Αν και κοιτούσε τη ζωή από μια κάποια απόσταση ως παρατηρητής παρά ως συμμέτοχος του καθημερινού βίου, ήταν ωστόσο κοινωνικός υπέρ του δέοντος. Ίσως γιατί φοβόταν μήπως τον κυριεύσει η ανία, μήπως βουλιάξει στο τέλμα της κατάθλιψης που απειλεί τους συγγραφείς.
Γι αυτό – ω της υπερβολής! – μια χρονιά, λένε οι κακές γλώσσες, δέχτηκε 140 προσκλήσεις σε δείπνο και τις αποδέχτηκε όλες. Αυτός ήταν ο Χένρυ Τζαίημς, όχι κάποιος τυχαίος, αλλά ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους της εποχής του και όχι μόνο. Που οδήγησε το μυθιστόρημα στην πιο λεπτή, την πιο ακραία εκλέπτυνση. Μέγας στυλίστας, επιδέξιος τεχνίτης, άψογος παρατηρητής της πραγματικότητας την οποία όμως έβλεπε δι’ εσόπτρου, από αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν point of view και μεις άποψη, γνώμη ματιά και εντέλει οπτική γωνία.
«Όπως ο πίνακας», έλεγε στο περίφημο δοκίμιό του Η Τέχνη της Μυθοπλασίας, «είναι πραγματικότητα έτσι και το μυθιστόρημα είναι ιστορία».
Ο Χένρυ Τζαίημς πίστευε πως δεν υπάρχει λογοτεχνικό έργο μεγάλης πνοής χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο.
Ιδού κι ένας ορισμός του μυθιστορήματος που προτείνει στο προαναφερθέν δοκίμιό του: «Μυθιστόρημα είναι μια προσωπική άμεση εντύπωση της ζωής. Εδώ πριν απ’ όλα τ’ άλλα βρίσκεται η αξία του – η οποία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη αναλόγως προς την ένταση αυτής της εντύπωσης».
Ο Χένρυ Τζέημς [ Henry James, 15 Απριλίου 1843 – 28 Φεβρουαρίου 1916] θεωρείται πια σήμερα ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 19ου αιώνα και ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Ο Τζέημς πειραματίστηκε με το αφηγηματικό ύφος του μυθιστορήματος και διείσδυσε σε θέματα που έχουν να κάνουν με τη συνείδηση και την αντίληψη του ατόμου. Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του εξωτερικεύονται και παραθέτουν τη δική τους εκδοχή για τη σειρά των πραγμάτων.
Ήταν επίσης ένας από τους θεμελιωτές της κριτικής των λογοτεχνικών έργων και παρότρυνε τους άλλους συγγραφείς, να παρουσιάζουν την άποψή τους για τον κόσμο μέσα από τα έργα τους.
Έζησε σαράντα χρόνια στην Αγγλία και τα μυθιστορήματά του αναφέρονται συχνά σε Αμερικανούς και στις σχέσεις τους με την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους.
Ο Τζέημς γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Υπήρξε γόνος πλουσίων Αμερικανών διανοουμένων.
Ο πατέρας του, θεολόγος και φιλόσοφος, ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγιους στην Αμερική του 19ου αιώνα και ήταν οπαδός του Σβέτεμποργκ. Ο πρεσβύτερος αδελφός του ήταν ο ψυχολόγος, φιλόσοφος και καθηγητής στο Χάρβαρντ Ουίλλιαμ Τζέημς, θεωρητικός του πραγματισμού. Η αδελφή του Άλις ήταν κι αυτή συγγραφέας.
Ο Τζέημς ταξίδεψε στην Ευρώπη σε πολύ μικρή ηλικία και μαθήτευσε πλάι σε φημισμένους εκπαιδευτικούς της εποχής. Οι γονείς του είχαν διαλέξει γι αυτόν μια εκπαίδευση που ήταν έξω από το πλαίσιο της μαζικής παιδείας κατά τα πρότυπα των περασμένων αιώνων, τότε που οι γόνοι των διαφόρων ελίτ διδάσκονταν κατ’ οίκον.
Ο Τζαίημς γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως η κλίση κι ο προορισμός του δεν ήταν η νομική, αλλά η λογοτεχνία.
Δεν είχε ερωτικές αλλά φιλικές και… επιστολικές σχέσεις με τις γυναίκες. Δεν είχε κάποια σύντροφο. Δεν έκανε οικογένεια ούτε παιδιά. Φαίνεται πως και εδώ ντυνόταν το ρόλο του παρατηρητή. Δεν είναι περίεργο που στα μυθιστορήματά του απέφευγε να αναφερθεί στις σεξουαλικές σχέσεις των ηρώων του. Μιλώντας σε μια φίλη του για το γάμο της έλεγε: «Έτσι όπως είμαι σήμερα, νιώθω αρκετά ευτυχισμένος και αρκετά δυστυχισμένος και δε θέλω να προσθέσω τίποτα σε κανένα δίσκο της ζυγαριάς».
