You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος ποιητής

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος ποιητής

«Σταυρώθηκα μόνη μου/Μη με ξεχνάτε»

Καίτη Δρόσου

Όπου πατάς πέφτουν πράσινα φύλλα

Άρης Αλεξάνδρου

 

«[…] κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,

δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου

είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου».

 

Οι στίχοι αυτοί του Γιάννη Ρίτσου από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος μοιάζει σαν να γράφτηκαν για την Καίτη Δρόσου πιστή σύντροφο του Άρη Αλεξάνδρου [για την οποία έγραψε μερικά συγκλονιστικά ερωτικά ποιήματα] και πολύ φίλη του Ρίτσου όπως κι ο Αλεξάνδρου άλλωστε. Σ’ αυτόν απεύθυνε το ποίημα Ανατολή ηλίου γραμμένο στο Παρίσι το 1971, όπου είχε καταφύγει ο ποιητής από το 1967 για προφανείς λόγους:

Ήταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουν οι φανοστάτες. Δεν είχε καμιά αμφιβολία, το ‘ξερε πως όπου να ναι θα ανάβανε, όπως και κάθε βράδυ άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την ακρίβεια στη νησίδα ασφαλείας, για να δει τους φανοστάτες να ανάβουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.

Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αριστερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’ εκείνη την άβολη στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.

Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε, ούτε εκείνο το βράδυ, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθιζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.

Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλλει, ταυτόχρονα, απ’ τον κάθετο δρόμο και απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο…

Δεν ξέρω αν ο αυτοεξόριστος και βασανισμένος ποιητής στη σχετικά σύντομη ζωή του – πέθανε στα 56 του χρόνια – έζησε στ’ αλήθεια αυτό το θαύμα που περιγράφει στους τελευταίους στίχους.

Ήταν πάντως άτυχος ακόμα και με το θάνατό του. Γιατί μετά από πολλές αντιρρήσεις και αναβολές τελικά εκδίδεται από τον Gallimard τον Απρίλη του 1978 σε μετάφραση της υφηγήτριας του Πανεπιστημίου της Λυών Collete Lust το πολύκροτο και αιρετικό μυθιστόρημα του Το Κιβώτιο. Μόνο που ο συγγραφέας του δεν προλαβαίνει να το χαρεί. Πεθαίνει ένα μόλις μήνα μετά από αλλεπάλληλα εμφράγματα. Στο μεταξύ ήδη από το Μάρτιο του 1975 κυκλοφορεί από τον Κέδρο της Νανάς Καλλιανέση το κυριολεκτικά μοναδικό από πολλές απόψεις μυθιστόρημα.

Στο βιβλίο αυτό, όπως και στο σύνολο του έργου του, φαίνεται η απομάκρυνση του συγγραφέα από τον κομματικό δογματισμό και η επιθυμία του για διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Στο οπισθόφυλλο της πλέον πρόσφατης έκδοσης [2012] διαβάζουμε:

