«Γνήσιος και ειλικρινής συγγραφέας, σεμνός και γνωστικός μαθητής του Τολστόι». Έτσι τον αξιολογεί ο «πάπας» της ρωσικής λογοτεχνικής ιστορίας και θεωρίας D. S. Mirsky. Εκτεταμένο λήμμα του αφιερώνει ο ιστορικός που σημαίνει πως δεν τον θεωρεί ελάσσονα. Ωστόσο στην κατακλείδα του λήμματος τον τοποθετεί σε μια «σίγουρη μεν αλλά «ταπεινή» θέση στο πάνθεον των Ρώσων συγγραφέων». Μιλά ακόμα για το ρητορικό ύφος του που δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία. Τον θεωρεί μορφικά ερασιτέχνη και χωρίς ανώτερη τεχνική.
Κι ο Ρίτσαρντ Νταίηβις, διευθυντής ρωσικών αρχείων, τον θεωρεί από τους πλέον αμφιλεγόμενους συγγραφείς των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα. Κι ίσως αμφιλεγόμενο κι ως άνθρωπο θα πρόσθετα εγώ. Αντιφατικό. Κι ίσως να τον θεωρούσαμε πολλαπλό χαρακτήρα των διηγημάτων και των θεατρικών του έργων -που αριθμητικά υπερτερούσαν των πρώτων.
Όπως οι Προυστ, Κάφκα, Τζόυς υπήρξε μάρτυρας των πιο βίαιων πολιτικοστρατιωτικών αναταραχών που γνώρισε η Ευρώπη στη μακρόχρονη ιστορία της. Το μακελειό του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου τον ανέδειξε μεγάλο αφηγητή του ψυχολογικού και φαντασιακού πεζογραφήματος ακόμα και εκτός Ρωσίας. Αλλά είχε την τύχη των μη αρεστών στο μετεπαναστατικό καθεστώς στην Σοβιετική πλέον Ένωση. Υπήρξε συγγραφέας της μετάβασης, του μεταιχμίου. Η σαρκαστική του υπερβολή έδινε εννιά φορές στις δέκα το πάνω χέρι στο παράλογο και τη φρίκη του κόσμου και της ύπαρξης. Συγγραφέας του ανάμεσα, του μεσοδιαστήματος βρίσκει μια θέση ανάμεσα στον συμβολισμό και τη μεταφυσική θέαση του κόσμου του Στρίντμπεργκ και τον παραλογισμό του καφκικού σύμπαντος. Άλλωστε αγαπούσε την υπερβολή στη λογοτεχνία και τη ζωή.
Η Σκέψη είναι ένα από τα αριστουργήματα του Αντρέγιεφ (γράφτηκε το 1902), όπου ο συγγραφέας παίζει με το μοτίβο της προσποίησης της τρέλας ή της καταβύθισης στην τρέλα. Ο ήρωας, ο γιατρός Κερζέντσεφ, έχει δολοφονήσει έναν στενό του φίλο και καταθέτει την απολογία του στους κριτές του. Να είχε άραγε ο Αντρέγιεφ επίγνωση ότι η καλλιτεχνική του διαίσθηση τον είχε οδηγήσει να βρει και να περιγράψει αυτό που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα κλινικά συμπτώματα στην εξέλιξη της σχιζοφρένειας;
Ο Κυβερνήτης είναι, κατά κάποιο τρόπο, “το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου”. Ο κυβερνήτης κάποιας μικρής πόλης έχει καταπνίξει μια εξέγερση διατάσσοντας πυρ κατά των λιμοκτονούντων απεργών: τριανταπέντε άντρες, εννέα γυναίκες και τρία παιδιά σκοτώθηκαν. Από την επομένη κιόλας της επίθεσης, όλη η πόλη ξέρει πώς ο κυβερνήτης είναι καταδικασμένος, πώς κάποιος θα τον σκοτώσει κάτι για το οποίο άλλωστε έχει και ο ίδιος απόλυτη επίγνωση.
