Οι Δεσμώτες ήταν το πρώτο μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη. Κυκλοφόρησε το 1930. Ακριβώς δηλαδή πάνω στην έναρξη της δεκαετίας που σηματοδότησε μια ολόκληρη γενιά, αυτήν του ’30. Η γενιά αυτή έφερε στην νεοελληνική πεζογραφία το μυθιστόρημα που δεν είχε καλλιεργηθεί τόσο πολύ και τόσο καλά ως τότε. Το μυθιστόρημα της γενιάς και του Τερζάκη που αποτελεί σημαντικό της εκπρόσωπο προσπάθησε να συγκεράσει τον ελληνοκεντρισμό με τον μοντερνισμό της παράδοσης του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Δηλαδή την παράδοση με τον κοσμοπολιτισμό, σχηματικά μιλώντας.
Ο Τερζάκης με τον Θεοτοκά επιτελούν μια παράλληλη αποστολή: γίνονται οι θεωρητικοί εκπρόσωποι του ελληνικού μυθιστορήματος. Ο Θεοτοκάς με το Ελεύθερο Πνεύμα που θεωρήθηκε το μανιφέστο της γενιάς και ο Τερζάκης με πλήθος άρθρων και δοκιμίων.
Λίγο πριν την κυκλοφορία του πρώτου μυθιστορήματός του ο Τερζάκης δίνει το δικό του στίγμα, τη δική του φιλοσοφικο- θεωρητική θέση.
«Μας αγνόησαν ή, για τον ρωμαντικόν αισθηματισμό μας γύρω από τη βορεινή τέχνη, μας εχλεύασαν.
Οι μόνοι που θα μας δικαίωναν, οι αληθινοί και μοναδικοί πρωτοπόροι της γενιάς τους έχουν λείψει. Ο Θεοτόκης και ο Χατζόπουλος. Οι άλλοι οι επίγονοι, αναμασούσαν ακόμα νυσταλέοι και με βυζαντινή κατάνυξη τα παληά μοτίβα του γραφικού ευνουχισμένου σωβινισμού».
Η μυθιστορηματική πράξη του Τερζάκη καθοδηγείται από τα πρώτα του βήματα από τη μελέτη των Ρώσων συγγραφέων. Στα πρώτα μάλιστα διηγήματά του κυριαρχεί ο τύπος του κοινωνικού επαναστάτη.
Ο Τερζάκης επιχειρεί να συνδέσει σοσιαλδημοκρατικά ιδανικά από τα οποία διαπνέεται στα νεανικά του χρόνια κι αργότερα από τις ιδέες του φιλελευθερισμού με ένα κοινωνικό/ οικονομικό, εθνικό, πολιτιστικό περιβάλλον.
Ως το 1938 επισημαίνει ο Δημ. Τζιόβας «μπορεί να μην έδωσε αριστουργήματα και μπορεί να μη δώσει και στο μέλλον, ωστόσο αποτέλεσε ένα σταθμό στη νεοελληνική λογοτεχνία και άνοιξε νέες προοπτικές». Ενώ κατηγορούσε κάποιους που αντιστρατευόταν για «αναχρονιστική προσήλωση στο αλύγιστο δόγμα του ‘εθνικού’ και την επιδειξιομανία του μιμητισμού».
Ο Τερζάκης ‘κήρυττε’ την επικοινωνία, όχι την απομόνωση, τη συνθετική αφομοίωση, όχι την τοπικιστική περιχαράκωση.
Ας δούμε όμως τι λέει απευθυνόμενος στον αναγνώστη του στους Δεσμώτες που αναφέραμε στην αρχή:
«Ο αναγνώστης ας φανταστεί τα γεγονότα του έργου να ξετυλίγονται εκεί στα 1924 με 1926. Η πληροφορία τούτη μου φαίνεται αναγκαία για να εξηγηθούν τα ήθη και τα πρόσωπα. Αντικειμενικά κρίνοντας τώρα που ξαναδιάβασα το κείμενο, το βλέπω τοποθετημένο σε μιαν αμέσως μεταξενοπουλική εποχή. Δεν ήταν πολλά τα μυθιστορήματα που γράφονταν εκείνο τον καιρό, είχε σχεδόν εξαφανιστεί το είδος. Θυμάμαι πως χρειαζόταν κάποια δόση αφροσύνης, ή νεανική τρέλα, για να καταπιαστείς με το μυθιστόρημα… Μόνο που κάτι στον αέρα σε ειδοποιούσε πως το είδος αυτό ήταν φορτισμένο με το μήνυμα των νέων καιρών».
