Τὸ ποίημα
κάθεσαι καὶ τὸ ξενυχτᾶς
σὰν τὸν νεκρό
Ποτέ δεν αγάπησα τον Κλοντέλ που ήταν και διπλωμάτης και ας τον είπαν μεγάλο.
Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας.
Ήμουν απόλυτος και είναι περίεργο πώς επέζησα, ως εκ θαύματος. Μ.Σ.
«Όποτε με ρωτάει!». Το α, ξεκομμένο από τη φράση, πέταξε μακριά όπως η μπάλα στο λιβάδι / ΕΝΑ ΚΛΟΥΒΙ ΠΗΓΕ ΝΑ ΨΑΞΕΙ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
Franz Kafka, Ημερολόγια Α’, 1910
Γεννήθηκε Καλοκαίρι. Κατακαλόκαιρο. Και πέθανε – δεν πέθανε – μια πρώιμη Άνοιξη, γιατί ποιος πεθαίνει μια, έστω πρώιμη, Άνοιξη όταν μάλιστα είναι ποιητής.
29 Ιουλίου – 29 Μαρτίου. Μοιραίος ο διψήφιος αριθμός: 2+9=11=1+1=1.
Ζώδιο: Λέων. Της φωτιάς με ορμή και πάθος και ηγετικές ικανότητες. Μίνιμαλιστής ωστόσο.
Πρώτη φωτογραφία: Το χέρι κλεισμένο μπροστά στο στόμα. Στοχαστικό βλέμμα.
Φωτογραφία δεύτερη: η μοναδική χωρίς μουστάκι. Νεαρός. Νομίζεις πως βλέπεις τον Άρθουρ Καίστλερ στην ίδια ηλικία, αν και ήταν δεκατέσσερα χρόνια νεότερος από τον Ούγγρο συγγραφέα.
Τρίτη φωτογραφία: ο τρελός λαγός-πρώτα διαβάζεις το ποίημα μετά βλέπεις τη μορφή του που δε γέρασε ποτέ μόνο τα γένια του λευκάνθηκαν και πύκνωσαν. Το βλέμμα κοιτά το λαγό.
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωσαν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγκαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
Σαν παιδικό τραγουδάκι τονισμένο. Σκανταλιάρικο. Ομορφάσχημο. Σκοτεινό.
Πιο περίτεχνος εμού ο Παντελής Μπουκάλας υποστηρίζει: «επιτρέποντας να υπάρξει σαν φυσικό μονάχα το αιφνίδιο και το αδόκητο, σαν εύλογο μονάχα το έκτροπο, σαν οριστικό μονάχα το εσαεί αυτοκαταστρεφόμενο και εσαεί γινόμενο».
Ύστερα η συγκινημένη Παυλίνα [η Παμπούδη] που τον συνάντησε, λέει:
«(…) Είχε μια υγρή, άρρωστη ζέστη. Κάθονταν σ’ ένα τραπεζάκι έξω από μια ΕΒΓΑ στην Κυψέλη. Ο ποιητής προσπαθούσε να βολέψει το μεγάλο σώμα του πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα που έγερνε επικίνδυνα στο κατηφορικό πεζοδρόμιο με τις σπασμένες πλάκες.
«Μπα; Χωρίς ζάχαρη τον πίνεις;» ρώτησε την Ξένη.
«Ναι…»
«Γιατί; Δεν έχεις ανάγκη…»
Η Ξένη ανασήκωσε τους ώμους της.
«Τότε να πάρω και το δικό σου φακελάκι. Εγώ, ξέρεις, θέλω λίγη ζάχαρη πότε πότε… Κάνει καλό.»
Άδειασε τη ζάχαρη στο ποτήρι του κι άρχισε να την ανακατεύει.