«Το κιβώτιο, έργο φαντασίας, ευανάγνωστο και συναρπαστικό σε όλα τα κεφάλαιά του, είναι κλασικό, θα λέγαμε, μυθιστόρημα, που όμως ξεχωρίζει αισθητά για τις συνεχείς παρεκβάσεις του από τα καθιερωμένα είδη, τα οποία γνωρίζει και σέβεται. Σε πρώτο στρώμα φαίνεται να περιγράφει την επικίνδυνη περιπέτεια μιας σαρανταμελούς ομάδας επιλέκτων αγωνιστών να μεταφέρουν από την πόλη Α στην πόλη Β ένα κιβώτιο αγνώστων στοιχείων, από το περιεχόμενο του οποίου θα κριθεί η έκβαση της αποστολής. Το κιβώτιο φτάνει στον προορισμό του με μοναδικό επιζώντα τον ανώνυμο αφηγητή, που είναι και ο μοναδικός μάρτυρας της διεκπεραίωσης της επιχείρησης. Συνεπώς τίθεται από την αρχή θέμα της αξιοπιστίας του, που δεν την προστατεύει το πλούσιο αγωνιστικό του παρελθόν. Έτσι υποχρεώνεται να απολογείται με επιστολές του απέναντι σε έναν ανακριτή που τον βλέπει μία φορά, και ο οποίος τελικά παραμένει άγνωστος και αγνώστων προθέσεων. Η κρίσιμη και αποφασιστική για το σύστημα «αλήθεια» παραμένει αίνιγμα και ο παραλήπτης της αλήθειας απροσδιόριστος. Ωστόσο, η υπόθεση είναι πειστική, είναι αληθοφανής και το ενδιαφέρον της διαρκώς αυξάνει. Τα γεγονότα συμβαίνουν απέναντι σε μια υπαρκτή κατάσταση, που παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός αμείλικτου μηχανισμού, με τις δυνάμεις του σε πλήρη ετοιμότητα, συντηρώντας τις ασθένειές του στην πιο αποτρόπαιη μορφή. Γι’ αυτό, διαβάζοντας το έργο από μια ουσιαστική γωνία, μπορείς να πεις ότι στο μυθιστορηματικό του σύμπαν συγκεντρώνεται ένας αντιπροσωπευτικός κόσμος ανθρώπων και καταστάσεων μιας κυνικά αυτορρυθμιζόμενης πολιτείας, όπου τα επισφαλή κίνητρα των οπαδών της κρύβονται με επιμέλεια πίσω από τον μανδύα της αφοσίωσης και της υστεροβουλίας, ενώ καταγράφεται η κυρίαρχη νοοτροπία, σιωπηρά υποταγμένη στον πολιτικό αμοραλισμό, ο οποίος από ένα πρόταγμα ελευθερίας -με διαδοχικές πράξεις- καταλήγει στην αναίρεσή της. Και το μήνυμα του έργου, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης; Ο συγγραφέας αρνείται να εφεύρει μία και μοναδική απάντηση για την ανθρώπινη μοίρα».

Ενώ ο Δημήτρης Μαρωνίτης γράφει, μεταξύ άλλων,  για το Κιβώτιο στην εφημερίδα Το Βήμα στις 28 Ιουνίου 1975 σε άρθρο υπό τον τίτλο: Τα όρια της κριτικής: η άσκηση της ανάγνωσης:

«Η ενηλικίωση της πεζογραφίας μας συντελείται με πολλούς τρόπους, καθώς το άδειο Κιβώτιο προχωρεί στον προορισμό του. Θα αναφέρω μία μόνο ένδειξη για παράδειγμα. Με ευφρόσυνη κατάπληξη διαπιστώνεις ότι ο Άρης Αλεξάνδρου, δίχως να εκβιάζει τη δομή του δημοτικού λόγου, διαστέλλει και συστέλλει απεριόριστα τα παραδοσιακά του όρια. Στα χέρια του ο περιοδικός λόγος και η τυπογραφική παράγραφος γίνονται όργανα εξαιρετικά ευαίσθητα και προπαντός σύνθετα και πολυεδρικά: κύκλοι μικρής και μεγάλης ακτίνας γυρίζουν άνετα στον ίδιο άξονα, αλλά σε διαφορετικά επίπεδα· τόξα προτάσεων τεντώνονται ως την έσχατη αντοχή της ελαστικότητάς τους· πολύτιμες κουκίδες προφυλάσσονται μέσα σε χαραγμένες παρενθέσεις. Ύστερα από το Κιβώτιο ο πολυδαίδαλος λόγος του Προυστ δε μοιάζει πια αμετάφραστος».

«Έχει λεχθεί πως Το Κιβώτιο είναι πολιτική αλληγορία του εμφυλίου πολέμου», γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου στο βιβλίο της Εσωτερική ταχύτητα,[…] «Πρόκειται για ένα απρόσωπο αντι-έπος της ελληνικής αριστεράς, το οποίο αποστασιοποιείται από τα ανδραγαθήματα, τα εύτολμα συνθήματα και τους λαμπρούς αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια· επιλέγεται ένας καθ’ όλα «αρνητικός» ήρωας, αμοραλιστής, άφιλος, ιδιοτελής, κυνικός και δικολάβος για να διεκπεραιώσει και να ακυρώσει ένα μύθο: το μύθο της αλάθητης κομματικής ορθοδοξίας, το μύθο μιας ορισμένης αριστερής ιδεολογίας. […]. Κατά κάποιον τρόπο, άκαπνη και μελλοθάνατη λογοτεχνία μπορεί να χαρακτηριστεί σύμπασα η «στρατευμένη» λογοτεχνία, που με το Κιβώτιο στρίβει το τελευταίο της θανάσιμο τσιγάρο».