Όντας ελάχιστα μεγαλύτερος από είκοσι ετών μπήκε στην τροχιά της ανανέωσης και ‘απεξαρτήθηκε’ από την ομολογημένη ξενοπουλική επήρρεια και την ηθογραφία αρχίζοντας να γράφει ρεαλιστικό κατά βάσιν μυθιστόρημα.
Ο Τερζάκης επιμένει να δηλώνει και εδώ: «Εκείνο που με απασχολεί, περισσότερο κι από τη μεταβατικότητα της εποχής, είναι η συγκεκριμένη ψυχολογική μεταβατικότητα της ζωής των ηρώων μου». Και πράγματι ο βασικός ήρωας του έργου άβουλος στην αρχή και υποταγμένος στη μικροαστική οικογενειακή του μοίρα μεταστρέφεται σε ανώφελα εξεγερμένο. Ο ίδιος ο συγγραφέας υποστηρίζει πως η κοινωνία στηριγμένη στην οικογενειακή δομή έχει χρεοκοπήσει.
Αυτή η έμφαση στο οικογενειακό πρόβλημα έχει να κάνει με τη βαθιά κρίση που περνάει ο οικογενειακός θεσμός εκείνη την εποχή.
Αλλά η κρίση πάει έτσι κι αλλιώς βαθύτερα και έχει μολύνει κι άλλα πεδία της πραγματικότητας. Αυτή την κρίση αξιών ο Τερζάκης τη νιώθει βαθιά όχι μόνο στη ηθική του αυτοσυνειδησία αλλά και στη λογοτεχνική:
«Είμαστε υπήκοοι ενός κόσμου χωρίς σύστημα αξιών, άρα δίχως αντίκρισμα, χωρίς αποχρώντα λόγο. Μήτε πίστη μας έχει απομείνει μήτε μυθολογία μήτε κοσμοθεωρία.
Το σκηνικό του σύμπαντος είναι για μας ο ερημότοπος του Περιμένοντας τον Γκοντό. Με το ξεροδέντρι κατάλληλο για να κρεμαστεί κανένας.
Υψώσαμε σε μύθο μας την κερδοσκοπία με ιέρεια την υστερική πλεονεξία».
Από το απόσπασμα διαφαίνεται ο πεσιμισμός του συγγραφέα που περνάει στα έργα του με το μυκτηρισμό της μίζερης καθηλωμένης ζωής των ηρώων του που διστάζουν ή αδυνατούν να ξεφύγουν από η μοίρα τους.
Η Τζίνα Πολίτη στο εκπληκτικό δοκίμιό της που δανείστηκε τον τίτλο άρθρου του Τερζάκη, Ανεξακρίβωτη σκηνή, υποστηρίζει:
«Αισθάνομαι πως όλο το έργο του Τερζάκη είναι μια κατάθεση εσωτερικής αγωνίας για το αυθεντικό, μια πάλη για να μην αφομοιωθεί από το αγοραίο η φαντασία και το ήθος το πνευματικό».
Αν και μάλλον κάτι τέτοιο δεν ήταν και πολύ εύκολο να συμβεί εξαιτίας του δύσκολου χαρακτήρα του, του απόλυτου στις κρίσεις του και του άκαμπτου τρόπου του απέναντι σε θέματα συνείδησης.
Ο Άγγελος Τερζάκης ήταν γιος του πολιτικού Δημητρίου Τερζάκη με καταγωγή από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας και της Αγγελικής Πανοπούλου από τα Δολιανά Κυνουρίας. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και έζησε εκεί μέχρι το 1915, οπότε μετακόμισε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου (1939-1942) και γενικός διευθυντής της ιστορίας και της δραματολογίας της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου (1950-1971) και γενικός διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου (1950-1975).
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του Απρίλης.
