You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κώστας Ταχτσής, αιχμάλωτος της ζωής και του έρωτα

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κώστας Ταχτσής, αιχμάλωτος της ζωής και του έρωτα

Λίγο πριν πεθάνει τρία πράγματα έλεγε πως ήθελε ακόμα να κάνει: «Να ταξιδέψω, να κάνω έρωτα και να γράψω. Τα δύο πρώτα δεν μπορώ να πω πως δεν τα χόρτασα και με το παραπάνω μάλιστα. Σ’ αυτό το τελευταίο όμως κάτι χρωστάω ακόμα», Αυτό το χρέος δεν πρόλαβε να το ξεχρεώσει. Έπειτα ισχυριζόταν πως δεν ήθελε καθόλου να ξαναπεράσει όσα πέρασε γράφοντας το Τρίτο Στεφάνι. Γι αυτό δεν θα ξανάμπαινε με τίποτα στη διαδικασία να γράψει κάτι παρόμοιο.

 

Ο Κώστας Ταχτσής έζησε όλο το βίο του με το σώμα, αυτό το ταπεινό σαρκίο που όλοι μας κουβαλάμε δια βίου. Μόνο που γι αυτόν δεν ήταν ούτε ταπεινό ούτε σε αχρησία ούτε παραγκωνισμένο χάριν του πνεύματος. Αυτός το χόρτασε το σώμα του και το πρόσφερε θυσία στον έρωτα. Μετήλθε όλα τα τεχνάσματα για να μπορέσει να το χαρεί πλέρια ώσπου το στράγγισε. Ήταν γνωστό ότι σύχναζε τη νύχτα  στα στέκια των τραβεστί και εκδιδόταν ντυμένος γυναίκα. Φορούσε, λέει ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένα πρόσθετο πράγμα κατάλληλα προσαρμοσμένο στη μέση δημιουργώντας αιδοίο. Έκρυβε, εξαφάνιζε την ανδρική του φύση. Δεν ήταν ούτε μόνο παρενδυτικός ομοφυλόφιλος, ούτε τραβεστί. Ήταν κάτι εντελώς δικής του εμπνεύσεως. Αλλά κάτι τεχνητό που αν το μετέφερε κανείς στη λογοτεχνία θα το κατέτασσε στο είδος της φάρσας.

 

Η κοινωνική θέση που από μια στιγμή και μετά είχε εξασφαλίσει στο χώρο της λογοτεχνίας δεν του αρκούσε. Ούτε λίγο ούτε πολύ ήθελε να ζει για να κάνει έρωτα. Δεν υπήρχε πειρασμός στον οποίο να μην είχε υποκύψει, όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Αυτός όμως δεν είχε σκοπό  να μετανιώσει. Αν και έγραψε το δικό του De Profundis, με το βαρύγδουπο τίτλο το Φοβερό Βήμα που άφησε άλλωστε μισοτελειωμένο και κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του δεν φαίνεται να είχει ενδοιασμούς ηθικούς ή άλλους. Ήταν μάλλον κυνικός. Υποψιαζόταν, ίσως κιόλας να το φοβόταν, πως σε μια απ’ αυτές τις νύχτες της ερωτικής ευωχίας θα του συνέβαινε ο θάνατος. Όπως και έγινε. Βρέθηκε πνιγμένος στο σπίτι του μια αυγουστιάτικη νύχτα. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Δεν ήξερε τι σημαίνει εγκράτεια, οικονομία δυνάμεων, μέτρο. Δεν άντεχε τη νυχτερινή μοναξιά. Δεν πρέπει να είχε υπάρξει έστω και μια νύχτα που να μην είχε κάνει έρωτα. Να μην είχε κάποιον που να τον ποθεί, να τον θέλει, να νιώθει καλά μαζί του. Κάθε νύχτα και κάποιον άλλο.

