Όσο και ν’ αργήσει θα ‘ρθει μια μέρα η αλλαγή
Γράμμα στον Ν. Γιαννιό
Είναι φανερό πως κάθε ήρωας, ας πούμε, σ’ ένα μυθιστόρημα βλέπει διαφορετικά τον κόσμο γύρω του, πράγμα που διαταράσσει την ενότητα του έργου. Ωστόσο ο Χένρυ Τζαίημς στο περίφημο δοκίμιό του η Τέχνη του μυθιστορήματος καθιστά τον κεντρικό ήρωα και τη συνείδησή του στο κέντρο της πλοκής δημιουργώντας τη λεγόμενη εσωτερική εστίαση, όπως επισημαίνει η Ιφιγένεια Δ. Τριάντου στο δοκίμιό της η αναπαράσταση της εσωτερικής ζωής στο Φθινόπωρο του Κ. Χατζόπουλου και ο ρόλος της οπτικής γωνίας. Αντίθετα στην εξωτερική εστίαση ο παρατηρητής βλέπει ό,τι κι οι άλλοι. Εκεί υπάρχει ισορροπία. Μια αφήγηση χωρίς εστίαση, λέει ο Τζαίημς, προϋποθέτει τον παντογνώστη αφηγητή, τον συγγραφέα που ανακατεύεται σε όλα, διαθέτει ένα οφθαλμό «ος τα πανθ’ ορά».
Αυτό το είδος το έχει προσπεράσει ο σύγχρονος συγγραφέας. Το έχει προσπεράσει και ο Χατζόπουλος τουλάχιστον στο τελευταίο και πιο ώριμο μυθιστόρημά του το Φθινόπωρο στο οποίο έχει ξεπεράσει εν πολλοίς την ηθογραφία στην οποία θήτευσαν προηγούμενες γενιές και έχει φτιάξει ένα έργο που μπορεί να διαβαστεί ως ρεαλιστικό ή νατουραλιστικό, αλλά και ως κοινωνικοπολιτικό ή ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα. Αλλά ο Χατζόπουλος είναι εξαιτίας της γλωσσομάθειάς του και του γεγονότος πως έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία ο εισηγητής του συμβολισμού στην ελληνική πεζογραφία. Επομένως και το Φθινόπωρο είναι κατά βάσιν και συμβολιστικό μυθιστόρημα το οποίο έχει καταφέρει ο συγγραφέας να ενσωματώσει στη μεσογειακή κλιματική πραγματικότητα αφού η καταγωγή του έρχεται από το βορρά.
Οι μάλλον επιφανειακοί και χωρίς βάθος διάλογοι στο μυθιστόρημα καταλαμβάνουν ένα ελάχιστο μέρος του κειμένου έτσι δύσκολα θα λέγαμε πως υπάρχει ένα κεντρικό πρόσωπο που η οπτική του γωνία κυριαρχεί.
Πάντως όπως σημειώνει, χωρίς να είναι ο μόνος, ο Ανρί Τονέ «η μεγάλη του καινοτομία βρίσκεται στην τεχνική της διήγησης που βασίζεται ολοκληρωτικά στην υποβολή». Ο Χατζόπουλος δημιουργεί αριστοτεχνικά μια ποίηση [του] εσωτερικού ρίγους και της κατάθλιψης, κατά τον Μάριο Βίτι. Η αίσθησή μου είναι πως για τον νεοελληνικό μοντερνισμό των αρχών του εικοστού αιώνα η τεχνική της αφήγησης στο Φθινόπωρο καθώς και η εσωτερικότητα προαναγγέλλουν τον εσωτερικό μονόλογο, αλλιώς τη ροή συνείδησης. Επίσης ο ρυθμός της ανέλιξής του δεν διαταράσσεται σε κανένα σημείο του κειμένου ούτε η μουσικότητά του. Εντέλει ακολουθεί τα χνάρια της χαμηλόφωνης ποιητικής μυθιστοριογραφίας. Ίσως όλα τα προαναφερθέντα δικαιολογούν την έπαρση του συγγραφέα για το Φθινόπωρο: «ανώτερου υπό πάσαν έποψιν παντός εις πεζόν εκδοθέντος ελληνικού λογοτεχνικού έργου».
Το θέμα του πάντως είναι απλό: ο Στέφανος είναι αρραβωνιασμένος με μια εξαιρετικά ευαίσθητη και φιλάσθενη καπέλα τη Μαρίκα. Ο Στέφανος μυστικά γοητεύεται από μια φίλη της, την Ευανθία, κρατώντας όμως την αρραβωνιαστικιά του δέσμια. Η αβεβαιότητα τη βασανίζει. Αμελεί σκοπίμως τη φροντίδα του εαυτού της και πεθαίνει μια νύχτα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο.
Η άποψη του Χατζόπουλου για το ρεαλισμό έχει να κάνει με τη δομή του έργου του: «με το ρεαλισμό δεν εννοούμε το πνίξιμο κάθε ποίησης αλλά τη φυσική σύνθεση της ζωής, το πιθανό ξετύλιγμα των περιστατικών, τη δημιουργία ζωντανών υπάρξεων». Ο Χατζόπουλος βλέπει το ρεαλισμό και την ποίηση ως έννοιες συμπληρωματικές.
