«-Ενώ εγώ σκέφτομαι: ορίστε, είμαι ξαπλωμένος στη βάση αυτής της θημωνιάς… ο μικρός χώρος που καταλαμβάνω είναι τόσο απειροελάχιστος σε σύγκριση με τον υπόλοιπο χώρο όπου εγώ δεν υπάρχω κι όπου κανείς δε με ξέρει. Και το μέρος του χρόνου που θα καταφέρω να ζήσω είναι τόσο μηδαμινό μπροστά στην αιωνιότητα όπου εγώ δεν υπήρξα και δε θα υπάρξω… Και σ’ αυτό το άτομο, σ’ αυτό το ορισμένο σημείο, το αίμα κυκλοφορεί, ο εγκέφαλος λειτουργεί, επιθυμεί επίσης… Τί σκάνδαλο! Τί ανοησία!
-Επίτρεψέ μου να σου πω ότι αυτό που λες αφορά όλους εν γένει τους ανθρώπους…
-‘Έχεις δίκιο, αποκρίθηκε αμέσως ο Μπαζάροφ. Ήθελα να πω ότι να, οι γονείς μου είναι απασχολημένοι και δεν ανησυχούν για την ατομική μηδαμινότητά τους, ότι δεν τους απασχολεί… ενώ εγώ… εγώ αισθάνομαι μόνο πλήξη και κακία…». Από το Πατέρες και γιοί [1862]
Η ζωή του Ιβάν Τουργκένιεφ ως ατόμου καθορίστηκε από δυο γυναίκες, ενώ η πορεία του ως συγγραφέα από το μυθιστόρημα Πατέρες και γιοί και τον πολυσήμαντο ήρωά του Μπαζάρωφ.
Οι δύο γυναίκες που κυριάρχησαν στην ζωή του είναι η μητέρα του και μια… αιώνια ερωμένη. Δυο ισχυρές γυναίκες που προσπάθησαν να χειραγωγήσουν τον Ιβάν.
Η πρώτη, η μητέρα, δεν ήταν άλλη από την τρομερή Βαρβάρα Πετρόβνα, μια πάμπλουτη, αυταρχική, κυριαρχική γυναίκα, αδίστακτη, σκληρή και βάναυση που στην απύθμενη κακία που την χαρακτήριζε την ξεπερνούσε μόνο η δική της μητέρα. Αυτή η γριά παράλυτη πια που περνούσε τη μέρα της σε μια πολυθρόνα έγινε έξαλλη μια μέρα με τον νεαρό υπηρέτη της και τον χτύπησε μ’ ένα κούτσουρο με απίστευτη δύναμη. Αποτέλεσμα ο νεαρός υπηρέτης έπεσε αναίσθητος. Το θέαμα της φάνηκε δυσάρεστο, απλώς και μόνο, αλλά δεν της προκάλεσε την παραμικρή συμπόνια – συναίσθημα άγνωστο σ’ αυτή τη γυναίκα με τον διεστραμμένο ψυχισμό… Ούτε στιγμή δε σκέφτηκε να επιχειρήσει να τον σώσει. Αντίθετα προσπαθώντας να εξαφανίσει το αποτέλεσμα της τερατωδίας της πήρε ένα μαξιλάρι σκέπασε το κεφάλι του νεαρού που αιμορραγούσε και κάθισε πάνω του μέχρι που εξέπνευσε.
Αυτή η ζοφερή κληρονομιά δεν οδήγησε τον Τουργκένιεφ στη σύμπλευση με την απανθρωπιά και τη βαναυσότητα αλλά στη συμπόνια και την αντίθεση στην αδικία. Όντας υπέρ της χειραφέτησης των δουλοπάροικων έγραψε με μεγάλη ευαισθησία το πρώτο του έργο τις Αναμνήσεις ενός κυνηγού που όπως φημολογείται έσπρωξε τον τσάρο να πάρει την απόφαση να απελευθερώσει τους δουλοπάροικους.
Η δυτικοφιλία και ο φιλελευθερισμός των ιδεών του τον έφεραν απέναντι στους συμπατριώτες του που δεν έπαψαν να τον αποδοκιμάζουν θεωρώντας τον υπερβολικά εξευρωπαϊσμένο, ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, άθεο, αλλά κι έναν ελαφρόμυαλο που το μόνο ενδιαφέρον του ήταν το κυνήγι της πέρδικας. Μοιραία δεν κέρδισε ποτέ την επιδοκιμασία ή τη συμπάθεια του σλαβόφιλου Ντοστογιέφκσκι ή του Τολστόι. Κέρδισε όμως τη δια βίου φιλία του μεγάλου κριτικού Μπελίνσκι. Τους έθαψαν πλάι πλάι, όπως επιθυμούσαν.
Αν και ήταν ο αγαπημένος γιος της μητέρας του, επειδή δεν κατάφερε να τον φέρει στα νερά της, του έκοψε το επίδομα υποχρεώνοντάς τον να ζήσει μποέμικα κι όταν μετά από καυγά κατέστρεψε το νεανικό του πορτραίτο εμπόδιζε για καιρό τους υπηρέτες να το μαζέψουν για μέρες.
Εμφανισιακά ο Τουργκένιεφ ήταν γοητευτικός, με αριστοκρατική κορμοστασιά, ψηλός με κυματιστά μαλλιά κι έναν αέρα παριζιάνου. Τόσο που στην πατρίδα του έμοιαζε ξένος.
Ο Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ ( μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου (νέο ημερολόγιο) του 1818 στο Αριόλ της Ρωσίας και πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου (νέο ημερολόγιο) του 1883 στο Μπουζιβάλ, κοντά στο Παρίσι. Ήταν γιος ενός αξιωματικού και μιας πλούσιας και δυναμικής γυναίκας, της οποίας η μορφή διαφαίνεται σε διάφορα έργα του. Μεγαλώνοντας ο ίδιος σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι ταξικές διακρίσεις και το χάσμα πλουσίων και φτωχών, φορτίστηκε με μεγάλη έμπνευση κατά της κοινωνικής αδικίας. Το 1833 άρχισε να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και το επόμενο έτος ήρθε σε επαφή με τον Ζουκόφσκι, τον Γκόγκολ και τον καθηγητή Πλέτνεφ, με τον τελευταίο να γίνεται οδηγός στα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα. Το 1838 μετέβη στο Βερολίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του, και εκεί ζυμώθηκε πολιτικά έχοντας στο πλευρό του σημαντικές φυσιογνωμίες σαν τον Μπακούνιν, τον Στανκίεβιτς και τον Ανένκοφ. Ως αποτέλεσμα, έκανε μέλημά του να προωθήσει τον εξευρωπαϊσμό της Ρωσίας και να υποστηρίξει τις ιδέες του με τη λογοτεχνία, χωρίς όμως να επιτρέπει στην κοινωνική κριτική να υποβαθμίζει την τέχνη της γραφής του.
Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία το 1841, εργάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών αλλά σύντομα σταμάτησε, και έτσι αφιερώθηκε περισσότερο στην πεζογραφία αλλά επεκτάθηκε ταυτόχρονα και στη δραματουργία. Η λογοκρισία, όμως, δεν επέτρεψε να ανεβούν όλα τα θεατρικά του έργα επί σκηνής, μερικά από τα οποία σήμερα θεωρούνται ορόσημα στην ιστορία του ρωσικού θεάτρου. Η γνωριμία του με την τραγουδίστρια της όπερας Παυλίνα Βιαρντό, η οποία ήταν και ο μεγάλος αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας της ζωής του, τον υποκίνησε να κάνει συχνά και μεγάλα ταξίδια στην Ευρώπη για να βρίσκεται κοντά της.