Το 1954 παρουσιάστηκε στους κινηματογράφους η ταινία «Νυχτερινή περιπέτεια», η μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε ο Άγγελος Τερζάκης, με πρωταγωνιστές τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, την Μαρία Αλκαίου και την Σταρ Ελλάς Νταίζη Μαυράκη.
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός.
Το 1967 με την επιβολή της δικτατορίας και την αυστηρή λογοκρισία ο Τερζάκης συνέχισε την επιφυλλιδογραφία του πίσω από το ψευδώνυμο Ερανιστής με αιχμηρά υπαινικτικά κείμενα.
Επίσης υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Εποχές (1963-1967).
Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός. Επίσης τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος.
Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.
Γιος του είναι ο Ελληνογερμανός συνθέτης Δημήτρης Τερζάκης (γεν. 1938).
Έγραψε τα μυθιστορήματά του από το 1930 ως το 1957 και σταμάτησε για ν’ ασχοληθεί με το δοκίμιο και τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική, αλλά και το στοχασμό της επικαιρότητας πολιτικής και κοινωνικής.
Μη ξεχνάμε πως η γενιά του ’30 ήταν κατεξοχήν γενιά ιδεών. Και ο Τερζάκης ήταν ο πιο φιλοσοφικά ανήσυχος της γενιάς του.
Τα σπουδαιότερα μυθιστορήματά του:
Δεσμώτες (1932)
Η παρακμή των Σκληρών (1933)
Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
Η πριγκιπέσσα Ιζαμπώ (1945)
Δίχως θεό (1951)
Η μυστική ζωή (1957) (Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1958).
Ο ύμνος και το δράμα μιας Αθήνας που χάνει την όψη της ειδυλλιακής πόλης, ενόσω τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου αρχίζουν να συνθέτουν το νέο τοπίο από την παλαιότερη εκείνη εποχή η Μενεξεδένια Πολιτεία διατήρησε τη γοητεία των περασμένων καιρών, τη νοσταλγία, την αφέλεια, την αρχοντιά τους.
Στη Μυστική Ζωή ένας φτωχός μεσήλικας διανοούμενος βαθιά πικραμένος από την απόρριψη του κοινωνικού περιβάλλοντος, συναντάει τη γυναίκα που θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός σύντροφος της ζωής του: μια κοπέλα με σπάνιες πνευματικές αρετές, τραυματισμένη κι αυτή από τη ζωή, η οποία ζει απομονωμένη ουσιαστικά με το γερο-πατέρα της. Από τη διασταύρωση της μοίρας των πλασμάτων αυτών, καθώς και άλλων που ζουν δίπλα τους βουβά τη βασανισμένη ζωή τους, αναδίνεται ένα σπαραχτικό τραγούδι, άλλοτε διαμαρτυρίας και άλλοτε εμπιστοσύνης στη ζωή.
Το Δίχως Θεό αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου σκεπτόμενου, επαναστάτη κάποτε, που επιφορτίζεται με την ανατροφή δύο ορφανών ανιψιών του. Ο Παραδείσης θα αγωνιστεί να τα μεγαλώσει με τις πλατιές αντιλήψεις του, που δεν χωρούν σε δογματισμούς. Τα δύο παιδιά θα ακολουθήσουν τον ‘κακό’ δρόμο. Το μυθιστόρημα αυτό, που ζωντανεύει τη μεσοπολεμική Αθήνα και τον κόσμο της, υφαίνεται πάνω σ’ έναν ιστό πλοκής και στοχασμού με άξονα την ανεπίλυτη συνάρτηση ανατροφής και κληρονομικότητας. Ο Παραδείσης θα πληρώσει με τη ζωή του ένα πείραμα υψηλό.
Οι Σκληροί είναι μια μεγαλοαστική οικογένεια κι όχι επιθετικός προσδιορισμός που ωστόσο δεν είναι τυχαίος. Στην Παρακμή των Σκληρών κατεβαίνουμε μαζί με τους ήρωες την κλίμακα της πτώσης τους. Κυριαρχεί εδώ η ψυχανάλυση ως εργαλείο ανάλυσης της νοσηρότητας που διέπει τα μέλη της.
