You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ηλίας Πετρόπουλος –  μια προσωπική μαρτυρία

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ηλίας Πετρόπουλος – μια προσωπική μαρτυρία

Θέλω καιρό να γράψω για τον Ηλία Πετρόπουλο και όλο το αναβάλλω. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον δε μ’ αρέσει να εμφανίζομαι μετά το θάνατο κάποιου διάσημου και να λέω πως τον ήξερα. Πολλούς άλλωστε γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς έτυχε ή επιδίωξα να συναντήσω. Και για πολλούς εξ αυτών έχω γράψει όσο ζούσαν ή τους είχα πάρει συνέντευξη. Σε πολλές περιπτώσεις, τις περισσότερες ίσως, ήταν, όπως ήταν φυσικό, επαγγελματική σχέση. Με λίγους από αυτούς είχαμε συναντηθεί και συζητήσει κάποιες φορές.

Τον Πετρόπουλο δεν τον είχα συναντήσει ποτέ γιατί ως γνωστόν ζούσε στο Παρίσι όταν εγώ ήμουν σε ηλικία που θα μπορούσα να τον συναντήσω έχοντας διαβάσει τα βιβλία του εν τω μεταξύ.

Ωστόσο είχαμε μιλήσει πολλές φορές στο τηλέφωνο. Μιλούσαμε στον πληθυντικό σαν γάλλοι ευγενείς. Είχα διαβάσει τότε όσο μπορώ να θυμηθώ, τον Τούρκικο καφέ εν Ελλάδι, το Εγχειρίδιο του καλού Κλέφτη, το Μπουρδέλο, τα Ποιήματα και μερικά άλλα, όπως και ό,τι δικό του δημοσίευε η Ελευθεροτυπία κυρίως και δευτερεύοντος ο Μανδραγόρας, το περιοδικό του Κώστα του Κρεμμύδα, με το οποίο συνεργαζόταν και η Εποχή που ήμουν εγώ και αργότερα το περιοδικό Στίγμα.

Ο Πετρόπουλος ήταν ακατάβλητος ερευνητής, χειμαρρώδης γραφιάς και ήταν αδύνατο μια μεγάλη καθημερινή εφημερίδα να στεγάσει την τόσο πλούσια  παραγωγή του. Οπότε αναζητούσε κι άλλα έντυπα που θα δέχονταν να δημοσιεύσουν κείμενά του. Ήμουν ένας από αυτούς που εμπιστευόταν κείμενά του τα οποία δημοσίευα στα έντυπα με τα οποία συνεργαζόμουν.

Ο Πετρόπουλος ήταν αιρετικός, αντιφατικός, εριστικός σε κάποιες περιπτώσεις και ήταν αδύνατο να μη διαφωνήσεις, έντονα μάλιστα, μαζί του όταν το παράκανε. Είχε γράψει πράγματα ανεπίτρεπτα για το Σολωμό κι το Βελουχιώτη, ακόμα και για τη δολοφονία του Ταχτσή είχε μιλήσει ανάρμοστα.

 

Ήξερε σχεδόν ό,τι είχα δημοσιεύσει πριν του το υποδείξω ή του το στείλω. Παρακολουθούσε τα πάντα. Διάβαζε τα πάντα που δημοσιεύονταν εδώ στην Ελλάδα. Εξάλλου τα θέματά του ήταν πάντοτε   ελληνικά. Οπότε αρχειοθετούσε οτιδήποτε μπορούσε κάποτε να του χρειαστεί. Έγραφε πάντα με μολύβι και χαρτί. Δε χρησιμοποιούσε κανένα μηχανικό ή ηλεκτρονικό μέσο. Ήταν μεθοδικός. Είχε μνήμη ελέφαντα και συνδυαστικές ικανότητες. Παρότι ήταν λαογράφος σπουδαίος αν και σιχαινόταν τον ακαδημαϊσμό και πολλούς από το σινάφι των ακαδημαϊκών λαογράφων, γλωσσολόγων και διανοουμένων.

 

Είχε ζήσει τις μέρες του πλάι σε πόρνες, κλέφτες, εγκληματίες, φυλακισμένους, καταδιωκόμενους, συμμορίτες, κακοποιούς, κλέφτες, ομοφυλόφιλους. [Τα Καλιαρντά ήταν η αργκό που χρησιμοποιούσαν- την είχε μάθει απέξω και την κατέγραψε σε βιβλίο], αλλά και ποιητές, πεζογράφους, ζωγράφους και καλλιτέχνες, τραγουδιστές και ρεμπέτες. Η συλλογή του με τα Ρεμπέτικα είναι απλώς μνημειώδης.

Δεν παραγνώριζε ούτε την πορνογραφία ούτε το λαϊκό ανάγνωσμα, την παραλογοτεχνία  ή τη γλώσσα [-ες] της πιάτσας. «Λαογράφο του περιθωρίου» δεν του άρεσε να τον χαρακτηρίζουν. Σ’ εμένα επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία πως θεωρούσε τον εαυτό του λογοτέχνη.

 

Είχε προβλήματα με τη δικαιοσύνη και είχε κάνει και φυλακή για κάποιους μήνες εξαιτίας ενός ποιήματός του, το Σώμα και μάλιστα για το στίχο: «Και την πατρίδα λησμονώ μπρος σ’ ένα γυμνό νεανικό γυναικείο σώμα», αλλά και για τα Καλιαρντά, και γιατί τα ‘βαζε με τους αστούς, τους μικροαστούς, τους ψευτοδιανοούμενους, τους κουλτουριάριδες,  την 21η Απριλίου, τη θρησκεία, τον εθνικισμό, την ξενοφοβία, το ρατσισμό.

 

Το Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη (εκδόσεις Νεφέλη) ήταν μια πρωτοφανής στην ελληνική γραμματεία ακτινογραφία των σχέσεων του υποκόσμου με τους μηχανισμούς της εξουσίας. Ο εκδότης Γιάννης Δουβίτσας (1943-2003) και ο ευρισκόμενος ήδη στη Γαλλία Πετρόπουλος βρέθηκαν στη δίνη δικαστικών διώξεων, αλλά και μιας ανεπιθύμητης υπέρ-δημοσιότητας που οδήγησε τον συγγραφέα να δηλώσει αυτοσαρκαστικά: «Επέπρωτο να γίνω η Αλίκη Βουγιουκλάκη της λαογραφίας μας». Το βιβλίο απαγορεύτηκε και αντίτυπά του κατασχέθηκαν. Η κυκλοφορία του επιτράπηκε μετά από δικαστικές περιπέτειες.

Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 (δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του) εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας.

Δυσανασχετώντας με τις εναντίον του αντιδράσεις μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα με την συναισθηματική και οικονομική στήριξη της Μαίρης Κουκουλέ. Βαθύς γνώστης και επίμονος ερευνητής της ελληνικής γλώσσας, πιστός στην πολυτονική γραφή, έψεγε τον καθωσπρεπισμό του «πολιτικά ορθού».

Ασχολήθηκε με ιστορικά, λαογραφικά και γλωσσολογικά θέματα, τις εικαστικές τέχνες (έχει εικονογραφήσει αρκετά βιβλία του με σκίτσα και κολλάζ) και τη φωτογραφία. Εξέδωσε περίπου 80 βιβλία και δημοσίευσε πάνω από χίλια άρθρα, συχνά ερευνώντας θέματα που θεωρούνταν ταμπού:  το χασίς, το ρεμπέτικο, τον υπόκοσμο, την πορνεία, τη σεξουαλικότητα, τη φυλακή.

«Ως «λαογράφος του άστεως», όπως αυτοαποκαλούνταν, λέει ο βιογράφος του Τζων Ταίηλορ, «έπαιξε εξέχοντα ρόλο στην ανάδειξη σημαντικών πτυχών του νεοελληνικού πολιτισμού τον 20ό αιώνα. Ανυποχώρητος, ανθεκτικός, τολμηρός, θαρραλέος, ήταν ένας θρασύς εικονοκλάστης και ταυτόχρονα ένας πρωτοπόρος ερευνητής, καθώς ταρακούνησε μια σειρά προκατασκευασμένα αφηγήματα που αποπνέουν εθνικισμό και σεμνοτυφία».

Ποιος άλλος είχε γράψει π.χ.: ψειρολογία, για το [άγιο] χασισάκι, το ελληνικό περίπτερο, το ελληνικό αυτοκίνητο, τα Κλουβιά πουλιών, τον μύστακα, τις σιδερένιες πόρτες, τα νεκροταφεία, την αυλή, το μπαλκόνι, το παράθυρο, τις ξυλόπορτες, τον Καραγκιόζη, την εθνική φασολάδα, τα πτώματα; Και όλα αυτά κατάφερνε να τα κάνει τόσο ελκυστικά τόσο γοητευτικά σε αναγνώστες που δεν είχαν καμιά σχέση με τη λαογραφία. Ο Πετρόπουλος απέφευγε την πτωμαΐνη της λαογραφίας ή της γλωσσολογίας, καθώς και τη σχολαστικότητα που ταλάνιζε και ταλανίζει ενίοτε τις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Δεν απέφυγε προς το τέλος γιατί έγραφε ως το βιολογικό του τέλος [2003] ασταμάτητα και πληθωρικά να λιβελογραφήσει εναντίον προσώπων, όχι καταστάσεων, αδικώντας κατάφωρα πρόσωπα της δημόσιας ζωής, ακόμα και φίλους του. Πάντως ο συνονόματός του πεζογράφος και δοκιμιογράφος Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος με τον οποίο είχαν συγγράψει το χιουμοριστικό  Επιστολές προς μνηστήν  με σχέδια του Αλέκου Φασιανού του έμεινε πιστός. Ωστόσο υπήρξαν κι αυτοί που του φέρθηκαν σκληρά όπως ο Γιώργος Ιωάννου που τον είχε αποκαλέσει: «γνωστό εξωμότη».