«Οι συμβολιστές», ισχυρίζεται η Έρη Σταυροπούλου, «ενδιαφέρονται να απεικονίσουν τα αντικείμενα του εξωτερικού χώρου με διαφορετικούς στόχους ως προς τη λειτουργία της εικόνας».
Ο Χατζόπουλος παρατηρεί η ίδια ζωγραφίζει τα πρόσωπα και την κίνησή τους με λεπτομέρειες, αντίθετα από τα κτίρια για παράδειγμα.
«Μα εμπρός στο σύννεφο του λιβανιού έλαμψε φωτεινά μ’ ένα φανταστικό παιγνιδιστό αντιφέγγισμα το φόρεμα της Ευανθίας. Ήταν πράσινο αλλά εμπρός στο Στέφανο έπαιξε πορφυρό ρόδινα πράσινο […] όταν έστρεψε η Ευανθία τον κοίταξε παράξενα. Το φόρεμά ης δεν έλαμψε τώρα μπροστά του πράσινο είδε μόνο το πρόσωπό της πορφυρό καθώς αντίκρισε τα μάτια της».
«Ο Κ. Χατζόπουλος», λέει εύστοχα ο Απόστολος Σαχίνης, «μας έδωσε κάτι από τη δική του ιδιοσυγκρασία: μια ζωή που σβήνει, μια ευτυχία που χάνεται, μια ιστορία που δεν τελειώνει, τις λεπτές, φευγαλέες και απροσδιόριστες κινήσεις της ψυχής, την ατονία και την ανία της ελληνικής επαρχίας».
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος [1868-1920] ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Ο Χατζόπουλος ήταν γόνος φτωχής οικογένειας. Ήταν το πρώτο παιδί από τα πέντε – τρία αγόρια και δυο κορίτσια – του εμπόρου από το Βάλτο, και συγκεκριμένα από το χωριό Χαλκιόπουλο, Γιάννη Χατζόπουλου. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, σε ηλικία μόλις 14 ετών φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και αποφοίτησε με βαθμό “Καλώς”.
Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891) επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο όπου και εργάστηκε για δύο χρόνια. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του και ειδικότερα από τον παππού του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 επιστρατεύεται ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και υπηρέτησε στην Άρτα. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του Αντάρτη (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.
Ο Κωστής Παλαμάς, ένας από τους θαυμαστές του, ενθυμούμενος τα κοινά μαθητικά τους χρόνια στο Μεσολόγγι, γράφει: “…Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο, φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα. Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο, που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό’’.
Στη λογοτεχνία ο Κώστας Χατζόπουλος εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία, το 1884, δημοσιεύοντας το ποίημά του «Έλα Ξανθή» στο περιοδικό «Εβδομάς». Χρησιμοποιούσε συνήθως τα φιλολογικά ψευδώνυμα: Πέτρος Βασιλικός και Γληγόρης Παπαστάθης. Ήταν δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινόταν την εποχή εκείνη, βοήθησε με την έκδοση του βραχύβιου αλλά πρωτοποριακού περιοδικού Η Τέχνη, που εξέδωσε από το 1897 ως το 1899 το οποίο και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην λογοτεχνία που ακόμα τότε διαμορφωνότανε, το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Συνεργάτες ήταν ο Ιωάννης. Γρυπάρης, ο Κωνσταντίνος. Θεοτόκης, ο Ανδρέας. Καρκαβίτσας, ο Μιλτιάδης. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Παύλος. Νιρβάνας, ο Κωστής. Παλαμάς, ο Λάμπρος. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου. Την γραμμή της τέχνης συνέχισε το περιοδικό «Ο Διόνυσος» το οποίο και ιδρύσανε ό Γιαννης Καμπύσης και ό αδελφός του πεζογράφος και δημοσιογράφος Δημήτριος Χατζοπουλος..
Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, και των σοσιαλιστικών ιδεών που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί παντρεύτηκε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάννυ Χάγκμαν (Sanny Häggman), η οποία υπήρξε υποδειγματική σύζυγος. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Εκεί ασπάστηκε και τον Μαρξισμό. Ό Χατζόπουλος θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον Νουμά και σε άλλα έντυπα και περιοδικά Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά και δη στην Δημοτική Γλώσσα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον «Εργάτη» του Βόλου το 1908 σε συνέχειες. Επίσης, ό Χατζόπουλος το 1909 ίδρυσε στο Μόναχο τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση». Τέλος, ίδρυσε στο Μόναχο και στο Βερολίνο «Αδελφάτα της Δημοτικής», όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.
Το 1914, με την έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και μετέβη στην Αθήνα όπου για ένα διάστημα αφοσιώθηκε στην πολιτική και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του “Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών” -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την “Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών”. Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Το 1917 εργάστηκε σε μια υπηρεσία λογοκρισίας ως διευθυντής. Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι (με το ατμόπλοιο “Montenegro”) προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από την κόρη του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται και ο ανδριάντας του.