You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ένας αρνητής της τάξης του, έντιμος κοινωνικός συγγραφέας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ένας αρνητής της τάξης του, έντιμος κοινωνικός συγγραφέας

   Σαν άλλου κόσμου κάτοικος!

Κωστής Παλαμάς

 

 

Κάπου στις αρχές του εικοστού αιώνα ο βασιλιάς Γεώργιος με την οικογένειά του παραθερίζουν στον πύργο των Θεοτόκηδων στους Καρουσάδες – όπως αναφέρει ο Φίλιππος Φιλίππου στην ενδελεχή αφηγηματική βιογραφία του για τον Θεοτόκη – καλεσμένοι του κόντε Μάρκου Θεοτόκη πατέρα του Κωνσταντίνου. Ο τελευταίος ξεναγώντας τον πρίγκιπα Νικόλαο αναλαμβάνει ν’ απαντήσει σε μια μάλλον αδιάφορη ερώτηση του δεύτερου. Σε ποιον άγιο ανήκει η εκκλησία που φαίνεται στο βάθος. Ο Κωνσταντίνος δεν είναι πια ο αριστοκράτης λόγιος με την ανάλογη ιδεολογία του ονόματος της οικογένειάς του έχει γίνει σοσιαλιστής, κάτω και από την επιρροή του ποιητή και πεζογράφου Κωνσταντίνου Χατζόπουλου πρώτου μεταφραστή του Κομμουνιστικού μανιφέστου  των Μαρξ Ένγκελς στα ελληνικά. Είναι τότε τριάντα ετών συνομήλικος του πρίγκιπα ο οποίος όταν του λέει ενοχλημένος: «Μα σε ποια θρησκεία ανήκετε εσείς;», ο Θεοτόκης με θάρρος του απαντά: «Όλες οι θρησκείες προετοιμάζουν τον άνθρωπο για το υπερπέραν και αμελούν να δείξουν ενδιαφέρον για τα εγκόσμια και αιώνια προβλήματα των ανθρώπων: την πείνα, την αρρώστια και τον άκαιρο θάνατο που, κατά το μέγιστο μέρος, προκαλούν οι ανεξάλειπτοι πόλεμοι. Δεν νομίζετε ότι το παρόν προηγείται του μέλλοντος;». Αυτή η ορθολογική, ψύχραιμα και με σιγουριά διατυπωμένη, απάντηση του Θεοτόκη αποτελούσε για τα τότε δεδομένα ύβρη απέναντι όχι μόνο στη νοοτροπία και τις απόψεις του πρίγκιπα και του κατεστημένου αλλά αποτελούσε και βλασφημία  απέναντι στις κατώτερες κοινωνιοοικονομικές τάξεις που είχαν την ελπίδα τους στη Θεία Πρόνοια αλλά και στη μετά θάνατον ζωή.

Ας δούμε και ένα απόσπασμα από τις επικρατούσες τότε απόψεις για τη γυναίκα ενός αντιπαθητικού ήρωα από το μυθιστόρημα του Θεοτόκη Σκλάβοι στα δεσμά τους, που αποτελεί το κύκνειο άσμα του και αναφέρεται στην παρακμή της αριστοκρατικής τάξης: «Γιατί βέβαια, να, αν αφήνεις τη γυναίκα σου να κάμει του κεφαλιού της και της δώκεις λευτεριά απόλυτη δεν είναι ζήτημα θα ‘ρχόταν η στιγμή, κουτή καθώς είναι, θα ‘βρισκε πάντα κάποιονε για να σε κερατώνει!… […] με το φόβο την κυβερνάει [ο άντρας] όπως θέλει, την τρομοκρατεί […] κι έτσι η γυναίκα θέλοντας δε θέλοντας, μπορεί να μείνει πιστή στον άντρα φτάνει ν’ άνοιγε αυτός καλά τα μάτια του!… Κι όχι πολύ θάρρος». Αυτός που μιλά είναι ο γιατρός και υποψήφιος βουλευτής Αριστείδης Στεριώτης με τον οποίο μια ξεπεσμένη οικογένεια αναγκάζεται να παντρέψει την κόρη της για να γλιτώσει από το οικονομικό αδιέξοδο, αντίθετα με την κόρη τη νεαρή Ευλαλία που είναι ερωτευμένη με τον διανοούμενο Άλκη Σωζόμενο.

