You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μάριος Χάκκας, αυτοσαρκαζόμενος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μάριος Χάκκας, αυτοσαρκαζόμενος

«Τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές, στη δεύτερη, το πολύ στην τρίτη σελίδα, εξαντλούνται κι έπειτα μάταια προσπαθώ να τα τεντώσω, δεν έρχονται οι φράσεις και τα νοήματα γατάκια πεταμένα σε σκουπιδότοπο». [Κοινόβιο]

 

Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις

με τις καμπύλες των λόφων στα μάτια

κι ήρθα προς τους ανθρώπους

με τις σωστές λέξεις στο στόμα

και την ελεύθερη κίνηση των χεριών.

Kατέληξα με μια τσάντα

που επαλήθευε το νόμο της βαρύτητας

στην ατέλειωτη άσφαλτο

πληρώνοντας φόρους και διαπύλια

φθείροντας την ακμή μου

ανάμεσα σε πλαστικά γιασεμιά

γδέρνοντας το λαιμό μου στους τοίχους

μ’ ένα μπρελόκ που τα κλειδιά του

δεν ταίριαζαν σε καμιά ανθρώπινη πόρτα.

 

[από τα ποιήματα].

 

 

 

«Χαρτάκια σκορπισμένα στο δρόμο  για το κοιμητήρι της Καισαριανής είναι τα κείμενά σου από το Κοινόβιο», γράφει ο Τσίρκας στη νεκρολογία του για τον πρόωρα, άωρα, παράκαιρα χαμένο Μάριο Χάκκα, «τα μαζεύω και τα διαβάζω ευλαβικά πασχίζοντας να βγάλω το μήνυμα. Παράτησε μου λες, τα τυποποιημένα και τα συμβατικά. Ύστερα από τη μεγάλη έξαρση και τη μεγάλη ελπίδα, μας βρήκε η ήττα. «Από τη μια οι αρχηγοί, από την άλλη οι ξένοι, χαντακώθηκε αυτή η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα» [Κοινόβιο]. «Όσοι απομείναν όσοι γλίτωσαν πολεμούν να συνεχίσουν όπως όπως τη ζωή τους. Κοίταξε τους  καλά, μπες ως τα μύχια της ψυχής τους. Κάθε άνθρωπος και μια περίπτωση με τις ιδιομορφίες του και τις αντιφάσεις του. Μα κοίτα πιο βαθιά. Εκείνος που έκανε λίγα λεφτά κι αγόρασε έναν άχρηστο μπιντέ κι ο άλλος που ξέκοψε από τον αγώνα, μα δεν έπαψε να τρώγεται. Πήγαινε άκρη άκρη στις πορείες, σηκώνοντας ένα καρπούζι, σαν αθώος νοικοκύρης κι απάνω που θα την έπαιρνε την απόφαση ‘θυμήθηκε’ τη γυάλα με τα χρυσόψαρα – τι θ’ απογίνουν τα κακόμοιρα – και γύρισε σπιτάκι του».

«Ο Μήτσος κλάταρε νωρίς. Από καιρό η ζωή του ‘δινε στα άδεια του τα χέρια τα παπούτσια, γιατί δεν έκανε συντήρηση, δεν πήγαινε εκδρομές την Κυριακή, στο σπίτι του νωρίς για πλάγιασμα, ούτε έκανε χουζούρι στο ζεστό κρεβάτι το πρωί, και τώρα πια η καρδιά του δεν αντιρροπούσε. Αδειάζοντας κονιάκ- κοτρώνια στο στομάχι του, το αίμα του στην άσφαλτο, μ’ ένα αδιαβροχάκι λεπτότερο από προφυλακτικό στους τσουχτερούς χειμώνες, την έβγαζε γύρω από το Σύνταγμα, πιασμένος από τις μπάρες κι ανέβαλλε προσωρινά τη βέβαιη πτώση του». Τον κυνηγούσε, λέει, ο θάνατος απ’ το σαρανταένα. Τη γλίτωσε τότε. Τη γλίτωνε και τώρα. Ήταν σαν τόσους άλλους ένας επιζών συμμέτοχος «μιας κοινότητας που δεν είχε ακόμα πλήρη ευθύνη, έχει, πάντως, βαριά συμμετοχή στο πώς έχει διαμορφωθεί η τάξη των πραγμάτων στη δεκαετία του 1960», σχολιάζει στην εξαιρετική μελέτη του Αμφίσημο γέλιο στη συλλογή ο Μπιντές και άλλες ιστορίες του Μάριου Χάκκα ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος. Πράγμα που δεν στοιχειώνει μόνο το Μήτσο, αλλά και τους όμοιούς του που συμφύρονται γύρω του «που πίνοντας αποφεύγουν να δουν καταπρόσωπο την κοινωνία στην οποία ζουν και στη διαμόρφωση της οποίας έχουν συμβάλλει κι εξακολουθούν να συμβάλουν». Μόνο που σαν δίκαιος κριτής ο δημιουργός της ιστορίας αυτής και τον άλλων δεν αφήνει έξω την αφεντιά του. Βρίσκει την ευκαιρία να αυτοσαρκαστεί. Είναι κι «αυτός συμμέτοχος του νυκτερινού εγκλήματος», όπως λέει ο Εγγονόπουλος του οποίου ήταν θαυμαστής. Και το έγκλημα – μπα ατύχημα μάλλον – το καμιόνι τον σκοτώνει ή αυτός πέφτει επάνω του. «Το καμιόνι μπήκε από δεξιά με φόρα». Κι εκείνο το βράδυ δεν πήγε μετά το μπαρ στο «διαμερισματάκι- τάφο».

