Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει χωρίς αντιρρήσεις, αμφιβολίες και μικροψυχία πως ο Γκύντερ Γκρας, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς [δυτικο]γερμανούς συγγραφείς αποτέλεσε τη «φωνή της ηθικής συνείδησης» της μεταπολεμικής Γερμανίας, καθώς με το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και τις δημόσιες παρεμβάσεις του προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελαν να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, ξεχνώντας τα ναζιστικά εγκλήματα. Κι αυτό σε μια Γερμανία που ξέρουμε από οργανωμένες από τους Αμερικανούς δημοσκοπήσεις, ότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών εξακολουθούσε να αισθάνεται συμπάθεια για τον Χίτλερ.
Θα καταλόγιζε κανείς στον Γκρας την τόλμη και το θάρρος που χρειαζόταν για να πάει αντίθετα στο ρεύμα, στη συνήθεια, το βόλεμα και τον κομφορμισμό της μάζας – κάτι που δεν ήταν φυσικά χωρίς συνέπειες.
Μόνο που χρειαζόταν η ίδια τόλμη, κι ίσως διπλάσιο θάρρος και παρρησία για να ομολογήσει λίγο πριν συμπληρώσει τα 80 του χρόνια [!] σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, που ήταν αφιερωμένη στο νέο και αυτοβιογραφικό του βιβλίο Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι, ότι όταν ήταν δεκαεφτά χρονών, υπηρέτησε για διάστημα μικρότερο των δύο μηνών στα Waffen-SS [ένοπλος κλάδος της SS).
Ως μέλος των Waffen-SS συμμετείχε στις επιχειρήσεις της 10ης Μεραρχίας Θωρακισμένων SS “Frundsberg” από τον Φεβρουάριο του 1945 μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οπότε τραυματίστηκε, συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες και στάλθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων.
Μέχρι τότε ήταν γνωστό ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε υπηρετήσει στην αντιαεροπορική άμυνα. Πάντως ο Γκρας διευκρίνισε ότι στο διάστημα αυτό δε συμμετείχε σε καμία εγκληματική δράση και δεν έριξε ούτε μια σφαίρα.
Η αποκάλυψη αυτή για το παρελθόν του Γκρας προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων ιστορικών και δημοσιογράφων.
Ο Γιοακίμ Φεστ (Joachim Fest), συντηρητικός Γερμανός δημοσιογράφος, ιστορικός και βιογράφος του Χίτλερ, δήλωσε στην εφημερίδα Der Spiegel ότι αυτή η αποκάλυψη ήρθε πολύ αργά και αναρωτήθηκε πώς ένας άνθρωπος που για δεκαετίες αποτελούσε την ηθική συνείδηση της Γερμανίας μπόρεσε να κρύψει μια τέτοια πληροφορία.
Ο Rolf Hochhuth, Γερμανός συγγραφέας, ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος καθώς υπερασπίστηκε τον αρνητή του Ολοκαυτώματος Ντέιβιντ Ίρβινγκ, δήλωσε ότι είναι αηδιαστικό το γεγονός ότι ο Γκύντερ Γκρας, ενώ υπήρξε μέλος των Waffen-SS, είχε επικρίνει τον Χέλμουτ Κολ και τον Ρόναλντ Ρίγκαν για την επίσκεψή τους το 1985 στο στρατιωτικό νεκροταφείο στο Μπίντμπουργκ, καθώς εκεί είναι θαμμένα πολλά μέλη των SS. Για υποκρισία έκανε λόγο ο Γερμανός ιστορικός Michael Wolffsohn ενώ ο Λεχ Βαλέσα αρχικά επέκρινε τον Γκύντερ Γκρας, αργότερα όμως άλλαξε θέση.
Υπήρξαν όμως και πολλοί συγγραφείς και διανοούμενοι που στήριξαν τον Γκρας εξαιτίας του ότι ώριμος πια αντιμετώπισε θαρραλέα τους συμπατριώτες του που επέμεναν να πιστεύουν στην αίγλη του Χίτλερ. Μεταξύ αυτών που τον υπερασπίστηκαν ήταν ο Τζαν Ενρίκο Ρουσκόνι, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και οι συγγραφείς Μάριο Βάργκας Λιόσα, Κλαούντιο Μαγκρίς και Τζον Ίρβινγκ.