Ας δούμε τώρα πώς βλέπει τα πράγματα: τη γυναίκα τη θέση της στην κοινωνία, την αγάπη σ’ αντίθεση με το χρήμα ο εισηγητής της κοινωνιστικής πεζογραφίας όπως τον είχε βαφτίσει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στη μονογραφία του γι αυτόν.

 

Η Τιμή και το Χρήμα είναι μία νουβέλα που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Νουμάς το 1914.

Θεωρείται στην νεοελληνική πεζογραφία ως η πρώτη κοινωνική νουβέλα που ξεφεύγει από τις γνωστές ειδυλλιακές αναπαραστάσεις μιας ζωής ήρεμης, απαλλαγμένης από διλήμματα και κλυδωνισμούς.

Η επαρχία του Θεοτόκη δεν ήταν τόπος ειδυλλιακός. Ήταν μια κλειστή και καθυστερημένη κοινωνία, εγκλωβισμένη σε αδιέξοδα κοινωνικά σχήματα και παράλογες ηθικές προκαταλήψεις. Ασφυκτιούσε κάτω από το αίσθημα της ντροπής, γνώριζε καλά το συμφέρον και τη συναλλαγή, καταδυναστευόταν από το θεσμό της προίκας, το λαθρεμπόριο και το ρουσφέτι.

Τα πρόσωπα του έργου — η Ρήνη και η μάνα της η σιόρα Επιστήμη, ο Ανδρέας κι ο θείος του που ζει εις βάρος του, μαζί με κάποια ακόμα δευτερεύοντα πρόσωπα γύρω από το ζευγάρι— δεν είναι οι γνωστοί καλοσυνάτοι χωρικοί, οι απαλλαγμένοι από τα πάθη, με τις σκληρές ρυτίδες στα πρόσωπα και τους χοντρούς ρόζους στα δάχτυλα. Παγιδευμένοι μέσα στα αδιέξοδα που τους επιβάλλει η τάξη τους και η ηθική της μικρής κοινωνίας τους, φέρονται σκληρά, υπολογιστικά, κοιτάζουν το συμφέρον τους, υποκύπτουν στους όρους της ανάγκης και συμβιβάζονται. Συγχρόνως, όμως, είναι και πρόσωπα δραματικά. Αντιμετωπίζουν διλήμματα, αμφισβητούν τις παραδεδεγμένες αξίες και βρίσκουν κάποιες στιγμές τη δύναμη να κάνουν υπερβάσεις. Στο τέλος της νουβέλας, η Ρήνη θα αρνηθεί το γάμο με τον Ανδρέα και θα αποφασίσει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της.

Παρουσιάζοντας τους χαρακτήρες του εξαρτημένους από τους όρους της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και προβάλλοντας το στοιχείο της σύγκρουσης, ο Θεοτόκης εισάγει στην νεοελληνική πεζογραφία μια άγνωστη μέχρι τότε διάσταση: την πολιτικοποιημένη γραφή που αρνείται να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα, καταγράφει τα κακώς κείμενα, διαμαρτύρεται και καταγγέλλει.

Είναι χαρακτηριστική η φράση με την οποία κλείνει η νουβέλα και μένει στη μνήμη του αναγνώστη ή στου θεατή της κινηματογραφικής διασκευής της Τόνιας Μαρκετάκη: «Ανάθεμα τα [τα] τάλαρα»

Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 – 1 Ιουλίου 1923) υπήρξε απόγονος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας με ρίζες πιθανόν στην Κωνσταντινούπολη ή την Αθήνα  που εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα και έδωσε πολιτικούς και λόγιους.