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος το είχε θέσει ωμά: άμα η καύλα σε χτυπήσει στο κεφάλι… Αλλά   αυτός ήταν ένας ομοφυλόφιλος μάλλον συγκρατημένος από ένα σημείο κι έπειτα τουλάχιστον. Πάντως πέθανε στο κρεβάτι του. Ο Κουμανταρέας πάλι δολοφονήθηκε από  κάποιους που γνώριζε και τους πλήρωνε αδρά για να τον ικανοποιούν. Έζησε κάποια χρόνια παραπάνω από τον Ταχτσή και δεν έγινε βορά στα κουτσομπολιά  των καλοθελητών, επειδή είχε κρυφτεί  πίσω από ένα συμβατικό γάμο.

Ο Ταχτσής ήταν η πιο ακραία περίπτωση απ’ όλες τις απόψεις. Χάθηκε  στα εξήντα ένα του χρόνια δολοφονημένος κατά την επικρατέστερη εκδοχή.

 

Ο Ταχτσής δεν ήταν ολιγαρκής. Ήταν πληθωρικός σε όλες του τις εκδηλώσεις εκτός ίσως από το γράψιμο. Πάντως δεν υπέκυψε σε συμβατικότητες, σε καθωσπρεπισμούς, δεν κατέφυγε στην υποκρισία και παίζοντας κρυφτό με τον έρωτα και το θάνατο είχε το τέλος που περίμενε και φοβόταν ίσως όταν σκεφτόταν την προηγούμενη νύχτα την ώρα που  ξύπναγε σε κείνο το σπίτι που είχε καταφέρει ν’ αγοράσει. Μια μονοκατοικία στον Κολωνό. Εκεί που κατέφυγε ο Οιδίποδας υποβασταζόμενος από τις κόρες του την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Ο τυφλός, αιμομίκτης, πατροκτόνος Οιδίπους ψάχνει την εξιλέωση:

«αχ δώστε κάποιο χαμό και τέρμα στη ζωή μου πάρεξ αν δεν σας φαίνομαι πως έχω τραβήξει βάσανα αρκετά και τόσα που κανείς δεν υπόφερε στον κόσμο […]. Ω λυπηθείτε το άθλιο φάντασμα του Οιδίποδα, που τώρα πια δεν κρατεί  τ’ αρχαίο γερό κορμί του» [*].

 

Ο Ταχτσής δεν είχε τόσα κρίματα, δεν ήταν ήρωας αρχαίας τραγωδίας κι ωστόσο με κάποιο τρόπο ζητούσε το ίδιο απ’ τους θεούς, πριν μάλιστα το κορμί του τον προδώσει. Δεν ήταν από κείνους που θα πέθαιναν ήσυχα στην κλίνη τους στεφανωμένος σε κάποιο διαγωνισμό όπου θα είχε διακριθεί περιτριγυρισμένος από τα βιβλία του, έχοντας κερδίσει  τον έπαινο των σοφιστών.

Αυτοκαταστροφικός, οργισμένος, επαναστατημένος, ρέμπελος, μποέμ, γραφικός, γεμάτος κακίες, με μια άμυνα που πότε έχτιζε και πότε την άφηνε να λιώσει από την αδιαφορία του για το τι θα πει ο κόσμος των μικροαστών  που σιχαινόταν και των ομοτέχνων του που εμφορούντο από σχεδόν κανιβαλικές διαθέσεις απέναντί του.

Ζήσε, ξοδέψου και άπελθε. Μια τριάδα  που μάλλον ακολουθούσε πιστά. Δεν είχε αυταπάτες για κανένα και για  τίποτα. Τώρα που είχε πια χορτάσει το mal du depart δεν έμεινε παρά ο οίκος στον Κολωνό. Άραγε τυχαία είχε διαλέξει αυτόν τον αρχαίο ιερό τόπο;

Βρέθηκε  από την αδελφή του – όλοι οι ποιητές έχουν μια αδελφή να τους φροντίζει – 36 ώρες μετά τον στραγγαλισμό του όπως αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής. Ωστόσο δεν είχε μελανιές πουθενά και δεν υπήρχαν ούτε ίχνη πάλης. Και όσοι μίλησαν για κλοπή έμαθαν ότι δύο πανάκριβοι πίνακες των φίλων του Φασιανού και Ακριθάκη  ήταν στη θέση τους. Αν ήταν όντως δολοφονία δεν είχε τα ευρήματα που θα τη δικαιολογούσαν και δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.

