[Ένας όχι και τόσο απαραίτητος πρόλογος:]
Ο κόσμος δε σέβεται ιδιαιτέρως ό,τι δεν έχει μια χρησιμοθηρική αξία χρήσης. Δε σέβεται επομένως κάτι που δε μοιάζει ολοκληρωμένο και παραδεκτό από γνωστική άποψη. Σίγουρα σέβεται πιο πολύ τη γνώση από τη φαντασία. Υποκλίνεται εμπρός στην αξία του διδακτισμού, της καθοδήγησης και της ηθικής επιταγής.
Επομένως ο κόσμος δε σέβεται και τόσο αυτό που αποκαλούμε λογοτεχνία η οποία δεν έχει σχέση με κάποια χρησιμοθηρική λειτουργία, με τη γνώση, την επιστήμη, την ηθική και οτιδήποτε άλλο εκτός της φαντασίας.
Γιατί η λογοτεχνία, δηλαδή η τέχνη του λόγου σέβεται μόνο τον εαυτό της. Επιβιώνει μέσα στα μελαγχολικά τοπία της ομίχλης και όχι στην αιθρία. Αγαπάει το αίνιγμα. Την αμφισημία. Την ηδονή που προσπορίζει κανείς από την ανάγνωση.
Η αφήγηση και η τέχνη της είναι ένα φετίχ αμφίπλευρο και για τον πομπό και για τον δέκτη. Τη λογοτεχνία ή την αγαπάς με πάθος ή σου διαφεύγει.
Ειδικά το παραμύθι που το βασικό συνθετικό της λέξης είναι ο μύθος, από τον οποίο γεννήθηκε ο κόσμος, είναι το βασικό στοιχείο της έναρξης της σχέσης του παιδιού με τον κόσμο πριν ακόμα μάθει να τον διαβάζει. Το παιδί που βρίσκεται σε αυτό το προεισαγωγικό στάδιο αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσω του ονείρου. Δεν είναι τυχαίο ότι βασική λειτουργία του παραμυθιού είναι το νανούρισμα του παιδιού δηλαδή να το οδηγήσει στην αγκαλιά του ονείρου, του ασυνειδήτου, της φαντασμαγορίας της φαντασίας κι ίσως αργότερα στην αγκάλη της λογοτεχνίας.
Οι συγγραφείς παραμυθιών που στην ουσία διασκευάζουν κατά το δοκούν παραδοσιακά λαϊκά παραμύθια επινοώντας καινούργιες εκδοχές τους είναι συγγραφείς που απευθύνονται σε όλους μικρούς και μεγάλους. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Σουίφτ ή ο Κάρολ, ο ΕΤΑ Χόφμαν ή ο Γκόγκολ, ο Περώ ή ο Άντερσεν πέρα από επιδέξιοι παραμυθάδες είναι μεγάλοι συγγραφείς.
Εξάλλου ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν δεν είναι αποκλειστικά συγγραφέας παραμυθιών αλλά και ποιητής και μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας και λιμπρετίστας και εικαστικός καλλιτέχνης [και διακεκριμένος ανθοδέτης].
Ωστόσο έγινε διάσημος για τα αριστουργηματικά Καινούργια ρούχα του βασιλιά, το ασχημόπαπο, τη σκιά, τον μολυβένιο στρατιώτη, τη μικρή γοργόνα, τη βασίλισσα του χιονιού, το κοριτσάκι με τα σπίρτα, την τοσοδούλα.
Πολλά κι ίσως τα πιο σημαντικά παραμύθια του Άντερσεν είναι βαθιά απαισιόδοξα και έχουν δυσάρεστο τέλος. Μερικά αποκαλύπτουν μια αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου και έχουν ένα σχεδόν λιγωτικά συναισθηματικό τέλος. Όλα, όπως άλλωστε όλα τα παραμύθια, ανήκουν στην εξαιρετικά δυσπρόσιτη κατηγορία της αλληγορίας που χρησιμοποιεί η μεγάλη λογοτεχνία και τα αρχετυπικά και πολυδιαβασμένα κείμενα που ανήκουν σ’ αυτήν, όπως η Βίβλος που περιέργως πώς δεν απευθύνεται σε παιδιά. Μάλλον είναι ακατάλληλη για τα παιδιά. Γιατί η Βίβλος περιέχει τον απαισιόδοξο Εκκλησιαστή, την ιστορία του Κάιν και του Άβελ, το τολμηρό ερωτογράφημα Άσμα Ασμάτων και άλλα «ακατάλληλα» αναγνώσματα για την παιδική ψυχή.