Πατέρας του ήταν ο Μάρκος Θεοτόκης και μητέρα του η Αγγελική Πολυλά (ξαδέρφη του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά). Φοίτησε στο «Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας», στη συνέχεια στο «Κερκυραϊκό Γυμνάσιο» και τέλος έκανε τις ανώτατες σπουδές του στο Παρίσι, παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας, μαθηματικών, ιατρικής και χημείας, χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία (γνώριζε ακόμη αρχαία περσικά, αρχαία ελληνικά και εβραϊκά) ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο, το La vie des Montagnes, που δημοσιεύθηκε και από τον εκδοτικό οίκο Mercure de France. Την ίδια εποχή (συγκεκριμένα το 1887) εξέδωσε μία μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και το επανδρωμένο (κυβερνούμενο) αερόστατο. Πράγμα που προσέχτηκε και επαινέθηκε.

Ανάμεσα στα 1889-90 εγγράφεται στη Φυσικομαθηματική της Σορβόννης και διασκεδάζει ακατάπαυστα με συνομήλικους της τάξης του σπαταλώντας χρήματα που του στέλνει ο θείος του. Μετά από ένα πηγαινέλα στην Κέρκυρα και πάλι στο Παρίσι διακόπτει τις σπουδές του και πηγαίνει στη Βενετία όπου συνεχίζει τη σπάταλη ζωή. Εκεί γνωρίζει την Βοημή βαρόνη Ερνεστίνη φον Μίλοβιτς. Ο πατέρας του διαφωνεί με αυτή την επιλογή. Θεωρεί πως η βαρόνη είναι πολύ μεγαλύτερή του κι αυτός δεν έχει ακόμα κάνει τίποτα στη ζωή του. Και προσπαθεί να απομακρύνει το γιό του από εκείνη. Αλλά η μοίρα θα τους ενώσει ενάμιση χρόνο αργότερα. Η Ερνεστίνη είναι πάνω από 36 ετών ενώ ο γαμπρός έχει μόλις συμπληρώσει τα 21. Αν η διαφορά ήταν αντίθετα θα ήταν κοινωνικά αποδεκτή. Πάντως ο νεαρός αριστοκράτης γοητεύτηκε από την καλλιεργημένη γυναίκα και νόμισε πως την ερωτεύτηκε. Ο Κωνσταντίνος και τότε και αργότερα είχε πάντα αμφιβολίες για τις επιλογές ή τα αισθήματά του. Δεν ήταν ποτέ σίγουρος γι αυτά. Έτσι πολύ νωρίς ή αργότερα κατάλαβε πως δεν του ταίριαζε η βαρόνη και δεν την ήθελε στ’ αλήθεια. Είχε πολλές φορές αφόρητη συμπεριφορά απέναντί της. και της ήταν άπιστος. Αντίθετα με εκείνη που τον αγαπούσε και του συγχωρούσε τα πάντα.

Αμέσως μετά το γάμο το ζευγάρι εγκαθίσταται στον πύργο των Καρουσάδων Γενάρη του 1894. Τον επόμενο χρόνο γεννιέται η κόρη τους που δίνει νόημα στη ζωή τους.

Στο μεταξύ γνωρίζεται με τον Λορέντζο Μαβίλη τον πρώτο σημαντικό του μέντορα. Συμμετέχουν στην κρητική επανάσταση το 1896 και στον χαμένο πόλεμο του 1897. Η ταπεινωτική αυτή ήττα έφερε και το τέλος της εθνικιστικής ιδεολογίας για τον Θεοτόκη και τη ρήξη με τον Μαβίλη ο οποίος τον μύησε στην σανσκριτική μυθολογία κι άρχισε τη μετάφραση των βεδικών ύμνων, ενώ προσχώρησε στο κίνημα του δημοτικισμού.

Το 1900 πεθαίνει η κόρη του από μηνιγγίτιδα. Στρέφεται από τις θετικές στις θεωρητικές επιστήμες. Γνωρίζει τη σκέψη του Νίτσε του Σοπενχάουερ και του Μαρξ και ασπάζεται τις σοσιαλιστικές ιδέες.  Την ίδια περίοδο ξεκινά και η συγγραφική του σταδιοδρομία.

Στα εκτενή διηγήματά του: Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ο κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές.

