You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Χάινριχ Μπελ, ένας ασυμβίβαστος ουμανιστής

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Χάινριχ Μπελ, ένας ασυμβίβαστος ουμανιστής

Ξαφνικά [όταν ηττήθηκε η Γερμανία] οι πάντες μετατράπηκαν σε δημοκράτες, ενώ μερικές μέρες νωρίτερα δήλωναν ανοιχτά ναζιστές!

 Όταν µε ρωτούν πώς ή γιατί γράφω αυτό ή το άλλο, έρχομαι πάντα σε δύσκολη θέση. Θα ήθελα πολύ να προσφέρω τόσο σ’ αυτόν που µε ρωτάει όσο και στον εαυτό µου µια διεξοδική απάντηση αλλά ποτέ δεν το καταφέρνω. Δεν μπορώ να ανασυνθέσω το πλαίσιο της δημιουργίας καθ’ ολοκληρίαν, ωστόσο μακάρι να μπορούσα, ώστε τουλάχιστον η δική µου λογοτεχνία να γίνει µια διαδικασία λιγότερο μυστηριώδης και περισσότερο απτή, σαν να φτιάχνεις γέφυρες και να ψήνεις ψωμί.

Χάινριχ Μπελ

 

Ο Τόμας Μαν [1875- 1955] γεννήθηκε σε μια ενοποιημένη Γερμανία ισχυρή, αλαζονική, εθνικιστική που υπάκουε στον Κάιζερ. Μια Γερμανία που αυτοθαυμαζόταν για την υπεροχή της. Ο Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος, όπως αποκλήθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος [1914-1918] γκρέμισε όλο αυτό το οικοδόμημα της ανωτερότητας, στο οποίο πίστευε μ’ όλη τη γερμανική ψυχή του ό ώριμος αστός συγγραφέας και το πιστοποίησε με τους Στοχασμούς ενός απολιτικού που είχαν έντονη εθνικιστική χροιά και κυκλοφόρησαν μάλιστα σε μια καταχρεωμένη, ηττημένη Γερμανία. Του πήρε αρκετό χρόνο και σκέψη να αποτινάξει αυτό το μοντέλο πολτικοϊδεολογικών απόψεων. Και πάλι όμως στην αρχή ήταν διστακτικός απέναντι στην άνοδο του Χίτλερ που δεν πίστευε πως θα επιβιώσει ενώ φοβόταν μήπως το καθεστώς που στηνόταν σιγά σιγά δεν σεβόταν τη θέση που κατείχε ως νομπελίστας και απαγόρευε τα βιβλία του και του στερούσε το γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό. Αυτός που ονειρευόταν να γίνει ο νέος Γκαίτε.

Και το καθεστώς δεν έκαψε αρχικά τα βιβλία του όπως του Μπρεχτ που ο Μαν μισούσε. Γύριζε γύρω γύρω από τον εαυτό του προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα αποκηρύξει τον παλιό εαυτό του.

Φυσικά οι καιροί διαμορφώνουν το χαρακτήρα και τις επιλογές ενός ανθρώπου κι ενός συγγραφέα. Οι μοίρες που τον είχαν προικίσει με ταλέντο και σοφία του έδειχναν το δρόμο ενός μεγάλου και αυτόν ακολουθούσε μέχρι την εξορία και το μακελειό του δεύτερου πολέμου.

Σαράντα δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Τόμας Μαν που γεννήθηκε στο Βορρά στη Βαλτική γεννιόταν ο Χάινριχ Μπελ [1917-1985] στην τέταρτη σε μέγεθος πόλη της Γερμανίας μετά το Βερολίνο, το Αμβούργο και το Μόναχο, την Κολωνία από αντιναζιστική καθολική οικογένεια. Αλλά υποχρεώθηκε να υπηρετήσει. Πολέμησε στο ρωσικό και σε άλλα μέτωπα στα έξι χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τραυματίστηκε αρκετές φορές και αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς. Γράφει στη γυναίκα του: «Μισώ την κόλαση της στολής. Μισώ τη στολή γενικά». Για να αντέξει τη ζωή στο μέτωπο εθίζεται στις αμφεταμίνες. Αρνείται να ενταχθεί στη χιτλερική νεολαία. Σιγά σιγά αποκηρύσσει και τον κατεστημένο καθολικισμό και την υποκρισία του, αλλά ποτέ τον αντιφασισμό.