«Ο ανθελληνισμός μου είναι πλασματικός. Κατ’ αρχήν, δικαιούμαι να ‘μαι ο εαυτός μου. Αντιτίθεμαι στη διδασκαλία της Παιδείας, της Εκκλησίας, του Στρατού, του Συντάγματος… Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να αμυνθώ. Ό,τι έχω δημοσιεύσει είναι για την Ελλάδα και, βασικώς, υπέρ της Ελλάδος. Δεν κατηγόρησα, αλλά στιγμάτισα ορισμένες απόψεις των νεοελλήνων, που κατά την γνώμη μου είναι κούφιες ή ρατσιστικές», έλεγε σε συνέντευξή του.

Εξέδωσε το Ονοματοθεσία οδών και πλατειών (Πατάκης,1995) τη Φουστανέλα( Νεφέλη, 1987) την Τραγιάσκα (2000, Πατάκης), την Ιστορία της καπότας [2002 Νεφέλη]. Έγραψε μονογραφίες για τους ζωγράφους Μοσχίδη,  Πεντζίκη,  Τέτση,  Σικελιώτη και τους γελοιογράφους  Μποστ και Καναβάκη, όταν ακόμα όλοι τους ήταν ακόμα άγνωστοι στο κοινό.

Έκανε γνωστό στην Ελλάδα τον πολυσχιδή, πολυπράγμονα κι τολμηρό ερωτογράφο Ρολάν Τοπόρ, ενώ μετέφρασε τα Ακόλαστα Σονέτα του Αρετίνου, τραγούδια από την Παλατινή ανθολογία και την Αποκάλυψη του Ιωάννη με την οποία είχαν πειραματισθεί ο Σεφέρης κι ο Ελύτης.

Η διεύθυνση του περιοδικού το Στίγμα [2000-2010] απέρριψε την πρότασή του να στείλει άρθρο για τον σπουδαίο τεχνοκριτικό Άγγελο Προκοπίου εξυμνώντας και την πολιτικά αντιδραστική ιδεολογία του κι εγώ απέτυχα να τον πείσω να μην το κάνει, ώστε να μπορέσω να δημοσιεύσω το άρθρο για τον Προκοπίου, που ήταν όντως μέγας ιστορικός και θεωρητικός τέχνης και τεχνοκριτικός, αλλά αιρετικός. Μου υποσχόταν πως δε θα βρίσει και θα παραμείνει ψύχραιμος όταν δημοσίευα κείμενά του ή του έπαιρνα συνέντευξη,  αλλά δεν τηρούσε συνήθως την υπόσχεσή του.

Μετά τη λήξη της δίωξής του του έγιναν πολλές προσκλήσεις να επιστρέψει στην Ελλάδα και μάλιστα να μείνει μόνιμα. Όλες αυτές τις προσκλήσεις τις απέρριψε γνωρίζοντας πως πάλι θα προκαλούσε και πάλι θα τον κυνηγούσαν για κάποια πράγματα που ποτέ οι ελίτ κι η εξουσία. Όταν όμως δώρισε  στο Μουσείο Μπενάκη το αρχείο του είχε διαδώσει μέσω των δικών του, ότι θα ερχόταν να παρευρεθεί στην τελετή παράδοση. Κάποιοι μάλιστα είχαν πάει στο αεροδρόμιο να τον προϋπαντήσουν. Φυσικά όλο αυτό ήταν στημένο. Δεν εμφανίστηκε και η υποδοχή του αρχείου έγινε χωρίς τη φυσική του παρουσία.

 

Ο Ηλίας Πετρόπουλος πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2003, στο Παρίσι. Σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, την οποία υλοποίησε η σύντροφός του, Μαίρη Κουκουλέ, η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες πετάχτηκαν σε υπόνομο του Παρισιού.

Σημείωση:

Η επιστολή σε Α4 με μωβ μαρκαδόρο είναι του Ηλία Πετρόπουλου και αποτελεί την έναρξη της συνεργασίας μας.

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.