Δεν προσπαθεί να ξεφύγει απ’ τη μοίρα του και, με καθαρό μυαλό, βαδίζει προς αυτό το πεπρωμένο, που και ο ίδιος το θεωρεί θεία δίκη. “Χτες ονειρεύτηκα την κηδεία σας”, του γράφει ανώνυμα μια μαθήτρια λυκείου, “Πίσω απ’ το φέρετρο υπήρχαν μόνο αστυνομικοί”. Και κλείνει ως εξής: “Θα σας κλάψω σαν να ήμουν κόρη σας, γιατί σας λυπάμαι αφάνταστα”. Το αφήγημα αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι του 1905. Ένας μοναδικός προβληματισμός για την εξουσία και το θάνατο.
Συγγραφέας που φλερτάρει με την τρέλα, την υποχονδρία, το παραλήρημα. « Το νόημα και η γλώσσα», λέει, «βυθίζονται στην τρέλα και αποσαθρώνονται». Συγγραφέας του μαύρου αφηγήματος που συγγενεύει με τον Πόε αλλά και τον Χένρι Τζαίημς. Μορφικά συμβολιστής και στην εξέλιξή του κατ’ εξοχήν εξπρεσιονιστής.
«Το ταλέντο του τον εξουσίαζε, τον κατείχε. Η διορατικότητά του άγγιζε τις σκοτεινές πτυχές της ζωής, τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής, τους αναβρασμούς του ενστίκτου», λέει ο Γκόρκι ανταγωνιστής και ταυτόχρονα θαυμαστής του.
Σε μια άλλη νουβέλα με τίτλο Εκείνος... ένας άφραγκος φοιτητής της Πετρούπολης βρίσκει αναπάντεχα δουλειά ως οικοδιδάσκαλος σ’ ένα απομονωμένο σπίτι σε κάποιο χωριό δίπλα στη θάλασσα, όπου κυριαρχούν ή θλίψη και ή μελαγχολία και όπου ό κύριος του σπιτιού γελάει παράδοξα στις πιο παράξενες καταστάσεις. Μία του κόρη έχει πνιγεί στα γκρίζα νερά της θάλασσας και ή γυναίκα του, πού δεν εμφανίζεται ποτέ, ακούγεται να παίζει πιάνο από κάποιο κλειστό δωμάτιο. Ώσπου εμφανίζεται στον νεαρό οικοδιδάσκαλο εκείνος, ένα φασματικό πρόσωπο με το οποίο αποκτά σχεδόν σωματική επαφή. Κι αρχίζει το αριστοτεχνικό παιχνίδι του συγγραφέα με τον ήρωά του και τον αναγνώστη, γύρω από την ύπαρξη του αλλόκοτου επισκέπτη και το σταδιακό παραλήρημα του φοιτητή.
Το Κόκκινο Γέλιο, που κυκλοφόρησε το 1905, είναι ή πιο φιλόδοξη και πειραματική νουβέλα του Αντρέγιεφ. Αποτελείται από 19 αποσπάσματα και χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ό αφηγητής είναι ένας αξιωματικός του ρώσικου στρατού πού πολεμά στη Μαντζουρία, στον καταστροφικό Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904. Τραυματίζεται βαριά και επιστρέφει στην οικογένειά του σωματικά αλλά και πνευματικά ανάπηρος. Στο δεύτερο μέρος αφηγητής γίνεται ό αδελφός του αξιωματικού. Για τον Αντρέγιεφ οι αποτρόπαιες πράξεις της νέας μορφής πολέμου μαρτυρούσαν την υπέρτατη εξαχρείωση μιας κοινωνίας για την οποία ό ίδιος είχε ήδη βγάλει διάγνωση: ασθένεια ανίατη.
«Πάνε δέκα μέρες ακριβώς που πήρα ανθρώπινη μορφή και ζω σαν άνθρωπος. Η μοναξιά μου είναι ατέλειωτη. Δεν έχω ανάγκη από φίλους, θέλω να μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά δεν έχω με ποιον. Δεν αρκούν οι σκέψεις, δεν είναι ξεκάθαρες, συγκεκριμένες και σαφείς. Δεν μπορώ να τις εκφράσω με λέξεις: πρέπει να τις βάλω στη σειρά, σαν στρατιώτες ή σαν τηλεγραφικούς στύλους, να τις απλώσω σαν σιδηροδρομική γραμμή, να γεφυρώσω ποτάμια και δρόμους, να χτίσω αναχώματα, στροφές με στάσεις σε γνωστά σημεία – και μόνο τότε ξεκαθαρίζουν όλα. Αυτόν τον μηχανικό δρόμο του κάτεργου, τον ονομάζουν λογική και τον θεωρούν αναγκαίο και επακόλουθο για όσους θεωρούν έξυπνους. Για τους υπόλοιπους δεν είναι υποχρεωτικός. Μπορούν να περιπλανώνται όσο τους κάνει κέφι.
Δύσκολη δουλειά, αργή και αντιπαθητική για όποιον έχει συνηθίσει στη μοναξιά… δεν ξέρω πώς να το πω, – με μια ανάσα να τα συλλαμβάνεις όλα και με μια ανάσα να τα εκφράζεις. Με το δίκιο τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη τους διανοητές, και αυτοί οι δύστυχοι διανοητές, αν είναι ειλικρινείς και δίχως απατεωνιές στην οικοδόμηση, όπως οι συνηθισμένοι μηχανικοί, δεν καταλήγουν άδικα στο τρελάδικο. Εγώ, είμαι μόνο μερικές μέρες στη γη και ήδη, όχι μόνο μια φορά, διέκρινα τους κίτρινους τοίχους του και την πόρτα του να με χαιρετάει μισάνοιχτη.
Ναι, είναι εξαιρετικά δύσκολο και σου σπάει τα νεύρα, (καλό κι αυτό). Να τώρα- για να εκφράσω μια μικρή συνηθισμένη σκέψη, είμαι υποχρεωμένος να καταστρέψω τόσο υπέροχο χαρτί, εξ αιτίας της αναζήτησης λέξεων και λογικής. Και τι θα χρειασθεί για να εκφρασθεί κάτι μεγάλο και συγκλονιστικό ; Θα σου το πω – για να μην ανοίγεις έτσι το περίεργο στόμα σου, γήινε αναγνώστη μου – αυτό το συγκλονιστικό, στη γλώσσα της μουρμούρας σου δεν εκφράζεται. Αν δεν Με πιστεύεις, πετάξου ως το κοντινότερο τρελάδικο και άκου τους: όλοι αυτοί κάτι κατέχουν και θέλουν να το εκφράσουν».
[Οι πρώτες αράδες του έργου Το Ημερολόγιο του Σατανά σε μετάφραση Λίζας Διονυσιάδου].
Το έργο τούτο είναι το τελευταίο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Λίγες μέρες πριν πεθάνει, τον Σεπτέμβριο του 1919, σε μια πόλη της Φιλανδίας, πάμπτωχος, απογοητευμένος και με καρδιά συντριμμένη για την τραγωδία της Ρωσίας, ο Λεωνίδας Αντρέγιεφ συμπλήρωσε και την τελευταία σελίδα του, και, σαν να προαισθανόταν ότι πλησίαζε το μοιραίο τέλος του, φρόντισε να εμπιστευθεί σε χέρια ασφαλή το τελευταίο χειρόγραφό του, όπου είχε περικλείσει την τελευταία παρατήρηση που έκανε στη ζωή του για τους ανθρώπους: ο άνθρωπος είναι σατανικότερος από το Σατανά, και χειρότερος από εκείνο που φαντάζεται ως το Απόλυτο Κακό.
Ο Αντρέγιεφ γεννήθηκε στην πόλη Αριόλ, πρωτεύουσα της περιφέρειας Αριόλ. Ο πατέρας του, Νικολάι Ιβάνοβιτς Αντρέγιεφ (1847-1889), εργαζόταν ως τοπογράφος στο κτηματολόγιο και η μητέρα του, Αναστασία Νικολάγεβνα Αντρέγεβα (το γένος Πατσκόφσκι), ήταν απόγονος μιας χρεοκοπημένης πολωνικής οικογένειας γαιοκτημόνων. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, εισήλθε στη Νομική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης.
Με το θάνατο του πατέρα του το 1889, η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του επιδεινώθηκε και ο Αντρέγιεφ άρχισε να κάνει κατάχρηση αλκοόλ. Αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο για μη καταβολή διδάκτρων και συνέχισε στην Νομική Σχολή της Μόσχας. Το 1894, μετά έναν αποτυχημένο έρωτα, ο Αντρέγιεφ προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Αυτοπυροβολήθηκε και η σφαίρα τον τραυμάτισε και του προξένησε ένα μόνιμο καρδιακό πρόβλημα το οποίο τελικά, χρόνια αργότερα, θα προκαλούσε το θάνατό του. Η οικογένειά του πλέον ζούσε μέσα στην εξαθλίωση και ο νεαρός Αντρέγιεφ έπρεπε να εξασφαλίζει τα προς το ζην για τη μητέρα του και τα 5 αδέλφια του. Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, δίδασκε και φιλοτεχνούσε πορτρέτα ζωγραφικής κατά παραγγελία.
Το 1897 πέρασε τις τελικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, κάτι που του άνοιξε το δρόμο για το νομικό επάγγελμα, το οποίο εξάσκησε περιστασιακά μέχρι το 1902. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα ως δικαστικός ανταποκριτής στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος της Μόσχας». Τα άρθρα του τράβηξαν την προσοχή και το 1898, στην ίδια εφημερίδα, δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα. Σύμφωνα με τον ίδιο, επρόκειτο για μια απομίμηση του Ντίκενς, ωστόσο ήταν η αφορμή για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Μαξίμ Γκόρκι, ο οποίος τον σύστησε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας.
Τα πρώτα έργα του Λεονίντ Αντρέγιεφ, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλούν τις καταστροφικές συνθήκες υπό τις οποίες βρισκόταν τότε ο συγγραφέας. Ωστόσο, ακόμη και στις αρχές της πορείας του έδειξε τα κύρια κίνητρά του: τον σκεπτικισμό και τον πεσιμισμό του, την έλλειψη πίστης στον ανθρώπινο νου (Ο τοίχος, Η ζωή του Βασίλι Φιβέισκι) και τη θρησκεία (Ιούδας ο Ισκαριώτης).
Η γλώσσα του είναι δυναμική και εκφραστική. Τα έργα του τα διακρίνει μια όξυνση αντιθέσεων, απροσδόκητες στροφές των γεγονότων σε συνδυασμό με μια σχηματική απλότητα του ύφους. Στα πρώτα του βήματα επηρεάστηκε από τον ύστερο ρομαντισμό και μέσα από τον ρεαλισμό έφτασε αργότερα στον εξπρεσιονισμό. Εκκεντρικός και μελαγχολικός στην καθημερινή του ζωή, ήταν λάτρης των έργων του Σοπενχάουερ.
1901-1907
Ο Αντρέγιεφ γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους της προεπαναστατικής Ρωσίας. Θετικά σχόλια για αυτόν είχαν εκφράσει εκτός από τον Γκόρκι, ο Νίκολας Ραίριχ, ο Ρέπιν, ο Τσέχωφ και πολλοί άλλοι. Η φήμη του εξαπλώθηκε μετά την έκδοση το 1901 της συλλογής του Μια φορά κι έναν καιρό. Την επόμενη χρονιά δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, δύο από τα γνωστότερα διηγήματά του: Μέσα στην Ομίχλη και Η άβυσσος. Το τελευταίο, η ιστορία ενός εφήβου, ο οποίος τρελαμένος από τη σύφιλη, δολοφονεί μια πόρνη και κατόπιν αυτοκτονεί, δέχτηκε οξύτατη κριτική από την κόμισσα Σοφία Τολστόι.
Το 1905 χαιρέτισε την πρώτη ρωσική επανάσταση. Ο Κυβερνήτης, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς και το θεατρικό Προς τ’ αστέρια αντανακλούν τη συμπάθεια του συγγραφέα για την επανάσταση. Τον Φεβρουάριο φυλακίστηκε γιατί στο διαμέρισμά του πραγματοποιήθηκε μυστική συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.
