You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κάφκα, 100 χρόνια από το θάνατό του – Το τέλος ενός εξαντλημένου.

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κάφκα, 100 χρόνια από το θάνατό του – Το τέλος ενός εξαντλημένου.

Ο Κάφκα από νωρίς είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει.

Από νωρίς τον φορτώνουν μ’ ένα σωρό ηθικούς, αστικούς ακόμα και θρησκευτικούς καταναγκασμούς. Να σβήσει το φως. Να σταματήσει το διάβασμα. Για να μπορεί να ξυπνήσει το πρωί για το σχολείο.

Ο Κάφκα από νωρίς φορτώνεται με ένα σωρό μεταφυσικά ερωτηματικά στους αδύναμους ώμους του. Σωματικά αδύναμος αλλά ψηλός σαν τηλεγραφόξυλο. Μοιάζει σαν ένα σκιάχτρο που δεν τρομάζει τα πουλιά, αλλά ούτε τους ανθρώπους. Μοναχικό ξόανο που θα συνεχίσει να ζει στην υγρή Πράγα, ακατάλληλη πόλη για την αρρώστια που τον βασανίζει, τη φυματίωση.

Μπορεί να μη μπορεί ν’ αναπνεύσει, αλλά γράφει πυρετωδώς παράδοξες, εφιαλτικές, αινιγματικές παραβολές  οργιώδους φαντασίας φορτωμένες με ερωτήματα υπαρξιακής αγωνίας.

Έμπλεος φόβου απέναντι στον πατέρα του, απέναντι στην ευρωστία του, όπως και απέναντι στην εξουσία που του δίνει ο ρόλος του, γράφει το Γράμμα στον πατέρα. Εξαιτίας της διάλυσης του αρραβώνα του με την Φελίσια Μπάουερ και στις συνακόλουθες ενοχές γράφει τη Δίκη. Αναζητώντας το αδύνατο γράφει τον Πύργο. Νιώθοντας απέναντι αντί μέσα στην οικογένεια του γράφει τη Μεταμόρφωση. Αντιλαμβανόμενος την απρόσωπη εξουσία και τη δύναμή της να του επιβάλλει την τιμωρία που του αναλογεί γράφει την Αποικία των τιμωρημένων. 

«Όταν κάποτε κοιτάζαμε από το παράθυρο την πλατεία του Ρινγκ, θυμάται κάποιος που γνώρισε προσωπικά τον Κάφκα, έλεγε δείχνοντας τα κτίρια: ‘εδώ ήταν το Γυμνάσιό μου, εκεί, στο κτίριο απέναντι, το Πανεπιστήμιό μου, λίγο αριστερότερα το γραφείο μου. Σ’ αυτόν τον μικρό κύκλο – και με το δάχτυλό του διέγραφε μια κλειστή καμπύλη – περικλείεται ολόκληρη η ζωή μου». Ή όπως είχε πει: «Η ζωή μου μια νύχτα».

Αυτή είναι η συντομότερη αυτοβιογραφία αυτού του γερμανόφωνου τσεχοεβραίου συγγραφέα.

Ο Κάφκα φοβάται πως δεν θα τα καταφέρει. Δεν τον διαπερνά καμιά βεβαιότητα. Πώς αλλιώς αφού χρειάζεται αναπνευστήρα για ν’ ανασάνει.

Γράφει  παρόλα αυτά βιβλία σαν αυτά που προτιμούσε. Σαν αυτά που «σπάνε τη μέσα μας παγωμένη θάλασσα».

Ο Ζωρζ Μπατάιγ σε κείμενο που προέρχεται από τη περίφημη «Λογοτεχνία και το Κακό» και έχει τίτλο ”Πρέπει να κάψουμε τον Κάφκα;”, αντλώντας αποσπάσματα του Κάφκα από τα Ημερολόγια, επιχειρεί να σκιαγραφήσει το πορτραίτο ενός παιδιού που από νωρίς αισθάνεται μια έλξη προς κάτι που ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα ‘ναι ξένο προς την παιδική ψυχή  και την ικανοποίηση που δίνει το παιχνίδι, τα παραμύθια ακόμα και αυτά που είναι ακατάλληλα για παιδιά ή που τα τρομάζουν όπως η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων, και το Μέσα από τον καθρέφτη του Λουίς Κάρολ, τις Χίλιες και μια νύχτες,  ή Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ και την εκπληκτικά παρωδιακή Σεμνή πρόταση ώστε να πάψουν τα τέκνα των φτωχών να αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία  του Τζόναθαν Σουίφτ.

«Ποτέ δεν θα καταφέρουμε να κάνουμε να καταλάβει ένα αγόρι που κάποιο βράδυ βρίσκεται σε ένα όμορφο σημείο στη μέση μιας συναρπαστικής ιστορίας, ποτέ δε θα το καταφέρουμε να καταλάβει με μια μικρή νουθεσία ότι πρέπει να διακόψει το διάβασμά του και να πάει να κοιμηθεί».