Το Κιβώτιο είχε βέβαια αρνητική αντιμετώπιση από την επίσημη αριστερή ορθοδοξία ώστε θύμισε ως ένα βαθμό τις αντίστοιχες αντιδράσεις του Κόμματος για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες [1961-1965] του Στρατή Τσίρκα.

Ο Αλεξάνδρου δεν περίμενε κάτι καλύτερο αφού διαφωνούσε με τις ιδεολογικές επιταγές του κόμματος και επιπλέον απεχθανόταν τη στράτευση.

Ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Πετρογκράντ (σήμερα Αγία Πετρούπολη) το 1922. Ο πατέρας του, Βασίλης Βασιλειάδης, ήταν Έλληνας από την Τραπεζούντα και η μητέρα του, Πολίνα Αντόνοβνα Βίλγκελμσον, ήταν Ρωσίδα με καταγωγή από την Εσθονία. Ο Αλεξάνδρου, που ως μητρική γλώσσα είχε τη ρωσική, ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και, αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

 

Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Βαρβάκειο Σχολή, το 1940 έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ. Εγκατέλειψε όμως σύντομα τη σχολή, επειδή δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα  το αντικείμενο των σπουδών του, για να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μετάφραση. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Άρης Αλεξάνδρου», με το οποίο τελικά καθιερώθηκε.

Μετέφρασε πολλά έργα κλασικών και νεότερων Ρώσων συγγραφέων για λόγους βιοποριστικούς. Μετέφρασε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, Αχμάτοβα κ.ά., αλλά και έργων Γάλλων, Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων.

 

Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας, ο Αλεξάνδρου, μαζί με τον Αντρέα Φραγκιά και άλλους φίλους, είχε δημιουργήσει έναν όμιλο μαρξιστικού προσανατολισμού, ο οποίος συνέχισε τη δράση του μέχρι τα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Το 1941, ο όμιλος προσχώρησε στη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση (ΦΚΟ), η οποία σχετίστηκε με την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ) και εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων. Ο Αλεξάνδρου αποχώρησε πικραμένος από το ΕΑΜ Νέων το καλοκαίρι του 1942, έπειτα από τη διαγραφή τριών φίλων του και ηγετικών στελεχών της ΟΚΝΕ, λόγω των «υπερεπαναστατικών» θέσεων τους — ζητούσαν άμεση και μη μετωπική ένοπλη σύγκρουση με τους κατακτητές  από το ΕΑΜ, οι οποίοι ταυτόχρονα καταγγέλθηκαν ως «χαφιέδες».

Το διάστημα της Κατοχής μετάφρασε τον ύμνο της Κομσομόλ στα Ελληνικά και συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες εαμικές διαδηλώσεις της εποχής. Έλαβε μέρος με μαύρο περιβραχιόνιο στη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (αρχή των Δεκεμβριανών) και κατόπιν κρύβονταν με την οικογένειά του σε καταφύγια για πολίτες. Αργότερα συνελήφθη αιχμάλωτος από τις βρετανικές δυνάμεις και στάλθηκε στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων στην Ελ Ντάμπα της Λιβύης όπου, μαζί με τον πατέρα του, δήλωσαν στους διώκτες τους ότι ήταν «ΕΑΜίτες». Αφέθηκαν ελεύθεροι το 1945 και επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Στην αρχή του Εμφυλίου κρυβόταν, βγαίνοντας από το κρησφύγετό του μόνο μια φορά την εβδομάδα, προκειμένου να συναντηθεί με την Καίτη Δρόσου, μετέπειτα σύζυγό του και τότε στρατολόγο και μέλος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Συνελήφθη τον Ιούλιο του 1948 και εκτοπίστηκε στον Μούδρο της Λήμνου (1948-49). Ύστερα από τη διάρρηξη των σχέσεων του Τίτο με το ΚΚΕ, πολιτικοί εξόριστοι τον κατηγόρησαν για «ηττοπάθεια», αφού προειδοποιούσε την ομάδα συμβίωσης: «Οφείλετε να πείτε στον κόσμο ότι θα μείνουμε είκοσι χρόνια σ’ αυτόν τον βράχο και όχι να βαράτε φανφάρες. Ο καθένας να αποφασίσει τι θα κάνει […] Δε νικήσαμε και μπορεί να ηττηθούμε».

