Ο κόσμος θα μπορούσε να χωριστεί σ’ αυτούς που είναι συνένοχοι και σε κείνους που μισούνται, χωρίς κανένα αντικειμενικό σκοπό. Και φυσικά νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για κείνους που μισούνται. Για τους άλλους όλα πάνε καλά, άρα δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Μπερνάρ- Μαρί Κολτές
«Ήταν ένας μετεωρίτης που διέσχισε βίαια τον ουρανό μας, μέσα σε μεγάλη εσωτερική μοναξιά και με απίστευτη δύναμη, την οποία ήταν μερικές φορές δύσκολο να προσπελάσει κανείς. Μπροστά του αισθανόμουν κάποιο δέος».
Πατρίς Σερώ
Ο Μπερνάρ Μαρί Κολτές υπήρξε, λένε, ανακάλυψή του γνωστού σημαντικού σκηνοθέτη, όπως η άλλη μοναχική ταλαντούχα Αγγλίδα θεατρική συγγραφέας Σάρα Κέην υπήρξε ανακάλυψη του Πίντερ και της γενιάς του.
Χαρακτηρίστηκε και απευθείας διάδοχος του Samuel Beckett, του Jean Cocteau και του Jean Genet, η επήρεια του οποίου υπήρξε παραπάνω από φανερή. Οι επιρροές του ποικίλουν ακόμη, μεταξύ των Τσέχωφ, Σαίξπηρ και Μαριβώ.
Αν και ο ίδιος ήταν μεγάλος θαυμαστής του Bruce Lee, του Bob Marley, του James Dean, του Τζιμ Τζάρμους, του Τζων Λούρυ και του Τομ Γουαίητς. Στις αποσκευές του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κουβαλούσε πάντα τον Ρεμπώ.
«Ο Koltès ένιωθε πολύ περίεργα με τον εαυτό του που ο ίδιος ήταν λευκός και Γάλλος. Αυτή η διάθεση γίνεται ακόμη πιο περίεργη από ένα τραχύ στυλ διαλέκτου που ηχεί αλλόκοτο ακόμα και στους Γάλλους».
«Δεν ανεχόταν να χαρακτηρίζονται τα έργα του σκοτεινά ή απελπισμένα ή ρυπαρά», έλεγε ο Σερώ. «Μισούσε εκείνους που μπορούσαν να σκεφτούν κάτι τέτοιο. Είχε δίκιο, τα έργα του δεν είναι ούτε σκοτεινά, ούτε ρυπαρά, δεν έχουν σχέση με τη συνηθισμένη απελπισία. Είναι κάτι άλλο πολύ πιο σκληρό, πιο γαλήνια ωμό για μας, για μένα.
» Ήταν ένας χαρούμενος desperado, αυτό ήταν. Εγώ δεν είμαι desperado και συχνά ήμουν λιγότερο χαρούμενος από εκείνον που ήξερε τόσο καλά να γελάει», ισχυρίζεται ο θεατράνθρωπος Σερώ που φαίνεται να τον ήξερε καλά και είχε σκηνοθετήσει τα έργα του [12 όλα κι όλα – τόσα μπόρεσε, τόσα πρόλαβε].
«Ο Koltès, πέρα από φυλετικές και κοινωνικές έννοιες, αποκαλύπτει μια θεμελιώδη βασική διφορούμενη στάση όσον αφορά την αξία της εθνικότητας ως εργαλείο για την αναγνώριση της ταυτότητας. Διαλύει τις παραδοσιακές αντιλήψεις της Γαλλικής εθνικής ταυτότητας, αμφισβητώντας τις θεμελιώδεις φιλοσοφίες και ταυτόχρονα καλεί για μια καινούρια αλληλεγγύη μέσα από ένα φυλετικό αλληλοανακάτεμα και διάλογο».
Αδιάλλακτος, σκοτεινός και τρυφερός ταυτόχρονα, ποιητής της αποξένωσης -εκτός και ενάντια του κόσμου που έζησε και δημιούργησε.
«Τα ερημικά, ελλειπτικά, επίσημα ρητορικά του έργα-ένα μίγμα από την ωμή τοπική διάλεκτο και με θραύσματα από άκρως στυλιζαρισμένους μονολόγους -φανερώνουν συμπάθεια για χαρακτήρες που βρίσκονται στην περιφέρεια της συμβατικής κοινωνίας», σημειώνει η Κατερίνα Καντσού στο ηλεκτρονικό περιοδικό Βακχικόν.
