You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κνουτ Χάμσουν –  ένας προοδευτικός συγγραφέας με πολιτικά αντιδραστική ιδεολογία

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κνουτ Χάμσουν – ένας προοδευτικός συγγραφέας με πολιτικά αντιδραστική ιδεολογία

Τέταρτο από τα επτά παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας ο Κνουτ Χάμσουν γεννήθηκε το 1895 στην κεντρική Νορβηγία, αλλά στα τρία του χρόνια μετακόμισε με την οικογένειά του βόρεια του Αρκτικού κύκλου για να εργαστούν σε φάρμα που ανήκε στον κουνιάδο του φτωχού ράφτη πατέρα του.

Από τα εννιά ως τα δεκαπέντε του χρόνια εργάστηκε υπό την επίβλεψη  του τυραννικού, πιετιστή θείου του που τον έδερνε και τον άφηνε νηστικό, κάτι που του δημιούργησε αργότερα νευρικές διαταραχές. Αν και σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε διάφορα ταπεινά επαγγέλματα [υπάλληλος καταστήματος, γυρολόγος, μαθητευόμενος τσαγκάρης, βοηθός κλητήρα και δάσκαλος δημοτικού σχολείου] δεν εγκατέλειψε ποτέ το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Και το πραγματοποίησε μπαίνοντας με πολύ κόπο και πόνο από την πίσω πόρτα κερδίζοντας μια αναπάντεχα πρωτοφανή αναγνώριση από τους ομότεχνούς του:

Ο Τόμας Μαν τον περιέγραψε ως απόγονο των Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και Φρίντριχ Νίτσε. Ο Άρθουρ Κέσλερ ήταν θιασώτης των ερωτικών ιστοριών του. Ο Χ. Τζ. Γουέλς επαίνεσε την Ευλογία της Γης (1917), για την οποία του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1920. Ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ ήταν θιασώτης του σύγχρονου υποκειμενισμού του, της χρήσης χρονικών αναδρομών, της χρήσης του κατακερματισμού και του λυρισμού του. Ένας ήρωας στο μυθιστόρημα Γυναίκες του Τσαρλς Μπουκόφσκι αναφέρεται σε αυτόν ως το μεγαλύτερο συγγραφέα που έχει ζήσει ποτέ. Ενώ ο Χέμινγουαίη φώναζε πως τον έμαθε να γράφει.

Μια έκδοση δεκαπέντε τόμων των πλήρων έργων του Χάμσουν δημοσιεύθηκε το 1954. Το 2009, με την ευκαιρία των 150 χρόνων από τη γέννησή του, εκδόθηκε μια νέα έκδοση του συνόλου των έργων του, που περιλαμβάνει διηγήματα, ποίηση, θεατρικά έργα και άρθρα που δεν περιλαμβάνονται στην έκδοση του 1954.

Τα έργα του Χάμσουν παραμένουν δημοφιλή. Το 2009 ένας Νορβηγός βιογράφος δήλωσε: «Δεν μπορούμε παρά να τον αγαπήσουμε, αν και τον έχουμε μισήσει όλα αυτά τα χρόνια … Αυτό είναι το τραύμα του Χάμσουν. Είναι ένα φάντασμα που δεν θα μείνει στον τάφο».

Το 1898 ο Χάμσουν παντρεύτηκε την Μπέργκλγιοτ Γκέπφερτ, που γέννησε την κόρη τους Βικτώρια, αλλά χώρισαν το 1906. Στη συνέχεια  παντρεύτηκε το 1909 τη Μαρίε Αντερσεν (1881-1969), που ήταν η σύντροφός του μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά μαζί.

Η Μαρίε έγραψε για τη ζωή της με τον Χάμσουν σε δύο βιογραφίες. Ήταν μια πολλά υποσχόμενη ηθοποιός όταν τον γνώρισε.

Αγόρασαν ένα αγρόκτημα, με την πρόθεση να «κερδίζουν τα προς το ζην ως αγρότες, με το συγγραφικό του έργο να τους παρέχει κάποιο πρόσθετο εισόδημα».

Αργότερα ο Χάμσουν όταν άρχισε να γίνεται γνωστός εργάστηκε ανενόχλητος απλώνοντας το έργο του σε 70 χρόνια, σ’ έναν ιδιόκτητο πύργο.

Ο Χάμσουν έτυχε για πρώτη φορά ευρείας αναγνώρισης με το μυθιστόρημα του 1890 Πείνα (Sult). Στο ημιαυτοβιογραφικό αυτό έργο περιέγραψε την κάθοδο ενός νεαρού συγγραφέα στην τρέλα ως αποτέλεσμα της πείνας στη νορβηγική πρωτεύουσα της Χριστιανίας (το σημερινό Όσλο). Για πολλούς το μυθιστόρημα αυτό προμηνύει τα γραπτά του Φραντς Κάφκα και άλλων μυθιστοριογράφων του εικοστού αιώνα με τον εσωτερικό του μονόλογο και την αλλόκοτη λογική που το διέπει.