Ο Ταχτσής ήταν αδιάφορος για τις συνήθειες του συρμού. Είχε όμως εμπειρίες  και συνειρμούς – ποιος δεν έχει; – και επιχείρησε να περιγράψει την κυρίαρχη ιδεολογία του καιρού του, τον μικροαστισμό και τη συνακόλουθη μιζέρια που κουβαλούσε.

Επτά ετών αναγκαστικά  κατέβηκε στην γιαγιά του [σ]την Αθήνα από την Θεσσαλονίκη. Εκεί γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1927. Μπορεί η σύμπτωση του διπλού οκτώ να τον κυνηγούσε ή μπορεί να ήταν τυχαία, όσο τυχαία μπορεί να είναι μια σύμπτωση που μάλιστα έχει να κάνει με μια γέννηση, τη γέννησή του. Όσο για το ζώδιο του Ζυγού στο οποίο ανήκε μάλλον δεν του ταίριαζε. Γονείς χωρισμένοι, ένας αδελφός πεθαμένος πριν γεννηθεί αυτός, στη γέννα πάνω. Γρηγόριος ο πατέρας, Έλλη η μητέρα, το γένος Ζάχου, με καταγωγή από την Ανατολική Ρωμυλία [αυτόνομη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1878-1885)]. Στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων δεν κατάφερε να φοιτήσει, αρρώστησε πάνω στις εισαγωγικές εξετάσεις. Τύφος. Υψηλός πυρετός. Νομική Αθηνών δυο χρόνια μόνο. Στο στρατό ήταν ανθυπολοχαγός.

Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα [Κέδρος 1999] έλεγε ο Μένης Κουμανταρέας [1931- 2014] που έκανε κι αυτός τη ζωή του τάχα ανεξιχνίαστου αστυνομικού μυθιστορήματος – αυτός το έζησε και το ‘γραψε. Από την Πλατεία Βικτωρίας  στην Κυψέλη. Παρέες ομότεχνων αλλά και νεαρών.  Έγραφε και ζούσε τη ερωτική του ανορθοδοξία.

Ο Ταχτσής από το 1951 δούλεψε στο φράγμα του Λούρου, ως καθηγητής αγγλικών στη Βρετανία, βοηθός σκηνοθέτη στο φιλμ Το παιδί και το δελφίνι με τη Σοφία Λόρεν, πρώτη ξένη παραγωγή που γυρίστηκε στην Ελλάδα [1957]. Μπάρκαρε στο Αμβούργο. Ξεμπάρκαρε στο Λιβόρνο. Βρέθηκε στη Βιέννη. Στην Αυστραλία σιδηροδρομικός υπάλληλος. Μάνατζερ κάποιου πιανίστα σε περιοδεία στην Αφρική. Εργάστηκε στην Κεντρική Τράπεζα της Αυστραλίας. Το 1960 επιστρέφει στην πατρίδα και σχεδιάζει να κάνει σαν άλλος Ιούλιος Βερν το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Ξεκινά φτάνει στο Εδιμβούργο και σταματά.

 

Στη διάρκεια των ταξιδιών γράφει το Τρίτο στεφάνι. Ξαναπάει στην Αυστραλία στέλνει τα χειρόγραφα στην Ελλάδα που απορρίφθηκαν ως ακατάλληλα προς έκδοσιν. Τελικά εκδίδει το μυθιστόρημα ιδίοις αναλώμασι  το 1962. Πούλησε μόλις δέκα αντίτυπα. Ποιος ξέρει τι γίνανε τα υπόλοιπα.

Καθιερώθηκε πάντως με τη δεύτερη έκδοση, το 1970, μεσούσης της δικτατορίας δηλαδή, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ερμής» της Λένας και του Γιώργου Σαββίδη, ενώ στο μεταξύ είχε αρχίσει να δημοσιεύει  και στο περιοδικό «ο Ταχυδρόμος» του Συγκροτήματος Λαμπράκη που διεύθυνε ο Σαββίδης. Επιτυχία αναπάντεχη. Έγινε διάσημος μ’ ένα μυθιστόρημα που έγραψε εξολοκλήρου κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του ανά τον κόσμο, ως άλλος Νιλς Χόλγκερσον, αν και η συγγραφέας του η Σέλμα Λάγκερλεφ δεν πιστεύω να του έλεγε και πολλά.

Το Τρίτο στεφάνι δόξασε τον ελληνικό μικροαστισμό. Από κάποιον έπρεπε να δοξαστεί κι αυτός αφού κυριαρχούσε σε όλα τα άλλα πεδία.

Η υπόθεση ξετυλίγεται κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου [«είμαστε αθεράπευτα μεσοπόλεμος»] και της Κατοχής. Δύο γυναίκες η Εκάβη και η Νίνα εναλλάσσονται στη διαδικασία της αφήγησης.  Οι δυο τους επιδίδονται σε μια ατελείωτη λεκτική διελκυστίνδα με κρεσέντα που θυμίζουν θεατρικούς διαλόγους περισσότερο. Οι δύο αυτές γυναίκες περιγράφουν, αφηγούνται, αναθυμούνται μ’ ένα ιδιότυπο τρόπο σε ύφος που θυμίζει εσωτερικό μονόλογο. Μέσα από την περιορισμένη οπτική τους βλέπει ο αναγνώστης τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα: Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγιά, Διχασμός, πόλεμος, Κατοχή. Η Νίνα βάζει τρεις φορές στεφάνι. Εξ ου και ο τίτλος.

Το μυθιστόρημα ξεχειλίζει από «μπουγαδόνερα» είπε κάποια φαρμακόγλωσσα, κάποια άλλη το διέδωσε και του έμεινε. Ο φθόνος δε σωπαίνει ποτέ μπροστά στην επιτυχία.

Οι χαρακτήρες του «ηδονίζονται με την απραξία», υποστηρίζει ο Βρασίδας Καραλής, «δεν βυθίζονται στα πάθη τους, δε μαίνονται, δεν ξεπερνούν τους περιορισμούς τους ή δε βουλιάζουν αβοήθητοι μέσα σ’ αυτούς, βασανισμένοι από την ακμή και την παρακμή τους όπως η Έμα Μποβαρύ και η Μαντάμ Ορτάνς».

Κάποιοι ενοχλήθηκαν από αυτή την εμμονή στις λαϊκές τάξεις και τις συνήθειές τους. Βέβαια μία είναι η λαϊκή τάξη με κάποιες ίσως παραλλαγές. Αλλά τι σχέση έχει ο Πέτρος Πικρός και ο κόσμος του μ’ αυτόν του Ταχτσή του Τρίτου Στεφανιού;

Οι κύριοι και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες υποστηρίζει ο καθηγητής της έδρας Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ Βρασίδας Καραλής «παρουσιάζονται άψυχοι και υποτονικοί χωρίς εσωτερική ζωή». Όσο για την ομοφυλοφιλία λέει πως ο Ταχτσής την αντιμετωπίζει ως μια αντίληψη «διαρκούς αρνητικότητας εναντίον ανυποψίαστων ετεροφυλόφιλων ανδρών». Αυτό εξηγεί και την επιτυχία του βιβλίου γιατί «όλοι αυτοδικαιώνονται  εφόσον τα θύματα είναι εκ φύσεως θύματα και οι θύτες εκ φύσεως θύτες».