«Στιγμές στιγμές έχω την εντύπωση πως είμαι ο τελευταίος που έχω επιζήσει από τα θύματα ενός μεγάλου ναυαγίου», έλεγε βιώνοντας τη γνωστή ενοχική μοίρα του επιζώντα. Ο Μάριο Βίτι συμπληρώνει πως αναδεικνύεται ο πιο άξιος και επίμονος απ’ όσους επιβίωσαν.
Ο γιός του, σημαντικός εκπρόσωπος της λόγιας μουσικής που πήρε τη γερμανική υπηκοότητα, έζησε από πολύ κοντά τον πατέρα του και κατέθεσε τη μαρτυρία του που επέχει τη θέση της βιογραφίας που δεν αξιώθηκε ακόμα ο πατέρας του:
Παιδί γονιών με θηριώδη υγεία αυτός βγήκε ασθενικός.
Από μικρός ήταν ενδοστρεφής και κέρδισε τον χαρακτηρισμό του χαζού, του βλάκα. Έτσι εντυπωσίασε αργότερα με τη σταδιοδρομία του όσους τον είχαν χλευάσει. Αγαπούσε τη μουσική και μάλιστα το τραγούδι. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και σκεφτόταν σοβαρά να κάνει καριέρα τραγουδιστή της όπερας.
Δεν τον άφησαν να φύγει για σπουδές στο Παρίσι, που εκείνη την εποχή είχε τη φήμη της πόλης της αμαρτίας. Αγαπημένο του χόμπυ το κουκλοθέατρο και ο κινηματογράφος.
Έπασχε από αϋπνίες και ο μεσημεριανός ύπνος του ήταν απαραίτητος.
Του άρεσε η δουλειά του στο θέατρο αλλά καθόλου οι άνθρωποί του.
«Ο πατέρας μου δε με είχε δείρει ποτέ. Η μάνα μου πολλές φορές…».
Ήταν πράος ωστόσο είχε φοβερές εκρήξεις θυμού, αλλά σύντομες. Φώναζε, χτυπούσε τις πόρτες.
Αγαπούσε πολύ τον Καραγάτση. Έκανε παρέα με το Βενέζη, αλλά δεν είχε πάρε-δώσε με τον Μυριβήλη.
« Μ’ έβαλε στον κόσμο της λογοτεχνίας συστήνοντάς μου ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι δίπλα σ’ ένα του Μυρζέ». Του γνώρισε τον Τσέχωφ, τον Ίψεν, τον Σαίξπηρ που θαύμαζε, όπως και τον Τολστόι και τον Ντοστογιεφσκι.
Παρότι γιός πολιτικού δεν συμπαθούσε την πολιτική. Για ένα διάστημα τον είχε ελκύσει ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ασκούσε κριτική στον Καραμανλή, ενώ ήταν φίλος του Κανελλόπουλου και του Γ. Μαύρου.
Λάτρευε το Ναύπλιο, όχι τους Ναυπλιώτες.
Απεχθανόταν το στρατιωτικό πνεύμα που είχε επικρατήσει στη διάρκεια της δικτατορίας.
Δεν ήταν ζωόφιλος αλλά λάτρευε τις γάτες. «Γάτο με φώναζε όταν ήμουν μικρός».
Αγαπούσε πολύ τη φιλοσοφία και ιδιαίτερα τη μεταφυσική.
Θεωρούσε βάρβαρο είδος την τζαζ.
Δεν συμφωνούσε με την πολιτική κανενός από τους δύο αντιπάλους του Ψυχρού Πολέμου Αμερικανούς και Σοβιετικούς.
Κι ένα μικρό αποφθεγματικό απάνθισμα:
Λένε τον παράνομο έρωτα πρόστυχο. Ψέματα! Ο νόμιμος έρωτας είναι ο πρόστυχος, γιατί έχασε αυτό το μυστηριακό, το αμαρτωλό, το μαρτύριο που σε ξεσκίζει.
Οι τρεις βασικοί νόμοι της ζωής είναι: το άνισο, το άδικο, το ανήθικο.
Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί για να ποθεί την ελευθερία μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν την ανέχεται.
Σημείωμα: Ανέτρεξα κυρίως στο πλούσιο και σημαντικό αφιέρωμα της Νέας Εστίας τχ. 1718, Δεκ. 1999-