Ο Χάινριχ Μπελ ανήκει σε άλλους ζοφερούς καιρούς από εκείνους που ανδρώθηκε και διαμορφώθηκε ο Τόμας Μαν, τη λεγόμενη γενιά των ερειπίων που βιώνει το τραύμα της εμπειρίας του καταστροφικού πολέμου: το βίωμα της κατάρρευσης –ηθικής, ιδεολογικής, κοινωνικής, πολεμικής– της άλλοτε ισχυρής Γερμανίας και από την άλλη της ηθικής διαφθοράς αποτέλεσμα της ανάγκης για επιβίωση, αλλά και του μόνιμου συναισθήματος της ενοχής που προκάλεσε το Ολοκαύτωμα κι ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας.

Με τα Εσύ Αδάμ πού ήσουν, Και δεν είπε ούτε λέξη και Το ψωμί των πρώτων χρόνων, επηρεασμένα από τις πολύ πρόσφατες εμπειρίες του μετώπου και των συνεπειών της ήττας καθιερώνεται ως ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ασκεί κριτική στην υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας και το ηθικό κενό που κρύβεται πίσω από το οικονομικό θαύμα. «Το 1959 δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση, κυκλοφορώντας το σπαρακτικό Μπιλιάρδο στις εννέα και μισή» σημειώνει εύστοχα ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης «ένα βιβλίο που καταγράφει τη ζωή μιας μεσοαστικής οικογένειας της Γερμανίας που δεν προσχωρεί ποτέ στον ναζισμό. Το βιβλίο στηρίζεται σε επαναλαμβανόμενους μονολόγους και σκέψεις, ξεφεύγει από τις συνήθεις νόρμες της πεζογραφίας της εποχής, αλλά και του ίδιου του Μπελ, αλλά κυρίως σοκάρει γιατί αποτελεί μια ωμή περιγραφή της προσχώρησης της γερμανικής κοινωνίας στο ναζισμό από την οπτική αυτών που δεν το έκαναν. Υπό αυτή την έννοια, η βάση του βιβλίου είναι αυτοβιογραφική».

Με αφορμή την ιστορία τριών γενεών της οικογένειας Φαίμελ, αρχιτεκτόνων σε μια πόλη της Ρηνανίας, ο Χάινριχ Μπελ βιογραφεί την ίδια τη Γερμανία. Το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1959 γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία, παρουσιάζει σε μια αριστοτεχνική σύνθεση τη μεγάλη εικόνα της γερμανικής «πραγματικότητας» κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο του ναζισμού και στις ύστερες επιβιώσεις του. Οι Φαίμελ, δημιουργοί όσο και καταστροφείς, αντιπροσωπεύουν με τη διττή τους αυτή υπόσταση μια θεμελιώδη αντίθεση, που ο Μπελ την ερμηνεύει μέσω των συμβολισμών του «αμνού» και του «βούβαλου»: τη σύγκρουση ανάμεσα στο άτομο με την ακηδεμόνευτη και ελεύθερη σκέψη, από τη μια, και τους καιροσκόπους «πολλούς» που ασκούν ή έστω αποδέχονται τη βία, από την άλλη.

Να λοιπόν που μ’ αυτό το σημαντικό βιβλίο ο Μπελ δικαιούται να ισχυρίζεται πως είναι ο αληθινός διάδοχος του Τόμας Μαν. Μια και αποτελεί πλέον τη φωνή της μεταπολεμικής Γερμανίας χωρίς ωραιοποιήσεις, δικαιολογίες και εξιδανικεύσεις.

 

Από τους δισταγμούς του Μαν στην απόλυτη στράτευση του Μπελ μεσολαβούν λοιπόν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι κι ένας μεσοπόλεμος που άλλαξαν το πρόσωπο της Γερμανίας πολιτικό ηθικό και λογοτεχνικό.

Ο Χανς ανακεφαλαιώνει σε διάστημα λίγων ωρών την αποτυχία της αισθηματικής και επαγγελματικής του ζωής. Καταφεύγει στα σκαλιά του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού σαν ζητιάνος, περιμένοντας (ή κάνοντας πως περιμένει) την επιστροφή της Μαρί, μιας γυναίκας την οποία αγάπησε κι έχασε και που εκείνη την ημέρα γυρίζει από το γαμήλιο ταξίδι της στη Ρώμη. Μακρύς μονόλογος χωρίς ψευδαισθήσεις, ανάμεικτος με προσωπικές μνήμες, που διακόπτεται μόνο από λίγες τηλεφωνικές συνομιλίες και μια σύντομη επίσκεψη του πατέρα: μια αφηγηματική φόρμα που ταιριάζει στην απόλυτη ένδεια του προσώπου, την ανικανότητά του να διεκδικήσει μια πλήρη μυθιστορηματική αλήθεια. Η αλήθεια του άλλου πολύ μελαγχολικού και σημαντικού μυθιστορήματος Οι απόψεις ενός κλόουν  [1963], που  δημιούργησε σκάνδαλο επειδή ασκούσε κριτική στην Καθολική Εκκλησία, παρότι ο ίδιος ήταν πιστός Καθολικός.