Σε μια εποχή που όλες οι αξίες ηθικές, πολιτικές ακόμα και λογοτεχνικές, συνεχώς υποβαθμίζονται, σε μια εποχή που αντικρίζει το πρόσωπό της στον καθρέφτη του Κακού, το έργο του Κάφκα θα έρχεται πάντα στην επιφάνεια, όπως είναι δημιουργημένο: δύσκολο, ερμητικό, αινιγματικό, και ωστόσο ανοιχτό σε όλες τις εξηγήσεις, σε όλες τις αναλύσεις που θα μπορούσε κανείς να του προσάψει βάζοντάς το στο χειρουργικό τραπέζι της λογοτεχνικής κριτικής, στο τραπέζι του Προκρούστη, σαν να μην φτάνει το ίδιο το κείμενο από μόνο του, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από έναν ολόκληρο όγκο κάθε είδους αναλύσεων που κατά εποχές η κριτική της λογοτεχνίας ή κριτική της Κριτικής επινόησε.

Αυτό όμως είναι μάλλον κάτι αναπόφευκτο, αφού το έργο καθεαυτό έχοντας υποστεί τόσες παρατηρήσεις και τόσες παρεξηγήσεις, θαρρείς, ότι δεν μπορεί πια να διαβαστεί ως μια αφήγηση. Κι όμως, όσο δύσκολο κι όσο δυσπρόσιτο είναι ένα έργο αν καταφέρεις να το αποκαθάρεις από τα ψιμύθια που του έχουν επιδαψιλεύσει καθώς και από τις διαστρεβλώσεις που έχει υποστεί, μπορεί να διαβαστεί με καθαρή σκέψη και απόλαυση ως κείμενο, ως αφήγημα, ως ιστορία, ως μυθιστόρημα, διήγημα ή επιστολή.

Δεν είναι σίγουρο πια σήμερα ότι ο Κάφκα ήθελε να μας μπερδέψει. Το αντίθετο μάλιστα. Κανένας συγγραφέας δεν θέλει κάτι τέτοιο. Γιατί όλοι οι συγγραφείς χρειάζονται το κοινό τους. Ο Κάφκα δε ειδικά ήταν ο ίδιος μπερδεμένος μέσα σ’ ένα ορυμαγδό πράξεων και αδράνειας, φαντασιώσεων και φόβων, ενοχών και τύψεων και αναζητούσε όχι τον Χαμένο Χρόνο αλλά τη διέξοδο που θα τον οδηγούσε στη γαλήνη και στην ευτυχία. Και την έζησε στα λίγα τελευταία χρόνια στη Βιέννη με την Ντόρα Ντυμάντ, την οποία είχε ερωτευτεί. Μαζί έσκισαν ή έκαψαν μερικά χειρόγραφα που ο Κάφκα δεν επιθυμούσε να έρθουν στα χέρια των επιγενομένων. Ο Κάφκα έδινε στο γράψιμο τη σημασία που δίνει ο πιστός στην προσευχή. Έπασχε από αϋπνίες κι έγραφε μανιωδώς στα ημερολόγιά του, κομμάτια και αποσπάσματα που αργότερα θα χρησιμοποιούσε στις ιστορίες και τα διηγήματά του.

Η γυναίκα που τον κατάλαβε σε όλο του το προσωπικό και συγγραφικό βάθος ήταν η Μίλενα Γιέσενσκα, η οποία είπε περίπου τα εξής όταν ο μεγάλος συγγραφέας χάθηκε στα 41 του χρόνια:

«Ήταν δειλός, περιδεής, πράος και καλός, αλλά όλα τα βιβλία που έγραψε ήσαν σκληρά και επώδυνα. Έβλεπε τον κόσμο γεμάτο αόρατους δαίμονες που τσακίζουν και αφανίζουν τον απροστάτευτο άνθρωπο. Ήταν περίσσια διορατικός, περίσσια σοφός για να είναι ικανός να ζήσει, περίσσια αδύναμος για να αγωνιστεί, αδύναμος όπως είναι οι ευγενείς, ωραίοι άνθρωποι που δεν είναι ικανοί να αγωνιστούν ενάντια στο φόβο τους για την έλλειψη κατανόησης, καλοσύνης, για το πνευματικό ψεύδος, αφού έχουν εκ των προτέρων επίγνωση της ανημπόριας τους και ηττημένοι ντροπιάζουν τον νικητή. Γνώριζε τους ανθρώπους όπως μόνο ένας άνθρωπος με οξύ αισθητήριο μπορεί να τους γνωρίζει, ένας άνθρωπος που μονάχος και σχεδόν προφητικά μπορεί να διαβάσει τον άλλον από μια και μόνο λάμψη του ματιού. Γνώριζε τον κόσμο με ασυνήθιστο και βαθύ τρόπο, ο ίδιος ήταν ένας ασυνήθιστος και βαθύς κόσμος. Έγραψε τα σημαντικότερα βιβλία της νέας γερμανικής λογοτεχνίας. Η πάλη της σημερινής γενιάς ολόκληρου του κόσμου βρίσκεται σ’ αυτά […]. Είναι αληθινά, γυμνά και επώδυνα έτσι ώστε ακόμη, κι εκεί που εκφράζεται συμβολικά, είναι σχεδόν νατουραλιστικά. Είναι γεμάτα από την στεγνή χλεύη και την ευαίσθητη ματιά ενός ανθρώπου που είδε τον κόσμο με τέτοια ενάργεια, ώστε δεν μπόρεσε να το αντέξει και έπρεπε να πεθάνει γιατί ήταν απρόθυμος να κάνει υποχωρήσεις και να αναζητήσει σωτηρία όπως κάνουνε οι άλλοι, στις διάφορες, έστω και ευγενείς πλάνες της λογικής ή του ασυνείδητου».

