Σ’ ένα δημιουργικό άνθρωπο πρωτεύει φυσικά το έργο, αν μάλιστα ο δημιουργός έχει ζήσει μια κανονική ζωή ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στη δημιουργία του έργου του. Αλλά ο Καμπανέλλης κάθε άλλο παρά έζησε αυτό που λέμε κανονική ζωή.
Ο Καμπανέλλης νεαρότατος στα είκοσί του, προσπαθώντας να διαφύγει μέσω της ουδέτερης Ελβετίας από την κατακτημένη χώρα του, το φθινόπωρο του 1942, συνελήφθη από τους Γερμανούς οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν και κρατήθηκε μέχρι τον Μάιο του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Αυτή η εμπειρία της κράτησης και του εγκλεισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης σημαδεύει για πάντα τη ζωή ενός νέου σφραγίζοντάς την με τη φρίκη που διέσπειρε ο ναζισμός γκρεμίζοντας βεβαιότητες, ακόμη και την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Τη στιγμή που εργαζόταν το πρωί και το βράδυ σπούδαζε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο.
Παρόλ’ αυτά εξαιτίας του τραγουδήθηκε το Μαουτχάζεν με τους στίχους που έγραψε και μελοποίησε ο Θεοδωράκης, και με τη μαρτυρία που έγραψε άφησε την παρακαταθήκη ενός νέου που πέρασε από την κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ωστόσο όπως θυμίζει η κόρη του: «Ο πατέρας μου σε όλη του τη ζωή βροντοφώναζε: «Ποτέ ξανά, ποτέ ξανά! Η λήθη ισοδυναμεί με συγχώρεση. Δυστυχώς, ο ναζισμός δεν πέθανε ποτέ, γιατί δεν καταδικάστηκε στον βαθμό που θα έπρεπε».
Με λίγες φράσεις ο ίδιος έδωσε το στίγμα που του άφησε η εγκληματική παράνοια των ναζιστών: «Το να είσαι μελλοθάνατος δεν είναι λίγο… Το στρατόπεδο συγκεντρώσεως ήταν ένα γερό μάθημα… Το στρατόπεδο είναι η πνευματική μου καταγωγή».
Υπάρχει κι ένας ακόμη λόγος της μη κανονικής ζωής αλλά και της πορείας που ακολούθησε. Χωρίς να έχει στην τσέπη του καν απολυτήριο ή σχετικής με το θέατρο σχολής, στην ουσία ανεκπαίδευτος καλλιτεχνικά, πέρα από το τεχνικό σχέδιο, θαμπώθηκε στην κυριολεξία από τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον χειμώνα του 1945-46. Πρέπει να είδε το Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ, κάποια μονόπρακτά του, τα Παντρολογήματα του Γκόγκολ, τις Χοηφόρες, το Γυάλινο κόσμο του Τ. Ουίλιαμς, Ξενόπουλο, Ανούιγ, Ο’Νηλ κι ίσως τον Ματωμένο γάμο του Λόρκα. Όλα σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Και διάλεξε το δρόμο του. Το θέατρο και ό,τι άλλο γύρω από αυτό. Σινεμά, ραδιόφωνο, σενάριο.
Πριν από την περιπέτεια του Μαουτχάουζεν στην περιοχή που έμενε, στο Μεταξουργείο, γνωρίζεται με συνομηλίκους του που έχουν κοινές λογοτεχνικές ανησυχίες όπως οι: Τάσος Λειβαδίτης, οι αδελφοί Κώστας και Αλέξανδρος Κοτζιάς, Δημήτρης Χριστοδούλου και Ρένος Αποστολίδης. Παράλληλα, εμπλουτίζει τις γνώσεις του με αναγνώσεις βιβλίων, κυρίως λογοτεχνίας και ιστορίας, που του αποκαλύπτουν την ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και τα μυστικά της γραφής και τα προμηθεύεται από παλαιοπωλεία που πωλούν μεταχειρισμένα ταλαιπωρημένα αντίτυπα και καμιά φορά βρίσκει και κάποια απαγορευμένα ανάμεσά τους.
Προσπάθησε λοιπόν να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως του γυμνασιακού απολυτηρίου δεν έγινε δεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώθηκε στο γράψιμο.
Και κατάφερε να γίνει ο πατριάρχης του νεοελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου όπως αποκλήθηκε. Άνοιξε τον δρόμο σε μια γενιά έξοχων δημιουργών όπως η Λούλα Αναγνωστάκη, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη και ο Δημήτρης Κεχαΐδης. Κι ακόμα ο Μάριος Ποντίκας ή ο Βασίλης Ζιώγας κι ο Γιώργος Διαλεγμένος.
Έτσι καθ’ ‘όλη τη διάρκεια της συγγραφικής του πορείας πειραματίστηκε με διάφορα στυλ γραφής, σε μια αέναη αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης. Από το ρεαλιστικό έως το ποιητικό και συμβολιστικό θέατρο, από το πρωτότυπο έως τη διασκευή, δεν επαναπαύθηκε στις επιτυχίες του, ούτε υποχώρησε σε συμβιβασμούς για ένα πιο «εύπεπτο» θέατρο. Αντίθετα δοκίμασε ένα εύρος μορφολογίας και θεματικών.
Ωστόσο δεν υπήρξε ο συγγραφέας των κριτικών αλλά του κοινού. Ας σκεφτούμε το μεγαλειώδες Το Μεγάλο μας Τσίρκο που μέσα στη δικτατορία αφύπνισε τις συνειδήσεις των καταπιεσμένων.
Το δραματουργικό του έργο διακρίνεται για ένα είδος πολιτικής ευαισθησίας. Ο συγγραφέας δείχνει να ταυτίζεται και να συμπονά τους συνανθρώπους του, καθώς και να προβληματίζεται για μια σειρά κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ζητημάτων. Μέσα από τα έργα του εκφράζει τον αποτροπιασμό του για τον πόλεμο και τη βία, ιδιαίτερα εκείνη της εξουσίας, η οποία με αδηφάγο τρόπο εξαθλιώνει τους πιο ανίσχυρους. Σατιρίζει, επιπλέον, τους μηχανισμούς της εκάστοτε επίσημης ιδεολογίας, τη θυσία στο όνομα αυτής, την πολιτική εκμετάλλευση και τη δημαγωγία. Πραγματεύεται ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εξορία, τη μοναξιά, τη δύναμη του χρήματος, την ηθική του συμφέροντος, τη μετανάστευση, Εκφράζει υπαρξιακές ανησυχίες όσον αφορά την τύχη του ανθρώπου σε μια κοινωνία καθημαγμένη από τη μισαλλοδοξία, όπου η δύναμη του κακού έχει υπερισχύσει. Χαρτογραφεί τις περιπέτειες της μεταπολεμικής Ελλάδας και τους συνεπακόλουθους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς είτε μέσω της ιστορικής μνήμης και της προσωπικής εμπειρίας, είτε μεταφέροντας τες σε άλλους τόπους και άλλες εποχές με έργα που βρίθουν μεταφορών και ειρωνείας, σατιρίζοντας, παράλληλα τη διεθνή κατάσταση πραγμάτων.
Οι ήρωες του βρίσκονται, συχνά, διχασμένοι, με ένα αίσθημα «εγκλεισμού» και απομόνωσης. Δεν ανήκουν ταξικά, ηθικά ή πολιτικά στην ίδια κατηγορία, ενώ αντικατοπτρίζουν τις αμφιβολίες, την εσωστρέφεια, το σκεπτικισμό που ακολούθησε την κατοχή και τον εθνικό διχασμό.
Δημιούργησε θεατρικά αλλά και κινηματογραφικά πρόσωπα που έμειναν στη μνήμη των θεατών του.
Η Στέλλα [1955] η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα βασίστηκε σε δικό του σενάριο [πάνω στο θεατρικό του έργο Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια εμπνευσμένη από το μύθο της Κάρμεν και την γνωριμία του με την τότε πρωτοεμφανιζόμενη Μελίνα Μερκούρη] παραμένει θρυλική κινηματογραφική φιγούρα μαζί με τον συμπρωταγωνιστή της.
Ο Δράκος [1956] του Νίκου Κούνδουρου, βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, είναι σίγουρα από τις κορυφαίες ταινίες στην ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου.
Το θεατρικό έργο του Έρσκιν Κάλντγουελ Για ένα κομμάτι γης, ένα νατουραλιστικό έργο, πάντα σε σκηνοθεσία Κουν στάθηκε καθοριστικό στην απόφασή του ν’ ασχοληθεί με το θέατρο, όπως ομολογεί ο ίδιος.
Τον ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν Ο χορός πάνω στα στάχυα, που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο του 1950 από τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.
Το 1956 υπήρξε η χρονιά της πρώτης του συνεργασίας με το Εθνικό Θέατρο, όταν η «Δεύτερη Σκηνή» ανέβασε την Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας, μια παράσταση που άλλαξε συλλήβδην τον τρόπο αντιμετώπισης των σύγχρονων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων από την πρώτη σκηνή της χώρας.
Το 1957 αποτελεί χρονιά ορόσημο για τον ίδιο, καθώς ξεκινάει η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον θίασο που θα αποτελέσει τον σημαντικότερο σταθμό στη θεατρική πορεία του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Εκεί, αρχικά, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, θέλοντας να δώσει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, θα χρησιμοποιήσει, ανάμεσα σε άλλα και τον μονόλογο του Καμπανέλλη Αυτός και το Πανταλόνι του, ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους θα ανεβεί η Αυλή των Θαυμάτων, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, ένα έργο καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής μεταπολεμικής δραματουργίας , η παράσταση του οποίου εδραιώνει τον συγγραφέα στη θεατρική ζωή της χώρας.
Σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου, σε εποχή σύγχρονη με τη συγγραφή του, τη δεκαετία του 1950. Στα δωμάτια μια αυλής, στο συνοικισμό του Βύρωνος, κατοικούν άτομα και οικογένειες που ανήκουν στη λαϊκή τάξη, έχουν όμως διαφορετική προέλευση. Ο γερο-Ιορδάνης με τη γυναίκα του και τα παιδιά του είναι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η κυρά Αννετώ, χήρα με κόρη παντρεμένη στην Αγγλία. Ο Στέλιος, Αθηναίος ονειροπόλος με πολλές αδυναμίες, και η γυναίκα του Όλγα γεννημένη στην προεπαναστατική Ρωσία. Η Βούλα κι ο Μπάμπης, αντρόγυνο που εναλλάσσει τα χαϊδολογήματα με τα μαλλιοτραβήγματα. Η Μαρία, γυναίκα ναυτικού που τη βασανίζει η μοναξιά της. Η Ντόρα, νέα γυναίκα ανύπαντρη που όμως δεν ξέρει τι θα πει μοναξιά. Στους παραπάνω ένοικους θα προστεθεί αργότερα και ο Στράτος, υδραυλικός στο επάγγελμα, που θα σηκώσει τρικυμία στο αισθηματικό τέλμα της μικρής “αυλικής” κοινωνίας.
«Ήθελα να γράψω έργα με όσο το δυνατόν γνησιότερη την προέλευσή τους από τον τόπο μας», γράφει ο συγγραφέας στο πρόγραμμα της παράστασης.
«Ένα έργο ελληνικό, αληθινό, ζωντανό, γεμάτο συγκίνηση κι ενδιαφέρον, παιγμένο κατά τρόπον υποδειγματικό», έγραψε ο Καραγάτσης στη Βραδυνή που δεν δίσταζε να τα βάλει ακόμα και με παράσταση του Σαίξπηρ που δεν του άρεσε. «Ένα έργο που όλοι οι Έλληνες πρέπει να δουν και ν’ απολαύσουν», κατέληξε.
Άλλες παραστάσεις έργων του Καμπανέλλη από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν υπήρξαν: Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος (31/5/1980, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη), Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι (22/12/1966, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), Η Ηλικία της Νύχτας (28/1/1959), η τετραλογία Πρόσωπα για Βιολί και Ορχήστρα (8/1/1976, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), Τα Τέσσερα Πόδια του Τραπεζιού (27/10/1978, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), Μια Συνάντηση Κάπου Αλλού (18/12/1997, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή.
Έργα του παιχτήκαν ακόμη σε Αγγλία, Αυστρία, Ρωσία, Γερμανία, Σουηδία, Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ράινχαρτ Σεμινάρ, στο Γκαίτεμποργκ, στο θέατρο της Μόσχας και στο θέατρο Γκόρκι.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Στη Νάξο, στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, είχε συμμαθητή τον Μανώλη Γλέζο.
Το 1935 η οικογένειά του μετέβη για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα.
Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Έγινε ακαδημαϊκός το 1999, στη νέα έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2000 του απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα. Εκλέχτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κύπρου (1996), της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ (1999) και του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1999). Εξελέγη παμψηφεί και αναγορεύθηκε Ακαδημαϊκός (1999), εγκαινιάζοντας την έδρα του Θεάτρου στην Ακαδημία Αθηνών.
Πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λόγω νεφροπάθειας, λίγες μέρες μετά τον θάνατο της γυναίκας του Νίκης.
Σ’ ένα συγκινητικό σημείωμα στο περιοδικό Διαβάζω με τον τριπλό τίτλο: ο φίλος, ο πολίτης, ο συγγραφέας τον αποχαιρετά ο ομότιμος καθηγητής θεατρολογίας του ΕΚΠΑ Βάλτερ Πούχνερ ενθυμούμενος τις σημαντικότερες στιγμές του. Ο Πούχνερ του αφιέρωσε μια ογκώδη μονογραφία 1000 σελίδων που όπως αναφέρει του την έδωσε ιδιοχείρως στα γραφεία του Ιδρύματος Ουράνη στο οποίο ο Καμπανέλλης ήταν τότε πρόεδρος.
Έλεγε ακόμα στον σκηνοθέτη και θεατράνθρωπο Γιώργο Μιχαηλίδη, 50 χρόνια φίλο του, πως δεν παραλείπει όταν βρίσκεται στο σπίτι να βγαίνει στη βεράντα του να δει το δίσκο του ήλιου να δύει πυρακτωμένος.
Και παρατηρούσε εύστοχα: « Στην πατρίδα της Μήδειας την Αία, εκεί ο ήλιος πηγαίνει και κρύβει τις αχτίδες του. Το απόλυτο σκοτάδι, η κόλαση.
» Ο δικός μας ήλιος μας αφήνει μια ανταύγεια όλη τη νύχτα. Απόλυτο σκοτάδι δεν έχουμε εμείς!».
-περ. Διαβάζω, τχ. 518, 5/2011