Αλλά γιατί η Κοκκινοσκουφίτσα, η Χιονάτη ή η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων για παράδειγμα είναι αναγνώσματα κατάλληλα για παιδιά;
Το ίδιο θα μπορούσε βέβαια να ισχύσει για την πολιτική παραβολή στην οποία ένα παιδί ανακαλύπτει πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός», αφού τον έχουν εξαπατήσει κάποιοι επιτήδειοι που του έχουν πουλήσει κάποιο αόρατο ένδυμα με μαγικές ικανότητες τάχα. Όπως και για το τέλος του κουτσού μολυβένιου στρατιώτη και της χάρτινης αγαπημένης του χορεύτριας που στέκεται στο ένα της μοναδικό πόδι που κάποιος που τους εκδικείται ρίχνοντας τους στη φωτιά όπου η μολυβένια καρδιά του χωλού στρατιώτη λιώνει από έρωτα και η καθαρίστρια την ανακαλύπτει στις στάχτες που κλήθηκε να καθαρίσει.
Ή η μικρή γοργόνα [1837]που εξαιτίας του έρωτά της για τον πρίγκιπα που του σώζει τη ζωή, αλλά χάνει τη ζωή της ως γοργόνα καθώς και την αθάνατη ψυχή της, ωστόσο αρνείται να σκοτώσει τον πρίγκιπα για να μπορέσει να ξανακερδίσει ό,τι έχασε δηλαδή να γυρίσει στον κόσμο του βυθού από όπου προερχόταν.
Στη Σκιά [1847]ένας νεαρός λόγιος από τις βόρειες χώρες, που υποφέρει από τον καύσωνα στο Νότο, ακούει τα βράδια από το απέναντι σπίτι μια υπέροχη μουσική και του φαίνεται πως βλέπει μέσα σε μια παράξενη λάμψη μια γοητευτική κοπέλα. Αντί να πάει μόνος του να λύσει το μυστήριο αυτής της ονειροφαντασίας στέλνει το alter ego του, τη σκιά του, η οποία επιστρέφοντας μετά από πολλά χρόνια λέει στον κύριό της ότι επισκέφθηκε τον προθάλαμο μόνο του οίκου της Ποίησης. Η σκιά αποσπάται εντελώς από τον κύριό της ανθρωποποιείται, γίνεται όλο και πιο ισχυρή αντίθετα με τον κύριό της που αρρωσταίνει και σιγά σιγά γίνεται υπηρέτης της και ζητά τη βοήθεια του κυρίου της για να κερδίσει την καρδιά της πριγκίπισσας. Όταν ο λόγιος απειλεί ν’ αποκαλύψει το μυστικό της σκιάς τον σκοτώνουν.
Το παραμύθι αυτό αποτελεί σχόλιο πάνω στο πραγματικό γεγονός της ταλαιπωρίας που έζησε ο Άντερσεν από τον καύσωνα του 1846 στη Νάπολη, αλλά και πάνω στο φαουστικής εμπνεύσεως διήγημα του Άντελμπερτ φον Σαμίσο Η αλλόκοτη ιστορία του Πέτερ Σλέμιλ [1814] στο οποίο ο ήρωας πουλάει τον ίσκιο του στο διάβολο κι όταν αποφασίζει να τον πάρει πίσω ανακαλύπτει πως δεν είναι τόσο εύκολο. Το αλληγορικό αυτό παραμύθι είναι κι ένα δείγμα του διχασμού προσωπικότητας του Άντερσεν.