Ήταν ψηλός, σωματώδης, γεροδεμένος, ευτραφής και εντελώς φαλακρός. Έδειχνε καλοζωισμένος και ακτινοβολούσε υγεία. Είχε ένα τρομακτικά διεισδυτικό βλέμμα που οι άνθρωποι το φοβόντουσαν, γιατί καταλάβαιναν πως τους ακτινογραφούσε αντί απλά και μόνο να τους κοιτά.
Ήταν πολύ σχολαστικός και ψείριζε τα μυθιστορήματά του ως την τελευταία λεπτομέρεια. Έτρεμε μήπως πέσει ακόμη και σε μια ασήμαντη ανακρίβεια ή σε κάποιο λάθος. Είχε λαχτάρα για τη σαφήνεια αλλά ο λόγος του δεν ήταν ευθύς, αλλά περιφραστικός, έμμεσος και κάποιες φορές σκοτεινός.
«Εκείνο το καημένο το γύναιο είχε κάτι από τη χάρη των πτωμάτων», είχε πει για μια άσχημη ηθοποιό αντί να περιοριστεί στο επίθετο που τη χαρακτήριζε.
Σπάνια θύμωνε κι ακόμη σπανιότερα εξέφραζε τον θυμό του. Κρυβόταν πίσω από το κοινωνικό του προσωπείο, από την ευπρεπή κοινωνική συμπεριφορά και δεν παραβίαζε ποτέ το σαβουάρ βιβρ.
Ωστόσο είχε τις συμπάθειές του και φυσικά τις αντιπάθειες. Μια από τις πρώτες ήταν ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, του οποίου το έργο θαύμαζε, αν και ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες και συγγραφείς. Αντίθετα αντιπαθούσε το στιλ και τη φήμη της Τζαίην Ώστιν και γενικότερα του λεγόμενου μικροαστικού βικτωριανού μυθιστορήματος της Ώστιν, του Θάκεραιη ή της Τζωρτζ Έλιοτ, αλλά στην εξέλιξη της λογοτεχνικής πορείας του δεν του ξέφυγε, όταν το πάθος του για τη μορφική τελειότητα τον οδήγησε στην εκζήτηση, την περιπλοκότητα, την ασάφεια και τον ερμητισμό.
Αν και πέρασε με άνεση από το ρεαλισμό στο νατουραλισμό και κατέληξε στο μοντερνισμό με το αριστουργηματικό Τι ήξερε η Μέιζυ. Όπου η πεντάχρονη Μέιζυ μετά το διαζύγιο των γονιών της γίνεται αντικείμενο οικονομικού διακανονισμού, δοχείο πικρίας και των δύο, “δέμα” που στέλνεται από τον έναν στον άλλον ανάλογα με το πώς βολεύουν οι παραστάσεις. Την τρυφερότητα που δεν της προσφέρουν οι γονείς της η μικρή τη βρίσκει όταν και οι δύο ξαναπαντρεύονται: η μητριά και ο πατριός νοιάζονται για το κορίτσι, ωστόσο το χρησιμοποιούν και αυτοί ως συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους.
Ο συγγραφέας αναλύει σύνθετες ψυχολογικές καταστάσεις σ’ ένα εντυπωσιακά σύγχρονο έργο, μια «τρομερή περιπέτεια ενηλικίωσης», κατά τον Borges.
Ο Χένρυ Τζαίημς δημιούργησε στενή φιλία με τον Ιβάν Τουργκένιεφ που τον έμπασε στην παρέα του προσφιλή του Φλωμπέρ και του προστατευόμενού του Μωπασάν. Ενώ αργότερα γνώρισε τον Ζολά, τους αδελφούς Γκονκούρ, τον Ντωντέ. Του άρεσε να συναναστρέφεται τον Μπράουνινγκ, τον Μπουρζέ, τον Αμερικανό ζωγράφο Τζων Σίνγκερ Σάρτζεντ, τον Γουέλς, τον Κίπλινγκ, την Ήντιθ Γουώρτον η οποία μάλιστα του είχε χαρίσει τα χρήματα από τα δικαιώματα κάποιου βιβλίου της και φρόντισε να μην το μάθει εκείνος.
Δεν πολυσυμπαθούσε τον Τζόζεφ Κόνραντ αν και θαύμαζε το έργο του, γιατί τον θεωρούσε έναν Πολωνό πεσιμιστή αλλά συναντιόταν συχνά μαζί του και μιλούσαν γαλλικά ανταλλάσοντας φιλοφρονήσεις. Απέφευγε όμως πάντα τον νεότερό του Φορντ Μάντοξ Φορντ.
