Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο
Το ματς τελείωσε τώρα παίζω την παράταση
Έτσι με όμικρον γραμμένο το μικρό του όνομα, όπως το όρισε η Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Το όνομα του Χριστού στη δημοτική μεταφερμένο, ίσως γι αυτό του φιλοδώρησαν το ωμέγα.
Ώσπου να τον συναντήσω για μερικά λεπτά –αμέτρητη μου φάνηκε η αμηχανία μου – εκεί στη Στοά του Βιβλίου σε μια εκδήλωση της «Άγρας». Ο Σταύρος Πετσόπουλος, ο εκδότης της, μου τον σύστησε. Πανύψηλος, ευθυτενής μ’ ένα πρόσωπο που ενέπνεε καλοσύνη, κατανόηση, συγκατάβαση, όμως εγώ ένιωσα δέος απέναντι σ’ αυτόν τον άντρα με το ζωγραφιστό, θαρρείς, μουστάκι τα τεράστια γυαλιά από ταρταρούγα την ελιά πάνω από τ’ αριστερό φρύδι κι ένα χαμόγελο που δεν έλεγε να σκάσει. Μελαγχολικό. Μισοειρωνικό. Κοροϊδευτικό ίσως. Βυθισμένο στο ποιητικό του εγώ σίγουρα.
Συγκατάβαση είπα; Ξεγελάστηκα: Μπορεί όχι. Πάντως όποιος συνάντησε τον Αναγνωστάκη ένιωθε να τον τυλίγει η αύρα του απόλυτου.
Το θέμα είναι τώρα τί λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας
Το θέμα είναι τώρα τί λες.
[Μότο στη συλλογή Ο στόχος (1970)]
«Τον συνάντησα αιώνες πριν, ένα σημαδιακό βράδυ, σε φιλικό σπίτι στο Κολωνάκι. Εντυπωσιακή φιγούρα, λιονταρίσιο κεφάλι», γράφει στο αφιέρωμα της «Λέξης», […] η Αρλέτα, «…καλή ακροάτρια, μου άρεσε να κλέβω τις κουβέντες των ‘ενηλίκων’». Το σημαδιακό βράδυ ήταν η 20η προς 21η Απριλίου 1967. «Το χρώμα που μου έμεινε ήταν γκρίζο του ατσαλιού και μαύρο».
«Μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο εκείνο το απόγευμα», γράφει στο ίδιο αφιέρωμα η Μαρία Κυρτζάκη, «ήταν κι εκείνος εκεί χάρηκα και συγχρόνως ήθελα να το βάλω στα πόδια, από αυτή την αμηχανία πάντα που εγκαθιστά το απόλυτο […] γιατί η ποίηση του Αναγνωστάκη σηματοδοτεί πρωτίστως ηρακλείτειο ήθος και στάση ζωής», συνεχίζει η Κυρτζάκη επειδή της χάρισαν μαζί με τη Νόρα, τη γυναίκα του, δύο ποιητικές συλλογές του Σαχτούρη. «Γενναιοδωρία που χαρακτηρίζει και το μέγεθός του».
«Ο Αναγνωστάκης είναι το α φ υ λ ά κ ι σ τ ο αεράκι», λέει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, «Και η σιωπή του, τα τελευταία χρόνια, ίσως ήταν η γνώση του βάρους που έχει το κενό και που είναι ισοβαρές με το Λόγο. Το ίδιο μάταια και τα δύο, το ίδιο ελπιδοφόρα – μέσα στον ίδιο, ευρύτερο Παραλογισμό. Μέσα στο πεπρωμένο μιας ανάπηρης καθημερινότητας, ταλαιπωρημένης από ελλειμματικά ιδεολογήματα».
«Η γραφή του», λέει ο Γιώργος Μαρκόπουλος, «σηματοδότησε μια εύκολα ορατή πολιτική-κοινωνική αγωνία. Μια αγωνία η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να μας χαρίσει ποιήματα που τα διακρίνει ένα σφρίγος ανυπέρβλητο, μια πρωτοτυπία, ποιήματα που εκπέμπουν ένα ήθος πάνω απ’ όλα, σπάνιο και μοναδικό».
Ο Μαρκόπουλος πιστεύει πως ο Αναγνωστάκης είναι ένας ποιητής «τρυφερά ερωτικός», αν και τον έχουμε κατατάξει στους πολιτικούς ποιητές. Το ένα βέβαια, στην περίπτωσή του, δεν αποκλείει τ’ άλλο. Εξάλλου η ποίησή του είναι βαθιά ανθρώπινη. Δημιουργεί συγκίνηση άφατη. Καμιά φορά βουρκώνεις διαβάζοντας τον, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι γλυκερή ή γλιστρά στο μελόδραμα. Κάθε άλλο. Ο Αναγνωστάκης είναι καθαρά καβαφικός ποιητής. Ένας λυρικός με δυνατή φωνή που δεν κηρύττει, απαισιόδοξος με νότες χαμηλές. Ολιγογράφος και εξαιρετικά εκλεκτικός.
Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς
να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε –θυμήσου– ατέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ένα βράδυ
–ξεχνώ πάνω σε τι– κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο
μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι
εκεί θα ‘ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του.
Για την «προσωπική ανθολογία» που έφτιαξε με τίτλο Χαμηλή φωνή διάλεξε λυρικούς μιας περασμένης εποχής σε παλιούς ρυθμούς που μιλούν sotto voce σε τόνους φθινοπωρινής σονάτας. Νιώθεις διαβάζοντας τους σα να πατάς τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα κι αυτά να λιώνουν αθόρυβα κάτω από το τακούνι του παπουτσιού σου, ανίκανα να διαμαρτυρηθούν, πόσο μάλλον να εξεγερθούν, όπως ένα τσιγάρο που άναψες αλλά δεν κάπνισες. Διαβάζεις εκεί μέσα Άγρα, Κουκούλα, Πολυδούρη, Καββαδία, Σκαρίμπα, Λευτέρη Αλεξίου, Μήτσο Παπανικολάου, Μαβίλη, Γρυπάρη, Χατζόπουλο, Πορφύρα, Μελαχρινό, Ουράνη, Φιλύρα, 15 ποιήματα του Καρυωτάκη κ.ά. Ήθελε σαν ένα είδος πρόβας, θυμάται ο Γιώργος Ζεβελάκης, να τα διαβάσει στο ραδιόφωνο και μάλιστα προς χάριν ενός περιφερειακού σταθμού του Ηρακλείου Κρήτης. Στην εισαγωγική του συνέντευξη είπε: «Μου έχει από χρόνια δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η εκτίμησή μας για την ποιητική μας παράδοση στηρίχθηκε περισσότερο σε ιδεολογικά παρά σε μορφολογικά κριτήρια. Ο λυρικός ποιητής δεν εμπνέεται από ιδέες οποιασδήποτε κατηγορίας. Πηγή της έμπνευσή του είναι ο εσωτερικός του κόσμος. Εγωιστικά, όσο εγωιστικός είναι ο έρωτας, η ατομική στάση απέναντι στη φύση, η προσωπική ζωή και η καθημερινότητα».
Οἱ στίχοι αὐτοὶ μπορεῖ καὶ νά ῾ναι οἱ τελευταῖοι
οἱ τελευταῖοι στοὺς τελευταίους ποὺ θὰ γραφτοῦν
Γιατί οἱ μελλούμενοι ποιητὲς δὲ ζοῦνε πιὰ
αὐτοὶ ποὺ θὰ μιλούσανε πεθάναν ὅλοι νέοι
Τὰ θλιβερὰ τραγούδια τους γενήκανε πουλιὰ
σὲ κάποιον ἄλλον οὐρανὸ ποὺ λάμπει ξένος ἥλιος
Γενῆκαν ἄγριοι ποταμοὶ καὶ τρέχουνε στὴ θάλασσα
καὶ τὰ νερά τους δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις
Στὰ θλιβερὰ τραγούδια τους φύτρωσε ἕνας λωτὸς
νὰ γεννηθοῦμε στὸ χυμό του ἐμεῖς πιὸ νέοι.
Ο Μιχάλης Μερακλής τον κατατάσσει στους τρείς μείζονες ποιητές της Αριστεράς ανάμεσα στον Ρίτσο και το Λειβαδίτη. Και οι τρεις εντάχθηκαν στο Αριστερό κίνημα. Και οι τρεις δοκίμασαν τον αντίκτυπο των πολλών τραυμάτων, της συντριβής του Κινήματος στο τέλος του Εμφυλίου, των συνεπειών της, όχι μόνο από την εν συνεχεία ανελέητη στάση των νικητών, αλλά και στο εσωτερικό του ίδιου του Κινήματος».
Ο Ρίτσος έμεινε πιστός ως το τέλος πριν δει το τέλος αυτών που πίστεψε. Ο Λειβαδίτης προσπαθεί να πνίξει το βίωμα της οδυνηρής ήττας, αλλά αποφεύγει την πικρία της κριτικής και αυτοσαρκάζεται ανελέητα.
Ο Αναγνωστάκης προσχώρησε σ’ ένα κίνημα εξ ορισμού αισιόδοξο όντας απαισιόδοξος. «Η ανία, η πλήξη χρωματίζουν τη ζωή του. Και η ομοιομορφία γκρίζων ημερών που πιθανώς θα έλθουν επικρέμαται σαν απειλή.
Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση
Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
(Ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)…».
«Αναζητεί εναγώνια κάτι- ακόμα κι ένα τίποτα! – για να μπορέσει να πιστέψει:
Φίλε αν νομίζεις πως δεν ήρθα πάλι αργά, δείξε μου κάποιο δρόμο
Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ
και να πεθάνω.
Κι ύστερα σαν απεγνωσμένος, σχεδόν απηυδισμένος, κάποτε αηδιασμένος:
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
—Μάντεις κακών και οραματιστές—
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες
Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και θανάτων —έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα—
Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων.
Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα δεν πουλιόταν πια.
Λογίζεται μαζί με τη γενιά ποιητής της ήττας αλλά:
Εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα στο:
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του Ανέστη και του θείου του Χρήστου, σπουδαίων Θεσσαλονικέων ιατρών, των οποίων ο πατέρας τους Εμμανουήλ Ανεστ. Αναγνωστάκης ήταν δάσκαλος Ρουστίκων και εισαγγελέας εφετων . Ο έτερος παππούς του Ιωάννης Κασιμάτης ήταν βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 υπήρξε υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
«Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομαι από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτή τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεότερων γενιών»:
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Νοέμβρης 1983
Ο τόμος: Τα Ποιήματα (1941-1956) περιέχει τις συλλογές: Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2), Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1956.
Ακόμα εξέδωσε:
Αντιδογματικά: Άρθρα και σημειώματα (1946-1977), Αθήνα, Πλειάς, 1978· Αθήνα, Στιγμή, 1985.
Το περιθώριο ’68-69, Αθήνα, Πλειάς, 1979· Αθήνα, Στιγμή, 1985· Αθήνα, Νεφέλη, 2000.
Μανούσος Φάσσης: Παιδική Μούσα (τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία), Αθήνα, Αμοργός, 1980.
Υ.Γ., Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1983· Αθήνα, Νεφέλη, 1992,
Τα Συμπληρωματικά (σημειώσεις κριτικής), Αθήνα, Στιγμή, 1985.
Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Αθήνα, Στιγμή, 1987,
Η χαμηλή φωνή: Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς – μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1990.
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
—Μάντεις κακών και οραματιστές—
Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Έτσι πήρε την έξοδο [23 Ιουνίου 2005] σφυρίζοντας αυτός ο απεγνωσμένος της αισιοδοξίας, αφού δεν είχε άλλη διέξοδο. Πριν είχε για χρόνια σιωπήσει.
Σημείωση: Συμβουλεύτηκα το περιοδικό η Λέξη τχ. 18610/2/2005 και τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ για το βιογραφικό σημείωμα.