 

Σύντροφε, κοιμάσαι;

Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού που να βουλιάζουν οι λέξεις στο χαρτί

σαν τη σιωπή μου στις κόρες των ματιών της;

 

Μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο (1948-49), όπου φοβούμενος ακρωτηριασμό και μόνιμη βλάβη από τα βασανιστήρια έκανε δήλωση μετανοίας, την οποία αργότερα ανακάλεσε, και στον Άη Στράτη (1950-51). Το 1951 έμενε στην Αθήνα, στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος). Το 1953 καταδικάστηκε ως ανυπότακτος στράτευσης δηλώνοντας στο στρατοδικείο [όπου είχε δικηγόρο τον Ηλία Ηλιού] «κομμουνιστής» με αποτέλεσμα τη φυλάκιση του. Τέθηκε σε απομόνωση από τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατουμένους, έως τουλάχιστον το 1956 και τελικά αποφυλακίστηκε με αναστολή ποινής το 1958.

Επιταγές και δέματα τα κανονίζεις όπως-όπως. Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό, μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενητειά ποιος θα δεχτεί να πάρει τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενητειά.

 

Πλάι στη θάλασσα μαζί σου

είχα μπορέσει να πετάξω

δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού

και μας πιτσίλισαν λιακάδα.

 

Ευτύχησε ν’ ακούσει τη μελοποίηση ολόκληρου του ποιήματος Ανεπίδοτα γράμματα από τον Μιχάλη Γρηγορίου [1976]και συγκινήθηκε πολύ.

Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967, διέφυγε στο Παρίσι, όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες ακόμα και  χειρωνακτικές δουλειές. Το 1968 έγραψε κείμενο με το όνομα Αντίπας Νετραλίτης (neuter: ούτε ο ένας ούτε ο άλλος) όπου έγραφε και υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη ως διέξοδο ενάντια της διαμάχης ΕΣΣΔ και ΗΠΑ.

 

Το 1975 δήλωσε σχετικά: «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας. […] Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων».

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου, με τίτλο Ακόμα τούτη η άνοιξη, εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1946 σε 300 αντίτυπα και έλαβε ευνοϊκή κριτική από τρεις αριστερές εφημερίδες της Αθήνας. Στα ποιήματα εκείνης της εποχής εξέφραζε τον θαυμασμό του για τον ΕΛΑΣ και την ΕΣΣΔ. Ακολούθησε η Άγονος γραμμή (1952) και η Ευθύτης οδών (1959).

 

Όποιος βρεθεί με άλογο

του μένει να τραβήξει για την ήττα

καβαλάρης

 

Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον Ελληνικό Εμφύλιο. Συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα:

Υποσημείωση

Φίλε ή αντίπαλε μην τʼ αναγγείλεις πουθενά.

Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος.

 

Ένας σημερινός περιπατητής, ένας φλανέρ σαν τον Βάλτερ Μπένγιαμιν ή το δικό μας Μιχαήλ Μητσάκη στους παρισινούς δρόμους που περπάτησε ο Άρης Αλεξάνδρου θα σκεφτόταν ίσως πως χαμένος δεν είναι όποιος δεν αυτοτοποθετείται μέσα σ’ ένα κάδρο ή ένα ασφυκτικό δογματικό πλαίσιο όπου μπορεί και να αισθάνεται ασφαλής με μια έννοια. Χαμένοι είναι όσοι θυσιάζουν τα όνειρα και τις επιδιώξεις τους σε ιδεολογίες που στενεύουν τη θέα του ορίζοντα ενός ελεύθερου και αδογμάτιστου ανθρώπου.

Ο Άρης Αλεξάνδρου αν και πλήρωσε ακριβά τις αδέσμευτες επιλογές του δε μετάνιωσε ποτέ γι αυτές.

 

Μέσα στις πέτρες

Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.

Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;

Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος

με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς

με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.

CREATOR: gd-jpeg v1.0 (using IJG JPEG v62), quality = 60

 

 

Βοηθήματα:

-περ. Διαβάζω τχ.212, 29/3/1989
-Άρη Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, Κέδρος, 4η έκδοση, 1978
-ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Ποιήματα 1941-1971, Κείμενα, 1972
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ & Πύλη για την ελληνική γλώσσα-

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.