Στο εν λόγω βιβλίο του με τον ευρηματικό τίτλο Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι [2006] – δηλαδή σκαλίζοντας τις στρώσεις της μνήμης που φέρνουν δάκρυα – γράφει στην πρώτη κιόλας σελίδα κάτω από τον τίτλο: οι φλούδες κάτω από τη φλούδα:
«Σε στενό χώρο έληξαν τα παιδικά μου χρόνια όταν εκεί όπου μεγάλωσα ξέσπασε ο πόλεμος σε διάφορα σημεία ταυτόχρονα. […] σιδηρόηχα λόγια διαλάλησαν το τέλος των παιδικών μου χρόνων σ’ ένα ισόγειο διαμέρισμα μιας τριώροφης πολυκατοικίας». Αυτό ήταν το πεπρωμένο εκατομμυρίων παιδιών εκείνη την εποχή. Αυτό ήταν και το δικό του πεπρωμένο. Μόνο που ο έφηβος Γκύντερ εγκατέλειψε τη σοφίτα που ο φεγγίτης της φώτιζε τα διαβάσματά του κλασικής λογοτεχνίας από τη βιβλιοθήκη της μητέρας του καθώς και τα κουπόνια που τον έφεραν σε επαφή με τη μεγάλη τέχνη της ζωγραφικής που σπούδασε αργότερα και έτρεξε να στρατευθεί στα SS.
«Θραύσματα βομβών κι αναλαμπές πυροβόλων ανακαλούν στη μνήμη την έναρξη του πολέμου, τα παιδικά χρόνια θάβονται στην άμμο».
Λίγες σελίδες παρακάτω σ’ αυτήν –αν μη τι άλλο αποκαλυπτική αυτοβιογραφία που έκανε τα μάτια να δακρύζουν τρίβοντας το κρεμμύδι – γράφει: «Το αγόρι που φέρει τ’ όνομά μου γράφτηκε εντελώς οικειοθελώς στην Οργάνωση Παιδιών της Χιτλερικής Νεολαίας […] Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι το δώρο που ζήτησα ήταν η στολή συν πηλήκιο, μαντήλι του λαιμού, τελαμώνα και αορτήρα». «Τα νιάτα πρέπει να εξουσιάζονται από τα νιάτα!» το σύνθημα.
«Το αγόρι, δηλαδή εγώ, δεν μπορεί να αθωωθεί ούτε καν με το επιχείρημα: Μας παραπλάνησαν : Όχι, εμείς επιτρέψαμε, εγώ επέτρεψα να με παραπλανήσουν», παραδέχεται το ίδιο κατηγορηματικά με την οικειοθελή ένταξή του.
«Χωρίς απολυτήριο Γυμνασίου (λέγεται ότι απ’ όλα τα βραβεία και τα διπλώματα είχε κρεμάσει στο σπίτι του μόνο ένα τιμητικό απολυτήριο που του είχε απονείμει το σχολείο των παιδιών του), χωρίς οικονομική υποστήριξη ή κοινωνικές περγαμηνές ο νεαρός Γκύντερ θα καταφύγει στην αγκαλιά του στρατού για να γλιτώσει από την ασφυξία ενός μικροαστικού περιβάλλοντος και να αποδράσει από μια φαινομενικά ασφαλή ζωή στο μαγαζί του πατέρα», αφηγείται ο Χρήστος Αστερίου σ’ ένα σημείωμα με αφορμή το θάνατό του στην εφημερίδα ‘Καθημερινή’.
Του Γκρας του άρεσε «να φτιάχνει ιστορίες που όλα σ’ αυτές είναι πιο αληθινά από την ίδια τη ζωή κι αυτό έκανε όχι μόνο με τα πεζά μικρής φόρμας που έγραψε αλλά και στο πρώτο αριστουργηματικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημά του Τενεκεδένιο ταμπούρλο [1959] με το οποίο έκανε εντυπωσιακό ντεμπούτο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αλλά ατυχώς με τίποτα από το μεταγενέστερο πολυσέλιδο έργο του δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Ο δηκτικός κριτικός λογοτεχνίας Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκυ ισχυρίστηκε πως από το σύνολο του έργου του Γκρας δεν αξίζουν παρά μόνο μερικά αποσπάσματα από το Ταμπούρλο, κάποια μικρά πεζά και κάποια νεανικά ποιήματα.
«Το Ταμπούρλο» γράφει ο Κώστας Βέργος στην ‘Αυγή’ προκάλεσε τους σιωπηλούς Γερμανούς της εποχής, άμεσους συμμέτοχους της προ ολίγων ετών θηριωδίας, να μιλήσουν, να αντιδράσουν επιτέλους. Φαίνονταν όλοι να παρακολουθούν τη νέα οικονομική απογείωση χωρίς μιλιά, χωρίς καμία αυτοκριτική διάθεση για το άμεσο παρελθόν, χωρίς ενοχή. Σαν να μην είχε υπάρξει το Άουσβιτς!».
Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου [μτφρ. Τούλα Σιετή, Πατάκης 2023] διαβάζουμε:
«Ο Όσκαρ Ματσεράτ, τρόφιμος ψυχιατρείου, ανακαλεί την πολυτάραχη ζωή του που ταυτίζεται με την πορεία της Γερμανίας προς το χάος στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Ως παιδί είναι χαρισματικός· διαθέτει νοημοσύνη ασύμβατη με την ηλικία του και μια φωνή που θρυμματίζει το γυαλί. Στα τρίτα του γενέθλια, τη μέρα ακριβώς που αποκτά το πρώτο του τύμπανο, αποφασίζει, ως αντίδραση στην απανθρωπιά και στην αθλιότητα του κόσμου, να βάλει οριστικά φρένο στη σωματική του ανάπτυξη πέφτοντας από τις σκάλες και να σταματήσει έτσι να μεγαλώνει. Σχεδόν τριάντα χρονών και έγκλειστος πια, ο νάνος Όσκαρ χρησιμοποιεί το τύμπανό του ως μέσο έκφρασης προκειμένου να ειρωνευτεί τις μεσοαστικές αντιλήψεις της οικογένειάς του και της κοινωνίας, να ανασκαλέψει το οδυνηρό παρελθόν της χιτλερικής περιόδου και να στηλιτεύσει τις φρικαλεότητες του ναζισμού.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε,το φθινόπωρο του 1959, το Τενεκεδένιο ταμπούρλο δίχασε το αναγνωστικό κοινό και προκάλεσε την οργή της Καθολικής Εκκλησίας. Είκοσι χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Φόλκερ Σλέντορφ· η ταινία απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1979 και το 1980 τιμήθηκε με το όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Το 1999 ο Γκύντερ Γκρας τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Στο σκεπτικό βράβευσής του η επιτροπή αναφέρει: «Ο Γκρας στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο έρχεται αντιμέτωπος με το τεράστιο έργο της ανασκόπησης της σύγχρονης ιστορίας, ανακαλώντας τους αποκηρυγμένους και τους ξεχασμένους: τα θύματα, τους ηττημένους και τα ψέματα που οι άνθρωποι ήθελαν να ξεχάσουν επειδή ακριβώς είχαν κάποτε πιστέψει σ’ αυτά».
«Ο σύγχρονος κόσμος μπορεί να απειλείται λιγότερο από ολοκληρωτικές πολιτικές», υποστηρίζει ο Μάρτιν Τράβερς στην Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, «κινδυνεύει όμως να καταστεί θύμα νέων ψυχώσεων και νέων παραλογισμών εξίσου επικίνδυνων με τον εθνικοσοσιαλισμό: «του τεχνολογικού μυστικισμού, της επιθετικότητας που διογκώνεται από τα μέσα ενημέρωσης, της τρομοκρατίας, της παραγωγικότητας και της παράλληλης αύξησης μόλυνσης και ευμάρειας», όπως υπογραμμίζει ο Γκρας.
Ο Γκύντερ Γκρας και Γκίντερ Γκρας (γερμανικά: Günter Grass, 16 Οκτωβρίου 1927 – 13 Απριλίου 2015) εκτός από τα μυθιστορήματα με τα οποία έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο, έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε με την ποίηση. Συγχρόνως είχε έντονη ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, προσκείμενος στην Αριστερά.
Ο Γκύντερ Γκρας γεννήθηκε στο Ντάντσιχ, (σήμερα: Γκαντσκ Πολωνία), από Γερμανό προτεστάντη πατέρα και καθολική μητέρα, πολωνικής καταγωγής και ανατράφηκε ως καθολικός.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε για δύο χρόνια σε ορυχείο και έλαβε εκπαίδευση λιθοξόου. Αργότερα σπούδασε γλυπτική και γραφιστική, πρώτα στην Ακαδημία Τεχνών του Ντίσελντορφ (Künstakademie Düsseldorf) και έπειτα στο Βερολίνο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ξεκινά και το λογοτεχνικό του έργο, που θα τον κάνει παγκοσμίως γνωστό. Από το 1983 έως το 1986 διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου.
Το τενεκεδένιο ταμπούρλο που εκδόθηκε το 1959 και έγινε ταινία είκοσι χρόνια αργότερα. Ακολούθησαν το 1961 το Γάτα και ποντίκι και το 1963 το Σκυλίσια μέρα που μαζί με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο αποτελούν την Τριλογία του Ντάντσιχ. Άλλα γνωστά του έργα, που μεταφράστηκαν και στα ελληνικά, όπως και η Τριλογία του Ντάντσιχ, είναι: Η πρόβα της εξέγερσης των πληβείων (1966), Ο Μπουτ το ψάρι (1977), Δυσοίωνα κοάσματα (1992), Γράφοντας μετά το Άουσβιτς (1993), Ένα ευρύ πεδίο (1995), Ο αιώνας μου (1999) και Σαν τον κάβουρα (2002).