«Θ’ αργήσει να λιώσει τώρα, στο παγωμένο νερό. Σκέτο νερό είν’ αυτός ο καφές. Δεν πίνω τέτοιον, δεν μ’ αρέσει, αλλά τώρα με τη ζέστη καλός είναι…». [Από το βιβλίο της: Το χεράκι στον ιστό, Ροές]
Ακόμη μια φωτογραφία με το ακατάστρεπτο υγρό βλέμμα βουτηγμένο στη θλίψη αναποδογυρίζοντας το το είδωλο του κόσμου που έμοιαζε συνειδητά διαλυμένος σαν τη ζάχαρη στο νερωμένο καφέ στην ΕΒΓΑ της Κυψέλης.
«Δε θα ήταν διόλου άδικο να πω πως ο ουρανός του Σαχτούρη είναι ανέκκλητα καμωμένος από χώμα. Διότι η φαντασία του είναι καμωμένη από χώμα, και γι αυτό ο κόσμος είναι θέμα της φαντασίας του», γράφει ο Στέφανος Ροζάνης.
Ο Σαχτούρης πολλές φορές πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι σαν φάντασμα. Τώρα το φάσμα του περιφέρεται στις ρύμες και τις οδούς της Ύδρας. Τι γύρευε αυτός ένας Υδραίος στην Κυψέλη – έχοντας όμως κατακτήσει εδραία θέση στην ποίηση;
Οι πρόγονοι, οι Σαχτούρηδες – ναύαρχος ο προπάππους του – γνωστός ναυμάχος του ’21 ο Γεώργιος Σαχτούρης. Ο παππούς ο Μιλτιάδης αξιωματικός του Ναυτικού κι ο πατέρας ανώτερος δικαστικός και νομικός σύμβουλος του κράτους. Κι ούτε ένα ποίημα για πλοία, καράβια, κύματα κι αμμόλοφους. Όσο για τη Νομική που φοίτησε όταν έδινε εξετάσεις είχε έναν ακατάβλητο ποιητικό οίστρο κι έγραφε ποιήματα – «είχε πάθει σχιζοφρένεια» – δικά του λόγια. Τα νομικά συγγράμματα, άλλα τα έκαψε κι άλλα τα πούλησε σ’ έναν παλαιοπώλη. Αυτός που τ’ αγόρασε παράτησε τα νομικά κι έγινε κι αυτός ποιητής. Νομίζω πως ήτανε ο Νίκος Καρούζος.
Ήταν άνθρωπος μεγάλης θέλησης ή απλά ανισόρροπος; Ο Καράκαλος ο ψυχίατρος κι ο Αθανάσιος Κωνσταντινίδης επίσης ψυχίατρος με μεγάλη καλλιέργεια τον ήξεραν.
Ήταν τότε που ο δημιουργικός πυρετός του σκάρωσε τη Λησμονημένη.
Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε
η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε
η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε
η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε
η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε
η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε
η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε
η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξεστόχησε
η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε
η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έπεσε
Το χρονολόγιο κυλά απρόσκοπτο: τα πέντε πρώτα χρόνια του [1920- 1925] σημαδεύονται από τις συνεχείς μεταθέσεις του πατέρα του ανάμεσα Θεσσαλονίκης και Ναυπλίου.
1926-1936, Αλλάζοντας σχολεία καταλήγει στο 2ο Γυμνάσιο της Κυψέλης. Συμμαθητές του οι Ε. Χ. Γονατάς, Άγγελος Καράκαλος και ο ανιψιός του Γιώργος Μακρής που είπε στο θυρωρό της πολυκατοικίας του ένα πρωί «πάω πάνω και επιστρέφω» και επέστρεψε πεσμένος πίστομα μες τα αίματα πέφτοντας με τη θέλησή του απ’ την ταράτσα.
- Δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάς.
Το 1941 δημοσιεύει με δικά του έξοδα και με το ίδιο ψευδώνυμο μια ποιητική συλλογή που όλα τα ποιήματά της τα έγραψε σε μια βδομάδα και τίτλο Η μουσική των νησιών μου, μόνο που μετά την εισβολή των Γερμανών μάζεψε όσα αντίτυπα είχαν απομείνει και τα έκαψε χορεύοντας σαν Ζουλού γύρω από τη φωτιά.