Το βιβλίο κυριαρχείται από μια ηθελημένη ελαφρότητα που κουμπώνει με τον προσανατολισμό και τις συνήθειες της εποχής. Σύντομες εύκολα απομνημονεύσιμες φράσεις εν είδη σλόγκαν. Η εποχή βρίθει ακατάσχετης συνθηματολογίας ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη έκδοση, τα μεταπολιτευτικά πνέει ένας εκσυγχρονιστικός αέρας, άκρατη πολιτικοποίηση, άκριτη θεώρηση σοβαρών πραγμάτων που επηρεάζουν αποφασιστικά τη ζωή των πολιτών. Τη δεκαετία του 1980 κυβερνά και κυριαρχεί το δημαγωγικό ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Το βιβλίο δεν χάνει την επικαιρότητά του, λες κι ο συγγραφέας είχε προβλέψει τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Μέχρι και σήριαλ γίνεται το 1995 με δύο εξαιρετικές πρωταγωνίστριες τη Νένα Μεντή Νίνα και τη Λήδα Πρωτοψάλτη Εκάβη σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη που ταιριάζει στο ύφος της λαϊκότητας από την οποία διακατέχεται το μυθιστόρημα. Πολύ νωρίτερα, το 1979,  έγινε μια ραδιοφωνική διασκευή του έργου στο Τρίτο πρόγραμμα από το Γιώργο Παυριανό με τη Σμάρω Στεφανίδου και τη Ρένα Βλαχοπούλου. Το Χειμώνα του 2009 ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο μια διασκευή από τον Σταμάτη Φασουλή και τον Θανάση Νιάρχο  με τη Νένα Μεντή στο ρόλο της Εκάβης και τη Φιλαρέτη Κομνηνού Νίνα. Ενώ μια θεατρική ομάδα ανέβασε μια δίωρη θεατρική παράσταση της τετράωρης του Εθνικού με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία. Το έργο δηλαδή και το αντίστοιχο ενδιαφέρον γι αυτό διαρκεί πολύ εξαιτίας του ότι ο συγγραφέας το έφτιαξε με την προοπτική του να γίνει ευπώλητο. Και η επιδίωξη αυτή δικαιώθηκε.

Ο Ταχτσής αν και έγραψε κι άλλα βιβλία , όχι πολλά, μετρημένα σε αριθμό, δύο διηγηματικές συλλογές τα Ρέστα και το η  Γιαγιά μου η Αθήνα – εν πολλοίς αυτοβιογραφικά και δύο αμιγώς τέτοια το Φοβερό Βήμα και το Από τη χαμηλή σκοπιά θεωρήθηκε συγγραφέας του ενός βιβλίου, ίσως γιατί δεν έγραψε άλλο μυθιστόρημα. Από κει και πέρα συνεργάστηκε με το σουρεαλιστικό περιοδικό Πάλι [1964-1965] που κυκλοφόρησε έξι τεύχη.

Στη δικτατορία πρωτοστάτησε σε μια κίνηση συγγραφέων ενάντια στη λογοκρισία και το αυταρχικό καθεστώς. Έλαβε μέρος στην έκδοση των 18 κειμένων (1970). Επανειλημμένα τον καλούσαν στην Ασφάλεια. Στη Μεταπολίτευση αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.

«Η περίπτωση του πεζογράφου Κώστα Ταχτσή παρουσιάζει, οπωσδήποτε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο χώρο της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Κι αυτό γιατί, μολονότι το μικρό σχετικά, σε όγκο, πεζογραφικό έργο του, απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί κριτικούς και μελετητές, η πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα, το 1951, πραγματοποιήθηκε με μια ποιητική συλλογή. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ακολουθούν άλλες τέσσερις ποιητικές συλλογές μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα (Μικρά ποιήματα, 1952, Περί ώραν δωδεκάτην, 1953, Η συμφωνία του Μπραζίλιαν, 1954 και Καφενείον το Βυζάντιον κι άλλα ποιήματα, 1956), δείχνει ότι η ενασχόλησή του με την ποίηση κάθε άλλο παρά επιπόλαιη και ευκαιριακή υπήρξε», λέει ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου στο  «Κώστας Ταχτσής. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Ζ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, 1992.