Αν και δεν έγινε μέλος του Σοσιαλοδημοκρατικού Κόμματος, ο Γκύντερ Γκρας τάχθηκε υπέρ της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι μόνο με μεταρρυθμίσεις και όχι με επαναστατική ανατροπή είναι δυνατή η οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Έτσι, υποστήριξε την κυβέρνηση του Βίλι Μπραντ, ασκώντας της, όμως, έντονη κριτική.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Γκρας τάχθηκε ενάντια στην ένωση των δύο Γερμανιών και πρότεινε, για τουλάχιστον μια επταετία, μια Συνομοσπονδία των δύο Γερμανικών κρατών, η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να αποκτήσει τη μορφή μιας ένωσης γερμανικών κρατών.
Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των τσιγγάνων, υποστηρίζοντας την ανάγκη χορήγησης σε αυτούς ευρωπαϊκού διαβατηρίου, που θα τους επιτρέπει τη διαμονή σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος. Δημιούργησε στη Ρουμανία ένα ίδρυμα για τους Ρομά, με την ονομασία «Εταιρία για τους απειλούμενους λαούς», το οποίο κάθε χρόνο βραβεύει όσους προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των τσιγγάνων. Για τον Γκύντερ Γκρας οι Τσιγγάνοι είναι αυτό που καμωνόμαστε ό,τι είμαστε εμείς: εκ γενετής γνήσιοι Ευρωπαίοι.
Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις.
Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων είχαν επιτεθεί στη Χώρα την ευλογημένη με νησιά, στον στρατιωτικό τους σάκο κουβαλούσαν τον Χέλντερλιν.
Ελάχιστα αποδεκτή Χώρα, όμως οι πραξικοπηματίες της, κάποτε, από Εσένα, ως σύμμαχοι έγιναν αποδεκτοί.
Χώρα χωρίς δικαιώματα, που η ισχυρογνώμονη εξουσία ολοένα και περισσότερο της σφίγγει το ζωνάρι.
Σ’ Εσένα αντιστέκεται φορώντας μαύρα η Αντιγόνη, και σ’ όλη τη Χώρα πένθος ντύνεται ο λαός, που Εσένα φιλοξένησε.
Ομως, έξω από τη Χώρα, του Κροίσου οι ακόλουθοι και οι όμοιοί του όλα όσα έχουν τη λάμψη του χρυσού στοιβάζουν στο δικό Σου θησαυροφυλάκιο.
Πιες επιτέλους, πιες! κραυγάζουν οι εγκάθετοι των Επιτρόπων· όμως ο Σωκράτης, με οργή Σου επιστρέφει το κύπελλο γεμάτο ώς επάνω.
Θα καταραστούν εν χορώ, ό,τι είναι δικό Σου οι θεοί, που τον Ολυμπό τους η δική Σου θέληση ζητάει ν’ απαλλοτριώσει.
Στερημένη από πνεύμα, Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα, που το πνεύμα της, Εσένα, Ευρώπη, εδημιούργησε.
Το 2012 έγραψε το ακόλουθο ποίημα για την Ελλάδα, με τίτλο: Η ντροπή της Ευρώπης εξαιτίας της σκληρής οικονομικής πολιτικής της Ευρωπης με επικεφαλής τη Γερμανία.
Τα τελευταία χρόνια είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ του “κοκκινοπράσινου” συνασπισμού μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών του καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ με τους Πράσινους ενώ είχε επικρίνει σφοδρά και τη “σταυροφορία” τους προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους στο Ιράκ. Το 2012 προκάλεσε σάλο όταν δημοσίευσε ένα ποίημα που επέκρινε το Ισραήλ και το κατηγορούσε ότι “απειλούσε την παγκόσμια ειρήνη”. Οι ισραηλινές αρχές αντέδρασαν χαρακτηρίζοντάς τον “ανεπιθύμητο πρόσωπο” στη χώρα.
«Είμαι πολύ μεγάλος, έχω πατήσει τα 86. Δεν πιστεύω ότι θα καταφέρω να γράψω άλλο μυθιστόρημα». Με αυτή του τη δήλωση, ο Γκίντερ Γκρας, ανακοίνωσε την απόφασή του να αποσυρθεί.
Τα τελευταία του χρόνια ζώντας στη γενέτειρα του μεγάλου Τόμας Μαν, τη Λυβέκη, πέθανε στα 88 του χρόνια.