Αλλά εκείνον που αντιπαθούσε σφοδρά ήταν ο Ουάιλντ γιατί αυτός τον σνόμπαρε και τον καταρράκωνε με την ευφυΐα του, αλλά και γιατί τα έργα του γέμιζαν τα θέατρα όπου παίζονταν, ενώ στα δικά του δεν πάταγε… θεατής. Τον αποκαλούσε ξιπασμένο ηλίθιο, φουκαρά αγροίκο, ρυπαρό κτήνος πράγμα που σημαίνει πως η αποστροφή του άγγιζε τα όρια της απέχθειας.
Όσοι τον γνώριζαν τον θυμούνται σαν έναν τετραπέρατο, ζωντανό, συνετό, υπερδραστήριο άνθρωπο, πολύ ομιλητικό, μάλλον ευπροσήγορο, κάπως νευρικό που έκανε όλο χειρονομίες, αλλά και ήρεμο συνάμα, φλεγματικό. Πάντως στους περισσότερους γινόταν αμέσως συμπαθής.
Κρατιόταν μακριά από την πολιτική χωρίς να είναι αδιάφορος για την ελευθερία, την χειραγώγηση των ανθρώπων από την εξουσία, την καταπίεση ή τα επαναστατικά κινήματα της εποχής του, αλλά δεν είχε παρά μια γενική εποπτεία γι αυτά. Ήταν συγγραφέας που έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για τους ήρωές του τις σχέσεις μεταξύ τους καθώς και την ένταξή τους στο περιβάλλον και την εποχή που τους ετοίμαζε.
Έδινε μεγαλύτερη σημασία στη ζωή και την τέχνη του καλλιτέχνη παρά στη χώρα που ζούσε και δημιουργούσε.
Ο Φλωμπέρ είπε για τον πόλεμο του 1870: «Αν είχαν διαβάσει την Αισθηματική Αγωγή μου δεν θα είχε συμβεί κάτι παρόμοιο», αναφέρει σε σχόλιό του ο Έζρα Πάουντ ο οποίος λέει ακόμα: «Οι καλλιτέχνες είναι οι κεραίες της φυλής, εντούτοις οι άξεστοι ποτέ δε θα μάθουν να εμπιστεύονται τους μεγάλους καλλιτέχνες. Καθήκον του καλλιτέχνη είναι να βοηθήσει την ανθρωπότητα να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της. […] Έχω απαυδήσει ν’ ακούω μικρότητες όσον αφορά το ύφος του Χένρυ Τζαίημς. Δεν έχω ακούσει ωστόσο λέξη σχετικά με τον Χένρυ Τζαίημς εχθρό της τυραννίας. […] Ολόκληρο το Στρίψιμο της Βίδας αναφέρεται στην ανθρώπινη ελευθερία, τα δικαιώματα του ατόμου ενάντια σε κάθε είδους δουλεία». Αναφέρει ακόμα ο Πάουντ τον αγώνα που έκανε ο Χένρυ Τζαίημς για να φέρει κοντά την Αμερική και την Αγγλία. Τους Αμερικανούς και τους Άγγλους να αλληλοκατανοήσουν οι μεν τους δε.
Αυτό ακριβώς είναι που απασχολεί και τον Τ.Σ. Έλιοτ που λέει: «ο Χένρυ Τζαίημς είναι ένας συγγραφέας δύσκολος για τους Άγγλους αναγνώστες επειδή είναι Αμερικανός και δύσκολος για τους Αμερικανούς επειδή είναι Άγγλος». Και ο Πάουντ και ο Ελιοτ ξέρουν πολύ καλά τι λένε αφού εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, την Αμερική, και δημιούργησαν το έργο τους στην Ευρώπη, όπως ακριβώς και ο Τζαίημς.
Στα έργα του ο Τζαίημς συχνά αντιπαραβάλει χαρακτήρες από τον Παλαιό Κόσμο (Ευρώπη), που είναι γοητευτικός, αλλά και διεφθαρμένος και από τον Νέο Κόσμο (Ηνωμένες Πολιτείες) που είναι μεν πιο ανέμελος, αλλά συνάμα και πιο συντηρητικός. Με αυτόν τον τρόπο εξερευνά τη διαφορά ανάμεσα σε προσωπικότητες και πολιτισμούς. Ηρωίδες του ήταν συχνά νεαρές Αμερικανές γυναίκες που είχαν πέσει θύματα καταπίεσης ή κακοποίησης.