 

Επηρεασμένος από τον Νίτσε στην πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας  έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα.

Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα την Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, και από τη σανσκριτική τα: Σακούνταλα, Μαλαβίκα και Αγνημίτρα. Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.

 

Ο Κωστής Παλαμάς, πάντα διεισδυτικός παρατηρητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας [αλλά και της παγκόσμιας], τον περιγράφει αρκετά πρώιμα για την ισχνή ακόμα λογοτεχνική παραγωγή του [1897] ως εξής: «νεότατος […] με τη λεπτή, ωχρή, εκφραστική και σαν αφηρημένη όψη του […] μου έκαμεν εντύπωση σ α ν  ά λ λ ο υ  κ ό σ μ ο υ  κ ά τ ο ι κ ο ς».

 

Το 1903 γνώρισε την Ειρήνη Δεντρινού διανοούμενη και συγγραφέα η οποία τον μάγεψε κυριολεκτικά και μάλλον την ερωτεύτηκε σφοδρά αν και είναι άγνωστο αν εκείνη ανταποκρίθηκε σ’ αυτό.

Το 1905 ταξίδεψε στην Πράγα και στη Βιέννη για να τακτοποιήσει τα περιουσιακά της συζύγου του η οποία βρέθηκε με μία τεράστια περιουσία μετά το θάνατο του αδελφού της.

Γράφει ακατάπαυστα διηγήματα [Ακόμα, Κάιν, Υπόληψη] κι ένα άρθρο για το Σολωμό  που το δημοσιεύει σε γνωστή βιεννέζικη εφημερίδα  Neue Presse.

Το 1906 αποπειράθηκε να οργανώσει συνέδριο για το δημοτικισμό αλλά οι προσκεκλημένοι πλην Πάλλη δεν ανταποκρίθηκαν.

Γράφει τα διηγήματα: Η ζωή στο χωριό, Απελλής, Αγάπη παράνομη που τα δημοσιεύει ο Νουμάς του Ταγκόπουλου.

Ανάμεσα στα 1907-09 φοιτά για δύο πλήρη εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου προπαγανδίζει τις σοσιαλιστικές ιδέες που έχει ήδη ενστερνιστεί.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [1914-18] έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε λόγω της πτώσης της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας απώλεσε ολόκληρη την προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) οπότε και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο. Ύστερα δούλεψε ως επιμελητής στον Ελευθερουδάκη. Ήρθε σε ρήξη με τους κερκυραίους σοσιαλιστές και δεν δέχθηκε μια θέση υποψηφίου που του πρότειναν. Το Γενάρη του 1916 Αγγλογάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα εξαιτίας της εξωτερικής πολιτικής του Στέμματος που ευνοούσε τη Γερμανία.

Την ώρα που ιδρύεται το ΣΕΚΕ προάγγελος του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Θεοτόκης έχει απομακρυνθεί από την πολιτική.

Στην  οικονομική ένδεια που τον ταλαιπωρεί και την απογοήτευση από την μεταπολεμική πολιτική κατάσταση προστίθεται και η αρρώστια: καρκίνος του στομάχου. Είναι μόλις 51 ετών αλλά η ζωή του έχει τελειώσει το ίδιο και η προσφορά του. Πεθαίνει την 1η Ιουλίου του 1923.

Η ψηλή, μαυροντυμένη, κυπαρισσόκορμη, γαλανομάτα, υπερήφανη Ερνεστίνη θα πεθάνει [1936] πολλά χρόνια μετά τους δύο θανάτους που τη σημάδεψαν της κόρης και του συζύγου της και στους οποίους έμεινε αφοσιωμένη.

 

 

 

Σημείωση: Συμβουλεύτηκα τα: Κωνσταντίνος Θεοτόκης, σκλάβος του πάθους του Φίλιππου Φιλίππου από τις εκδόσεις Ηλέκτρα, σειρά βίοι αγίων, 2006, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το Χρήμα, επίμετρο Έρη Σταυροπούλου, ΠΕΚ 2019, περιοδικό  Διαβάζω τχ. 92 [1984].

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.