Ενώ ο Μάριο Βίττι στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003 υποστηρίζει:

«Μια απομάκρυνση από τα άμεσα θέματα του πολέμου έχουμε στο μοναδικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή (1927-1988) Το τρίτο στεφάνι (1962), όπου μια μικροαστή και η πεθερά της αναθυμούνται την προπολεμική ζωή με τις καθημερινές της εκπλήξεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χάρη στη ζωντανή προφορικότητά της είναι η αναπαραγωγή μιας γλώσσας ελεύθερης από τους περιορισμούς της κανονικής δημοτικής, κάτι που δεν είχε γίνει ως τότε από τους σύγχρονους με τον Ταχτσή πεζογράφους».

«Τι όμως ήταν αυτό που θεωρήθηκε πρωτότυπο και συνάμα αιρετικό την εποχή που το Τρίτο Στεφάνι πρωτοκυκλοφόρησε; Την απάντηση, νομίζω, έδωσε ένας γνωστός συγγραφέας και κριτικός σε μια κριτική του στη Μεσημβρινή […]. Αφού περιγράφει τη «ζωντάνια και γραφικότητα του κειμένου», τα «ανάμικτα γλωσσικά του στοιχεία» και τον «άναρχο νατουραλισμό του», θα καταλήξει λέγοντας ότι το υλικό του μυθιστοριογράφου «ξεγλιστράει αμετουσίωτο ανάμεσα από τα δάχτυλά του, έτσι που στο τέλος καταντάει το κυριακάτικο γιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους και το ύψος από το οποίο αντικρύζει την οικουμένη ο συγγραφέας.  Φαίνεται ότι τα «μπουγαδόνερα» είναι η αγαπημένη λέξη των επικριτών του βιβλίου. Την επανέλαβε και μια διακεκριμένη λογοτέχνις της Αριστεράς και κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Κάτι σαν λάιτ μοτίβ βαγκνερικής όπερας. Αυτό που σοκάρισε και στάθηκε και το πρωτοποριακό στοιχείο, είναι ότι ολόκληρο το μυθιστόρημα στηρίζεται σ’ ένα συνεχή μονόλογο δύο γυναικών που η γλώσσα και τα ήθη τους ανήκουν στην μικροαστική τάξη. Ποτέ πριν στην νεοελληνική λογοτεχνία ένα μυθιστόρημα δεν χρησιμοποίησε σε αυτή την έκταση και σε αυτό το βαθμό την προφορικότητα της αφήγησης και το καθημερινό ιδιόλεκτο αυτής της τάξης. Υπάρχουν, φυσικά, πάμπολλοι διάλογοι στη λογοτεχνία που αποτυπώνουν τον προφορικό λόγο των ηρώων. Όμως αυτοί οι διάλογοι αποτελούν απλά παρένθεση στην αφήγηση, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, αδιάφορο, και χρησιμεύουν στο να ζωντανέψουν την διήγηση και να προσδώσουν αληθοφάνεια στους ήρωες. Το κυρίως κείμενο γράφεται, κατά κανόνα, σε λογοτεχνική γλώσσα. Οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό. Η διαφορά είναι ακόμα πιο έκτυπη σε συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης. Οι ήρωες εκεί μιλούν λαϊκά και με ιδιωματικό μάλιστα τρόπο, ενώ το αφηγηματικό μέρος γίνεται στην καθαρεύουσα με μεγάλες προτάσεις και με δύσκολη συχνά σύνταξη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους συγγραφείς που έγραψαν στη δημοτική. Οι διάλογοι ζωντανεύουν και στολίζουν την διήγηση, που κυλά σε καλά επεξεργασμένη και στολισμένη πρόζα. Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένειά του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειές μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε. «Που να μη λιώσουν τα κόκαλά σου!», «Θου κύριε φυλακή το στόματί μου», «Αχ, βρε κερατά, θεέ», «Δεν έχεις πια καθόλου τσίπα επάνω σου;», «Σσσ! Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά!», «Μύγα τσε-τσε σ’ έχει τσιμπήσει, κακό χρόνο να ’χεις;», «Σκάσε κτήνος», και άλλα πολλά. Όμως εδώ στον Ταχτσή οι εκφράσεις αυτές αποκτούν μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι γαρνίρισμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώτος που έκανε ύφος με τη γλώσσα των μικροαστών. Είχε την ευφυΐα, αλλά και το ταλέντο, να την αναπαραγάγει σχεδόν θεατρικά. Με την υπερβολή που διέκρινε και τον ίδιον (και χωρίς υπερβολή δεν κάνει κανείς τέχνη), αλλά και τη σοφία να ξέρει τι θ’ αφήσει και τι θα κρατήσει από το υλικό του».

[ Μένης Κουμανταρέας, «Ο τρίτος γύρος». Ξεχασμένη φρουρά. Τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010].

 

Ο Ταχτσής  γδύνεται  απέναντι στον νυχτερινό ευκαιριακό εραστή ντυμένος γυναίκα χωρίς να σημαίνει πως αλλάζει φύλο γιατί βέβαια δε νιώθει άντρας ούτε πολύ ούτε λίγο. Κι ίσως δεν κάνει ακριβώς το ίδιο απέναντι στον αναγνώστη όχι πως χρειάζεται να κάνει κάτι τέτοιο. Και στις δύο περιπτώσεις παίζει, αναπαρασταίνει έναν εαυτό που μέσα του νιώθει ίσως καλύτερα. Μη μπορώντας όμως  να πλησιάσει τον άλλον. Δε δίνει και δε ζητάει – παίρνει. Πάντως ο άνθρωπος κι ο συγγραφέας είναι παρενδυτικοί κι οι δύο. Αναπαρασταίνουν εαυτόν και αλλήλους. Κι οι δυο δεν κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη ή μάλλον ο καθρέφτης τους επιστρέφει ένα παραμορφωμένο είδωλο. Γιατί μπροστά σ’ ένα κοίλο κάτοπτρο φτιασιδώνονται κι οι δυο.

Η Εκάβη και η Νίνα δραματοποιούν συνειδητά τις ζωές τους. Συμβιβάζονται  μέσα σ’ ένα αλλοτριωμένο περιβάλλον. Η επιφανειακότητά τους τις κάνει συμπαθητικές στο θεατή. Οι δυο γυναίκες δε βρίσκονται στην περιφέρεια αλλά στο κέντρο της καθημερινότητας και της πληγωμένης μνήμης του συγγραφέα . Αναπαράγουν  τα στερεότυπα των ταινιών του παλιού εμπορικού κινηματογράφου ενώ ταυτόχρονα με την ειρωνεία τα υπονομεύουν.

 

Αυτή η επιτυχημένη διαδρομή κόβεται απότομα εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ. Το τι έγινε 36 ώρες πριν βρεθεί το πτώμα του από την αδελφή του δε θα το μάθουμε ποτέ. Έτσι ο θάνατος αυτός θα παραμείνει αινιγματικός και μυστηριώδης έτσι που να φέρνει πιο πολύ σε μυθιστόρημα παρά στην πραγματικότητα. Μένει λοιπόν το έργο όχι όμως ανέπαφο  κι απείραχτο από το βίαιο θάνατο και την παράδοξη ζωή που οδήγησε σ’ αυτόν. Σαν να έγραψε ο Ταχτσής μέσα σε ίλιγγο πάθους το δεύτερο μυθιστόρημα που μας χρώσταγε.

 

 

Σημείωση: συμβουλεύτηκα κυρίως το τχ. 440, Ιανουάριος 2003 του περιοδικού Διαβάζω και την Πύλη της Ελληνικής γλώσσας στο διαδίκτυο, καθώς και τη Βικιπαίδεια.
Το λήμμα για τον Ταχτσή είναι γεμάτο με παρεμφερή αν όχι αναδημοσιευόμενα δημοσιεύματα για το τέλος του και μόνο- λες κι αυτός ο άνθρωπος δεν έζησε, δε χάρηκε τον έρωτα, δεν ταξίδεψε, δεν έγραψε, μόνο πέθανε.

 

[*]από τον ΟΙΔΙΠΟΔΑ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ, μτφρ. Κ.Θρακιώτη, Ι. Ζαχαρόπουλος χ.χ.ε./σελ. 37-

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.