You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γκυ Ντεμπόρ, καταστασιακός, ακτιβιστής, ριζοσπάστης, ελευθεριακός   

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γκυ Ντεμπόρ, καταστασιακός, ακτιβιστής, ριζοσπάστης, ελευθεριακός  

«Πώς είναι δυνατόν ένα ειλικρινές άτομο να μην συντριβεί μέσα σε μια δολερή κοινωνία»

Μαρκήσιος ντε Σαντ

 

«Αν είναι να σωθεί ο κόσμος θα σωθεί μόνον απ’ τους ανυπότακτους»  Αντρέ Ζιντ

 

«Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει κι ό,τι έγινε θα γίνει κάποτε ξανά. Τίποτα δεν είναι καινούργιο πάνω σ’ αυτή τη γη»

Εκκλησιαστής Α, 9

«’’Στο κάτω κάτω δεν ονειρευόμουνα’’, μονολόγησε η Αλίκη,’’εκτός κι αν είμαστε όλοι μέρη του ίδιου ονείρου. Ελπίζω μόνο να είναι το δικό μου όνειρο κι όχι εκείνο του Κόκκινου Βασιλιά.  Δε μ’ αρέσει ν’ ανήκω στο όνειρο κάποιου άλλου’’, συνέχισε  μ’ έναν μάλλον παραπονιάρικο τόνο, ‘’έχω μεγάλη έγνοια να πάω να τον ξυπνήσω  και να δω τι συμβαίνει»,

Λιούις Κάρολ, Η Αλίκη πίσω απ’ τον καθρέφτη

 

«Κάθε συνεκτικό καλλιτεχνικό ιδίωμα εκφράζει ήδη τη συνοχή του περασμένου, την παθητικότητα. Θα έπρεπε να καταστρέψουμε τη μνήμη μέσα στην τέχνη. Θα πρέπει να μετατρέψουμε σε ερείπια την επικοινωνιακή της σύμβαση. Να κλονίσουμε το ηθικό των θαυμαστών της. Τι δουλειά! Παρόμοια με το θόλωμα της όρασης που προκαλεί το αλκοόλ»

 Γκυ Ντεμπόρ.

 

«Τον τρόπο για ν’ ανατρέψουμε τον κόσμο δεν τον βρήκαμε ψάχνοντας τα βιβλία αλλά μέσα από την περιπλάνηση. Ήτανε μία παρέκκλιση πορείας μια μεγάλη μέρα όπου τίποτα δεν ήταν ίδιο με την προηγούμενη και η οποία δεν είχε ποτέ τέλος»

Γκυ Ντεμπόρ

 

 

«Σ’ όλη μου τη ζωή δεν είδα παρά καιρούς ταραγμένους, οξύτατους σπαραγμούς μες στην κοινωνία και τεράστιες καταστροφές. Συμμετείχα στις ταραχές αυτές… Θα σας πω όσα αγάπησα, κι όλα τα υπόλοιπα θ’ αναδειχθούν κάτω απ’ το φως και θα γίνουν επαρκώς κατανοητά… Ο τόνος αυτού του κειμένου θα κάνει τον κόσμο να καταλάβει ότι μόνο έχοντας ζήσει με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να είναι ικανός να εκθέσει τέτοιες απόψεις… Αν και διάβασα πολύ, ήπια ακόμη περισσότερο, έγραψα πολύ λιγότερο από τους περισσότερους ανθρώπους που γράφουν, αλλά ήπια  πολύ περισσότερο απ’ τους περισσότερους ανθρώπους που πίνουν…».

Γκυ Ντεμπόρ, Πανηγυρικός [*] [1989].