Αρνήθηκε τον νατουραλισμό και τον ρεαλισμό που κυριαρχούσαν στον καιρό του και παρότι ήταν ένας ’αλεξιπτωτιστής’ στη λογοτεχνία πρωτοπόρησε με τον εσωτερικό μονόλογο, θεωρώντας πως το θέμα δεν παίζει ρόλο όσο το ύφος. Οι λεπτές διακυμάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, η ανθρώπινη ύπαρξη και η ανθρώπινη μοίρα καθώς και το απρόοπτο, το παράλογο, οι αποχρώσεις της συνειδητής και ασυνείδητης ζωής και οι ιδιοτροπίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ζητήματα που τον απασχόλησαν:

«Το βιβλίο μου», λέει για την Πείνα «είναι μια προσπάθεια να περιγράψω την περίεργη ζωή του νου, τα μυστήρια της ψυχής σ΄ ένα κορμί που πεινάει». Ο συγγραφέας  αντιπαραθέτει σ’ αυτό το αριστουργηματικό έργο, την Πείνα, εσωτερικούς διαλόγους μεταξύ των δύο πλευρών της ψυχής του ήρωα όπου στροβιλίζονται πάθη, επιθυμίες αν και καταφέρνει στο τέλος να ισορροπήσει εξαιτίας της δύναμης της σκέψης του,  της ανθρωπιάς  και της αξιοπρέπειάς του που τον εμποδίζει να καταρρεύσει ολοσχερώς.

Ωστόσο αυτή τη μεγαλειώδη λογοτεχνική διαδρομή αμαύρωσε η άκρως αντιδραστική και αποτρόπαια ιδεολογία του Χάμσουν.

 

Ιδού ένα συνοπτικό χρονικό περί το θέμα:

Ο Χάμσουν είχε από νωρίς τάσεις αντιισωτικές και ρατσιστικές. Στην Πολιτιστική Ζωή της Σύγχρονης Αμερικής (1889) εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στην επιμιξία: «Οι Νέγροι είναι και θα παραμείνουν Νέγροι, μια νεογέννητη ανθρώπινη μορφή από τους τροπικούς, στοιχειώδη όργανα στο σώμα της λευκής κοινωνίας. Αντί να δημιουργήσει μια ελίτ διανοούμενων η Αμερική δημιούργησε ένα ιπποτροφείο μιγάδων».

Μετά το Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς υιοθέτησε όλο και πιο συντηρητικές απόψεις. Έγινε επίσης γνωστός ως εξέχων υποστηρικτής της Γερμανίας και του γερμανικού πολιτισμού, καθώς και σταθερός αντίπαλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εξέφρασε δημόσια τη συμπάθειά του για τη Γερμανική Αυτοκρατορία και τη Ναζιστική Γερμανία.

Οι συμπάθειές του επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς, που θεωρήθηκε από το Χάμσουν ως βρετανική επιθετικότητα εναντίον ενός αδύναμου έθνους, καθώς και από την αγγλοφοβία και τον αντιαμερικανισμό του.

Κατά τη δεκαετία του 1930 οι περισσότερες νορβηγικές δεξιές εφημερίδες και τα πολιτικά κόμματα ήταν συμπαθούντα σε διάφορους βαθμούς των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και ο Χάμσουν ήταν εξέχων υποστηρικτής τέτοιων απόψεων. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνέχισε να εκφράζει την υποστήριξή του στη Γερμανία και οι δημόσιες δηλώσεις του συνάντησαν αντιδράσεις, ιδιαίτερα, αμέσως μετά τον πόλεμο. Όταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν 80 ετών, σχεδόν κωφός και η κύρια πηγή ενημέρωσής του του ήταν η συντηρητική εφημερίδα Aftenposten, που υποστήριζε τη Φασιστική Ιταλία και τη Ναζιστική Γερμανία από την αρχή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου υπέστη δύο ενδοκρανιακές αιμορραγίες.

Ο Χάμσουν έγραψε αρκετά άρθρα σε εφημερίδες κατά τη διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της περίφημης δήλωσης του 1940 ότι «οι Γερμανοί μάχονται για εμάς και τώρα συντρίβουν την τυραννία της Αγγλίας για εμάς και για όλους τους ουδέτερους». Το 1943 έστειλε ως δώρο τον υπουργό Προπαγάνδας της Γερμανίας Γιόζεφ Γκαίμπελς το μετάλλιό του Βραβείου Νόμπελ. Ο βιογράφος του Θόρκιλντ Χάνσεν το ερμήνευσε ως μέρος της στρατηγικής του να πετύχει μια ακρόαση του Χίτλερ. Ο Χάμσουν τελικά κλήθηκε να συναντηθεί με το Χίτλερ διαμαρτυρήθηκε για το Γερμανό πολιτικό διοικητή στη Νορβηγία, Γιόζεφ Τέρμποβεν, και ζήτησε την απελευθέρωση των φυλακισμένων Νορβηγών πολιτών, εξοργίζοντάς τον. Ο Χάμσουν επίσης σε άλλες περιπτώσεις βοήθησε Νορβηγούς που είχαν φυλακιστεί για αντιστασιακή δράση και προσπάθησε να επηρεάσει τη γερμανική πολιτική στη Νορβηγία.