«Όταν ήμουν το ’40 στο κρεβάτι του νοσοκομείου ορκίστηκα ότι αν γινόταν κάποιο θαύμα κ επιβίωνα θα ζούσα ως ποιητής και μόνο ως ποιητής», λέει. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο πατέρας κι αυτός ζούσε με τη μητέρα του, μια γυναίκα μεγάλης ευαισθησίας, ενώ είχε προσβληθεί από φυματίωση, αλλά παρ’ όλες τις κακουχίες και την πείνα της Κατοχής έγινε το θαύμα που έλπιζε και επιβίωσε ίσως γιατί αντί για νομικός έγινε ποιητής!
«Βάλθηκα έτσι εδώ και 50 χρόνια να τρώω την περιουσία μου ώσπου στα 65 η κυβέρνηση μου έδωσε μια μικρή σύνταξη […] η σύνταξη μου δόθηκε την κατάλληλη στιγμή και δεν θα καταλήξω έτσι στην απόλυτη φτώχεια».
Εκτός από ποιήματα αλίευε και κουκλάκια με κείνες τις μεταλλικές πιάστρες – παρέα με τον Γονατά – που είχαν εγκαταστήσει κάποτε στα περίπτερα, όπως αφηγείται ο Αιμίλιος Καλιακάτσος στου οποίου το τυπογραφείο σύχναζε ο Γονατάς του οποίου τα μινιμαλιστικά πεζογραφήματα εξέδιδε.
Οι πρόγονοι: Κάφκα, Ρεμπώ, Τρακλ, Ντύλαν Τόμας, Σολωμός, Καρυωτάκης, Απολιναίρ, Εγγονόπουλος, Πικάσο, Ιερώνυμος Μπος. Θαυμάζει, λέει ο Γιάννης Δάλλας τη ζωγραφική του Σαγκάλ,του Μουνκ, του Κλέε, του Κοκόσκα, του Μπουζιάνη και ακούει μανιωδώς Μάλερ.
Δεν είναι ο μόνος αλλά είναι από τους λίγους Έλληνες ποιητές που όχι απλώς λατρεύει αλλά είναι ζυμωμένος με τη ζωγραφική. Η Γιάννα Περσάκη, η σύντροφός του, ήταν ζωγράφος και «οπτικοποιούσε» τα ποιήματά του.
«Ένα λυσσασμένο/κόκκινο φεγγάρι ούρλιαζε δεμένο/ σα σφαγμένο βόδι»
«Το τοπίο της ποίησης του Σαχτούρη», λέει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα ενοικείται από: ερείπια, καπνούς, φωτιά, φονικά όπλα, μαχαίρια, κρύσταλλα σπασμένα και κοφτερά, νεκρούς, από αίμα που περνάει από ποίημα σε ποίημα σαν υπόγειο ρεύμα που διαποτίζει τα πάντα τα τυλίγει μέσα στη φονική πορφύρα».
Η βροχή έρχεται μέσα στο μυαλό μου πλένει τα όνειρά μου
«Ο Σαχτούρης διεκδικεί ακέραια τον τίτλο του εξπρεσιονιστή», συνεχίζει η Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα, «κυρίαρχο κλίμα στην ποίησή του η αθυμία, η απαισιοδοξία, το αίσθημα της ήττας […] Το κίτρινο είναι το δεύτερο, μετά το κόκκινο, βασικό χρώμα που απαντάται» στα ποιήματά του.
Τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά/
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους καρφωμένα
/αίμα
«Το πιο αίθριο χρώμα είναι το γαλάζιο σπάνιο, ακριβό, εύθραυστο. Η δίψα του για ουρανό θα μείνει ακόρεστη. […] Ο παραλογισμός της ιστορίας οδηγεί μοιραία στην απορρύθμιση του κόσμου, στην ασυναρτησία της ζωής, στην απώλεια του νοήματος, στη σιωπή».
Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα
«Οι λέξεις του», ισχυρίζεται η Τατιάνα Γκρίτση- Μιλιέξ, «αίμα, σκύλος, δέντρο, ουρανός, φεγγάρι, παιδί, αστέρια, λέξεις ειπωμένες αλλιώτικα με την ποιητική προβολή ενός τραγικού βάθους».
Ήλιοι που δαγκώνουν
Χαρταετοί του θανάτου
«Οι λέξεις του γειτνιάζουν μ’ όλες τις αποχρώσεις του μαύρου. Καμιά ευδία, τίποτα το ευφρόσυνο».
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ο ουρανός και λίγο χιόνι
Πόσες φορές δεν είδαμε σκύλους να τριγυρνούν τις νύχτες με φεγγάρι στην πόλη μας
- Στο σπίτι του Καραντώνη συναντά τον Ελύτη, αλλά η γνωριμία του Εγγονόπουλου είναι καθοριστική γι αυτόν. Θα του γνωρίσει πολλά γύρω από τη ζωγραφική και θα τον ενθαρρύνει.
Μαζί με τον Ελύτη και τον Γκάτσο παίζει ρουλέτα στο καζίνο. Είναι συναρπαστικό παιχνίδι, λέει. «Κέρδιζα κιόλας αλλά τα λεφτά την επομένη έχαναν την αξία τους».
Μια φορά το 1944 έπεσε ένας εγγλέζικος όλμος στην κουζίνα τους. Έκανε λίμπα τα τζετζερέδια. Ευτυχώς ούτε η μητέρα του ούτε η υπηρέτρια ήταν εκεί. Όταν αργότερα η μητέρα του τον φώναξε να δει τι είχε γίνει εκείνος απάντησε: «Όχι τώρα γράφω ένα ποίημα, μετά… πάθατε τίποτα;» ρώτησε. Κι όταν πήρε αρνητική απάντηση συνέχισε να γράφει.
«Το σύμπαν του Σαχτούρη είναι χωρίς θεό», λέει η Αγγελική Κωσταβάρα, «αλλά προϋποθέτει οδυνηρά την απουσία του- εκεί τον πετυχαίνει ο φόβος».
Την μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο πέρασε η ζωή μου
Η προτομή του ποιητή στην Ύδρα, έργο του Μίλτου Παπαστεργίου
«Στην νεοελληνική μας ποίηση», λέει ο Μάριος Μαρκίδης, «δεν υπάρχει ίσως πιο εικαστικός ποιητής […] Φαντάσου ένα ζωγράφο που περιγράφει καλόβολα σε τυφλούς επισκέπτες τον τελευταίο του πίνακα».
Τη Λησμονημένη που εξέδωσε στον Ίκαρο με την προτροπή του Εγγονόπουλου, ο οποίος σχεδίασε και το εξώφυλλο ακολούθησαν οι Παραλογαίς που τυπώθηκαν στο περίφημο τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου σε 250 αντίτυπα αριθμημένα και περιείχαν ποιήματα της τετραετίας 1944-48.
Είχε γνωριστεί στο μεταξύ με τον Εμπειρίκο. Ωστόσο αυτός κι ο Ελύτης δεν ήταν το ίδιο γενναιόδωροι με τον Εγγονόπουλο. Παραπονιόταν πως κανείς από τη γενιά του’30 δεν είπε μια καλή κουβέντα για τον Παπαδίτσα, τον Αναγνωστάκη, τον Καρούζο, τον Κακναβάτο, και τον ίδιο. Ο Σεφέρης είπε πως «έντιμος ποιητής ο Σαχτούρης». Αλλά τι θα πει έντιμος.
Εδώ ταιριάζει ο λόγος του Βίκτορ Γκόμπροβιτς: «Τις καλές θείες της κουλτούρας αυτά τα πολυάριθμα μισογύναια των γραμμάτων κι αυτούς τους μισοκριτικούς που έχουν αρπαχτεί από τη λεία τους κι εκθέτουν τις κρίσεις τους στα περιοδικά…».
Ο Σαχτούρης γράφει όχι μόνο μετά τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Γκάτσο, τον Ελύτη αλλά και μετά τους συνομηλίκους του Κακναβάτο και Παπαδίτσα με τον οποίο θεωρεί πως έχει κάποια συγγένεια. Αλλά δεν του αρέσει να τον κατατάσσουν στους υπερρεαλιστές.
Ο Αργυρίου αντιπαραβάλλει τον συντηρητισμό της σχολής Έλιοτ-Πάουντ, όπου καταχωρίζει ορισμένους από την γενιά του ’30 ενώ τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς τους μοιράζει ανάμεσα στους πρώτους και του υπερρεαλιστές.
Ενώ μαίνεται ο Εμφύλιος ο Σαχτούρης καλείται να υπηρετήσει τη θητεία του. Αρρωσταίνει από τα νεύρα του. Νοσηλεύεται και τοποθετείται μετά στις διαβιβάσεις για να μην υποτροπιάσει. Τότε γνωρίζει τον Αθανάσιο Κωνσταντινίδη στον οποίο θα αφιερώσει τρία ποιήματα. Αποστρατεύεται το 1952 οπότε εκδίδει τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο.
Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος που είχε την ιώβεια υπομονή να στήσει την κάμερά του μπροστά στον Σαχτούρη και να κάνει δύο βιογραφικά ντοκιμαντέρ γι αυτόν είχε δημοσιεύσει στα Νέα μια επιφυλλίδα που περιείχε ένα ποίημα που διάβαζα για πρώτη φορά.
Φρέκεν Τζουλί
Έρχεται έρημος με φωτιά ο Ιούλιος
να κάψει τις μοναχικές ψυχές μέσα στην πόλη
όλοι οι δολοφόνοι φύγαν για τις εξοχές
έμειναν τα ποδήλατα οι ψύλλοι και οι σκύλοι
έμεινε η νονά μου
έμειναν τα ψωριάρικα ρολόγια τα βρόμικα ποτήρια
τα τέρατα
εγώ με το αόρατο δροσερό ραβδί μου
ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ με το τριαντάφυλλο
Εκείνο τον Ιούλιο είχα μείνει κι εγώ στην Αθήνα. Τα γραπτά μου απολωλότα με καμπανιστή την προφορά του λάμδα.
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν’ η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός
Άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ’ αγοράζουν
Εγώ δεν τα πουλώ.
Οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε
Εγώ δεν τα πουλώ.
Τα δικά του ποιήματα είναι γραμμένα σαν μια διαδικασία Ασκητική.
Ὁ ἕνας νὰ μιλάει γιὰ ἕνα Μάρτυρα
κι ὁ ἄλλος ν᾿ ἀπαντάει γιὰ ἕναν ποντικὸ
Ὁ ἕνας νὰ μιλάει γιὰ ἕναν Ἅγιο
κι ὁ ἄλλος ν᾿ ἀπαντάει γιὰ ἕνα σκύλο
καὶ εἶναι τότε ποὺ μέσα στὴ μαυρίλα
εἶδα τὸν Ποιητὴ ὁλομόναχο
καὶ γύρω του νὰ λάμπει
τὸ κενό
«Τι είναι αυτό που θέλω να ξορκίσω, αναρωτιέται. Είναι η έμπνευση και η ποίηση που με κατατρώει» λέει ενθυμούμενος εκείνο το ποίημα που έγραψε σαν ξόρκι και που μιλά για ένα κορίτσι με το οποίο είχε ραντεβού αλλά έκανε αιμόπτυση και έστειλε να το ειδοποιήσουν να μη τον περιμένει μέσα στα σκοτάδια.
Αφού στο μεταξύ έχει μεταφραστεί στα ιταλικά από τον Μάριο Βίττι έχει βραβευτεί, έχει περιληφθεί σε ανθολογίες χάνει τη μητέρα του.
«Αφού πέθανε η μητέρα μου… άρχισα σιγά σιγά να γδύνομαι μέσα κι έξω μου από πολλά σιγά σιγά η όρασή μου έγινε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και ν’ ακούω τώρα καλύτερα τι μου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους τα πράγματα». Ωστόσο ισχυρίζεται πως πολύ νωρίτερα – ίσως απ’ την αρχή είχε «βρει τη φωνή του».
« Η ποίησή μου βγαίνει από το ταραγμένο υποσυνείδητο». Ύστερα όμως άμα περάσει η νύχτα κι η έμπνευση υποχωρεί εκείνος το διορθώνει το υποσυνείδητο και τον αυθορμητισμό του βάζοντάς το στο δικό του το ίδιο πάντα καλούπι.
Έχει αρχίσει να σκίζει ό,τι δεν του αρέσει κι φοβάται πως έχει σκίσει και καλά ποιήματα. Πράγμα που κατάλαβε όταν η Μιλλιέξ τον εμπόδισε να σκίσει τον Στρατιώτη ποιητή
[Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω]
- Κυκλοφορεί ο Περίπατος. Η Νόρα Αναγνωστάκη δημοσιεύει στο περιοδικό Κριτική την πρώτη ολοκληρωμένη προσέγγιση με τίτλο Δύσκολοι καιροί στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη: Αντίθετα προς την ποίηση του Ελύτη που δεν εγκαταλείπει «την ευδαιμονικό πανόραμα της ζωής και παραμένει παγανιστικά πιστός της χωρίς να ευαγγελίζεται το μαρτύριό της ο κόσμος του Σαχτούρη είναι τόσο ζοφερός όσο και η ζωή η ίδια στη μαύρη της όψη».
Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πεθάναν όλοι
κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
«Νομίζω πως όλοι οι ποιητές είναι μόνοι. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει έργο».
Εμείς μαζεύαμε βελόνες
όπως άλλοτε μάζευαν λουλούδια
Δείχνουν 5 η ώρα
δείχνουν 7 και μισή
δείχνουν 8
δείχνουν 10
δείχνουν 6 και μισή
δείχνουν 17
δείχνουν 4 και μισή
δείχνουν 17 και μισή
δείχνουν 3 τρεις
δείχνουν 1 μία
δείχνουν 6
δείχνουν ΘΑΝΑΤΟ.
Και την ώρα που «ήρθε η ώρα/η κακή του ώρα/ έκλαψε ο μαύρος κόκορας/ έκλαψε ο μαύρος κόκορας» που νωρίτερα είχε γελάσει – εκείνη την ώρα έφυγε ο ποιητής εγκαταλείποντάς μας στα 86 του χρόνια έχοντας σωπάσει από το 1998.
Κι εγώ μετρώντας το χρόνο από τότε είπα, «τα ρολόγια απελπισμένα δείχνουν 2:40/Δείχνουν 3 και μισή τα ρολόγια/Αναμένω άπορος/ Πότε θα γυρίσεις;/ Τα ρολόγια ποτέ δεν δείχνουν επιστροφή».
Σημείωση: Συμβουλεύτηκα το τχ.436 του Ιανουαρίου 2003 του Διαβάζω, τη Λέξη τχ.123-124, 9/12 1994, τις Μαγικές εικόνες της Νόρας Αναγνωστάκη, Τραμ, 1973 και τη συγκεντρωτική έκδοση του Κέδρου Ποιήματα [1945-1971] και [1980-1998] έκδοση 1988 και 2001 και αντέγραψα κάποιες φράσεις του ποιητή από συνέντευξή του στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο.