Μ’ ένα όνομα που έρχεται από το Μεσαίωνα, ένας γιατρός στρατιωτικός, επομένως σε εγρήγορση, σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα για να θεραπεύει αφροδίσια νοσήματα, ασθένειες του έρωτα – με πεζό έψιλον – έπαιξε με τις ανίκητες αντιφάσεις του καιρού του, τις ιδεολογίες, πρόδωσε και προδόθηκε από τον εαυτό του και την Ιστορία, έγραψε εξπρεσιονιστική ποίηση μιας άλλης ποιότητας. Υπήρξαν οι κήνσορες που τον έστησαν στον τοίχο και τον καταδίκασαν αναπολόγητο. Υπήρξαν κι οι άλλοι οι που του μοιάζανε και που καταλάβαιναν συγκρίνοντας την άτεγκτη εξουσία απέναντι στην ασθενική συνείδηση του ατόμου και τις ανάγκες του. Μερικοί από αυτούς όπως οι Κρίστα Βολφ, Χάινερ Μύλλερ , Ντουρς Γκρύνμπάιν – μεταγενέστεροι κατά κύριο λόγο που έζησαν σε καθεστώτα αυταρχικά.
Αλλά πριν επεκταθούμε και ξεκαθαρίσουμε την εικόνα που έτσι κι αλλιώς θα παραμείνει θολή, ας ακούσουμε τα λόγια του Πιερ Μέρτενς, του Βέλγου συγγραφέα που έψαξε μέσα στο Εκτυφλωτικό Σκοτάδι, [1987, εκδόσεις Σέιγ, ελληνική μετάφραση Μαρία Παπαδήμα], όπως τιτλοφόρησε την εξαιρετική βιογραφία, μυθιστορηματική, που του αφιέρωσε:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας νεαρός χωρικός, θα μπορούσε να γράψει η κόρη του, όπως στα παραμύθια –κι όμως θα έπρεπε να απαγορεύσει στον εαυτό της να τον κάνει μύθο–, που πήγε στην πρωτεύουσα για να ανοίγει νεκρά σώματα, να θεραπεύει τα άρρωστα σώματα. Παντρεύτηκε και έκανε μια κόρη. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε έναν πόλεμο. Έπαιξε στα γρήγορα όλα τα παιγνίδια της ζωής. Διέσχισε έναν μικρό ωκεανό Ιστορίας. Όταν ξανάγινε ειρήνη, επέστρεψε στο νησί του για να μάθει τι απέμεινε από τον κόσμο, να διαπιστώσει τι είχε απομείνει από τον ίδιο. Η γυναίκα του πέθανε σχεδόν αμέσως. Δεν ήξερε τι να κάνει με την κόρη του, με την κούραση που ένιωθε μπρος στη ζωή. Αποχωρίστηκε την κόρη του, κράτησε την κούρασή του. Ωστόσο αγρυπνούσε σαν φρουρός. Θεράπευε κακομοίρηδες και έγραφε ποιήματα. Η πέννα του ήταν ένα δεύτερο νυστέρι που κάποτε πετούσε αστραπές […]. Ενίοτε περνούσε τις νύχτες του με γυναίκες που αυτός ήταν ο ρόλος τους, ελάχιστα φλύαρες, αρωματισμένες, που του αποκάλυπταν ένα μυστικό. Δεν ήταν ούτε επαναστάτης ούτε υποταγμένος. Πίστευε πως δεν έχανε από τα μάτια του τον στόχο. Κάποια στιγμή το βλέμμα του θόλωσε. Θα έλεγαν, ασφαλώς, πως η καρδιά του δεν άντεξε. Πως έκανε πάντοτε πιο πολλά ή πολύ λίγα. Αφιέρωνε, ωστόσο, όλο του τον χρόνο στη δυστυχία της ύπαρξης. Δεν είχε παραποιήσει την εικόνα του. Ειδήμων μιας ανθρώπινης επιστήμης που δεν ίσχυε πλέον, κάτοχος μιας ξεπερασμένης γνώσης. Ίσως μια μέρα αναγνωρίσουμε πως μας έλειπαν τέτοιοι άνθρωποι!».
Φαίνεται πως ο Μέρτενς με θαυμαστή πυκνότητα δίνει μια σύνοψη της ζωής και του έργου ενός σπουδαίου ποιητή και δοκιμιογράφου που κόντεψε να κατακρεουργηθεί παλεύοντας με την Ιστορία γιατί επέμεινε να μείνει στη Γερμανία του Χίτλερ και των μαζών που τον ακολουθούσαν πιστεύοντας πως θα καταφέρει να μείνει αλώβητος.
Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο με τίτλο Θάλασσα 1952 ο Μέρτενς γράφει: «Ντεμί σαιζόν, ανακαινισμένο καζίνο στην ακροθαλασσιά. Διεθνής συνάντηση ποιητών. Ανάμεσά τους ένας γερμανός ποιητής. Πολύ γερμανός. Κάτι λείπει. Κάτι πρέπει να συμβεί ακόμη.
Αλλά τι;
Μήπως ο θάνατος του γερμανού ποιητή;».
Ας κρατήσουμε αυτό το πολύ γερμανός ποιητής για αργότερα και το θάνατό του [1956] για … τώρα [να μην πεθαίνει καλοκαίρι,/όταν τα πάντα είναι φωτεινά/ κι η γη εύκολη για το φτυάρι].
Το 1934 ο Μπεν γράφει ένα επιλήψιμο δοκίμιο με τίτλο Δωρικός κόσμος: το καθεστώς της αυστηρής μιλιταριστικής αρχαίας Σπάρτης, εδραιωμένο στη δουλοκτησία, γίνεται μοντέλο του ολοκληρωτικού κράτους στη ναζιστική Γερμανία. Ο Μπεν εξηγεί απλώς ότι το «δωρικό» μοντέλο υφίσταται εκεί όπου λείπει η υψηλή τέχνη. Μία ύποπτη θέση που βλέπει στον αντίποδα της «υψηλής» την «εκφυλισμένη» τέχνη.
Ο Μπεν δεν είναι αντισημίτης. Το αγαπημένο του περιβάλλον είναι αυτό των Εβραίων, και μάλιστα το αριστοκρατικό. Ωστόσο δεν εναντιώθηκε στις τακτικές της αστυνομίας, δεν εξέφρασε την αλληλεγγύη του στους διωκόμενους και μετά τον πόλεμο δεν απολογήθηκε για τη στάση του, θυμίζοντας εν πολλοίς τη σιωπή του Χάιντεγκερ. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε μέλος του ναζιστικού κόμματος (NSDAP) τον βοήθησε να αποφύγει μεταπολεμικά ουσιαστικούς περιορισμούς και διώξεις.
Ωστόσο, όπως γράφει ο Durs Grünbein (Ντουρς Γκρύνμπάιν), προλογίζοντας τα Στατικά ποιήματα, «έχει αμαυρώσει τη φήμη του για πάντα». Είναι η στάση ενός «απολιτικού», όπως είχε χαρακτηρίσει τη δική του αρχική ουδετερότητα ο Τόμας Μαν. Δεν ύμνησε τον Φύρερ, δεν τραγούδησε τις γερμανικές νίκες, ούτε θαύμασε τη βόρεια σκληρότητα. Το 1933 τού απαγορεύτηκε να εκφωνήσει επικήδειο λόγο για τον Στέφαν Γκεόργκε. «Η στάση του μπορεί ίσως να υπαγορεύτηκε από τον πειρασμό να λάβει κι αυτός μέρος στη βιαιότητα του ανθρώπινου είδους, αν όχι από μια υποδόρια εξέγερση ενάντια στα ιδεώδη του Διαφωτισμού».
Γι αυτόν το μόνο που υπάρχει στον κόσμο του, αλλά και στον κόσμο είναι η Τέχνη. Η Τέχνη με κεφαλαίο πάντα Τ. Χάριν αυτής περιφρονεί τις μάζες, την αγωνία της ανθρωπότητας.
Ο Μπεν ευθύνεται για ό,τι δεν έκανε, πράγμα που για την εποχή του δεν είναι λίγο βέβαια, κάθε άλλο. Μέντοράς του άλλωστε υπήρξε ένας από τους πλέον αμφιλεγόμενους συγγραφείς με σαφή εθνικιστικό προσανατολισμό, ο Έρνστ Γιούνγκερ.
Ακόμη μια φορά η ελπίδα λες κι αναθαρρεί,
εκεί που η βεβαιότητα έχει κιόλας ξυπνήσει,
πως τα πουλιά ετοιμάζονται για το ταξίδι το μακρύ,
και διασχίζουν τα νερά πριν χειμωνιά τα συναντήσει.