Αν η Μίλενα τον κατανόησε σε βάθος, η Ντόρα τον αγάπησε με όλη τη σημασία που το ρήμα περιέχει. Η πρώτη τον ψυχογράφησε η δεύτερη  συναισθάνθηκε το συναισθηματικό του βάθος την ανάγκη του για αγάπη και στάθηκε πλάι του τις τελευταίες του μέρες, όταν πια άρχισε να εξαντλείται.

Λίγο πριν το τέλος. Εκεί ανάμεσα στις 2 και 3 Ιουνίου του 1924.

100 χρόνια πριν.

Όταν φεύγει. Μη φεύγετε, λέει στον Κλόπστοκ, τον γιατρό του. Δε φεύγω , λέει αυτός. Εγώ όμως φεύγω λέει ο Κάφκα με τη βεβαιότητα ενός ετοιμοθάνατου που βλέπει πια το τέλος να τον αγγίζει επικίνδυνα.

Τη Δευτέρα 2 Ιουνίου δουλεύει πάνω στον Καλλιτέχνη της πείνας. Ύστερα πελαγοδρομεί ανάμεσα στη σύγχυση και τη διαύγεια.

Η Ντόρα γυρίζει φορτωμένη λουλούδια και τον προτρέπει να τα μυρίσει. Και όντως αυτός ανταποκρίνεται αν και μάλλον έχει χάσει εντελώς τη δυνατότητα ν’ αναπνέει. Η αδύναμη ανάσα του κοντεύει να μαραθεί εντελώς. Έχει περάσει μάλλον στην αντίπερα όχθη και δεν ακούει τη φωνή της αγαπημένης του. Τον έχει παρασύρει το μαυλιστικό τραγούδι των Σειρήνων. Δεν έχει άλλο στήθος.

Ο Κλόπστοκ πάλι ισχυρίζεται πως η Ντόρα δεν είναι παρούσα την ώρα της επιθανάτιας αγωνίας και του περάσματος στον άλλο κόσμο. Με τρεμάμενη φωνή του απευθύνει τούτες τις λέξεις:

«Εσύ που είσαι μόνος, τόσο απόλυτα μόνος κι εμείς που δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε και μένουμε εδώ και σ’ αφήνουμε εκεί κάτω μόνο μέσα στα σκοτάδια, γυμνό, ώ! Φραντς μου, αγαπημένε μου Φραντς». Ποιος μπόρεσε να νιώσει βαθύτερα από κείνη το βάθος του πιο απελπισμένου έρωτα που μοιάζει με αθέλητη εγκατάλειψη.

Η Μίλενα Γιέσενσκα μεταφέρθηκε από σοβιετικό σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης για γυναίκες όπου και πέθανε από τις κακουχίες. Η αγαπημένη αδελφή του Κάφκα Ότλα με την οποία είχε ανταλλάξει επιστολές που αναφερόντουσαν στα παιδικά τους χρόνια οδήγησε εβραιόπουλα στους φούρνους των Ναζί όπου κατέληξε και η ίδια όπως και οι αδελφές της.

Από τους λίγους που γλίτωσαν την φριχτή μοίρα των στρατοπέδων θανάτου, ο φίλος του Κάφκα, συγγραφέας και κριτικός Μαξ Μπροντ, διέφυγε στην Παλαιστίνη διασώζοντας τα χειρόγραφα των έργων του Κάφκα παρά την ρητή εντολή που του είχε δώσει να τα κάψει.

Κάθε συγγραφέας γράφει στην εποχή του με βάση το συγκεκριμένο περιβάλλον της. Ο Κάφκα φαίνεται πως προχώρησε αρκετά διορατικά προς ένα μέλλον ζοφερό που ο ίδιος πάντως δεν έζησε αλλά έγραψε γι’ αυτό.

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.