Δεδομένου του γενικού αρνητικού κλίματος στη Ρωσία για τις πολιτικο-κοινωνικές ιδέες του, η αρνητική κριτική στο μυθιστόρημά του Πατέρες και γιοι στάθηκε αφορμή ο Τουργκένιεφ να φύγει οριστικά με πρώτο σταθμό του το Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, ενώ σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο και, τελικά, το 1871 έγινε μόνιμος κάτοικος του Παρισιού λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου. Εκεί είδε επιτέλους μεγάλη αναγνώριση, καθώς εξελέγη αντιπρόεδρος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου το 1878, ενώ το επόμενο έτος τού απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εκείνα τα τελευταία του χρόνια ακόμη και η Ρωσία τού επεφύλασσε θερμές υποδοχές όποτε την επισκεπτόταν.
Το Πατέρες και γιοί, το αριστούργημα του Τουργκένιεφ μιλά για τη σύγκρουση των γενεών. Η αμφιλεγόμενη απεικόνιση του Μπαζάροφ, του “μηδενιστή” ή “καινούργιου ανθρώπου”, σόκαρε τη ρωσική κοινωνία όταν το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 1862.
Οι πατέρες: σπλαχνικοί, λίγο κουρασμένοι, σκεφτικοί, άλλα και πεπεισμένοι ότι μια γερή δόση αγγλικού φιλελευθερισμού θα λύσει τα προβλήματα μιας χώρας που είναι ακόμη φεουδαρχική. Οι γιοί: μελαγχολικοί, πικραμένοι, πρόωρα απογοητευμένοι, που μισούν κάθε ιδέα μεταρρύθμισης, που πιστεύουν μόνο στην άρνηση, στο “ξεκαθάρισμα”, στην καταστροφή οποιασδήποτε τάξης.
Σαν Άμλετ πριν από την επανάσταση, ο Μπαζάροφ προχωρά πέρα από έναν παράλογο θάνατο, η υστεροφημία του μετεωρίζεται ανάμεσα στους Δαίμονισμένους του Ντοστογέφσκι και στους μπολσεβίκους του 1917.
Ο Τουργκένιεφ υπήρξε μετριοπαθής, φιλελεύθερος, εχθρός απέναντι σε όλες τις πίστεις που κάνουν τους ανθρώπους να χάνουν τη λογική και την έννοια του μέτρου.
Το Πατέρες και γιοί δεν είναι μόνο το καλύτερο μυθιστόρημα του Τουργκένιεφ, αλλά κι ένα από τα πιο λαμπερά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα διατείνεται ο δύσκολος Ναμπόκωφ.
Όσο για τον ιστορικό της Ρωσικής λογοτεχνίας Μίρσκι, «ο Τουργκένιεφ υπήρξε ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που γοήτευσε τον αναγνώστη της Δύσης».
Στην Εκτέλεση του Τροπμάν, αφήγηση πραγματικής θανατικής εκτέλεσης στη γκιλοτίνα που ο ίδιος ο Τουργκένιεφ είχε παρακολουθήσει λέει: «με κατέκλυζε σιγά σιγά, ολοένα πιο δυνατή, η αίσθηση ότι είχα διαπράξει κι εγώ μιαν άγνωστη παρανομία, η αίσθηση μιας κρυφής ντροπής». Τα άλογα της άμαξας που θα μετέφερε τον εκτελεσμένο ήταν τα μόνα αθώα πλάσματα που υπήρχαν στο σκηνικό, συμπληρώνει.
Αυτή η εκπληκτική καταγγελία της επίσημα θεσμοθετημένης κρατικής δολοφονίας που είναι η θανατική ποινή προστίθεται στον αδέσμευτο τρόπο που έβλεπε τα πράγματα ο συγγραφέας που διάλεξε το δικό του δρόμο αντίθετα στην μητρική καταπίεση, τους συναισθηματικούς εκβιασμούς και στην άρνηση για πρόοδο των συγκαιρινών του και της αντιδραστικής ιδεολογίας τους.
Σημείωση:
Χαβιέρ Μαρίας, Γράφοντας τις ζωές των άλλων, Μτφρ.: Γεωργία Ζακοπούλου, Πατάκης, 2014