You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ερρίκος Χάινε, ένας ρομαντικός αντι-ρομαντικός

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ερρίκος Χάινε, ένας ρομαντικός αντι-ρομαντικός

Συλλογίζομαι τη Γερμανία μες στη νύχτα και μένω ξάγρυπνος, δεν μπορώ πλέον να κλείσω τα μάτια μου και κλαίω με δάκρυα καυτά.

Ερρίκος Χάινε

 

Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, ο δημοφιλής κριτικός λογοτεχνίας, σε άρθρο του για την Περίπτωση Χάινε  «ο Νίτσε δεν ήταν μικρόθυμος ούτε μικροπρεπής», ώστε δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναγνωρίσει την αξία του Γερμανοεβραίου ποιητή,  δοκιμιογράφου και δημοσιογράφου, δηλώνοντας στην αυτοβιογραφία του Ecce Homo: «Την ύψιστη έννοια  του λυρικού ποιητή μου την έδωσε ο Ερρίκος Χάινε. Άδικα ψάχνω να βρω όμοια γλυκιά και περιπαθή μουσική στα βασίλεια των χιλιετηρίδων. Αυτός κατείχε τη θεϊκή εκείνη κακία χωρίς την οποία δεν μπορώ να διανοηθώ ποίηση εντελεχή. Και πώς χειρίζεται τη γερμανική γλώσσα!».

 

Ο Χάινε και ο Νίτσε είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν κι οι δυο παρεξηγημένοι. Για τον Νίτσε ένα μέρος αυτής της παρεξήγησης, όχι αμελητέο κατά πάσα πιθανότητα, τον βαραίνει μέχρι σήμερα. Ο Χάινε επειδή ήταν Εβραίος, σοσιαλιστής και δεν μασούσε τα λόγια του πλήρωσε τα επίχειρα αυτής της «παρεξήγησης» με μια κατηγορία για προδοσία που τον εξανάγκασε σε πολύχρονη εξορία στη  Γαλλία, όπου συνέγραψε την εξαιρετικά σημαντική μελέτη Η Ρομαντική Σχολή όπου επιδίδεται σε μια δυναμική κριτική στον ρομαντισμό, στην ύστερη φάση του οποίου θα μπορούσε κανείς να τον τοποθετήσει. Φυσικά όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις δύσκολα θα τον κατέτασσε κάποιος σε μια τεχνοτροπία όπως ο ρομαντισμός  που είχε τους φανατικούς εκπροσώπους του αλλά και κάποιους όπως ο Γκαίτε ή ο Σίλερ που βρίσκονταν ανάμεσα στον κλασικισμό και στο ριζοσπαστικό κίνημα Srurm und Drang [Θύελλα και Ορμή] που είχε ως βάση του τον ρομαντισμό.

Μιλώντας στο πρώτο από τα τρία βιβλία [μέρη] της εν λόγω μελέτης για την μονοκρατορία του Γκαίτε ισχυρίζεται: «Ο Γκαίτε φοβόταν κάθε συγγραφέα που ξεχώριζε για την ανεξαρτησία και την πρωτοτυπία του, κι από την άλλη επαινούσε και εξυμνούσε κάθε ασήμαντο και απνευμάτιστο γραφιά. Κι αυτό το έκανε σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά ήταν σαν πιστοποιητικό  μετριότητας το να σε έχει επαινέσει ο ο Γκαίτε». Ενώ διατείνεται πως παρά τα όσα όφειλε ο Γκαίτε στους αδελφούς Σλέγκελ  που ήταν αυτοί που ξεκίνησαν τη σπουδή του έργου του τους παραμέρισε δείχνοντας αχαριστία. «Ο Γκαίτε», παρατηρεί ο Χάινε, «έμοιαζε, στον τρόπο που σκεπτόταν αλλά και στη μορφή με τον μεγάλο Δία».

Σε άλλο σημείο της Ρομαντικής Σχολής διατυπώνει την άποψη πως ο Καθολικισμός θέλει «να νεκρώσει τη σάρκα για να υπερυψώσει το πνεύμα» με αποτέλεσμα να έρθει στον κόσμο η αμαρτία και η υποκρισία.  «Διδάσκοντας ότι κάθε γήινο αγαθό είναι κολαστέο και επιβάλλοντας άκρα ταπείνωση και αγγελική υπομονή, έχει γίνει το πιο δοκιμασμένο στήριγμα του δεσποτισμού».

Παρακάτω διαπιστώνει επαναφέροντας το θέμα: «Η θρησκεία και η υποκρισία είναι δίδυμες αδελφές και μοιάζουν, οι δυο τους, τόσο πολύ που κάποτε δεν μπορείς να διακρίνεις τη μία από την άλλη. Ίδια μορφή, ντύσιμο και γλώσσα».

Ο Χάινε ήταν στην ουσία, όσον αφορά την πολιτική του τοποθέτηση και την πνευματική του συγκρότηση, παιδί του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης. Ήταν επαναστατημένος και  προοδευτικός ανοιχτός στις νέες ιδέες. Γι αυτό και αγκάλιασε τον κομμουνισμό που έκανε την εμφάνισή του στα χρόνια που εκείνος βρισκόταν στο Παρίσι, όπου η διαμονή του εκεί θα τον γοητεύσει με την ελευθερία του πνεύματος που επικρατούσε, την ανεξιθρησκία και την ποιότητα της διανόησης της πόλης.

Ο Χάινε είναι ο πρώτος διάσημος συγγραφέας και διανοούμενος που περιγράφει προφητικά αναλύοντας τη σημασία αλλά και τους κινδύνους του κομμουνισμού επιδοκιμάζοντας τους κοινωνικούς του στόχους αλλά αμφισβητεί τους ισοπεδωτικούς καταναγκασμούς που επέβαλλε στον τομέα της τέχνης και της επιστήμης.

Και ήταν πολύ ευαίσθητος απέναντι σε όποιο εμπόδιο στην ελευθερία έκφρασης. Είχε άλλωστε λογοκριθεί αγρίως στη Γερμανία, ώσπου του απαγορεύουν να γράφει όπως και σε μέλη του κινήματος Νεαρή Γερμανία. Κι αυτό επειδή είχε εκφραστεί ενάντια στην Παλινόρθωση του Μέτερνιχ και είχε πάρει ανοιχτά θέση υπέρ των νέων δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Η σύγκρουση αυτή με τις αρχές τον κάνει να πάρει την απόφαση να φύγει για τη Γαλλία το 1931, παρόλο που η λογοτεχνική του φήμη αυξανόταν.

«Στο λουτρό δεν μπορεί κανένας να ξεχωρίσει ποια είναι η κυρία και ποια η καμαριέρα».

 

Ο Χάινριχ Χάινε γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ στις 13 Δεκεμβρίου του 1797. Η οικογένειά του ήταν γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν έμπορος. Η μητέρα του, γυναίκα καλλιεργημένη, θαύμαζε τον Ρουσσώ και τον Γκαίτε. Από νωρίς, διέκρινε στο παιδί της τα πνευματικά του χαρίσματα. Ωστόσο, η παράδοση της οικογένειας τον ήθελε να σπουδάσει. Έτσι, ο πλούσιος τραπεζίτης θείος του ανέλαβε τις σπουδές του. Θα σπουδάσει νομικά. Το 1825 μάλιστα, θα ανακηρυχθεί διδάκτωρ του Δικαίου.

Ο τραπεζίτης θείος θα τον πιέσει να εργαστεί για εκείνον. Όμως ο Χάινριχ Χάινε θα αντιληφθεί πως δεν έκανε ούτε για το επάγγελμα του δικηγόρου αλλά ούτε και για τραπεζικός υπάλληλος. Θα φύγει έτσι από τη Γερμανία. Θα περιπλανηθεί για έξι χρόνια σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, διωγμένος ουσιαστικά από την πατρίδα του.

«Πολλοί παλιάνθρωποι προσπαθούν να καλύψουν τις βρώμικες πράξεις τους με την αφοσίωσή τους στα συμφέροντα της θρησκείας ή με την αυστηρή ηθική τους ή με την αγάπη για την πατρίδα τους».

 

Στο Παρίσι θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί Γάλλους και ξένους ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος, αλλά κι ανθρώπους του ριζοσπαστισμού και της επανάστασης. Έτσι, ο Λιστ, ο Σοπέν, ο Μπελίνι, αλλά και Βίκτωρ Ουγκώ, ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο Κάρολος Μαρξ, η Γεωργία Σάνδη θα γίνουν φίλοι και συνοδοιπόροι του. Με τον Μαρξ θα συνδεθεί με στενή φιλία αλλά και κοινή πολιτική μοίρα. Με την Γεωργία Σάνδη είχε επίσης αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση.

Στο Παρίσι θα ζήσει θυελλώδεις έρωτες απ’ τους οποίους θα εμπνευστεί και θα γράψει τα ερωτικά του ποιήματα. Το 1834 θα γνωρίσει τη σύζυγό του Ματθίλδη με την οποία θα ζήσει αρμονικά.

Ήταν οι δυο τους τόσο ερωτευμένοι,

έκλεβε αυτός κι αυτή τσίλιες φυλούσε,

έστηνε κόλπα αυτός και ξαπλωμένη

εμπρός στα πόδια του αυτή γελούσε,

όλο γελούσε.

 

Τις μέρες πέρναγαν με γλέντι και χαρά,

στην αγκαλιά του κάθε νύχτα την κρατούσε.

Όταν του βάλανε στα χέρια σίδερα,

αυτή μπρος στο παράθυρο γελούσε,

όλο γελούσε.

 

Της στέλνει μήνυμα : πεθαίνει αν δεν τη δει,

να της μιλήσει για στερνή φορά ποθούσε.

Όταν της έφεραν το γράμμα του, αυτή

κουνώντας το κεφάλι της γελούσε,

όλο γελούσε.

 

Η ώρα έξι την αυγή, του κόψαν τον λαιμό.

Η ώρα επτά, μέσα στη γη πια κατοικούσε.

Αυτή όμως κιόλας στις οχτώ

ρουφώντας κόκκινο κρασί γελούσε,

όλο γελούσε   [μτφρ. Λάμπρος Λαρέλης]

Ο Καρυωτάκης που ως γνωστόν είχε κάνει  μερικές αριστουργηματικές μεταφράσεις ποιημάτων , από τα γαλλικά και τα γερμανικά, ενταγμένες μάλιστα στις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές του, είχε μεταφράσει και τρία ολιγόστιχα ποιήματα του Χάινε:

Τώρα ανοιξιάτικο καθώς

Ανάβρυσες απ’ την καρδιά μου,

Πέτα, τραγούδι μου, στο φως,

Πέτα τριγύρω και μακριά μου.

 

Ως τη χαρά της εξοχής

την ηχηρή χαρά σου φέρε,

κ’ ένα τριαντάφυλλο αν ιδείς,

πες του από μέρους μου το χαίρε.

 

Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,

μα δίχως γι αυτό να μιλήσουν.

Με  μίσος αλλάζανε βλέμματα,

κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

 

Εχώρισαν έπειτα, φύγανε,

Μες στ’ όνειρο μόνο ειδωθήκαν.

Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:

εμίσησαν ή αγαπηθήκαν;

 

Το ποιητικό έργο του Χάινε είναι επηρεασμένο τα πρώτα χρόνια της συγγραφής από τον Γερμανικό ρομαντισμό. Το αίσθημα και η υπερβολή του είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των νεανικών του στίχων. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι απλή γιατί θέλει να απευθυνθεί στον απλό κόσμο. Μιλά για τον έρωτα, τη ζωή και την ελευθερία με λόγια της παράδοσης. Το λυρικό στοιχείο επικρατεί. Η ποίηση του Χάινριχ Χάινε είναι βιωματική και ίσως αυτοανοφορική.

Με διάθεση να εξομολογηθεί, ποιητικά πάντα, τα βιώματά του, μοιάζει να κάνει μια ενδοσκόπηση. Σταδιακά ωστόσο, θα στραφεί προς τον ρεαλισμό, οδηγούμενος και από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Θα στραφεί κατά του Γερμανικού μεσαίωνα και θα ασπαστεί πλήρως τις αρχές και της ιδέες του Διαφωτισμού και της ελεύθερης βούλησης.

Συλλογές του όπως Βιβλίο των τραγουδιών (1827), Λυρικό ιντερμέδιο ( 1822/23), Επιστροφή στην πατρίδα (1823/24), ενσαρκώνουν το πολυσχιδές και ανεξάντλητο πνεύμα του. Ήταν πολυγραφότατος και εκτός από τον λυρισμό, η ειρωνεία αλλά και το χιούμορ έχουν ιδιαίτερη θέση στο έργο του. Η επίδρασή του υπήρξε μεγάλη στην ευρωπαϊκή αλλά και στην ελληνική λογοτεχνία. Στα ελληνικά μεταφράστηκε πολύ γρήγορα και αμέσως έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Έπαιξε ίσως ρόλο σ’ αυτό ότι υπήρξε καταδιωκόμενος, αλλά άρεσαν επίσης πολύ τα ερωτικά του ποιήματα. Η περίφημη Λορελάη μεταφράστηκε 15 φορές από ισάριθμους μεταφραστές. Δεν είναι μόνο οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη υψηλού επιπέδου αλλά και πολλές από τις άλλες όπως, μεταξύ άλλων, του Παλαμά, του Βιζυηνού, του Αντώνιου Μάτεσι, του Άγγελου Βλάχου, του Μαλακάση, του Καρθαίου, του Σημηριώτη, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Άρη Δικταίου. Υπήρξε αντικείμενο φιλολογικής έρευνας από τον Κ.Θ. Δημαρά και τον Γιώργο Βελουδή.