Ο Έλιοτ πάλι ισχυρίζεται βάσιμα πως ο Τζαίημς «δεν μας πρόσφερε κάποιο στιλ για να το μιμηθούμε, αλλά ένα απαιτητικό όραμα ώστε αναγκαστικά να φτάσει στο ανώτατο όριο φροντίδας και ακρίβειας για σαφή έκφραση. Δεν μας πρόσφερε ιδέες αλλά έναν άλλο κόσμο σκέψης και αισθήματος και διαθέτει βάθος και εγκυρότητα που μπορεί θαυμάσια να μας χρειαστεί στο μέλλον».
Οι μελετητές χωρίζουν το έργο του σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται ως τα χρόνια μαθητείας του, προς το τέλος των οποίων έγραψε το αριστουργηματικό Πορτρέτο μιας κυρίας. Το ύφος του είναι απλό και άμεσο καθώς πειραματίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τις αφηγηματικές μεθόδους, εξιστορώντας τα γεγονότα με συμβατικό τρόπο.
Στη δεύτερη περίοδο, εγκατέλειψε το μυθιστόρημα και από το 1890 έως περίπου και το 1897, έγραψε διηγήματα και θεατρικά έργα. Τέλος, στην τρίτη και τελευταία του περίοδο, επέστρεψε στο μυθιστόρημα. Προς το τέλος της δεύτερης περιόδου, εγκατέλειψε τις άμεση εξιστόρηση των γεγονότων και άρχισε να περιγράφει με λεπτομερή τρόπο τον τόπο και το χώρο, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη μια σειρά από εικόνες. Μεγάλες αλλαγές παρατηρούνται τόσο στη μορφή του κειμένου όσο και στη σύνταξη των προτάσεων.
Εστιάζοντας με το έργο του, την προσοχή του αναγνώστη στην συνείδηση και τις σκέψεις των σημαντικότερών του χαρακτήρων, ο Τζέημς προμηνύει την εξέλιξη της μυθοπλασίας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Το ύφος των έργων του κατά την τρίτη περίοδο είναι δυσκολότερο σε σχέση με εκείνο των άλλων δυο.
Το πιο ώριμό του μυθιστόρημα Το Χρυσό Κύπελλο, δυστυχώς αμετάφραστο στα ελληνικά, αποτελεί μια πολύπλοκη και βαθιά μελέτη στο θέμα του γάμου και της απιστίας.
Ενώ τα γνωστότερα και δημοφιλέστερα διηγήματα του είναι η Ντέιζυ Μίλλερ του 1878 και Το Στρίψιμο της βίδας του 1898.
Το πρώτο αφηγείται την ιστορία μιας Αμερικανίδας που απορρίπτει το φλερτ ενός πονηρού άνδρα και το δεύτερο είναι μια ιστορία φαντασμάτων με αμφιλεγόμενο χαρακτήρα και ιδιαίτερη δυναμικότητα στην αφήγηση, που έχει να κάνει με τη γκουβερνάντα δυο ανήλικων ορφανών που αρχίζει να έχει οράματα για τα οποία δεν είναι σίγουρο αν είναι αληθινά ή προϊόντα της φαντασίας της.
Από το 1905 μέχρι και το 1915, οι επισκέψεις του στην Αμερική έγιναν πιο συχνές, αλλά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τον ανάγκασε να διακόψει τα υπερατλαντικά του ταξίδια και να παραμείνει στην Αγγλία. Την ίδια χρονιά έλαβε την αγγλική υπηκοότητα για να τιμήσει τη χώρα που τον φιλοξενούσε και για να ασκήσει κριτική στην αμερικανική κυβέρνηση που δε θέλησε να λάβει μέρος στον πόλεμο. Τον Δεκέμβριο του 1915 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε στο Λονδίνο τρεις μήνες αργότερα. Το σώμα του αποτεφρώθηκε και η τέφρα του μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τάφηκε στο οικογενειακό κοιμητήριο στο Κέιμπριτζ.
Ο Λήβις λέει πως ο Τζαίημς έχει την αίσθηση της ζωής δίνοντάς μας από το ένα χέρι την αλήθεια κι από το άλλο το κλειδί που ανοίγει τον λαβύρινθο της συνείδησής μας.
Ενώ ο Τζωρτζ Όργουελ γράφει το 1948, στην μεταπολεμική πια εποχή, την εποχή που άρχιζε ο Ψυχρός Πόλεμος στο δοκίμιό του οι Συγγραφείς και ο Λεβιάθαν ότι «δεν είναι δυνατό πια σήμερα να έχει κάποιος μοναδικό σκοπό του την λογοτεχνία όπως ο Τζόυς και ο Τζαίημς», υπονοώντας ότι στον καιρό του δεν ήταν νοητή άλλη λογοτεχνία εκτός από αυτή της πολιτικής κινητοποίησης.
Βοηθήματα: