καταβολή οπού ‘ναι το άπειρο, η αναπαλλοτρίωτη εσωτερική ελευθερία, αυτός ούτος ο βιολογικός Θεός βαθιά μας. […] να αντλήσει όλη τη δύναμη που χρειάζεται για να ανυψώσει πάλι […] τα παγκόσμια σύμβολα της κοσμικής του ανθρώπου συνοχής και με τους όμοιούς του και με το σύμπαν».

Μ’ αυτά τα υψήγορα λόγια ο λόγιος αλλά και κληρονόμος της λαϊκής παράδοσης, όπως  και του Σολωμού,  Άγγελος Σικελιανός προσπαθεί να διαγράψει την ποιητική του.

Αν θελήσει κανείς να ορίσει τον χαρακτήρα του ποιητή θα χρησιμοποιήσει τα εξής επίθετα: ένθεος, μύστης, μυσταγωγός, μεγαλήγορος, ποιητής «ενθουσιωδώς αφελής», κυριαρχημένος από μια «ρητορική ευδία» [κατά τον Παντελή Μπουκάλα].

Ο άκρατος, αγνός, ανόθευτος και άδολος λυρισμός του τηρώντας τις επιταγές του συμβολισμού [μουσική] ή του αισθητισμού ακόμα, και σίγουρα της καθαρής ποίησης [τελειότητα] δεν μπορεί σήμερα να σταθεί, σύμφωνα με νεότερες απόψεις, παρά μόνο ως αισθητική απόλαυση.

Ας δούμε και τη συγχρονία του με τους ξένους ομότεχνούς  του: συνομήλικος με τον Έλιοτ και τον  Πάουντ, κατά μία δεκαετία νεότερος από  τον Ρίλκε και τον Φροστ.

Όλοι ποιητές του 20ου αιώνα, αντίθετα με τους δύο λεγόμενους μεγάλους Παλαμά και Σικελιανό που ενώ έγραψαν το μεγαλύτερο μέρος του έργου τους και ο Σικελιανός έζησε μέχρι τα μέσα του, θεωρούνται ποιητές του 19ου αιώνα.

Επομένως δεν είναι εκτός πραγματικότητας ο Φερνάντο Πεσόα όταν λέει το 1920: «Σε εκατό χρόνια από τώρα θα είναι αδύνατον να εκδοθούν τα άπαντα του Μπάιρον ή του Σέλλεϋ. Ακόμα κι αν οι επιλογές από το έργο τους θα είναι όλο και λιγότερο εκτενείς: οι εκατό σελίδες του Γουέρντσγουορθ θα γίνουν πενήντα, οι πενήντα του Κόλριτζ, δε θα ξεπερνούν ίσως τις δέκα». Πράγματι πέρα από λίγες αναγνωστικές επιλογές κάποιων  βασικών έργων τα υπόλοιπα «ταριχεύονται» στις ανθολογίες.

Ο Αρά Γκιουλέρ, ο σημαντικότερος φωτογράφος της Τουρκίας αρμενικής καταγωγής, πάει ακόμα μακρύτερα λέγοντας: «… τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Δημιουργείς και μετά έρχεται μια καταστροφή, ένας σεισμός και τα ισοπεδώνει όλα. Τι άφησαν πίσω τους οι Ίνκας; Πόσοι άνθρωποι ξέρουν τον Πικάσο; Πόσοι ξέρουν τον Παστέρ; Εννοώ, σε παγκόσμια κλίμακα. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα όλα θα αλλάξουν. Στο άμεσο μέλλον ή σε εκατό χρόνια ίσως οι άνθρωποι να μη χρειάζονται καν εφημερίδες. Ο Σαίξπηρ δε θα διαβάζεται. Η ζωγραφική θα πεθάνει. Σε λίγο δεν θα χρειαζόμαστε τον Βελάσκεθ ή τον Ρενουάρ. Έτσι κι αλλιώς, η μεγάλη τέχνη ήταν πάντα για τους λίγους. Νομίζω ότι όλα θα θυμίζουν τον “Θαυμαστό καινούργιο κόσμο” του Χάξλεϊ».

Περίεργο πάντως παράδειγμα για την «έκπτωση» της ποίησης μιας άλλης εποχής αποτελεί ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Στην  ανθολογία που συνέταξε για τον ποιητή το 1988 ενώ περιέλαβε μόλις εννέα (9) ποιήματά του έγραψε στην εισαγωγή του πως ο Σικελιανός είναι: «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ου αιώνα», χωρίς να συνοδεύσει αυτή την κρίση του με πειστικά επιχειρήματα. Την κρίση αυτή του Λορεντζάτου θεωρούν  «αναπόδεικτη» και οι επιμελητές και ανθολόγοι της πιο πρόσφατης ανθολογίας του ποιητή Χάρης Βλαβιανός και Ευριπίδης Γαραντούδης που φέρει τον τίτλο: Άγγελος Σικελιανός, «τον άναρχο έρωτα να νιώσω ακέριο». Εξάλλου για  τον Λορεντζάτο ο Σολωμός κι ο Σεφέρης είναι ταυτόχρονα – όπως και να το πάρει κανείς – «μια αρχή και ένα τέλος» και όχι ο Σικελιανός.

Ο Διονύσης Καψάλης υποστηρίζει [1988] ότι «αν δε μπορούμε να οικειωθούμε σήμερα μια τέτοια αντίληψη της ποίησης υπεύθυνο δεν είναι το έργο του Σικελιανού αλλά εμείς ως φορείς της εποχής μας όπου η ποίηση έχει απολέσει και τον κοινωνικό ρόλο της και τον λυρικό οίστρο της».

«Η χρήση» της ποίησης του Σικελιανού διατείνεται ο Άρης Μπερλής  [2005], «θα είναι αμιγώς αισθητική [οπότε] θα θαυμάζουμε τον Ποιητή και θα ξεχνάμε την ποίησή του».

Ο Ερατοσθένης Καψωμένος αντίθετα το 2011 έγραψε πως το έργο του Σικελιανού: «προτείνει, κατ’ αντιδιαστολή προς το κυρίαρχο δυτικό, ένα συγκροτημένο εναλλακτικό πρότυπο οικουμενικού πολιτισμού, που βασίζεται στο μεσογειακό πολιτισμικό  μοντέλο, το οποίο αντιπροσωπεύει την αρχαιότερη και μακροβιότερη εκδοχή των πολιτισμών του χώρου».

Για τον Ρόμπερτ Λίντελ το πολύστιχο ποίημα Μήτηρ Θεού είναι το «πιο μουσικό» ποίημα που γράφτηκε στα ελληνικά μετά το θάνατο  του Σολωμού» υποστηρίζει ο Λίνος Πολίτης, ο οποίος  περιγράφει αυτή τη μουσικότητα ως αστείρευτη ροή εικόνων που διαδέχονται η μία την άλλη σαν μουσικά μοτίβα. Δεν επικεντρώνεται στη λέξη ούτε στην ηχητική της αξία, αλλά με την αδιάκοπη μουσική ροή του ο λόγος του εκτοπίζει την αφήγηση και διευκολύνει τη συνεχή διάχυση της συγκίνησης στον περίγυρο που αποτελείται από πυκνές εικόνες, εξηγεί η Αγορή Γκρέκου στην οξυδερκή μελέτη της  Η Καθαρή ποίηση στην Ελλάδα, από το Σολωμό ως τον Σεφέρη, 1833-1933 .

Ο Κ.Θ. Δημαράς στην Ιστορία του της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε ένα μάλλον εκτενές λήμμα για τον Σικελιανό επισημαίνει «τον συνδυασμό της επτανησιακής παράδοσης με μια ρουμελιώτικη αίσθηση του γλωσσικού οργάνου» στο οποίο ο ποιητής έχει αφομοιώσει τη σολωμική παράδοση. Οι στίχοι του δείχνουν μια «άνεση θαυμαστή, ωριμότητα και δύναμη» και στο ώριμο έργο του ανιχνεύεται «ένας εναγώνιος στοχασμός με αισθησιακό πάθος».

Δύο παραδείγματα:

Ο πρώιμος:

Πέτρα που ανάβρυσες νερό και γλυκομουρμουρίζεις

Ο μεταγενέστερος:

Που ακούμπησα στα χείλη σου  σαν μια υδρία τη σκέψη

Για τον Δημαρά ο Σικελιανός  έχοντας «δαμάσει την ορμή του ψυχικού του κόσμου αγγίζει τον κλασικισμό […]  Έχει μια ισορροπία, μια γαλήνη καμωμένες από συγκρατημένη δύναμη». Υπάρχει κάτι που υπερβαίνει, αποφαίνεται ο Δημαράς, «την ορμή του ανθρώπου: είναι η βούληση  του ποιητή».