Ο κόσμος κινείται ανάμεσα στη γιορτή και τη στέρηση. Βουλιάζει στην παθητικότητα. Συνηθίζει στην υπνηλία της καθημερινής πραγματικότητας. Αναπαράγει στερεότυπα. Παράγει στειρότητα. Υποκλίνεται στην πολιτική ορθότητα. Υποκρίνεται. Υποκρίνεται. Υποκρίνεται. Αθετεί το λόγο του. Χάνει τον εαυτό του, αν τον είχε βρει ποτέ. Λουφάζει στη μιζέρια του. Στέκεται προσοχή στην κάθε είδους γραφειοκρατική εξουσία. Τρέμει το αύριο, αλλά δεν κάνει τίποτα για να το κάνει ν’ ανατείλει καλύτερο. Πιστεύει σε πεθαμένα είδωλα. Αποφεύγει την πολιτική στράτευση. Φοβάται την ελευθερία. Περιμένει το Μεσσία. Κι ως τότε αδρανεί. Κι όταν νομίζει πως ήρθε τον υποδέχεται μετά βαΐων και εκστρατεύει επί δικαίων και αδίκων. Αδικεί. Τον εαυτό του πρώτα. Μπατσίζει τα παιδιά του. Τα χειραγωγεί. Τα καταπιέζει. Τα ευνουχίζει. Η άσκηση της εξουσίας του ασκείται αποκλειστικά μέσα στο σπίτι του. Ψεύδεται. Φθονεί. Δεν ονειρεύεται. Πατάει τόσο σταθερά στη γη που κινδυνεύει να φυτρώσει ή να καταποντιστεί. Δε σκέφτεται. Δεν αμφιβάλλει. Οι άνθρωποι νοσταλγούν το παρελθόν. Καθηλώνονται στο παρόν. Δε δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα φωτεινότερο μέλλον. Οι άνθρωποι «φοβούνται το άγνωστο και το απ’ αλλού φερμένο», υποστηρίζει ο Ελύτης. Τρέμουν το καινούργιο.

 

«Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν απλώς για να μην πεθάνουν», λέει ο Μωρίς Μαίτερλινγκ.

Το κλαδί που κάθεται το πουλί και κελαηδεί δεν αντέχει το βάρος του. Σπάει. Αλλά το πουλί ακόμα κι αν έχει σκεπάσει τα μάτια με τις φτερούγες του πετάει μακριά πριν προσγειωθεί στο έδαφος…

Η εξουσία του συνειδητού. Η σύγχυση του υποσυνείδητου που σε χλευάζει. Η εξουσία του θανάτου. Η εξουσία του βλέμματος. Της οπτικής γωνίας. Ό,τι προαιρείται καθείς συνεισφέρει στην πυρά της γνώσης.

«Ανάμεσα στις στάχτες του παλιού καιρού/ τις ξεσχισμένες σάρκες του Διονύσου/ κρατιέται ακόμη ζωντανή η θεϊκή ψυχή του/ Ελευθερώσου αθάνατη ύπαρξη/ Σπάσ’ τα δεσμά σου κι αναστήσου/ καρδιά του θεϊκού Παιδιού…». Μ’ αυτούς τους στίχους του Φερνάν Ντιβούρ [Ορφέας, 38] τελειώνει τον Πανηγυρικό του ο Γκυ  Ντεμπόρ πριν μπουν από τον επιμελητή τα βιογραφικά αυτών των οποίων τις ρήσεις παρέθεσε στις λίγες σελίδες του:

Αρχίλοχος, Βιγιόν, Γκόγια, Βαλτάσαρ Γκραθιάν, Θερβάντες, Κλαούζεβιτς και Σουν Τζου [ήταν θιασώτης της θεωρίας του πολέμου όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης], ντε Κουίνσυ, Κραβάν, Πιέρ Φρανσουά Λασεναίρ [1800- 1836, λόγιος, ληστής, λιποτάκτης, πλαστογράφος στη Γαλλία, φονιάς στην Ιταλία «μελετώντας καταχθόνια σχέδια εναντίον της κοινωνίας». Αυτοβιογραφήθηκε λίγο πριν εκτελεστεί], Λωτρεαμόν [ο Ισίδωρος Ντυκάς από το Μοντεβιδέο με τα άσματα του Μαλντορόρ και τις Ποιήσεις στη μασχάλη], Μακιαβέλι, Μαλλαρμέ [με τον Ίγκιτουρ], Μάλεβιτς με το μαύρο τετράγωνο ή το λευκό[;], ο ελισαβετιανός Κρίστοφερ Μάρλοου [άθεος και ανατρεπτικός, μέγας δραματουργός], Μονταίνιος, Δάντης, Σαίξπηρ, Σουίφτ, Λωρενς Στερν, Τοκβίλ, Ομάρ Καγιάμ κ.ά.