ΟΤΑΝ

Όταν έρχεται ο Απρίλης

Με τον ήλιο του μαζί

Μπουμπουκιάζουνε τα ρόδα

Και το κρίνο ξαναζεί

 

Όταν σκίζει το φεγγάρι

Το γαλάζιο ουρανό

Μες στο δρόμο του τ’αστέρια

Κολυμπούν το φωτεινό

 

Όταν δει δυο μάτια μαύρα

Ο τραγουδιστής γλυκά

Από μέσα του τραγούδια

Βγαίνουνε μαγευτικά

 

Τι τα θέλετε και τ’άστρα

Και φεγγάρι κι ουρανός

Και λουλούδια και τραγούδια

Μάτια ήλιος φωτεινός

 

Θαυμαστά ωραία είναι όλα

Ποιος αντιμιλεί

Μα ο κόσμος είναι άλλος

Είναι κάτι πιο πολύ

 

[Η μετάφραση αυτή του Άγγελου Βλάχου μελοποιήθηκε από τον Νίκο Ξυδάκη]

 

Το ποίημα είναι μια απάντηση στις υπερβολές ενός ρομαντισμού που ταυτίζεται, κατά κύριο λόγο, με τη φύση αλλά και την αφέλεια ενός ερωτευμένου που ο Χάινε την αντιμετωπίζει με προσποιητή αφέλεια αλλά και λεπτή ειρωνεία.

 

Ήταν υπέρμαχος της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης.

Δεν τον θεώρησαν προδότη μόνο  στην πατρίδα του ώσπου αναγκάστηκε να εξοριστεί ως επαναστάτης αλλά απαγόρευσαν τα βιβλία του τα οποία κάηκαν στη ναζιστική Γερμανία, μαζί με πολλών άλλων. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μετά την πτώση του ναζισμού για να αναγνωριστεί το σημαντικό του έργο. Στη Γερμανία άρχισαν να τον τιμούν στη δεκαετία του 1980.

«Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος θα κάψουν και ανθρώπους», είχε πει βλέποντας μακριά στο μέλλον και προφητεύοντας το Ολοκαύτωμα.

Τα ποιήματά του, μελοποιήθηκαν από του μεγάλους  κλασικούς συνθέτες της εποχής του όπως ο Σούμπερτ κι ο Σούμαν.

Ο Χάινε, ξεκίνησε από τον ρομαντισμό, στράφηκε όμως στην πολιτική ποίηση φεύγοντας από τον μελαγχολικό και ερωτικό λυρισμό.

Κατάφερε μέσα από τις προσωπικές εξομολογήσεις να αποδώσει με απλό λόγο την πολυπλοκότητα της εποχής του και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας του ρομαντισμού και της επανάστασης.

 

Με τον Χάινε συμβαίνει στη γερμανική λογοτεχνία το πέρασμα από την παραδοσιακή μορφή  του ποιητή στον μοντέρνο συγγραφέα, ο οποίος ενδιαφέρεται για όλους τους τομείς της ζωής και της γνώσης και εκφράζει τη γνώμη του στις εφημερίδες.

Στα σαράντα χρόνια της αδιάλειπτης δραστηριότητάς του γνώρισε πολλές ρήξεις και χρειάστηκε να υπερβεί εμπόδια για να οδηγηθεί σε νέες φόρμες και τεχνοτροπίες  όπως ο συμβολισμός που ακολούθησε τον ρομαντισμό. Μερικές φορές μάλιστα θεωρήθηκε ως ο μεγαλύτερος ποιητής μετά τον Γκαίτε, άλλοτε ως καταστροφέας της λογοτεχνίας ή ως εκπρόσωπος ενός είδους μη ποίησης.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατάκοιτος και ταλαιπωρημένος από σοβαρή πάθηση, ζει φτωχικά και απομονωμένα σε έναν κακόφημο δρόμο της Μονμάρτης.

Τους τελευταίους  οχτώ μήνες, θα τους περάσει ερωτευμένος με μια νεαρή Γερμανίδα, που τον ενέπνευσε να γράφει ως το τέλος.

Πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου του 1856.  Ζήτησε να ταφεί στο κοιμητήρι της αγαπημένης του Μονμάρτης, χωρίς τελετές και λόγους, με μια πέτρα στη θέση του μνήματος.

 

 

Σημείωση: οι δύο εκδόσεις που χρησιμοποίησα:

ΧΑΪΝΕ, Ανθολογία, [παλιές] μεταφράσεις ποιημάτων του, επιλογή, Νάσος Βαγενάς, Σοκόλης, παγκόσμια βιβλιοθήκη-10, 2007
Χάινριχ Χάινε, Η Ρομαντική Σχολή, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, μτφρ. ποιημάτων, Τζένη Μαστοράκη, Στιγμή, 1993

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.