 

Ωστόσο, μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Χίτλερ, ο Χάμσουν του έγραψε ένα εγκώμιο, λέγοντας: «Ήταν πολεμιστής, πολεμιστής για την ανθρωπότητα και προφήτης του ευαγγελίου της δικαιοσύνης για όλα τα έθνη». Μετά το τέλος του πολέμου θυμωμένα πλήθη έκαψαν τα βιβλία του δημόσια σε μεγάλες πόλεις της Νορβηγίας και ο Χάμσουν έμεινε κλεισμένος για αρκετούς μήνες σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.

 

Αναγκάστηκε να υποβληθεί σε ψυχιατρική εξέταση, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε «μόνιμα εξασθενημένες ψυχικές ικανότητες», και σε αυτή τη βάση απορρίφθηκαν οι κατηγορίες για προδοσία. Αντίθετα κατηγορήθηκε για μια υπόθεση αστικής ευθύνης και το 1948 κλήθηκε να πληρώσει στη Νορβηγική κυβέρνηση το κολοσσιαίο ποσό των 325.000 κορωνών (65.000 $ ή 16.250 £ εκείνη την εποχή) για την υποτιθέμενη ένταξή του στο Nasjonal Samling και για την ηθική υποστήριξη που έδωσε στους Γερμανούς, αλλά απαλλάχθηκε από οποιαδήποτε άμεση σχέση με τους Ναζί. Το αν ήταν μέλος του Nasjonal Samling ή αν η διανοητική του υγεία είχε τρωθεί είναι ένα πολύ αμφισβητούμενο ζήτημα ακόμη και σήμερα. Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν ήταν ποτέ μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος. Έγραψε το τελευταίο του βιβλίο Paa giengrodde Stier (Σε χορταριασμένα μονοπάτια) το 1949, βιβλίο που πολλοί θεωρούν ως απόδειξη των λειτουργικών του πνευματικών ικανοτήτων. Σε αυτό επικρίνει σκληρά τους ψυχιάτρους και τους δικαστές και, με τα δικά του λόγια, αποδεικνύει ότι δεν είναι ψυχικά άρρωστος. Αλλά ταυτόχρονα είναι και μια απολογία της φιλοχιτλερικής στάσης του που βασίζεται στην πίστη του στη νεότητα ως γενεσιουργού δύναμης του κόσμου.

Ένα θέμα στο οποίο ο Χάμσουν επέστρεφε συχνά είναι αυτό του διαρκώς περιπλανώμενου, ενός περιπλανώμενου ξένου που εμφανίζεται και υπαινίσσεται τον εαυτό του στη ζωή των μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Αυτό το θέμα του περιπλανώμενου είναι το επίκεντρο των μυθιστορημάτων Μυστήρια (1892), Ο Παν (1894), Βικτωρία (1898), Στο άστρο του φθινόπωρου (1906), Ένας αλήτης παίζει με σουρντίνα (1909), Στερνή Χαρά, Περιπλανώμενοι, Ρόζα και άλλων.

Η πεζογραφία του Χάμσουν συχνά περιέχει εκστατικές απεικονίσεις του φυσικού κόσμου, με οικείες αντανακλάσεις στα νορβηγικά δάση και τις ακτές. Για αυτό τον λόγο έχει συνδεθεί με το πνευματικό κίνημα που είναι γνωστό ως πανθεϊσμός («Δεν υπάρχει Θεός», έγραψε κάποτε. «Μόνο θεοί».). Ο Χάμσουν είδε την ανθρωπότητα και τη φύση ενωμένες σε έναν ισχυρό, μερικές φορές μυστικιστικό δεσμό. Αυτή η σχέση μεταξύ των ηρώων και του φυσικού τους περιβάλλοντος είναι χαρακτηριστική στα μυθιστορήματα Παν, Ενας Αλήτης Παίζει με Σουρτίνα, και το επικό Η Ευλογία της Γης, το “μνημειακό έργο του”.

Ο Χάμσουν πέθανε σε ηλικία 92 ετών το 1952.

 

«Η ποίηση του Χάμσουν», λέει ο Μαξίμ Γκόρκι «είναι στην πραγματικότητα μια Αγία Γραφή για τους ανθρώπους, το ύφος του είναι εντελώς ξένο προς κάθε είδους επιτήδευση. […] Οι Νορβηγοί των μυθιστορημάτων του γίνονται τόσο πειστικά ωραίοι, σαν τα αγάλματα της αρχαίας Ελλάδας. Είναι κάτι σαν θαύμα σχεδόν…».

Σημείωση:

Ο Χάμσουν ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα είχε την τύχη να μεταφραστεί από σημαντικούς έλληνες λογοτέχνες όπως τον Άρη Δικταίο, το Βάσο Δασκαλάκη, τον Ι. Ν. Γρυπάρη και πρόσφατα απευθείας από τα νορβηγικά από τον Δ. Παπαγρηγοράκη [Πείνα, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014, το οποίο αποτέλεσε μαζί με την Βικιπαίδεια βασικό βοήθημα του άρθρου μας].

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.