«Είναι στο πλοίο ένας άνθρωπος που μοιάζει με καρικατούρα μου, είναι η τέλεια σκιά μου, μοιάζει με κινούμενη χαλκομανία, τον καημένο τον κοροϊδεύανε και τον σκιτσάρανε, νομίζω του λείπουν τα κάτω δόντια έμοιαζε εντελώς με σκιά», γράφει ο Άντερσεν στο Ημερολόγιό του το 1841.
Όταν αυτό το κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό παραμύθι δημοσιεύθηκε στη Δανία και τη Γερμανία κανείς δεν το κατανόησε σε βάθος.
Αργότερα αναγνωρίστηκε και μάλιστα διαχρονικά.
Ωστόσο ο σπουδαίος κριτικός Γκέοργκ Μπράντες αποδείχτηκε πιο διορατικός αναγνωρίζοντας σε αυτό το κείμενο «ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της δανέζικης λογοτεχνίας στο οποίο ο συγγραφέας, παρά την καλοπροαίρετη αισιοδοξία του, τόλμησε να δείξει τη φρικτότερη αλήθεια σε όλη της τη γύμνια»[1882].
Το Ασχημόπαπο [«αν βγήκες από αυγό κύκνου δεν πειράζει που γεννήθηκες σε κοτέτσι», το ασχημόπαπο, 1843] που βγαίνει από ένα ασυνήθιστα μεγάλο αυγό και φεύγει από το κοτέτσι για να πάψουν να το βασανίζουν, αλλά όπου κι αν πάει ό,τι κι αν κάνει πουθενά δεν μπορεί να ταιριάξει κι όταν απογοητευμένο προκαλεί τρεις περαστικούς κύκνους να το σκοτώσουν ανακαλύπτει πως έχει μεταμορφωθεί σ’ έναν πανέμορφο κύκνο.
Ο ίδιος ο Άντερσεν σε γράμμα του στον Γκέοργκ Μπράντες [1869] χαρακτήρισε το παραμύθι αυτό «αντικατοπτρισμό» της ζωής του.
Το άσχημο τέλος των παραμυθιών του ήταν εμπνευσμένο από την ίδια του τη ζωή.
Γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν , ήρθε στη ζωή στις 2 Απριλίου του 1805 στην πόλη Όντενσε της Δανίας. Μένει ορφανός από πατέρα στα έντεκα του χρόνια και κάνει διάφορες δουλειές για να τα φέρει βόλτα αυτός και η μητέρα του. Προσπάθησε να μάθει την τέχνη του πατέρα του αλλά μάταια, ενώ όταν αποφοίτησε από το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο για να μάθει την τέχνη αλλά η προσπάθεια δεν απέδωσε καρπούς.
Επειδή είχε ωραία φωνή, άρχισε να σπουδάζει μουσική, αλλά αρρώστησε ξαφνικά και έχασε τη φωνή του. Έτσι, το μόνο ταλέντο που του έμεινε ήταν το ταλέντο της ποίησης.
Το προσωπικό του καταφύγιο, για τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες που είχε, ήταν ένα μικρό κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε με τα ίδια του χέρια τις κούκλες, τις έντυνε και έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις με έργα κυρίως του Σαίξπηρ που απομνημόνευε με ιδιαίτερη ευκολία. Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει από κοντά το “παράξενο” αυτό αγόρι. Στη συνέχεια, τον έστειλε σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα.
Τελείωσε με ιδιαίτερη δυσκολία το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. «Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου», γράφει στην αυτοβιογραφία του. Στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Με μόνη περιουσία 30 φράγκα και με το όνειρο να γίνει ηθοποιός, δίνει εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή Θεάτρου από τις οποίες απορρίφθηκε επειδή ήταν «άσχημος και αδύνατος». Το 1822 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο που θα περάσει απαρατήρητο.
Έως το 1872, ο Άντερσεν γράφει τα πιο γνωστά και αγαπημένα παραμύθια των μικρών και μεγάλων του θαυμαστών.
Τον Μάρτιο του 1841 επισκέπτεται την Αθήνα. Παρά τις φοβίες του, δεν δίστασε να ταξιδέψει και να επισκεφτεί το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό και την Ακρόπολη, όπου ανέβαινε κάθε μέρα. Με ειδική άμαξα εξόρμησε στα χωριά των Μεσογείων, αλλά και τις πλαγιές της Πεντέλης.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα διακριθεί και στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Από το 1833 ως το 1857 πραγματοποιεί 29 ταξίδια σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, γνωρίζεται με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής και καταγράφει τις εμπειρίες του σε σειρά ταξιδιωτικών βιβλίων.
«Τι θα γίνει με εμένα; Ποια θα είναι η κατάληξή μου; Η δυνατή φαντασία μου θα με οδηγήσει στο άσυλο των τρελών και η οργή μου θα γίνει η αυτοκτονία μου. Πριν, αυτά τα δύο στοιχεία θα με έκαναν μεγάλο».
Όλοι οι βιογράφοι του Άντερσεν συμφωνούν ότι ο συγγραφέας δεν είχε ποτέ σεξουαλική επαφή στη ζωή του. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν ένιωθε σεξουαλική επιθυμία.
Ο Άντερσεν έγραφε στο ημερολόγιό του κάθε φορά που αυνανιζόταν και τις ημέρες που η εμπειρία ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, σημείωνε ένα σταυρό δίπλα στην ημερομηνία. Αρνούνταν όμως πεισματικά να συνευρεθεί με κάποια που δεν ήταν ερωτευμένος. Αλλά αυτές που ερωτευόταν τον απέρριπταν. Δεν ήταν ο άντρας που θα επιθυμούσε μια γυναίκα. Δεν ήταν ιδιαίτερα αρρενωπός. Ήταν άσχημος. Είχε μια δουλική συμπεριφορά.
Η σεξουαλική ζωή του, ήταν σκοτεινή και αδιευκρίνιστη. Ήταν μάλλον βαθιά καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος. Κάτι που επιμελώς απωθούσε. Είναι γνωστός ο έρωτάς του για ένα φίλο του ο οποίος όμως μάλλον δεν ευοδώθηκε. Πάντως επισκεπτόταν πορνεία, ιδίως στα πολυάριθμα τα ταξίδια του, αλλά δεν έκανε σεξ. Του άρεσε να κοιτά ηδονοβλεπτικά.
Στα έργα του, όχι μόνο στα παραμύθια, πάντως κυριαρχούν οι νεράιδες, οι πριγκίπισσες, τα ξωτικά.
Σε ένα από τα πολύ πρώιμα παραμύθια του, το Tallow Candle, Σπαρματσέτο στα ελληνικά, οι ερωτικοί συμβολισμοί είναι διάχυτοι. Η ιστορία αποκρυπτογραφείται ως μια κρυφή αυτοϊκανοποίηση, στην οποία το κερί συμβολίζει τον φαλλό και το λιωμένο λίπος το σπέρμα πάνω σε μια εκσπερμάτιση: «Η μια σταγόνα μετά την άλλη, όπως οι σπόροι μιας νέας ζωής, κυλούσαν πάνω στο κερί, μεγάλες και στρογγυλές, καλύπτοντας την παλιά βρωμιά με τη μάζα τους».
Το άγνωστο, μέχρι το 2012, παραμύθι το είχε αφιερώσει ο Άντερσεν στη χήρα ιερέα που έμενε απέναντι από το σπίτι της οικογένειας του…
Πολλοί βιογράφοι του, θεωρούν ότι ο Άντερσεν είχε σημαδευτεί ψυχικά από κάποιον ανεκπλήρωτο έρωτα, αφού οι επιλογές του στρέφονταν σε παντρεμένες ή πολύ νεώτερές του γυναίκες.
Ο Άντερσεν φοβόταν εμμονικά τις φωτιές· όταν ταξίδευε είχε πάντα ένα χοντρό σχοινί στα μπαούλα του, τόσο μακρύ ώστε να φθάνει για να το πετάξει από ένα παράθυρο 2ου ορόφου σε περίπτωση που το κατάλυμά του τυλιχτεί στις φλόγες!
Ο Μεγαλύτερος Παραμυθάς του κόσμου ήταν επίσης υποχόνδριος και απαιτητικός. Θαύμαζε τον Κάρολο Ντίκενς και οι δυο τους έτρεφαν μεγάλο σεβασμό ο ένας για τον άλλο· είχαν συναντηθεί αρκετές φορές, όμως όταν κάποτε ο Άντερσεν επισκέφτηκε τον βρετανό συγγραφέα στο Λονδίνο και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του, στο Γκαντς Χιλς Πλέις, διέμεινε για πέντε εβδομάδες και ένα πρωί του ζητήθηκε να φύγει· η σχέση του με τον Ντίκενς γκρεμίστηκε! Λέγεται ότι είχε ερωτευτεί τον πνευματικό πατέρα του Όλιβερ Τουΐστ και όταν αυτό έγινε αντιληπτό, τον εκδίωξαν κακήν κακώς.
Ο παππούς και ο πατέρας του είχαν προβλήματα σοβαρά με την τρέλα. Ο παππούς του έβγαινε στολισμένος με λουλούδια στο δρόμο και τραγουδούσε, ενώ ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει φανταζόταν τον εαυτό του αξιωματικό του Ναπολέοντα και φώναζε: «βγάλτε τα καπέλα σας ηλίθιοι όταν περνάει ο αυτοκράτορας». Ο Χανς Κρίστιαν γλίτωσε την τρέλα και μετά από πολλές απορρίψεις και αποτυχίες η μοίρα του φέρθηκε γενναιόδωρα και απέκτησε τη αναγνώριση και τη φήμη που του άξιζε.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ τον αξιοποίησε στα δικά του αλληγορικά παραμύθια, όπως στον Ευτυχισμένο πρίγκιπα [1888] και στο ξακουστό Ο ψαράς και η ψυχή του [1891].
Ο Φρόυντ αναφέρει τα Καινούργια ρούχα του βασιλιά [το περισσότερο διασκευασμένο παραμύθι του]στην Ερμηνεία των ονείρων ως παράδειγμα παρερμηνείας ονείρου σχετικά με τη γύμνια και την επιδειξιομανία. Ο Στρίντμπεργκ αναγνωριζόταν ως μαθητής του. Ο Γιενς Πέτερ Γιάκομπσεν αναφέρει έργο του στο περίφημο μυθιστόρημά του Νιλς Λυν. Ο γερμανός συγγραφέας της Έφη Μπριστ Τέοντορ Φοντάνε τον αναφερει σαν τον αγαπημένο του συγγραφέα. Ο Χέρμαν Έσε τον ξεχώριζε από παιδί λόγω της ιστορίας της ‘’μικρής θαλασσινής’’. Ο Μαγιακόφσκι νεαρός φουτουριστής ποιητής τον βρήκε ως σύμμαχο στην ουτοπική του επιθυμία στην συμφιλίωση των λαών. Ο Μίχαελ Μάαρ διατυπώνει την υπόθεση πως ο Πύργος του Κάφκα είναι επηρεασμένος από το παλάτι της Βασίλισσας του χιονιού. Ο Τόμας Μαν έλεγε πως από τα παραμύθια του Άντερσεν προτιμούσε το Μολυβένιο στρατιώτη. Ήταν το σύμβολο της ζωής του καθώς έλεγε. Ο ήρωας της Λολίτας του Βλαδίμηρου Ναμπόκωφ Χούμπερτ Χούμπερτ χάρισε στη Λολίτα του για τα δέκατα τρίτα της γενέθλια «έναν πολυτελή τόμο της Μικρής γοργόνας του Άντερσεν με ταιριαστή και όμορφη εικονογράφηση».
Φαντάζομαι πως η Λολίτα δαγκώνει ελαφρώς το μεσαίο δάχτυλο διαβάζοντας το Ασχημόπαπο ή τη Μικρή Γοργόνα ή τη Βασίλισσα του χιονιού ώσπου της έρχονται δάκρυα στα μάτια καθώς το δάχτυλο που δάγκωνε άρχισε να ματώνει. Αυτή είναι και η οριστική δικαίωση του Άντερσεν η εκδίκησή του με έναν τρόπο.