[μτφρ. Γιώργος Καρτάκης].
Η πρώτη του συλλογή το 1912 – το Νεκροτομείο, μια πλακέτα με εννέα ποιήματα όλα κι όλα – έμελλε να αποδειχθεί από τα σημαντικότερα ξεκινήματα και, συγχρόνως, τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της λογοτεχνικής ιστορίας. Στο απόγειο της δημιουργικότητάς του θα φτάσει μεταπολεμικά, όταν με τα ποιήματά του θα μιλήσει για τον ηθικό και ψυχικό κατακερματισμό του καιρού του.
Στο Morgue [Νεκροτομείο] ο Μπεν αναμιγνύει γκροτέσκο και μακάβριο για να κοιτάξει με τρόπο ψυχρό τη φθορά της ανθρώπινης σάρκας δίνοντας μια ποιητική κλινική εικόνα του ανθρώπινου.
Η αίθουσα άδειαζε./ Φουριόζος καστανός και τρίζοντας τα δόντια/ ο θάνατος γλιστράει στην πτέρυγα των καρκινοπαθών [μτφρ. Βας. Λαλιώτης].
«Πολύ προτού τον γνωρίσω», λέει η σπουδαία ποιήτρια Έλζε Λάσκερ Σύλερ,
«ήμουν αναγνώστρια των ποιημάτων του, είχα το Νεκροτομείο του πλάι μου στο κρεβάτι: ένα φρικώδες καλλιτεχνικό θαύμα, μια θανατερή ονειροφαντασιά που παίρνει σχήμα. Οδύνες βαθιές που σχίζουν τα λαρύγγια και βουβαίνονται, κοιμητήρια που μεταμφιέζονται σε σανατόρια και αναφύονται εμπρός στις κλίνες του πάμπλουτου πόνου. Εγκυμονούσες που από τους μακρινούς του θαλάμους ολολύζουν ως το πέρας του κόσμου […] Κάθε του στίχος είναι ένα δήγμα λεοπάρδαλης, ένα άλμα αγριμιού. Πέννα του είναι το κόκκαλο με το οποίο ανασταίνει την λέξη».
Ο Gottfried Benn γεννήθηκε στις 2 Μαΐου 1886 σ’ ένα χωριό της βόρειας Γερμανίας˙ δεύτερο παιδί Γερμανού λουθηρανού πάστορα αυστηρών αρχών και Γαλλοελβετής μητέρας. Ακολούθησε σπουδές στρατιωτικής ιατρικής, απορρίπτοντας κατά σειρά την πατρική επιθυμία να στραφεί στη φιλολογία και τη θεολογία, καθώς και τη δική του παρόρμηση να εντρυφήσει στον τομέα της ψυχιατρικής: οι ιστορήσεις των ασθενών θα τον άφηναν αδιάφορο. Ο βιογράφος του Pierre Mertens (Πιερ Μερτένς) εκτιμά διαφορετικά: «Δεν μπορούσε να υποφέρει αυτό που έβλεπε να σαλεύει στο μυαλό των ανθρώπων. Όσο για τις νευρώσεις, η ποίηση αρκούσε».
Ο Γκόντφρηντ Μπεν αν και στάθηκε πλάι στο άνθρωπο – σε πόρνες και κατατρεγμένους κυρίως – δεν κατάφερε να χαλιναγωγήσει τον εσώτερο εαυτό του που «ήταν τόσο μακριά από την ιδέα της προόδου», όπως υπογραμμίζει ο Κλάους Μαν.
Μόνο αλώβητος δεν βγαίνεις από το σφαγείο του πολέμου που εκτός από ανθρώπους άλεσε και τις ιδέες και την επανάσταση και την ελπίδα ή όπως το διατύπωσε ο ίδιος: «Ζωή είναι να σηκώνεις γεφύρια/ πάνω από ποτάμια που θα στερέψουν».
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
-ΠΙΕΡ ΜΕΡΤΕΝΣ, ΕΚΤΥΦΛΩΤΙΚΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα- Jaume, Εξάντας, 1992
-Γκόντφριντ ΜΠΕΝ, MORGUE, κ.ά. ποιήματα, μτφρ. Βασίλης Λαλιώτης, Bibliotheque, 2018
-χάρτης, 7, Ιούλιος 2019