«Η ελληνολατρία του συνυφασμένη με τη δράση του Περικλή Γιαννόπουλου», συνεχίζει ο Δημαράς,  «δεν τον εμποδίζει να έχει γυρισμένες τις κεραίες του προς τη δυτική παιδεία, από την οποία αντλεί αδιάκοπα δυνάμεις για να αρτιώσει την τέχνη του και το στοχασμό του. Ο Γιάννης Κητς, η μάννα του Dante, το Θαλερό πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1915».

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τα’ αμπέλια απάνωθεν

εκοίταγε η σελήνη.

Κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας

Μεσ’ σε διπλή γαλήνη

Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η ακραία σκωπτική άποψη  που εξέφρασε ο Τάκης Σινόπουλος: «ακούγοντας  το ωραίο ποίημα του Σικελιανού, τι τούρτα, θεέ μου, κι αυτός ένας μεγάλος ποιητής, ημίθεος, θεός τουρτώδης, τερατώδης, πομφολυγώδης, σπουδαιώδης, φουσκωμενώδης, πομπώδης, Ρωμαιώδης, Ρωμαίος αυτοκράτωρ με τα μπικικίνια του να κρέμονται, ω θεέ μου, τι είναι τούτη η γλώσσα που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα  τσακίζει;». Αλλά μετά απ’ αυτόν τον ορυμαγδό των κατασκευασμένων ‘’τουρτοειδών’’ επιθέτων και λέξεων που δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο και ακραία υπερβολή που αν δεν ήταν σκωπτικά ή ακριβώς γι αυτό θα ‘λεγε κανείς πως  φανερώνουν προκατάληψη και εντέλει τελικά αναρωτιέται: «Τάχα μετά από σαράντα-πενήντα χρόνια, έτσι θα βλέπουνε τον Ελύτη, τον Σεφέρη κι εμένα οι νεότεροι; Έτσι πομπώδη, τουρτώδη και πομφολυγώδη;».

«Η ποιητική προδιάθεση του Σικελιανού στάθηκε, αναμφισβήτητα, πηγαία και ακμαία», λέει στην Ιστορία του της ελληνικής λογοτεχνίας ο Μάριο Βίττι, « Όμως η εμμονή του να αυτοεπωμιστεί μια αποφασιστική για την ανθρωπότητα αποστολή τον παγίδευσε στα μεγαλειώδη και ουτοπιστικά όνειρα της παγκόσμιας αδελφοσύνης και περισσότερο έβλαψε παρά ωφέλησε τις ποιητικές του προθέσεις». Ο Βίττι διαπιστώνει πως ο Σικελιανός «διακατέχεται από μία έμφυτη αποστροφή προς την εξαθλίωση  του ανθρώπου, την κατάπτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και από μια ανεξάντλητη λύπη για τον πόνο που κατατρύχει την ανθρωπότητα».

Τελικά ο μεταξική εποχή και ο πόλεμος ωρίμασαν τη σκέψη του Σικελιανού ώστε  εγκαταλείπει τη νεφελώδη σωτηριολογία, τον μεσσιανισμό του για να συμμεριστεί  τα αισθήματα του λαού. Συνδέθηκε  μάλιστα με αντιστασιακούς κύκλους και το 1942 μπήκε στο ΕΑΜ. Έτσι απέκτησε τον τίτλο και την αίγλη του «εθνικού ποιητή».

Ως «απόγονο της ιδιαίτερης πνευματικής και καλλιτεχνικής παράδοσης των Επτανήσων»,  – αν και αρκετά μακρινό τον λογιάζει ο Ρόντερικ Μπήτον στην Εισαγωγή του στη νεότερη Ελληνική λογοτεχνία, «Η οφειλή του σ’ αυτήν την παράδοση διατυπώνεται στους στίχους του προς τιμήν του Μαβίλη και του Βαλαωρίτη. Φαίνεται επίσης και σε ένα πρώιμο ποίημα, το οποίο τιμά ταυτόχρονα τον Σολωμό και την προφορική παράδοση.

Ο υπερβατικός Ρομαντισμός του Σολωμού […] αναγνωρίζεται καθαρά στον τίτλο  του εκτενούς ποιήματος ο Αλαφροΐσκιωτος  [1909]», που αριθμεί 2.293 στίχους και «χωρίζεται σε τρία μέρη,  έχει στοιχεία αυτοαναφορικότητας», όπως αναφέρουν οι ανθολόγοι και συγγραφείς της εισαγωγής στην εντελώς πρόσφατη ανθολογία που ήδη παραπάνω αναφέραμε, «υμνεί τον φυσικό κόσμο της γενέτειράς του Λευκάδας», ενώ έχει «έναν έντονο παγανισμό», «αξιοποιεί τη λαϊκή παράδοση», «βιώνει την ελληνική αρχαιότητα ως ζωντανό παρόν», διαθέτει έναν εμφανή γλωσσικό αισθησιασμό, πειραματισμό μορφικό και είναι γραμμένο σε «ελευθερωμένο στίχο που συνδυάζεται  με τον σπασμένο στα ημιστίχιά του δεκαπεντασύλλαβο».