Στα τέλη του 1905 ο συγγραφέας αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γερμανία για να γλυτώσει από τις διώξεις των καθεστωτικών. Στο Βερολίνο, το 1906, γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, ο Δανιήλ και το Δεκέμβριο του ίδιου έτους πέθανε από επιλόχειο πυρετό η γυναίκα του, γεγονός που τον έριξε σε βαθιά κατάθλιψη. Αποδέχεται την πρόσκληση του Γκόρκι να τον επισκεφθεί στο Κάπρι, όπου και ζει μέχρι την άνοιξη του 1907. Μετά το 1907 ο Λεονίντ Αντρέγιεφ παραιτήθηκε από κάθε επαναστατική άποψη, πιστεύοντας ότι η εξέγερση των μαζών μπορεί να οδηγήσει μόνο σε μια μεγάλη απώλεια της ζωής και μεγάλη οδύνη.
1908-1919
Επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη και το 1908 δημοσιεύει το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, τους Επτά κρεμασμένους, μια καταγγελία της τσαρικής τυραννίας. Κάνει οικογένεια και μετακομίζει σε δικό του σπίτι, στον κόλπο της Φινλανδίας, λίγο έξω από την Αγία Πετρούπολη. Από το 1908 και μετά το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στον τομέα του θεάτρου. Έγραψε αρκετά θεατρικά έργα όπως Ανθρώπινη ζωή, Οι μαύρες μάσκες, Ανάθεμα κ.α. Το πρώτο, το ανέβασε στη Μόσχα ο Στανισλάφσκι και στην Αγία Πετρούπολη ο Βσέβολοντ Μέγιερχολντ. Ο Αντρέγιεφ ασχολήθηκε και με την τέχνη της φωτογραφίας, την οποία ασκούσε περιστασιακά μεν, αλλά με ιδιαίτερη προσήλωση.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου δημοσίευσε μια σειρά άρθρων ενάντια στον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Το 1916 διετέλεσε μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας «Russkaya Volya» (Ρωσική βούληση). Μετά το χωρισμό της Φινλανδίας από τη Ρωσία παρέμεινε στην εξορία. Τα τελευταία του έργα (Το ημερολόγιο του Σατανά, SOS Ρωσία καλεί ανθρωπότητα) είναι διαποτισμένα από την απαισιοδοξία του συγγραφέα και το μίσος του για την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων.
Στις 12 Σεπτέμβρη 1919 ο Λεονίντ Αντρέγιεφ πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλική αιμορραγία στη Φινλανδία. Οι ιδεολογικές του απόψεις, ενάντια στο τότε καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, έκαναν το έργο του να ξεχαστεί μέχρι την περίοδο της αποσταλινοποίησης. Το 1956 επανενταφιάστηκε στο Λένινγκραντ. Από το 1956 επιλεγμένα έργα του άρχισαν σιγά σιγά να ανατυπώνονται στην ΕΣΣΔ. Το 1991 άνοιξε στο Αριόλ, τη γενέτειρά του, το Μουσείο Λεονίντ Αντρέγιεφ.
Μετά το χαμό της πρώτης του συζύγου, το 1906, αν και ξαναπαντρεύεται, δεν μέλλεται να ξαναβρεί την ευτυχία. Κυριαρχείται από ένα αίσθημα κενού, από αγιάτρευτη θλίψη που θα τον ακολουθούν ως το τέλος.
Ο Αντρέγιεφ ήταν ωραίος άντρας και τότε είναι στην περίοδο της πτώσης της λογοτεχνικής του φήμης κι ενώ έχει κάνει επιτυχία με την Ομίχλη και την Αβυσσο εμφανίζει ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά: Ντύνεται επιτηδευμένα. Πίνει πάντα πάρα πολύ. Απομονώνεται. Παίζει με το μοντέλο του «ιδανικού αυτόχειρα». Σολιψιστής . Καταθλιπτικός. Ζητά την καταφυγή στα διεγερτικά. Σκοτεινός, απόκοσμος συγγραφέας.
Πολύ νωρίς εμφανίζεται στα ελληνικά- με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, το 1922, ακολουθώντας μια σταθερή πορεία έκδοσης στη δεκαετία ρου 1920 και ’30 και επανεμφανίζεται για τους λόγους που προαναφέραμε τη δεκαετία του 1980!
Για τον Καζαντζάκη που τον ψέγει γιατί δεν ασχολήθηκε με τα κοινωνικά προβλήματα του αναγνωρίζει πως μ’ αυτήν την «ανατριχίλα μπροστά στο γκρεμό του τάφου» προσπαθεί να τρομάξει τον αναγνώστη.