«Δοκίμασες να παρηγορηθείς με τον κάλπικο κυνισμό της αριστεράς. Μάταια. Μάταια θα δοκιμάσεις να σκανδαλιστείς και με τον νοθευμένο κυνισμό της δεξιάς. Υπάρχει μια όμορφη λέξη: Τίποτα. Μη σκέφτεσαι τίποτα. Ούτε το Κεφάλαιο ούτε τους καθολικούς. Σκέψου μόνο τον κλόουν που κλαίει στη μπανιέρα του και του χύνεται ο καφές στις παντόφλες».

Στις σελίδες αυτές θα γνωρίσουμε τη Λένι, μας διαβεβαιώνει ο αινιγματικός ανώνυμος αφηγητής του βιβλίου, που έχει αναλάβει να ανασυνθέσει τη βιογραφία της μέσα από τις ποικίλες μαρτυρίες των ανθρώπων που τη γνώρισαν. Ποια είναι όμως η Λένι; Μια απλή γυναίκα, χωρίς καμία φιλοδοξία ηρωισμού, που μεγάλωσε την εποχή της γιγάντωσης του ναζισμού στη Γερμανία, που έζησε τον πόλεμο και κατάφερε να επιζήσει, και τώρα, στη δημοκρατική μεταπολεμική Δυτική Γερμανία του ’60, βιώνει τα απόνερα μιας εποχής που μάλλον δεν είναι τόσο περασμένη όσο δείχνει.

Στο Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία, ένα κορυφαίο έργο του μοντερνισμού, την “κορωνίδα της δημιουργίας του Χάινριχ Μπελ”, σύμφωνα με τη διατύπωση της επιτροπής που του απένειμε το βραβείο Νόμπελ το 1972, αποτυπώνονται με ακρίβεια και σαρκασμό, με φαινομενική αφέλεια κι ωστόσο εκπληκτική εμβρίθεια, τα πεπρωμένα και οι επιλογές ενός λαού σε κρίση. Κάθε “μαρτυρία” φωτίζει τη ζωή όχι μόνο της Λένι αλλά και καθενός από τη χορεία εκείνων που την πλαισιώνουν στο “ομαδικό πορτρέτο”, τον αισθησιασμό, την ποταπότητα και τη μεγαλοσύνη της ανθρώπινης φύσης. Και απρόσμενα, σχεδόν μαγικά, βλέπουμε να αναδύεται ένα ακόμα πορτρέτο: το ψηφιδωτό μιας ολόκληρης ηπείρου – το πορτρέτο της Ευρώπης μας.

 

Με το βιβλίο αυτό αλλά και τη γενικότερη συγγραφική και ακτιβιστική δραστηριότητα του, καθώς και την άρνηση ν’ ακολουθήσει την αποδοχή της ανόρθωσης, του οικονομικού θαύματος, την απουσία τιμωρίας του ναζιστικού τραύματος ο Μπελ αποτελεί έναν μόνιμο δυσφημιστή του γερμανισμού για τους οπαδούς του εφησυχασμού, τους φιλισταίους, πριν όσο και μετά τον πόλεμο γι αυτό θεωρείται από τους δεξιούς κύκλους «φωνή του εχθρού».

Στη δεκαετία του 1970 η δεξιά λαϊκιστική εφημερίδα Bild του γνωστού κίτρινου συγκροτήματος Axel Springer του άνοιξε έναν ανηλεή πόλεμο εξαιτίας της  Χαμένης τιμής της Καταρίνα Μπλουμ, γραμμένης το 1974 που μιλά για  το κυνήγι μαγισσών που έχει ξεκινήσει στη Γερμανία με αφορμή τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Θα ταχθεί στο πλευρό της Ούλρικε Μάινχοφ και της RAF την εποχή της μεγάλης κρατικής καταστολής και των λευκών κελιών. Τότε λαβαίνει χώρα το κυνήγι μαγισσών που έχει ξεκινήσει στη Γερμανία με αφορμή τις τρομοκρατικές οργανώσεις.

Θα διακόψει οριστικά τις σχέσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και θα έρθει σε πλήρη ρήξη με τον καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ, που οργανώνει την πολιτική της μηδενικής ανοχής στους ακροαριστερούς κρατούμενους.

