You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Έμιλυ Ντίκινσον, η εκκεντρική ερημίτισσα

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Έμιλυ Ντίκινσον, η εκκεντρική ερημίτισσα

Δεν ξέρω τίποτα στον κόσμο τόσο ισχυρό όσο μια λέξη.

Μερικές φορές γράφω μία και κάθομαι μετά και την κοιτάζω ώσπου

ν’ αρχίσει ν’  αστράφτει.     Ε. Ντίκινσον

 

 

Η μεγάλη, όπως γνωρίζουμε σήμερα, ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον που μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν αποτελούν το μείζον ζεύγος Αμερικανών ποιητών του 19ου αιώνα γεννήθηκε στο Άμερστ μια ασήμαντη πολίχνη της Νέας Αγγλίας που αριθμούσε τότε 2000 κατοίκους. Είχε όμως κι ένα Πανεπιστήμιο. Ιδρυτής της ήταν κάποιος πρόγονός της αφού η οικογένειά της ήταν η επιφανέστερη της πόλης. Μόνο εκείνη ήταν αφανής, σιωπηλή και μοναχική.  Το χωριό της είχε τόσο λίγους κατοίκους που σε ήξεραν σε έκριναν και σε έβαζαν στη θέση σου ιδίως αν ήσουν γυναίκα –ήταν καθορισμένη η θέση σου σ’ αυτήν την πουριτανική κοινωνία: καλή ως κόρη, θεοσεβούμενη ως σύζυγος, προορισμένη να κάνεις οικογένεια, να μεγαλώσεις τα παιδιά σου σύμφωνα με τις αρχές του προτεσταντισμού, να μείνεις μακριά από τις σαρκικές απολαύσεις. Αν παρ’ ελπίδα ‘έδινες δικαιώματα’ τότε σε σχολίαζαν αρνητικά σου φόρτωναν τον επιθετικό προσδιορισμό εκκεντρική ή ανορθόδοξη και έπρεπε να τιμωρηθείς. Ίσως η Έμιλυ γλίτωσε την τιμωρία, λόγω της ισχυρής οικογένειάς της, αν και είχε συχνά προστριβές μαζί της για το τι λέει ο κόσμος που τη θεωρούσε παραβατική. Οι συγκρούσεις με την οικογένεια δεν πέρναγαν όμως τους τοίχους του σπιτιού της. Εκεί στο εσωτερικό του η Έμιλυ  ήταν καλά προφυλαγμένη. Ο μυστικοπαθής βίος που έζησε ήταν μια επιπλέον προφύλαξη. Σε μια τέτοια κοινωνία που ψάχνει λυσσωδώς γι αποδιοπομπαίους τράγους δεν είναι δύσκολο να βρεθείς στο ικρίωμα.

Ας αφήσουμε εκείνο το: αφού δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά… Δεν  είχε κρατηθεί μακριά μόνο από τη ζωή – αν ζωή ήταν αυτό που είχαν ετοιμάσει οι άλλοι γι αυτήν-, αλλά και την τέχνη της.

Αν δεν υπήρχε το κουτσομπολιό θα ξέραμε ακόμα λιγότερα για τη ζωή και την πολιτεία της Έμιλυ, αν υποθέσουμε ότι γνωρίζουμε με σιγουριά κάτι περισσότερο από τις καταγραφές του ληξιαρχείου [υπερβολικά μιλώντας]: Πότε  γεννήθηκε: την 10η Δεκεμβρίου 1830 και πότε πέθανε: 55 χρόνια, 5 μήνες και 5 ημέρες αργότερα, την 15 Μαΐου 1886.

Συνήθιζε να φορά  ένα άσπρο φόρεμα πολύ απλό: βαμβακερό πικέ ύφασμα, χαλαρή γραμμή χωρίς έντονη μέση, με πλισέ τελείωμα, δώδεκα μαργαριταρένια κουμπιά, επίπεδο γιακά και μια τσέπη στον δεξιό μηρό. Το κολάρο, τα μανίκια, οι πιέτες και η τσέπη είναι στολισμένα με δαντέλα.

Ο συγγραφέας Thomas Wentworth Higginson, την πρώτη φορά που την είδε, θυμόταν τον τρόπο που μπήκε στο δωμάτιο: το απαλό της περπάτημα, την ξέπνοη φωνή της, τα καστανά μαλλιά της, τις δύο μαργαρίτες που του προσέφερε και το πανέμορφο λευκό της φόρεμα. Ντυμένη στα λευκά εμφανιζόταν μετά τα τριάντα της. Το ήξεραν όλοι. Κι εκείνη γνώριζε πως την κουτσομπόλευαν γι αυτό. Αστειευόμενη κάποια μέρα έκανε γνωστό πως θα φορούσε ένα καφέ φόρεμα εκείνη την ημέρα.

Κάποιοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι το λευκό φόρεμα της Dickinson μπορεί να υποδηλώνει την παραίτηση, την καθαρότητα, την πνευματική αφοσίωση, τη διαφυγή από τον καθημερινό κόσμο ή την έντονη αφοσίωση στην τέχνη. Αυτό το άσπρο φόρεμα είναι τόσο προσωπικό, τόσο οικείο και εκφράζει κυριολεκτικά το ποια ήταν.

Δεν ήταν ως φαίνεται δύσκολο να σκανδαλίσεις την ολιγομελή αυτή πουριτανική κοινότητα ακόμα και με ένα απλό λιτό, λευκό φόρεμα. Εξάλλου έβγαινε τόσο σπάνια από το σπίτι της -ίσως εξαιτίας μιας «ιδεοψυχαναγκαστικής επιταγής» ή «φοβικής διαταραχής – που ήταν αδύνατο οι έξοδοί της να περάσουν απαρατήρητες. Οι κουτσομπόληδες κι οι κουτσομπόλες έβρισκαν θέμα να σχολιάσουν και θυμόντουσαν με την ευκαιρία κάποιες απουσίες από την εκκλησία.

Όλοι αυτοί οι αυστηροί επικριτές δε γνώριζαν και δεν έμαθαν ποτέ την κρυφή αφοσίωσή της στην ποίηση, το μόνο πράγμα που έδινε νόημα στη ζωή της. Η Ντίκινσον δεν είχε φροντίσει ποτέ να εκθέσει στα μάτια των γύρω της αυτή την τόσο αποκλειστική της αγάπη. Μετά το θάνατό της η αδελφή της Βίνι [Λαβίνια] ανακάλυψε σ’ ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς 1.100 περίπου ποιήματα καθαρογραμμένα σε αυτοσχέδια τεύχη από διπλωμένα φύλλα χαρτιού αλληλογραφίας και άλλα 700 σε διάφορα στάδια επεξεργασίας. Όσο ζούσε δημοσιεύτηκαν μόλις 10 εξ αυτών κι αυτά αλλοιωμένα για να ταιριάζουν στον τρόπο που πίστευαν πως έπρεπε να γράφουν τότε οι γυναίκες, χωρίς η ίδια να δώσει την έγκρισή της.  Η Λαβίνια ως το 1899 που πέθανε αφιερώθηκε στην έκδοση των ποιημάτων που ανακάλυψε. Η Ντίκινσον δεν είχε αφήσει κανένα θεωρητικό κείμενο για το πώς έβλεπε το έργο της ούτε καμιά οδηγία για την κατάταξή του των ποιημάτων αυτών – πράγμα που δυσκόλευε το έργο που είχε αναλάβει η αδελφή της.

Πέρασαν εβδομήντα ολόκληρα χρόνια από το θάνατό της και μόλις το 1955 έχουμε την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση 1.775 ποιημάτων, την οποία ακολούθησε σαράντα τρία χρόνια αργότερα μια ακόμα αναθεωρημένη το 1998. Τα 1.046 γράμματά της τυπώθηκαν το 1958.

Ένας «εσωτερικός εμπρησμός», όπως τον ορίζει ο Ερρίκος Σοφράς, ένας από τους καλύτερους μεταφραστές της, αγνώστου προελεύσεως την οδήγησε στη δημιουργία 1.116 ποιημάτων, δηλαδή στα δύο τρίτα του έργου της σε οκτώ χρόνια [1858-1865]. Το 1863 συγκεκριμένα υπολογίζεται πως έγραφε σχεδόν ένα ποίημα την ημέρα. Ύστερα η φλογερή αυτή γονιμότητα υποχώρησε πολύ αλλά η Ντίκινσον έγραφε με ετήσιο πλέον μέσο όρο 26 ποιήματα ως το τέλος. «Δεν έχω άλλο σύντροφο στο παιχνίδι».

Όπλο Γεμάτο – στάθηκε η Ζωή μου –

Στις Γωνιές – ωσότου μια Φορά

Πέρασε ο Κάτοχος – με γνώρισε –

Και μαζί του Με πήρε μακριά –

Και σε Βασιλικά Δάση πλανιόμαστε –

Κι Ελάφια τώρα κυνηγάμε –

Και όποτε μιλάω στ’ όνομά Του

Αμέσως τα Βουνά απαντούν –

Κι όταν χαμογελώ, εγκάρδιο φέγγος

Επάνω στην Κοιλάδα απλώνει –

Θαρρείς κι όψη ενός Βεζούβιου

Αφήνει τη χαρά της να φανεί –

[μετάφραση Ερρίκου Σοφρά «Εμιλυ Ντίκινσον, 44 ποιήματα και 3 γράμματα», Το Ροδακιό 2005].

 

 

Κατόρθωσε, λέει ο Χάρολντ Μπλουμ, να «επιδείξει την πιο πρωτότυπη διάνοια απ’ οποιονδήποτε άλλον ποιητή της Δύσης αρχίζοντας από τον Δάντη, αν εξαιρέσουμε τον Σαίξπηρ» και της δίνει ζηλευτή θέση στον κανόνα του.

«Δεν ήταν», λέει ένας βιογράφος της «η αφοσιωμένη μαθήτρια κανενός». Την έθρεψαν και την ενέπνευσαν η Βίβλος και τα έργα του Σαίξπηρ. Απορρίπτοντας έναν εκδικητικό θεό και τον αποκλειστικό του Παράδεισο και δυσπιστώντας απέναντι στη θεϊκή φύση του Ιησού παρέμεινε σκεπτικίστρια, [«Το Πρόσωπό σου / θα έσβηνε το πρόσωπο  του Ιησού»] αν και δεν έφτανε τον πλήρη αγνωστικισμό της Τζωρτζ Έλιοτ που θαύμαζε και για το έργο της [Μίντλμαρτς], όπως και την Έμιλυ Μπροντέ [Ανεμοδαρμένα Ύψη], ενώ είχε απολαύσει το έργο της αδελφής της Τζέην Έυρ.

«Όλοι θρησκεύονται – εκτός από μένα –  και απευθύνονται σε μια έκλειψη, κάθε πρωί- που ονομάζουν Πατέρα».

Τα Γράμματά της πυκνά, κατάμεστα από μεταφορές και μετωνυμίες πλησιάζουν πολύ την ποιότητα των ποιημάτων της.

 

Μέσα στην Πρόζα μ’ έκλεισαν –

Όπως τότε που μικρό Κορίτσι

Στην Ντουλάπα μ’ έβαζαν –

Γιατί «ακίνητη» έπρεπε να μένω –

Ακίνητη! Αν κρυφοκοιτούσαν –

Θα βλέπαν το Μυαλό μου – να γυρίζει –

Πουλί σαν να ’χαν περιορίσει

Για Προδοσία – στην Αυλή –

Αυτό δεν έχει παρά να θελήσει

Εύκολα σαν ένα Αστέρι

Της Φυλακής του τα Δεσμά να λύσει –

Και να γελάσει τόσο – Όσο κι Εγώ –

 

[μτφρ. Χάρη Βλαβιανού από το Αυτό είναι το γράμμα μου στην Οικουμένη, 160 ποιήματα, Πατάκης 2021]

 

Τίτλους δεν έβαζε ποτέ στα ποιήματά της η Ντίκινσον. Ωστόσο μερικά έτσι ολιγόστιχα που είναι και ελλειπτικά μοιάζουν μ’ ένα μακροσκελή τίτλο χωρίς ποίημα.

 

Ίδια βαραίνουν ο Θεός/ κι ο νους στο ζύγι, δίχως/ να ξεχωρίζουν [μτφρ. Διον. Καψάλης]

 

Με τον πατέρα της είχε μια δύσκολη σχέση. Ο Έντουαρντ Ντίκινσον, επιφανής πολίτης του Άμερστ, διακεκριμένος δικηγόρος, ισόβιος ταμίας του κολεγίου του Άμερστ, συνήθως μακριά από το σπίτι, λιγομίλητος, δυσπρόσιτος έμοιαζε στα μάτια της Έμιλυ αυστηρός. «Αυτή η ακινησία του Χώρου που ονομάζω Πατέρα». Σιγά σιγά η απόσταση έγινε σεβασμός και προς το τέλος λατρεία. Όταν τον έχασε θα πει: «Η καρδιά του ήταν αγνή κα τρομαχτική και νομίζω πως άλλη σαν αυτή δεν υπάρχει». Η μητέρα της αντίθετα ήταν μια θαμπή φιγούρα, εξαρτημένη από τα τρία της παιδιά, αλλά με αδύναμο νευρικό σύστημα, κατάκοιτη από ημιπληγία πολλά χρόνια  [ την φρόντιζαν οι δυο της κόρες] έκαναν την Έμιλυ να πει: « Ποτέ δεν είχα μητέρα. Νομίζω η μητέρα είναι εκείνη που γυρεύουμε όταν είμαστε ταραγμένοι». Έμεινε με την αδελφή της  τη Λαβίνια που έμεινε κι αυτή άγαμη: «Δεν έχει Πατέρα και Μάνα, αλλά μόνο εμένα, κι εγώ δεν έχω γονείς παρά μόνο αυτή». Κι η Λαβίνια ήταν αυτή που αφιέρωσε στην αδελφή της και την έσωσε από τη λήθη.

«Πουλιά, δέντρα, φυτά, νερά, πέτρες, άνθρωποι, το χώμα – όλα γίνονται μέρη ενός πρωτοφανούς μεταφυσικού εγχειρήματος, μιας πυκνής υφής διανοημάτων που διαδραματίζονται μέσα στον πυρήνα του λυρικού «εγώ» κι έχουν ως σταθερή αναφορά τη θνητότητα», ισχυρίζεται ο Διονύσης Καψάλης, οποίος επιμένει πως «κατά τρόπο εξωφρενικά διαυγή» η ποίησή της πραγματεύεται την αθανασία. Τι άλλο ήταν αυτή η μετάθεση σε μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων της που λοξά επιδίωξε η Ντίκινσον έτσι επιμελημένα που τ’ άφησε πίσω της. Η Ντίκινσον, όπως το βλέπω αρνήθηκε να δημοσιεύσει εν ζωή για να κερδίσει την αθανασία. Το ίδιο περίπου ακούγεται η επιταγή του ετοιμοθάνατου Κάφκα στον Μπροντ να τα κάψει τα ανέκδοτα έργα του.

Τα μεγάλα τραπέζια που διαθέτουν οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτα με τα έργα της και ό, τι γράφτηκε γι αυτά και γύρω τους κάθονται νεώτερες γενιές που απολαμβάνουν ή μελετούν το έργο της.

Θα ξέρω το γιατί – όταν θα ‘ρθει το πλήρωμα του Χρόνου –

Και θα ’χω πάψει ν’ απορώ γιατί-

Αφού ο Χριστός την κάθε οδύνη θα εξηγήσει

 

Όσο για τον αδελφό της τον  «αδερφό Πήγασο», υπήρξε για την Ντίκινσον μια σχέση έντονα συναισθηματική και πνευματική. «Νομίζω ότι, όσο μεγαλώνουμε, λείπουμε ο ένας στον άλλο πιο πολύ, γιατί δε μοιάζουμε σχεδόν με κανένα, και γι’ αυτό εξαρτιόμαστε περισσότερο ο ένας από τον άλλον, για να βρούμε χαρά» , του έγραφε.

Το πρώτο ποίημα που έφτασε ως εμάς το γράφει στα είκοσί της. Γράμματα όμως έχει αρχίσει να γράφει από τα δώδεκα, και συνέχισε χωρίς διακοπή μέχρι τις τελευταίες της μέρες (σώθηκαν πάνω από χίλια, αν και πολλά χάθηκαν ή σκόπιμα καταστράφηκαν). Όσο κυλούν τα χρόνια, η αλληλογραφία γίνεται όλο και πιο πολύ κομμάτι της ζωής της. Είναι ένας άλλος  τρόπος έκφρασης γι αυτήν, αλλά και ο μοναδικός, από ένα σημείο κι έπειτα [αφού αραίωσε κι άλλο τις εξόδους της], τρόπος επικοινωνίας με τον κόσμο.

Συνήθιζε να ταχυδρομεί γράμματα στα οποία ενσωματώνει ποιήματά της. Η συχνή χρήση παύλας, οι έμμετρες προτάσεις και οι εσωτερικές τους ομοιοκαταληξίες, «όλα τείνουν προς την αμφισβήτηση μιας αυστηρής ειδολογικής διαφοράς ανάμεσα στην ποίηση και στον πεζό της λόγο».

[η λέξη πεθαίνει, όταν την πεις]

Η ποίησή της, δραματική, αμφίσημη και ειρωνική, αν και θα μπορούσε να ταιριάξει στο κλίμα που καλλιέργησε ο μοντερνισμός.  Ωστόσο Πάουντ και ο Έλιοτ φαίνεται πως την ‘φοβήθηκαν’ και την αποσιώπησαν. [Στο περιοδικό του Έλιοτ The Criterion δημοσιεύτηκαν,  Ο Archibald MacvLeish βρίσκει τη φωνή της άμεση και δραματική, «τυπικά νεωτερική». Η Amy Lowell την είχε θεωρήσει πρόδρομο της νεώτερης ποίησης και υπόδειγμα για το κίνημα του εικονισμού.

 

Ο Robert Frost (1874-1963) ήταν από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές της. Ο William Carlos Williams (1883-1963), αν και μαθήτευσε στην ποίηση του Whitman, θαύμαζε την οικονομία και την ελλειπτικότητα των στίχων της, ονομάζοντάς την «προστάτισσα αγία» του, ενώ η Marianne Moore (1887-1972) επηρεάστηκε από τις λεκτικές της επιλογές και τις ανατροπές στη σύνταξη. Η πεζογράφος Gertrude Stein (1874-1946) ομολογούσε την πνευματική της συγγένεια.

Ο Wallace Stevens (1897-1955) και ο Hart Crane (1899-1932)επηρεάστηκαν βαθιά από την ποίησή της.

Υπάρχουν όσον αφορά την προσωπική της ζωή και τις φιλικές και ερωτικές της σχέσεις της ένας άντρας τουλάχιστον και μάλιστα πάστορας που εικάζεται πως τον ερωτεύτηκε και η Σούζαν Γκίλμπερτ που μάλλον η φιλία τους είχε και ερωτικό χαρακτήρα και την οποία φρόντισε να παντρέψει με τον αδελφό της. Έτσι έμεναν σε διπλανά σπίτια. Αλλά η Σούζαν ενθουσιώδης στην αρχή έχασε το ενδιαφέρον της λόγω του θανάτου του επτάχρονου γιού της Γκίλμπερτ Ντίκινσον με τα πλούσια ξανθά του μαλλιά που έκλαψε κι η Έμιλυ. Μια ακόμη φίλη με την οποία είχε ερωτικοπνευματική σχέση ήταν η Μέιμπελ Τόντ.

 

Δέξου το Τραγούδι

Αδέξιο – σπασμένο –

Ο θάνατος στρίβει τις χορδές –

Δεν έφταιξα –

 

 

O Κόσμος—μοιάζει Σκονισμένος

Σα σταματάς για να Πεθάνεις—

Γυρεύεις—τότε—τη Δροσιά—

Με τις Τιμές—δε θ’ ανασάνεις —

 

Σαν Ξεψυχάς—δε θες Σημαίες—

Μόνο το πιο μικρό Ριπίδι

Που όμως Δροσίζει—σα Βροχή—

Αν Χέρι φίλου το αναδεύει—

 

Εκεί θα είμαι να Φροντίσω

Όταν θα ’ρθεί η δική σου Δίψα—

Και Βάλσαμα από την Ύβλα—

Πάχνες της Θεσσαλίας, θα σου φέρω

[μτφρ. Ε. Σοφρά]

Από το 1883 η υγεία της  κλονίζεται. Ως το 1885 που θα της χτυπήσουν την πόρτα της τα πρώτα συμπτώματα της νεφρικής ανεπάρκειας που ένα χρόνο θα την στείλουν στην αγκαλιά του θανάτου δε θα νιώθει καλά.

«Μεσημέρι πριν από οχτώ Σάββατα, έφτιαχνα ένα γλυκό […] όταν είδα να πλησιάζει μια μεγάλη σκοτεινιά, και μέχρι αργά τη νύχτα δεν καταλάβαινα τίποτε άλλο […] Μετά αρρώστησα βαριά και έφερα στους άλλους μεγάλη αναστάτωση, τώρα όμως στέκω στα πόδια μου. Ο γιατρός μιλά για ‘εκδίκηση των νεύρων’. Μα τι άλλο να τα έχει πειράξει εκτός από το Θάνατο;», γράφει το 1884 στις 14  Ιουνίου. Το 1885: «Βγαίνεις από μια Άβυσσο και ξαναβυθίζεσαι μετά. Αυτό είναι η Ζωή». Το 1886: «Αρρώστησα βαριά δυο φορές κι ύστερα χειροτέρεψα, και είμαι στο κρεβάτι από το Νοέμβριο».

Κόντρα στην επώδυνη νεφρική ανεπάρκεια, κόντρα στην προϊούσα νευρική της κατάσταση θα συνεχίσει να γράφει ολιγόλογα γράμματα και κάποια όψιμα ποιήματα αν και ο γιατρός της έχει απαγορεύσει «Βιβλία και Σκέψη». Η κατάστασή πλέον είναι μη αναστρέψιμη. Θα μείνει κατάκοιτη για μήνες στο σκιερό της δωμάτιο. Θα έχει ένα  δύσκολο θάνατο που θα τη βρει στις 15 Μαΐου του 1886.

Τέσσερις μέρες αργότερα λίγοι θα αντιλαμβάνονταν πως από την πίσω πόρτα του σπιτιού, όπως η ίδια είχε θελήσει, έβγαζαν την Έμιλυ Ντίκινσον σε λευκό φέρετρο.

Λίγη ώρα πριν, στη μεγάλη σάλα του κάτω πατώματος, δύο φίλοι ιερείς διάβασαν αγαπημένα της εδάφια από τη Βίβλο, και κάποιος που της στάθηκε σε δύσκολη στιγμή απάγγειλε το «Δεν έχω εγώ δειλή ψυχή» της Εμιλυ  Μπροντέ. «Μέσ’ απ’ τα χτήματα της οικογένειας και τα όλο φτέρες μονοπάτια έξι Ιρλανδοί εργάτες του σπιτιού μετέφεραν το σώμα της κι από κοντά, οι λίγοι εκείνοι που δέθηκαν μαζί της, με προορισμό το κοιμητήρι της μικρής πόλης». Μέσα στο φέρετρο η Έμιλυ κρατούσε στα χέρια της δύο ηλιοτρόπια.

Κάποιοι – εργάζονται για την Αιωνιότητα –

Οι Περισσότεροι ωστόσο για το χρόνο –

«Βλέπω τις λέξεις της  ν’ απλώνουν μια υπέροχη γαλήνη», θα πει ο βιογράφος της Ρίτσαρντ Sewall, «Τρανές δέσμες ηλιόφωτο για πολλές καρδιές μες στα σκοτάδια».

Μεταπολεμικά, όταν η ποίηση θα μιλά για την ψυχική διάλυση και την πνευματική αγωνία, το έργο της θα έρθει οριστικά στο προσκήνιο.

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.