Στον Πανηγυρικό ένα από τα πιο γοητευτικά τελευταία του έργα επιχείρησε να αφηγηθεί με το δικό του μοναδικό τρόπο μια ζωή χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς δεσμεύσεις αλλά γεμάτη από τις δονήσεις του πάθους. Φιλόσοφος που κήρυττε την υπέρβαση της φιλοσοφίας, καλλιτέχνης που προσδοκούσε το ξεπέρασμα της τέχνης κι ακόμα παραπέρα το θάνατό της. Ακατάλυτα συνδεδεμένος με την Καταστασιακή και Λετριστική Διεθνή υπερβαίνει παρόλα αυτά και τα δύο αυτά σημαντικά κινήματα που ‘πήραν στο λαιμό τους’ πολλούς νέους. Άλλους έστειλαν στη φυλακή, άλλους στο ψυχιατρείο, αρκετούς στην αυτοχειρία. Όσοι γλίτωσαν από τις αβύσσους του νου ήταν στα οδοφράγματα του Μάη του ’68, αλλά χωρίς να ανακατευθούν με την χειραγώγηση των ποικίλων επιτροπών που κατεύθυναν τους εξεγερμένους.

Ο Ντεμπόρ ομνύει στο ξεχείλισμα της ζωής που αποτέλεσε  το πιο ζωντανό αλλά και επιτακτικό του έργο. Ο Ντεμπόρ ήταν σκηνοθέτης κατά της αναπαράστασης, επαναστάτης χωρίς κόμμα και εξουσία. Αγαπούσε και διάβαζε τους κλασικούς, αλλά ο ίδιος δεν έγινε κλασικός. Υπήρξε ένα από τα πλέον αινιγματικά πρόσωπα του 20ου αιώνα. Ανήκε στη μεγάλη χορεία των μοραλιστών.

«Γεννήθηκα το 1931 στο Παρίσι» λέει ο ίδιος «Ήδη η περιουσία της οικογένειάς μου είχε υποστεί τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η οποία είχε εμφανιστεί λίγο νωρίτερα αρχικά στην Αμερική και ό,τι απέμεινε δε φαινόταν να μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από την ενηλικίωσή μου. Πράγμα το οποίο τελικά συνέβη. Επομένως γεννήθηκα κατά κάποιο τρόπο κατεστραμμένος».

Έτσι ρίχνεται στην αναζήτηση της περιπέτειας με οδηγούς τον Λωτρεαμόν [ο έτερος σημαντικός καταστασιακός Ραούλ Βανεγκέμ ήταν συν-συγγραφέας μιας μελέτης για αυτόν] και τον Αρτύρ Κραβάν  [ανιψιός του Όσκαρ Ουάιλντ και πολύ περήφανος γι αυτόν, ποιητής και μποξέρ, λιποτάχτης 17 εθνών, ασυνήθιστος τεχνοκριτικός και βιρτουόζος πλαστογράφος, καλλιτέχνης της ζωής, έγινε θρύλος που τον επικαλέστηκαν όλα σχεδόν τα πρωτοποριακά κινήματα που ακολούθησαν].

Το 1951 συναντά στις Κάννες μια ομάδα που προβάλλει σχεδόν παράνομα την Πραγματεία περί σιέλου και αιωνιότητας του Ιζού. Συνδέεται με άτομα που συγκροτούν το κίνημα της Λετριστικής Διεθνούς που είναι εμπνευστής του. Προηγουμένως όμως γυρίζει την πρώτη του ταινία το Ουρλιαχτό για χάρη του Σαντ όπου υπάρχουν παραθέματα και κενά καρέ λευκά ή μαύρα. Αποχωρεί σκανδαλωδώς από την επιρροή της ομάδας Ιζού. Στα τέσσερα τεύχη του περιοδικού Λετριστική Διεθνής [1952-54] και τα είκοσι εννέα  του Potlatch είναι αποτυπωμένη η θυελλώδης επαναστατική εκείνη περίοδος. Επαίρεται πως η ζωή του θυμίζει το έργο του Σατωμπριάν. Παρεκκλίσεις, έκφραση μιας ιδιότυπης μαρξιστικής ανάλυσης, τεχνικές απομάκρυνσης, ντανταϊσμοί [sic], σουρεαλισμός τον οποίο αρνείται αργότερα Βανεγκεμ γράφοντας την αντι-ιστορία του, αιρετικοί του Μεσαίωνα, Ζακ Βασέ, ο αυτόχειρας φίλος και πρώιμο πρότυπο του Μπρετόν, Ρεμπώ, Σαντ, Σαιν Ζυστ όλα ομού συνυπάρχουν στις δράσεις της ομάδας. Οι λετριστές επανεισάγουν στην κομφορμιστική μεταπολεμική εποχή την ποιητικότητα του καθ’ ημέραν βίου. Βαπτίζουν τις λέξεις στην άβυσσο του βιώματος. Αρνούνται το διαχωρισμό θεωρίας και πράξης. Επιτίθενται με την ίδια σφοδρότητα σε καπιταλισμό και σταλινισμό. Συναντώνται με την πρωτοποριακή εικαστική κυρίως ομάδα Cobra με επικεφαλής το ζωγράφο Άσγκερ Γιορν με τον οποίο ο Ντεμπόρ δημιουργεί δύο πολύ όμορφα βιβλία κολάζ τις Αναμνήσεις και ο Τέλος της Κοπεγχάγης που οδηγούν τον Ιούλιο του 1957 στην ίδρυση της Καταστασιακής Διεθνούς, μια περίοδο που σηματοδοτείται από έντονο ακτιβισμό. Αμέσως μετά είναι η σειρά της περιώνυμης Κοινωνίας του Θεάματος [1967] με την οποίο ο Ντεμπόρ εισέρχεται στην πιο μοναχική τροχιά της διαδρομής του.

Στην Κοινωνία του θεάματος, ο Ντεμπόρ εκθέτει συνεκτικά τους τρόπους λειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας όπως διαμορφώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και γιγαντώνεται, παροξυσμικά και παρανοϊκά, ως τις μέρες μας. Το  μοναδικό αυτό βιβλίο παραμένει δυναμικά επίκαιρο. Γράφει ο Ντεμπόρ: «Το θέαμα δεν μπορεί να εννοηθεί ως κατάχρηση ενός κόσμου της όρασης, ως το προϊόν των τεχνικών μαζικής διάχυσης εικόνων. Είναι μάλλον μια Weltanschauung [κοσμοθεώρηση] που έγινε πραγματική, που εκφράστηκε υλικά. Είναι μια θεώρηση του κόσμου που έγινε αντικειμενική».

«Εντός του πραγματικά ανεστραμμένου κόσμου, το αληθινό είναι μόνο μία στιγμή του ψεύδους».

«Άπασα η ζωή των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής προαγγέλεται ως μία απέραντη συσσώρευση θεαμάτων. Ό,τι υπήρξε άμεσο βίωμα έχει απομακρυνθεί σε μία αναπαράσταση.

Οι εικόνες που αποσπάσθηκαν από κάθε όψη της ζωής, συγχωνεύονται σε μια κοινή πορεία όπου η ενότητα αυτής της ζωής δεν είναι δυνατόν πλέον να αποκατασταθεί. Η αποσπασματικά θεωρημένη πραγματικότητα εκτυλίσσεται εντός της ιδίας της, της γενικής ενότητας ως ένας κεχωρισμένος ψευδόκοσμος, αντικείμενο της μοναδικής παρατήρησης. Η εξειδίκευση των εικόνων του κόσμου επανευρίσκεται, ολοκληρωμένη, εντός του κόσμου της αυτονομημένης εικόνας, όπου το ψευδές εξαπάτησε τον ίδιο του τον εαυτό. Το θέαμα, γενικά, ως συγκεκριμένη αντιστροφή της ζωής, είναι η αυτόνομη κίνηση του μη-ζώντος.

Το θέαμα παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως η ίδια η κοινωνία, ως ένα μέρος της κοινωνίας και ως όργανο ενοποίησης. Ως μέρος της κοινωνίας είναι ρητά ο τομέας που συγκεντρώνει κάθε βλέμμα και κάθε συνείδηση. Επειδή ακριβώς ο τομέας είναι διαχωρισμένος, είναι ο τόπος του εξαπατηθέντος βλέμματος και της ψευδούς συνείδησης και η ενοποίηση που επιτελεί δεν είναι τίποτε άλλο από την επίσημη γλώσσα του γενικευμένου διαχωρισμού».

Το 1972 ο Ντεμπόρ μαζί με τον Σανγκουινέττι ήταν τα μόνα εναπομείναντα μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς, της οποίας τα μέλη απελάθηκαν από τη Γαλλία. Ο Ντεμπόρ γύρισε κι άλλες πειραματικές ταινίες και εξέδωσε επαναστατικές προκηρύξεις.

Κατηγορήθηκε για τον ανεξήγητο θάνατο του παραγωγού και εκδότη Ζεράρ Λεμποβιτσί στου οποίου τον εκδοτικό οίκο είχε βγάλει την δεύτερη έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος [1971] – αργότερα τη συμπλήρωσε με τις Σημειώσεις πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος.