Η Κατερίνα Μπλουμ, μια νεαρή και ωραία οικιακή βοηθός, που έπειτα από σκληρή δουλειά έχει καταφέρει να αποκτήσει διαμερισμάκι και -μεταχειρισμένο- Φολκσβάγκεν, γίνεται άθελά της “πρόσωπο της ημέρας”: σ’ ένα αποκριάτικο πάρτυ, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Λούντβιχ Γκαίτεν που, όπως αποδεικνύεται, καταζητείται από την αστυνομία για διάφορα “εγκλήματα”. Έτσι η Κατερίνα βρίσκεται άξαφνα στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου -που εκπροσωπείται από την Εφημερίδα- και απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της απομένει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο Ταίτγκες.

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου ο Μπελ γράφει: «Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις αυτού του βιβλίου είναι φανταστικά. Αν όμως ο αναγνώστης διαπιστώσει κάποια συνάφεια στις δημοσιογραφικές μεθόδους που περιγράφονται με εκείνες της εφημερίδας Bild, ας έχει υπόψη του ότι αυτή η συνάφεια δεν είναι ούτε ηθελημένη ούτε ακούσια, αλλά απλά αναπόφευκτη».

«Τελευταία μου προξενούν ιδιαίτερη ανησυχία οι συνεχείς εκκλήσεις υπέρ του νόμου και της τάξης. Η ίδια η έννοια της ζωής είναι αντίθετη με τον νόμο και την τάξη. Στη ζωή υπάρχουν παιδιά και ηλικιωμένοι, έντιμοι και λωποδύτες, πλούσιοι και φτωχοί, ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι, ανακατεμένοι όλοι μαζί. Ιδανικό σκηνικό για τον νόμο και την τάξη είναι το νεκροταφείο. Οι νεκροί βρίσκονται σε απόλυτη τάξη και υπακούν σε όλους τους νόμους. Στην πραγματική ζωή, η πιο επιτυχημένη εφαρμογή αυτού του συνθήματος υπήρξαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, γι’ αυτό θα πρότεινα να είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί στην χρήση του. Η ναζιστική εποχή θα μπορούσε να υπάρξει μόνο στη Γερμανία, εξαιτίας μιας πνευματικής κατάπτωσης που προκλήθηκε από μια εκπαίδευση βασισμένη ακριβώς στην υπακοή σε κάθε νόμο και τάξη».

Αυτή η έκφραση ανησυχίας για το νόμο και την τάξη [«ανθρώπινο κρέας μυρίζει», έλεγε ο Ελύτης]  συνεχίζει δυστυχώς να ισχύει και στις μέρες μας χωρίς μάλιστα δημόσιους διανοούμενους του βεληνεκούς του Μπελ ή του Γκρας.

Σπάνιο είδος ο ουμανιστής Μπελ δε φοβήθηκε ούτε δίστασε να τα βάλει με κάθε τι που αντίκειτο στις αρχές του, τη Σοβιετική Ένωση για τη στάση της στην Ανατολική Ευρώπη, την υποκρισία της αριστεράς, , τον κυνισμό του κατεστημένου, την ανάδυση του μηδενισμού που κυριάρχησε στην εποχή του, τον κυνισμό και τον εφησυχασμό.

Όλοι οι ήρωες του είναι περιθωριακοί, ευάλωτοι, πληγωμένοι που αντιτίθεται στον πόλεμο, την εξουσία, την επίσημη ιδεολογία της ανοικοδόμησης, επισημαίνει η Ruth Vogel. Σ’ αυτήν την κατεστημένη ιδεολογία αντιπαραθέτουν  τις δικές τους αξίες, τον ανθρωπισμό, τον αντιμιλιταρισμό, την αλληλεγγύη, την άρνηση της λήθης του ναζιστικού παρελθόντος καθώς και μια πολύ προσωπική και ιδιαίτερη χριστιανική πίστη που του επέτρεψε την αυστηρή κριτική κατά της επίσημης εκκλησίας.

«Πολλοί συγγραφείς είναι ριζοσπαστικοί. Εγώ δεν είμαι, λόγω της ηλικίας μου και εξαιτίας του τρομερού μου φόβου απέναντι στη δημαγωγία», ισχυριζόταν.

Ο Χάινριχ Μπελ πέθανε στην Κολωνία στις 16 Ιουλίου 1985, σε ηλικία 67 ετών.

Σήμερα που συνεχίζει να εξαπλώνεται ο εκφασισμός της κοινωνίας και η απαξίωση της πολιτικής είναι τόσο επίκαιρος όσο –αλίμονο!- ήταν και στην εποχή του.

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.