Ο Μπήτον πιστεύει πως «περισσότερο απ΄΄ο οτιδήποτε άλλο ο Αλαφροΐσκιωτος ανακαλεί τον Παλαμά, του οποίου Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου δημοσιεύτηκε δύο χρόνια πριν, και όπως φαίνεται  πρόκειται για μία ποιητική  αντίδραση» σ’ αυτόν.

Ο αρχαίος κόσμος παίζει σημαντικό ρόλο κάτι που είναι πασιφανές στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ο στίχος του Προλόγου στη Ζωή, μάλιστα, προχωρά ακόμη περισσότερο προς την απελευθέρωση, ενώ έχει χαρακτηριστεί — σε ορισμένα σημεία — και ως «ελεύθερος». Η ομοιοκαταληξία είναι ακόμη πιο σποραδική, η ανισοσυλλαβία πιο έντονη, ενώ οι στίχοι είναι ετερόμετροι (συνήθως ιαμβικοί, αλλά και τροχαϊκοί).

Ακολουθούν  τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, [«δαιδαλώδης, λυρικότατος θρήνος για την αδελφή του»] της περιόδου 1917 – 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Το ποίημα Πάσχα των Ελλήνων αντιπροσωπεύει την ανολοκλήρωτη προσπάθεια του Σικελιανού, κατά τον Μπήτον, «να δώσει μια σύνθεση του αρχαίου παγανισμού, του Χριστιανισμού και του Ρομαντικού Πανθεϊσμού. Το ποίημα δεν αποπνέει την ιστορική αίσθηση των διαφόρων περιόδων του Ελληνισμού που διακρίνει τα ποιήματα του Παλαμά» πάνω στο ίδιο ακριβώς θέμα. Ο Σικελιανός είναι πιο μυστικιστής περισσότερο διαισθητικός. Στην ποίηση του Σικελιανού «όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών», όπως λέει ο Έλιοτ στα Κουαρτέτα του.

Οι ισχυρές επιρροές του Σικελιανού ξεκινούν από τον Όμηρο που τον θεωρούσε πρότυπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μια άλλη σημαντική επήρεια είναι ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, γνωστός για τον ακραίο εθνικισμό του, ακόμα και για τον φασισμό του, αλλά σπουδαίο συγγραφέα της παρακμής. Ο Σικελιανός όπως και ο, για ένα διάστημα, επιστήθιος φίλος του, Νίκος Καζαντζάκης με τον οποίο ταξίδεψαν πολύ και βρέθηκαν συνυποψήφιοι για το Νόμπελ λογοτεχνίας, αλλά η υποψηφιότητες τους υπονομεύτηκαν από ημεδαπούς αντιδραστικούς κύκλους, πέρασε ένα διάστημα από το δόγμα της τέχνης για την τέχνη.

Οι άλλοι κρίκοι της αλυσίδας των επιρροών είναι μεταξύ άλλων: ο Περικλής Γιαννόπουλος στον οποίο ο Σικελιανός έχει αφιερώσει μια μελέτη στον Πεζό του λόγο Α’: « Η εμφάνισή του ανάμεσα στην αστικήν Αθήνα εφάνταζε καθώς η εικόνα των βουνών της που ξεβγαίνει απ’ όποιο δρόμο της κοιτάξουμε» και «Η Ελλάδα ως Αφροδίτη του χάρισε έναν άγιο πυρετό κι ένα περιούσιο παραμίλημα» κι ένα ποίημα στο  Λυρικό του Βίο Β’: «δεν ξέραμε κανένα/να μοιάζει πιο πολύ με την ελιά σου, με το ξανθό τα’ αστάχυ σου, κι ακόμα/ με τα κιτρινισμένα μάρμαρά σου…/Κ’ ένα κλαράκι ελιάς, ένα συντρίμμι/μαρμάρου, ένα χρυσό μεστόν αστάχυ/στόλιζαν την ωραιόπαθη ζωή του», ο Ίων Δραγούμης, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, η Μαρία Πολυδούρη, ο Λορέντζος Μαβίλης, ο οποίος σκοτώθηκε το 1912 στους Βαλκανικούς πολέμους και ο Σικελιανός του αφιέρωσε δύο ποιήματα που φέρουν στους τίτλους τους το όνομά του, ο Παπαδιαμάντης, ο Μαλακάσης και οι: Ντάντε, Πίνδαρος, Γκαίτε.