Αποσύρθηκε από τη δημοσιότητα και ασχολήθηκε με το διάβασμα και το γράψιμο. Μετά από χρόνιο εθισμό στο αλκοόλ, διεγνώσθη με αλκοολική πολυνευροπάθεια και αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στην καρδιά, στις 30 Νοεμβρίου του 1994, μια μέρα μετά το τελευταίο του αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ.

Οι καταστασιακοί ισχυρίστηκαν ότι το μόνο που οργάνωσαν ήταν η εκπυρσοκρότηση. Ο Ντεμπόρ  θα προλάβει πάντως να διαπιστώσει ότι η ορθότητα των καταστασιακών  αναλύσεων δεν εμπόδισε την ανάπτυξη της εμπορευματικής κοινωνίας του θεάματος.

 

 

Επίλογος

 

Οι  άνθρωποι μιλάνε μια γλώσσα που δεν εννοώ πλέον να καταλάβω. Απομονώνομαι. Λέω πως ο απομονωμένος στοχάζεται ο ενσωματωμένος επαναλαμβάνεται. Επαναλαμβάνει.

«Και είναι όλα πάλι δίνες μόνο που αυτές δε μοιάζουν να οδηγούν όπως οι λέξεις στην απύθμενη άβυσσο, αλλά εντέλει μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό και στον πυρήνα της γαλήνης» [**]

Δεν ξέρω, τη γαλήνη πάντως ετούτη τη στιγμή δεν τη νιώθω.

Λέω πως «χωρίς αμφιβολία η εποχή μας… προτιμά την εικόνα από το αντικείμενο, το αντίγραφο από το πρωτότυπο, την αναπαράσταση από την πραγματικότητα, το φαίνεσθαι από το είναι. Το ιερό γι αυτήν δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση, και το ανίερο η αλήθεια». [***]

Θα ‘λεγε κανείς  πως έτσι τα πράγματα γίνονται ευκολότερα. Μπορεί για ένα πλήθος αραγμένο στην κερκίδα ενός σταδίου που προσφέρει άρτον και θεάματα, παθητικοποιημένο πλήθος που φαινομενικά μόνο αντιδρά στα ερεθίσματα που του προσφέρονται. Κλείνει τα δάχτυλα και γυρίζει το χέρι προς τα κάτω με τον αντίχειρα μόνο να εξέχει.

Ένα εξέχον νεύρο του εγκεφάλου, μια αρτηρία της καρδιακής βαλβίδας ωστόσο, μια βίαιη χειρονομία  μ’ ένα σπρέυ γράφει σ’ ένα τοίχο της οδού Μουχτάρ στο Παρίσι [όπου κατοικούσε κάποτε ο Ηλίας Πετρόπουλος με τη βιβλική φυσιογνωμία και τα Ρεμπέτικα, τα Καλιαρντά και το Εγχειρίδιο ενός Κλέφτη στην αμασχάλη]: Ένα γέλιο στο αβυσσαλέο σκοτάδι του καιρού μας.

Το ίδιο γέλιο αντηχεί ολοζώντανο στην πλατεία Εξαρχείων, στην Αλεξάντερπλατς, στην υπόγεια αιώνια πόλη τη Ρώμη, την Τάιμ σκουαίρ, τη Βαρκελωνη…

 

 

Παραπομπές:

[*] μτφρ. Κώστας Οικονόμου, επιμέλεια: Πάνος Τσαχαγέας-Νίκος Β. Αλεξίου – σημειώσεις: Νίκος Β. Αλεξίου, Ελεύθερος Τύπος, 1995
 
[**] HUGO VON HOFMANNSTHAL, Επιστολή του Λόρδου Τσάντος, εισαγωγές: Κλαούντιο Μάγκρις, Ενρίκε Βίλα Μάτας, μτφρ. – επίμετρο: Έφη Γιαννοπούλου, Άγρα, 2009
[***] Feurbach, πρόλογος στη δεύτερη έκδοση του Η Ουσία του Χριστιανισμού, στο Guy Debord, Κοινωνία του Θεάματος, μτφρ. Σύλβια, Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2000
 Βοηθήματα:
-LAROUSSE, Ο αιώνας των Ανατροπών, Λεξικό των κινημάτων αμφισβήτησης στον 20ο αιώνα, ΟΞΥ, 2004
-περ. Διαβάζω, Πρωτοπορίες και Κινήματα, τχ, 270, 18/9/1991
 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.