Ο Χάκκας ούτε μάσαγε τα λόγια του- τι ήτανε πολιτικός για να το κάνει; – ούτε χάριζε κάστανα, αλλά διατηρούσε και μια όρθια ευαισθησία για την μοίρα των επιζώντων. Μόνο που είχε δει πιο μακριά από άλλους και είχε προβλέψει πως ο καταναλωτισμός κι ο κομφορμισμός συν η κούραση κι η απογοήτευση θα κατάπινε σαν ένας αστραφτερός μπιντές όλο και περισσότερους και θα τους καθιστούσε ακίνδυνους για την εξουσία. Πρόλαβε δεν πρόλαβε να το δει εκεί στη μέση της δικτατορίας την ώρα μάλιστα που τον χτύπησε ο καρκίνος  και τον κατέφαγε κάνοντάς τον να φωνάξει:  «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να την σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν άλλοι, την κατέγραψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα».

«Απ’ τη χούνη του Κουταλά φωνάζω, κι η φωνή μου χτυπώντας στα βράχια γυρίζει σε μένα. Από ένα τυφλό δωμάτιο πολυκατοικίας φωνάζω, κι η φωνή μου βουλιάζει σ’ αφρολέξ καναπέδων. Από τον ύπνο μου – βαθύ πηγάδι – φωνάζω, κι η φωνή μου βρίσκει στα σφιγμένα μου δόντια, επιστρέφει και χρωματίζει μαύρα τα σπλάχνα μου». [Κοινόβιο].

 

 

  1. Γέννηση στη Μακρακώμη Φθιώτιδας.
  2. Η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα. Εγκαθίσταται στην Καισαριανή σ’ ένα προσφυγικό πλινθόκτιστο σπίτι. Πρώτες πολιτικές επιδράσεις από τους μικρασιάτες πρόσφυγες.

1937-1943. Δημοτικό στην Καισαριανή, Γυμνάσιο στο Παγκράτι. Αρχίζει γαλλικά. Ζει πόλεμο, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιο σ’ ένα από τα ηρωικά κέντρα του αγώνα στο Σκοπευτήριο. Εκείνη την εποχή η Καισαριανή είναι σύμβολο κι ο ίδιος έφηβος, νεαρός ονειροπόλος. Η Καισαριανή όμως της εποχής του Μπιντέ είναι μια άλλη χώρα, αλλοτριωμένη. Το σύμβολο γκρεμίζεται κι αυτός είναι έτοιμος να την απαρνηθεί κι αυτήν κι αυτό με ένα αίσθημα λύπης και μελαγχολίας. «Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει», λέει στον Μπιντέ.

«Και ξάφνου φωτίζεται για τον Χάκκα η σύγχρονη ιστορία της Καισαριανής, η σύγχρονη ιστορία της ‘Ελλάδας, στην τραγικότερη ίσως στιγμή της, φωτίζεται δηλαδή η εμφύλια σύγκρουση της δεκαετίας του ’40», παρατηρεί ο Σταύρος Ζουμπουλάκης.

«Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Χωνής ή αλλιώς ο Μαμά Το Κουλούρι Μου φωνάζει το χωνί, αργότερα γίνεται χίτης και δέρνει με τη σειρά του αυτούς που φωνάζουν το χωνί με τη σειρά τους και που έδερναν πρωτύτερα τον Μαμά Το Κουλούρι Μου, γιατί φώναζε το χωνί. Οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια πρόσωπα, ένα και μόνο μοντέλο», λέει ο Χάκκας στο διήγημα του Μπιντέ Τοιχογραφία.

«Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν εκείνοι που έχουν δίκιο και οι άλλοι που έχουν άδικο, όλοι το ίδιο είμαστε, όλοι σε ένα καζάνι βράζουμε. Όλοι το ίδιο είμαστε όχι στα μάτια του Θεού, όπως θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνεύσει ο Χάκκας ή όποιος άλλος την τοιχογραφία, άλλα στην ιστορία. Καμία λοιπόν διαχωριστική γραμμή. Δεν χρειάζεται συζήτηση πόσο κολοσσιαία ανατροπή είναι αυτή, πόσο σκανδαλώδης, για έναν συγγραφέα γέννημα-θρέμμα της αριστεράς».

Η διαχωριστική γραμμή βρίσκεται ανάμεσα στην παλιά ηρωική Καισαριανή και στην πλαδαρή Καισαριανή που τη διαδέχτηκε:

«Καισαριανή του βερεσέ στο μπακάλη και του παπαζωτό για τα μαλλιά, πέθανες πια. Καισαριανή του κοπροφάγου Μουκούτσου (τον είδα να τρώει τα περιττώματά του σε στοίχημα «αντί κατοχικού κατοστάρικου ακουμπώντας στο πεζούλι του γήπεδου), αυτός ο μετέπειτα ρουφιάνος και τρομοκράτης και για τις δυο παρατάξεις. Πρωτόγονη Καισαριανή, δεν υπάρχεις πια».

«Όλα ήταν άγρια και παρθενικά, στην πρώτη γέννησή τους ωσάν τα περιστατικά αρχαίας τραγωδίας[…]. Όλα στην πηγή, στο αρχικό φανέρωμά τους, γι’ αυτό δε λεν να σβήσουν από μέσα μου άνθρωποι, γειτονιές και γεγονότα.

Ένας χώρος πού κατοικήθηκε για πρώτη φορά. Μια στενόμακρη ανηφορική λουρίδα με φτωχές κουνούκλες. Αριστερά το ρέμα κι ένα δάσος, ισχνά καχεκτικά πευκάκια. Δεξιά η μάντρα του Σκοπευτηρίου. Ψηλά το μοναστήρι. Αντίσκηνο, παράγκα, πλιθόκτιστο και κουρελού της προσφυγιάς και να η Καισαριανή χαμόγελο στον πρώτο ήλιο.

 

»Καισαριανή τών κοινοχρήστων αποχωρητηρίων, του γαλατά που προπαγάνδιζε για τη Ρουσία και τον περιλάβαιναν οι Βουρλιώτες μέ τίς νταγιάκες. Καισαριανή των κατοχικών γαϊδουροκεφαλών, ματσετών, σφερδουκλοκεφτέδων, σ’ ευχαριστώ που ανατράφηκα μες στα στενά σου».

Στην ίδια πάντα «τοιχογραφία» αυτό το αργόσυρτο μνημονικό ρέκβιεμ για την πόλη του που σηματοδοτεί μιαν επώδυνη ενηλικίωση και την  απώλεια του εφηβικού παραδείσου. «Καισαριανή, ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ. Καισαριανή, αναγουλιάζω. […]. Πιάνω στο βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι πού δεν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη».

Κι εντέλει: «Κάποτε, Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της ιστορίας».

Τη μια χλευαστής την άλλη τρυφερός. Κι όταν τον παραλαβαίνει η αρρώστια μηδενιστής.

«Τίποτα πια δεν πιστεύω, όλα σαβούρα για πέταμα».

  1. Δίνει εξετάσεις στον ΟΤΕ. Τον κόβουνε ένεκα τα κοινωνικά φρονήματα. Διαβάζει Ρίτσο και Σκαρίμπα, γράφει ποιήματα μπαίνει σε αριστερές πολιτιστικές παρέες. Μέλος της ΕΔΑ ΤΟ 1952. Φοιτά στην Πάντειο αλλά τον κόβουνε κι από κει. Οι πολιτικοί αγώνες βλέπεις.

Φυλακή (το 1954 δικάζεται με τον 509 και καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια κάθειρξη, ποινή την οποία εκτίει στις φυλακές της Καλαμάτας, ένα χρόνο, και της Αίγινας τα υπόλοιπα τρία).

  1. Αποφυλακίζεται και στρατεύεται.
  2. Αποστρατεύεται. Έντονη κριτική στην Αριστερά.
  3. Παντρεύεται. Οξύνονται οι σχέσεις με την Αριστερά.
  4. Εκλέγεται πρώτος σε σταυρούς δημοτικός σύμβουλος στην Καισαριανή [1964-1967].
  5. Τυπώνει ιδίοις εξόδοις την μοναδική ποιητική συλλογή του Όμορφο Καλοκαίρι.

Ακολουθεί το 1966 ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού. Διηγήματα.

«Ήταν μια κουραστική μέρα. Μπουγάδα όλο το πρωί, το μεσημέρι άπλωμα, τ’ απόγευμα σίδερο. Έπειτα να βάλει τα παιδιά για φαΐ, μετά να τους ετοιμάσει για ύπνο.

Τώρα κατάκοπη κάθισε στο κατώφλι να περιμένει εκείνον. Ήτανε στον καφενέ και έπαιζε πρέφα. Όπου να ‘ταν θα ερχόταν τρεκλίζοντας, έχοντας τραβήξει τα ούζα του, να πέσει ξερός στο κρεβάτι.

Άκουσε από το πέρα σοκάκι το βήμα του. Στο φως της γωνιάς γνώρισε περπατησιά και σουλούπι. Δεν παραπατούσε, δεν τρέκλιζε. Σταθερός κατευθύνονταν στης παράγκας την πόρτα.

-Δόξα τω Θεώ, μίλησε στον εαυτό της η γυναίκα. Απόψε δεν είναι πιωμένος. Θα του πω και για κείνο.

Τον τελευταίο καιρό ερχότανε πάντα πιωμένος, δρασκελούσε μ’ αβέβαιο βήμα την πόρτα κι έπεφτε ξερός στο κρεβάτι. Σε λίγη ώρα ροχάλιζε. Το πρωί ήταν βαρύς αμίλητος, η πιο ακατάλληλη ώρα.

“Ευκαιρία απόψε να του πω και για κείνο”, σκέφτηκε πάλι η γυναίκα και τρύπωσε μες στην παράγκα. [. . .]». [από το διήγημα η επέτειος].

Αυτή την εποχή γράφει μερικές περίπου συμβατικές ιστορίες. Ρεαλιστικές, σαν φιλμ μαυρόασπρο, ας πούμε super-8.

Την  ίδια εποχή οξύνονται οι σχέσεις με την Αριστερά. Ανοίγει δική του δουλειά. Κορνίζες και μινιατούρες.

  1. Καθαιρείται από δημοτικός σύμβουλος. Συλλαμβάνεται και κρατείται στο Αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου για ένα μήνα.
  2. Προσβάλλεται από καρκίνο. Αφαίρεση νεφρού. Του μένουν τέσσερα περίπου χρόνια ζωής.
  3. Γεμάτη χρονιά. Η προτελευταία. Τον Απρίλη ο θίασος του Θανάση Παπαγεωργίου Βήματα ανεβάζει το θεατρικό του μονόπρακτο Ενοχή. Ο Τσίρκας ομολογεί πως βγήκε τρεκλίζοντας από το θέατρο. Έκανε ώρα να συνέλθει.

Το Καλοκαίρι στις διακοπές διορθώνει και ξαναγράφει. Ξαναγράφει και διορθώνει τα διηγήματα. Μετάσταση του καρκίνου στον πνεύμονα. Στο Λονδίνο για ιατρικές εξετάσεις. Κάποια θεραπεία. Ύστερα Παρίσι, Ελβετία, Μιλάνο.

Όσο αυτός ταξιδεύει με τη συντροφιά του φίλου του ποιητή Θανάση Κωσταβάρα, η Νανά Καλλιανέση του Κέδρου, η εκδότριά του ετοιμάζει τον Μπιντέ. Και τις 23 ιστορίες του.

Άλλο ύφος που δανείζεται από το dada, από το σουρεαλισμό, το καρναβαλίστικο πάνδημο στοιχείο όπως το αναλύει ο Μπαχτίν σαν εκτροπή από τα καθιερωμένα, όπου μεταμφιεσμένη γιορτάζοντας, συμμετέχει η κοινωνία κι ύστερα επιστρέφει στην τάξη και την κανονικότητα. Αλλά κυρίως από την αποδόμηση της τέχνης από τον Ντυσάν που δεν θεωρούσε πως υπάρχει πρωτότυπο ή αντίγραφο απομίμηση ή αυθεντικό. Κι ούτε δικαίωμα υπογραφής. Εξάλλου ο δέκτης του έργου το απολαμβάνει για λογαριασμό του. Ο Χρυσανθόπουλος στο δεύτερο μέρος της μελέτης του συνοπτικά αναφερόμενος στα μοντέρνα κινήματα τα συνδέει με τα διηγήματα του Χάκκα που αναλύει στο πρώτο μέρος της.

Πρέπει να είναι πνευματικά τυφλός  κανείς για να μην αντιληφθεί πως για να γράψει τον Μπιντέ του ο Χάκκας φορτώνοντάς τον με τόσους συμβολισμούς και τόση μελαγχολία άστραψε στο μυαλό του εκείνο το ευφυές ready made του Ντυσάν η Κρήνη. Δηλαδή, για ν’ αφήσουμε τους ευφημισμούς, εκείνο το αστραφτερό ουροδοχείο στο οποίο δεν έκανε καμιά επέμβαση αμφισβητώντας έτσι το νόημα της τέχνης.

[«Το μοναδικό κάδρο που φορούσε καπέλο ήταν αυτό της Νούλας». Δίπλα σ’ εκείνο του ασκεπούς Φαίδωνα θα μπορούσε να λέει στη συνέχεια, αν ήμουν εγώ ο συγγραφέας κι αν όλοι οι ήρωες που υπηρετούσαν το διήγημα Θέσεις δεν ήταν παρά κάδρα κρεμασμένα στον τοίχο κι όχι άνθρωποι ζωντανοί. Φωτογραφίες κρεμασμένες στη σειρά  πινακοθήκη με ‘νεκρές φύσεις’. Εντέλει δηλαδή νεκροί. Μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι καπνίζοντας «σβηστά τσιγάρα». Την ώρα που ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Αρετή Κάπια. Αλλά δεν είναι η ώρα της να εμφανιστεί. Γυρίζει στην κουίντα για να βρει τη σωστή ώρα, τη σωστή ιστορία για να εισβάλλει. Αδέσποτη ηρωίδα με διφορούμενο όνομα-διφορούμενο νόημα.]

Το 1972 είναι ο τελευταίος χρόνος της ζωής του Χάκκα. Θα προλάβει μια παρουσίαση του έργου του σε κεντρικό βιβλιοπωλείο μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.

Προσπαθεί να χαρεί τις τελευταίες του μέρες σ’ αυτό τον τόπο που του έλαχε να ζει. Ανεβαίνει με το αυτοκίνητο στον Υμηττό, παράλληλα κάνει ό,τι μπορεί για την αρρώστια, για τη θεραπεία της, ακόμα και κυτταροπλαστική. Θέλει χρόνο να γράψει το μεγάλο Χρονικό της αγαπημένης του Καισαριανής. Προλαβαίνει και γράφει το Ένοχος Ενοχής. Βιάζεται να τελειώσει το Κοινόβιο, αν και δεν θα προλάβει να το δει τυπωμένο. Δημοσιεύει σε περιοδικά εδώ κι εκεί. Στάθηκα σε δαιδαλώδεις πόλεις  στα Νέα Σύνορα. Κώνωψ ανωφελής στο χρονικό ’72.

Μπαίνει τελευταία φορά στο νοσοκομείο. Είναι 10 Ιουνίου. Τα ξημερώματα της 5ης Ιουλίου πεθαίνει.

Τη διαθήκη του για όλους εμάς τη συνέταξε και μας είναι πολύτιμη και σημαντική για τη νεοελληνική μεταπολεμική λογοτεχνία, ακόμα σήμερα 52 χρόνια από τον πρόωρο χαμό του.

 

 

Σημείωση: Βασικές πηγή: η  πολύ πρόσφατη μελέτη του Μιχ. Χρυσανθόπουλου, το αμφίσημο γέλιο στη συλλογή ο Μπιντές κ.ά. ιστορίες του Μάριου Χάκκα, μελαγχολία και ανατροπή, Άγρα, 2023, το τχ.2 του περιοδικού  η Συνέχεια, Απρίλιος 1973, το Διαβάζω τχ. 297, 28/10/1992, και από το ηλεκτρονικό περιοδικό ο αναγνώστης το άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη-

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.