Η φύση της Νύχτας μόλις πριν από τα δάση, είναι ένα κολάζ από ένα μη ψυχολογικό παίξιμο. Στη σύλληψή του, θεωρείται ως a one man show, κάνοντας χρήση της μινιμαλιστικής θεατρικής έκφρασης. Οι ίδιοι γινόμαστε μάρτυρες ενός από τους πιο προκλητικούς μονολόγους στον κόσμο της λογοτεχνίας. Μια βροχερή νύχτα, ένας ξένος εμφανίζεται απ’ το σκοτάδι ψάχνοντας για καταφύγιο-ένας φτωχός κι εξαντλημένος άντρας.
Ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται: «αν το κείμενο μας παρείχε τις απαντήσεις, το θέατρο δε θα ήταν απαραίτητο».
«…Μερικές φορές μάλιστα είμαι καλά, πολύ καλά, να όπως τώρα, αν δεν την κοπανήσεις βέβαια και προλάβω, στην κόχη όμως του μυαλού μου υπάρχει πάντα σκέτη λύπη, τόσο που να μην ξέρω πώς να σ’ το πω, μ’ αυτήν την ιστορία επίσης που μπορεί και να την βαρεθείς (επειδή μπορεί σήμερα να’μαι ένα τίποτα, κάποτε όμως), και να την κοπανήσεις προτού να την πω, δεν είμαι λοιπόν ευαίσθητος τύπος, θα σκεφτόμουνα όμως κι εγώ δεν ξέρω τι, πως θα ‘θελα να ‘μαι σαν οτιδήποτε δεν είναι δέντρο, κρυμμένος σ’ ένα δάσος στη Νικαράγουα, σαν το μικρότερο πουλάκι που θέλει να πετάει πάνω απ’ τις φυλλωσιές, μ’ ένα γύρω παραταγμένους τους στρατιώτες να το σκοπεύουν με το πολυβόλο, να παραφυλάνε την παραμικρή του κίνηση, και αυτό που θέλω να σου πω, δεν είναι εδώ που θα μπορούσα να στο πω, πρέπει να βρούμε το χορτάρι που θα μπορούσαμε να ξαπλώσουμε, με όλο τον ουρανό πάνω απ’ το κεφάλι μας, και τη σκιά των δέντρων, ή ένα δωμάτιο τότε, να ‘χουμε όλο τον καιρό δικό μας…
…σηκώνομαι τώρα, διασχίζω τρέχοντας τους διαδρόμους, πηδάω τις σκάλες, βγαίνω έξω απ’ τον υπόγειο, και τρέχω, ονειρεύομαι πάλι μπύρα, τρέχω, μπύρα, μπύρα, σκέφτομαι: τι μπορντέλο, άριες της όπερας, γυναίκες, η παγωμένη γη, η κοπέλα με τη νυχτικιά, πουτάνες και νεκροταφεία, τρέχω και δεν μ’ αισθάνομαι πια, αναζητάω κάτι που να μοιάζει με χορτάρι μέσα σ’ αυτόν τον πολτό, περιστέρια πετάνε πάνω απ’ το δάσος και οι στρατιώτες τα σημαδεύουνε, ματσωμένοι ζητιανεύουνε, αλητάμπουρες ντυμένοι στην τρίχα στρώνουν στο κυνήγι ποντικούς, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ’ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ’ αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ’ αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πώς να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, βροχή, βροχή, βροχή…».
«Η ανάγκη να γράφεις δύσκολα εξηγείται. Είναι κάπως σαν τα ναρκωτικά νομίζω: αρχίζεις κατά τύχη, σου αρέσει και μετά δεν κάνεις δίχως αυτά, μολονότι δεν μπορείς να πεις αν πράγματι ευχαριστιέσαι. Όπως η ηρωίνη: δεν είναι η παρουσία της που σε ικανοποιεί, είναι η απουσία της που σε κάνει να υποφέρεις. […] Το καθαυτό επιτήδευμα δεν είναι να γράφεις καλύτερα, αλλά να βρίσκεις τρόπους να παρακάμπτεις τη δυσκολία του να γράφεις. […] Η πείρα πάντως, δεν σου επιτρέπει να γράφεις ένα έργο ευκολότερα απ’ το προηγούμενο. Επ’ αυτού, παραμένεις αρχάριος κάθε φορά που ξεκινάς. […] Αν γράψουμε ένα θεατρικό έργο, αν σκηνοθετηθεί και παιχτεί, είναι για να περάσουμε τη ζωή σε μιαν άλλη κατάσταση, να περάσουμε από την πραγματικότητα στο έργο τέχνης. […] Υπάρχει πολύ μεγάλη απομόνωση: είσαι μηχανικός ,εργάτης, επιστάτης και κριτής. Αναπόφευκτα, λοιπόν, γίνεσαι λίγο μισάνθρωπος, λίγο μυθομανής. Αλλά συμφιλιώνεσαι. Όπως και να ‘ναι, υπάρχει στο τέλος η απόλαυση να γλιστράς στην πλατεία, να βλέπεις τους ανθρώπους να κάθονται στα σκαλοπάτια, να μετράς τη διάρκεια του χειροκροτήματος. Το κοινό είναι πρωταρχικός και ύστατος στόχος μου, το πραγματικό μου κίνητρο. Η μεγαλύτερη αποτυχία μου θα ήταν να μην παιχτεί ένα έργο μου».
Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, γεννημένος σε μια μεσοαστική οικογένεια στο Μετς το 1948, ανακαλύπτει για πρώτη φορά τη μαγεία του θεάτρου στα 20 χρόνια του, συγκλονισμένος από την ερμηνεία της ηθοποιού Μαρί Καζαρέ στη Μήδεια. Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά να ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή θεατρικών έργων, εκδίδοντας τον μακρύ μονόλογο Η νύχτα πριν από τα δάση, που ανέβηκε στο φεστιβάλ Αβινιόν το 1977.
Γεννήθηκε, σε μια καθολική μεσοαστική οικογένεια και μαθήτευσε κοντά στους Ιησουίτες, των οποίων η σκέψη και η ρητορική, χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της εκπαίδευσης, θα επηρεάσουν τους διαλόγους των έργων που θα γράψει. Μεγαλώνει με μια πολύ αυστηρή μητέρα που του επιβάλλει τη Χριστιανική εκπαίδευσή της. Ο πατέρας του, στρατιωτικός, ήταν συχνά απών. Φοιτά στο Saint Clement College του Μετς, μαθαίνει πιάνο και αρμόνιο με τον Louis Thiry και το 1967 ξεκινά τις σπουδές του στη σχολή δημοσιογραφίας στο Στρασβούργο.
Το θέατρο του Κολτές είναι μία συνεχόμενη αναζήτηση με θέμα την επικοινωνία των ανθρώπων και βρίσκεται σε αντίθεση με τη γενιά της οποίας δημιούργημα είναι το θέατρο του παραλόγου.
Σε ηλικία 17 ετών εγκαταλείπει το Μετς. Το 1968 κάνει το πρώτο του ταξίδι στον Καναδά κι έπειτα στη Νέα Υόρκη. «Στα 18 μου ξέσπασα. Πολύ γρήγορα έφτασα στο Στρασβούργο, πολύ γρήγορα στο Παρίσι και πολύ γρήγορα στη Νέα Υόρκη, το ’68. Κι εκεί, ξαφνικά, η ζωή χίμηξε πάνω μου. Δεν υπήρξαν λοιπόν ενδιάμεσα στάδια, δεν είχα το χρόνο για να ονειρευτώ το Παρίσι, ονειρεύτηκα αμέσως την Νέα Υόρκη. Και η Νέα Υόρκη το ’68, ήταν πραγματικά ένας άλλος κόσμος».
Τον Φεβρουάριο του 1978 ταξιδεύει στη Νιγηρία και το καλοκαίρι με φθινόπωρο του ίδιου έτους ταξιδεύει στη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, το Μεξικό και την Αφρική. Κατά τη διάρκεια παραμονής του στη Γουατεμάλα γράφει δύο μικρές ιστορίες και αρχίζει τη συγγραφή του έργου Αγώνας νέγρου και σκύλων.
Τα έργα του Κολτές είναι από τα πλέον γνωστά και ο ίδιος βρίσκεται ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς θεατρικούς συγγραφείς του κόσμου, έχοντας δει όλα τα δημιουργήματά του να ανεβαίνουν επί σκηνής. Τα ταξίδια του στην Αφρική, και η μάχη της Αφρικανικής κουλτούρας με αυτήν της Ευρώπης, τον εμπνέουν και γράφει το έργο Μάχη νέγρου με σκύλους, ενώ μετά από ένα ταξίδι στην Αμερική γράφει τη Δυτική αποβάθρα, που καταπιάνεται με την ιστορία δύο αδελφών σε μια ξένη κουλτούρα. Ο ψυχοπαθής δολοφόνος Ρομπέρτο Τσούκο είναι η έμπνευση για το τελευταίο του έργο με τίτλο το όνομά του: Ρομπέρτο Τσούκο. Πέθανε το 1989 στο Παρίσι από AIDS.
Ο Κολτές έζησε μια ζωή αληθινά επαναστατική, έξω από τις συμβατικές κοινωνικές νόρμες, που τον βοήθησε βέβαια να γράψει ένα τόσο πρωτότυπο έργο, αλλά όντας αυτοκαταστροφικός το πλήρωσε με τη ζωή του, καθότι ήταν ένα απ’ τα πρώτα θύματα του ιού του aids του 20ου αιώνα.