Στο έργο του εντοπίζονται επήρειες από την ελληνικότητα, τον χριστιανισμό, το θάνατο [Το Μαρτύριο του Όσιου Σεραφείμ στον Ελικώνα [1920], ο Ύμνος του Μεγάλου Νόστου [1929], Η Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα [1937], Μελέτη θανάτου [1939], Ελληνικός Νεκρόδειπνος [1944], ο Θάνατος του Διγενή [1947] ]ακόμα και το υπερρεαλιστικό στοιχείο.

Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884[6] – Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.

Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση. Οι ρίζες της οικογένειάς του εντοπίζονταν στην Κεφαλονιά και τη Βενετία. Αποφοίτησε από το τετρατάξιο γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε αποκλειστικά στην ποίηση και το θέατρο.

Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού η γνωριμία του το 1905 με την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ – η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία – την οποία και νυμφεύθηκε το 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν των ΗΠΑ. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το επόμενο έτος στην Αθήνα. Το 1909 γεννήθηκε και ο γιος του Γλαύκος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σικελιανός θα επιστρατευτεί και θα συμμετάσχει ως απλός στρατιώτης στο μέτωπο της Ηπείρου.

 

Μια εκδρομή στη Συκιά Κορινθίας θα σταθεί αφορμή για την αγορά ενός παραθαλάσσιου οικοπέδου από την Εύα Πάλμερ, στην άκρη του πευκοδάσους του Πευκιά. Εκεί, ο Σικελιανός, θα σχεδιάσει και θα κατασκευάσει την περίοδο 1912-1916 μία εξοχική κατοικία που συνδυάζει το αρχαιοελληνικό πνεύμα με τους κίονες στην πρόσοψη, τη βυζαντινή τεχνοτροπία στα παράθυρα και την ενετική αρχιτεκτονική στα μπαλκόνια. Η κατοικία στη Συκιά θα αποτελέσει τόπο συνάντησης από εξέχουσες προσωπικότητες της διανόησης της εποχής, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Νίκος Καζαντζάκης.

Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών [«Δελφική Ιδέα»]. Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της Εύας, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο.

Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και τον χωρισμό του ζεύγους. Η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε  στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή.

Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

Το 1940, παντρεύτηκε την Άννα Καραμάνη, με τη συγκατάθεση της Εύας Πάλμερ.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Κορυφαία εκδήλωση στην Κατοχή αποτέλεσε το ποίημα «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει όλη η Ελλάδα…» και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου του 1943.

Το ίδιο έτος ο ίδιος εξέδωσε το Αντίδωρο, εκλογή από τη λυρική του ποίηση που πραγματοποίησε πολλές εκδόσεις και από τον Γαλαξία 1961-1967. Στην ποίηση αυτού του ιδιοφυούς  οραματιστή δημιουργού κλείνεται η ενιαία παράδοση του ανθρώπου και του κόσμου.

Ο Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία. Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Σημείωση: Εκτός από τις Ιστορίες των Δημαρά, Μπήτον, Βίττι, Λίνου Πολίτη που συμβουλεύτηκα και χαρακτηριστικά κομμάτια για τον Σικελιανό και την ποίησή του παρέθεσα καθώς και μικρά παραθέματα από τον τόμο Β’ του Λυρικού βίου & τον Α’ τόμο του Πεζού Λόγου χρησιμοποίησα και το τόμο Ανέκδοτα ποιήματα και Πεζά του  Σικελιανού σε επιμέλεια και μία μελέτη της Βιβέτ Τσαρλαμπά- Κακλαμάνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1989 και κυρίως την έκδοση Πατάκη του 2022 με τίτλο Άγγελος Σικελιανός, «Τον άναρχο Έρωτα α νιώσω ακέριο», εισαγωγή –ανθολόγηση Χάρης Βλαβιανός- Ευριπίδης Γαραντούδης, επίμετρο από την δισέγγονη του ποιητή & της Εύας Πάλμερ αμερικανίδας ποιήτριας Ελένης Σικελιανός με τίτλο «Η τέχνη είναι αυτό το ταξίδι». Βιογραφικά στοιχεία από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.-

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.