You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νάνος Βαλαωρίτης, από την Ελλάδα της Κατοχής στο Σαν Φραντσίσκο

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νάνος Βαλαωρίτης, από την Ελλάδα της Κατοχής στο Σαν Φραντσίσκο

Αν θελήσει κανείς να φιλοτεχνήσει ένα πορτραίτο για τον Νάνο Βαλαωρίτη θα χρησιμοποιήσει παλιά υλικά με μεταμοντέρνο τρόπο, αν και δεν νομίζω πως ο Ιωάννης [Νάνος] Βαλαωρίτης μπορεί με το σύνολο του έργου του να χαρακτηριστεί μεταμοντέρνος, εκτός κι αν θεωρήσουμε τον σουρεαλισμό ή τους καταστασιακούς και τους λετριστές μεταμοντέρνα κινήματα.

Δεν είμαι σίγουρος για τα όρια των πρωτοποριακών κινημάτων ούτε για την ταυτότητά τους, που είναι μάλλον ρευστή και τα όρια τους μάλλον αχαρτογράφητα. Ούτε ξέρω πώς θα του άρεσε να αυτοχαρακτηρίζεται ο Νάνος Βαλαωρίτης και πού θα τοποθετούσε το έργο του και τον εαυτό του.

Εδώ σ’ αυτή τη στήλη άλλωστε παρουσιάζω προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, ποιητές με μια λέξη – με την ευρεία έννοια του όρου -, δηλαδή δημιουργούς, όπως τους βλέπω εγώ που προσπαθώ με μια ποσότητα λέξεων πολύ μικρή για το μέγεθός τους να τους ορίσω. Άλλωστε ο τίτλος της στήλης Πορτραίτα στο νερό έχει τόσο νερό όσο κι ο ανθρώπινος οργανισμός, επομένως και του καθενός εξ αυτών. Αλλά περιέχει τόσο νερό είτε θαλασσινό είτε ποταμίσιο που δεν σταματά να κινείται και να σβήνει κάθε όριο. Εγώ προσπαθώ μ’ ένα ποτήρι νερό της βρύσης που πίνεται και μοιάζει με την ποσότητα νερού του ανθρώπινου  οργανισμού να καταλάβω ολόκληρους ωκεανούς, ολάκερες ηπείρους.

Πάντως αν ζουλήξεις ένα χέρι  ή την κοιλιά ενός ανθρώπου θα βγει αίμα όχι νερό. Αν πάλι ζουλήξεις το χέρι, τον πήχη ή τον καρπό, ενός συγγραφέα θα στάξει μελάνι. Κάτι που κυκλοφορεί στις  φλέβες και τις αρτηρίες του. Η καρδιά και το μυαλό του αγωνίζονται να συνεργαστούν. Η λογική και το συναίσθημα το ίδιο.

Έτσι καθώς  με κοιτά λοξά απ την εικόνα του περιοδικού αυτός δε βλέπει παρά το τυφλό ποτάμι που μέσα του κολυμπούσε όσο ζούσε. Ενώ εγώ βλέπω ένα ωραίο πρόσωπο με τα χαρακτηριστικά του: σχεδόν άδειο κρανίο μπροστά μακριά λευκά μαλλιά που καβαλάνε τον γιακά του πουκαμίσου του πίσω, ρυτίδες που αυλακώνουν  το μέτωπο ως τα φρύδια, μεγάλα μάτια  που αντιστέκονται στα αδιάκριτα βλέμματα, τα λευκά γένια  που σκεπάζουν  το υπόλοιπο πρόσωπο. Τους νευρώνες του εγκεφάλου δεν τους βλέπω, ούτε τις σκέψεις του ξεκρίνω. Μπορώ όμως να διαβάσω κάποιες γραμμένες στο χαρτί:

 

[Στὸ συμβολισμὸ τοῦ ποιήματος, βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς

Τοῦρκος καὶ κῦμα ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός]

 

Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο

λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.

Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,

μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

 

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ

Σε κάποια συνέντευξή του βλέποντας το καρύδι του λαιμού του ν’ ανεβοκατεβαίνει τον άκουσα να λέει πως από τον προπάππο του το Αριστοτέλη Βαλαωρίτη [αυτουνού και οι πρώτοι στίχοι του πασίγνωστου ποιήματος] ήταν πολλά ναυτικά μίλια μακριά, δεν το διατύπωσε έτσι αλλά αυτό εννοούσε.

Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην

παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε

στους αντίποδες του εγώ και του εσύ

 

αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή

απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου

μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος

 

Έτσι χωρίς τελείες σαν την Εικόνα του Μπέκετ

[: «χαμογελάω δεν έχει πια νόημα από καιρό δεν έχει πια νόημα η γλώσσα βγαίνει πάλι έξω  τραβάει στη λάσπη μένω έτσι δε διψάω πια η γλώσσα μπαίνει πάλι μέσα το στόμα ξανακλείνει θα πρέπει ασφαλώς να δείχνει τώρα μια γραμμή ίσια τέλος την εικόνα την έφτιαξα»*] η σαν τον μονόλογο της Μόλλυ, το τελευταίο πελώριο, επίσης  χωρίς στίξη, κεφάλαιο του Οδυσσέα του Τζόυς.

Κι όπως το καρύδι του λαιμού ανεβοκατέβαινε ευδιάκριτο έλεγε με καμάρι μισοχαμογελώντας: «το ποίημα είναι μια οντότητα, αυτό σε καθοδηγεί, όχι εσύ αυτό. Το ποίημα συνεχίζει ή σταματάει κάπου, συνήθως στο τέλος της σελίδας. Δε θέλει να προχωρήσει παρακάτω, δηλαδή το ποίημα υπαγορεύει το ποίημα». Είχε λέει πάρει κάποιο ναρκωτικό και του ήρθε μία φράση από το πουθενά: «πιασμένοι χέρι χέρι πηγαίναμε… και μέσα σε λίγες ώρες  βγήκε ένα ποίημα 100 σελίδων που το έβγαλε στον Ίκαρο: Ανώνυμο ποίημα του Άι Γιάννη».

να σκουπίσεις αναγνώστη τον ιδρώτα τα δάκρυα που κυλάνε

απ’ τα μάγουλα απ’ τα μάτια εκείνων που χάσανε στην εξέγερση

τα παιδιά τους· να κλείσεις τ’ αυτιά σου για λίγο στο θρήνο

στον ψίθυρο και στη διάδοση που εξογκώνει τον αριθμό των θυμάτων

τη φριχτή λεπτομέρεια τους νεκρούς στα ψυγεία τη διανομή τους

κατ’ οίκον μ’ απειλές και φοβέρες και μυστικότητα την παραλαβή

στις σφραγισμένες κασέλες άλλων νεκρών τη μακάβρια ατμόσφαιρα

σου δίνω δέκα λεφτά αναγνώστη να την ξεχάσεις να γεμίσεις

το νου σου με χαρούμενες σκέψεις· της ανυπόστατης διάδοσης

τη μαύρη σκιά ν’ αποβάλεις· και να δεις τη φωτισμένη μεριά

το αισιόδοξο μέλλον την καλύτερη αύριο τον αριθμό των γεννήσεων

που αυξάνεται σ’ αναλογία με τον αριθμό των θανάτων

τη βελτιωμένη περίθαλψη· το ψηλό μεροκάματο την ανάπτυξη

του εμπορίου τη σύσφιξη των σχέσεων με τη διεθνή αγορά

την αφθονία την ευημερία τον πλούτο την άνεση την πλήρη απασχόληση

του ανέντιμου έμπορα τη σκληρή τιμωρία

σου δίνω κι άλλα δέκα λεφτά

αναγνώστη να επιστρέψεις στης ζωής τη ρουτίνα στο γραφείο

[απόσπασμα από το Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Άι Γιάννη, 1973]]

 

«Τελείες δε βάζω για να μη σταματήσει η ροή για να βάζει την έμφαση ο αναγνώστης».

 

Όταν αρνήθηκε τον προπάππου του τον Αριστοτέλη Ι. Βαλαωρίτη [1824-1879] έσπευσε να πει πως άρχισε να γράφει στην εφηβεία αλλά μόνο όταν διάβασε τον μεγάλο αλεξανδρινό τον Κ. Π. Καβάφη [1863-1933].

Το 1939 στα 18 του ξεκινάει: δημοσιεύει τρία ποιήματα στο περιοδικό  Νέα Γράμματα του Καραντώνη, του Γ. Κατσίμπαλη και του Σεφέρη:

 

Οι παλιές πέτρες και τα σημάδια της ερειπωμένης πολιτείας

Πήραν σχήμα και βαρύτητα κι άρπαξαν  τη ζωή μου,

Πόσο βαραίνουν τώρα τα λόγια τους

 

Ο Ιωάννης [Νάνος ] Βαλαωρίτης γεννιέται το 1921 στις 5 Ιουλίου στο ζώδιο του Καρκίνου, στη Λωζάνη

Γιος του διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη και της Κατερίνας Λεωνίδα. Από τη μεριά του πατέρα του καταγόταν από την οικογένεια Βαλαωρίτη και ήταν εγγονός του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη και δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ενώ από την πλευρά της μητέρας του ήταν εγγονός του εφοπλιστή και πολιτευτή των Σπετσών Ιωάννη Λεωνίδα.

Το 1944 αρχίζει η περιπέτεια της περιπλάνησής του. Δραπετεύει από την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα και τα κύματα τον ξεβράζουν στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο.

Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη  ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας.

«Εδώ αισθάνομαι πολύ απομονωμένος απ’ τη ζωή και την κίνηση στην Ελλάδα», γράφει στο Σεφέρη από το Λονδίνο στις 2/4/45. «Κάθε τι που λαβαίνω μου κάνει πολύ μεγάλη χαρά. Η φωνή των φίλων που άφησα στην Αθήνα μου λείπει τρομερά. Εδώ βέβαια είναι διαφορετικά. Η ζωή του Λονδίνου, όπου έχεις ζήσει και σύ, είναι μεγάλη μοναξιά. Αισθάνεται κανείς ένα τεράστιο ρεύμα ζωής που κυλάει πλάι του χωρίς να τον βρέχει. Γνώρισα πολλούς Άγγλους ποιητές και ανθρώπους των γραμμάτων. Μεταξύ άλλων τον Μακ Νης, την Σίτγουελ, τον Πλόμερ, τον Σπέντερ. Ο Λέμαν με παρέλαβε στην αρχή, μου σύστησε τους άλλους και τον βλέπω κάθε τόσο. Ενδιαφέρθηκε πολύ για τη μετάφραση της «Γυμνοπαιδίας» που έκανα». Οι πρώτες αράδες της πρώτης επιστολής που στέλνει στον Σεφέρη και πιο κάτω μιλάει για την ελευθερία που την εξυμνεί , την Αντίσταση που την εγκωμιάζει [έλαβε κι ο ίδιος μέρος σ’ αυτήν], τον Σαρτρ που τον θαυμάζει, τους σουρεαλιστές που γνώρισε [Αραγκόν, Ελυάρ αλλά και τον  Μαλρώ και τον Βαλερύ], για το δοκίμιο του Σεφέρη για το Μακρυγιάννη και την ελευθερία που δεν χαρίζεται και:

Που όλο την περιμένομε κι όλο κινάει για νάρθη

κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων

και προσθέτει: «Η ιστορία μας δυστυχώς είναι σα μια πληγή που κλείνει την ημέρα και τη νύχτα ανοίγει πάλι. Οι δυνάμεις που την κατευθύνουν παίζουν το παιχνίδι της Πηνελόπης, που υφαίνει και ξεϋφαίνει για να γελάσει τους μνηστήρες. Το αίσθημα της ματαίωσης έχει αναχθή σε Εθνικό συναίσθημα». Ένα χρόνο μετά του γράφει : «Τι γίνονται οι φίλοι μας; Ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος; Όλα μοιάζουν τόσο μακρινά σαν νάσαν άλλος κόσμος. Και οι άνθρωποι σκιές».

[«Κατοικούμε μεσ’ στο μάτι της Ελλάδας», λέει ο Ντάρελ. Αλλά θέλει γι αυτήν ένα καινούργιο μύθο, ένα είδος υπερβατικού βυρωνισμού και την εμπιστεύεται στο Σεφέρη αυτή την επιθυμία. Έπειτα τον Ίσεργουντ, τον Γουίλλιαμ Πλόμερ τους έπιασε αποστροφή για τα μνημεία που ένδοξου παρελθόντος που είχαν επανειλημμένα περιηγηθεί, ακόμα και τον ευλαβικό Σπέντερ. Αλλά ο κυνισμός του Ντάρελ ξεπέρασε τα όρια: Η ιερή εικόνα του Ελληνισμού του φαινόταν πως ήταν «το τελευταίο χρήσιμο δόντι στο ξεδοντιασμένο στόμα κάποιας κακομοίρας νοσοκόμας». Σάμπως ο δικός μας ο αυτόχειρας Γιώργος Μακρής δεν ήθελε να βάλει φουρνέλο στην Ακρόπολη;]

 

Εργάζεται στο BBC. Εκτός από τη μελέτη της αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου.

Το 1947 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Τιμωρία των Μάγων, στο Λονδίνο.

Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού. Στο Παρίσι γνώρισε την μελλοντική (1960) σύζυγό του, την Αμερικανίδα Μαρί Γουίλσον (1922-2017).

Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού θρυλικού περιοδικού  Πάλι. Όπου είχαν δημοσιεύσει μεταξύ άλλων: ο Ταχτσής, ο Άλεκ Σχινάς,   ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, η Μαντώ Αραβαντινού, ο Τάσος Δενέγρης, ο Νικόλαος Κάλας, ο Αντρέας Εμπειρίκος,  ο Εγγονόπουλος, ο Παπατσώνης, ο Αντρέ Μπρετόν- ο Νάνος θεωρούσε τον εαυτό του αντιπρόσωπό του εν Ελλάδι όπως ο Πάπας [του σουρεαλισμού] θεωρούσε τον εαυτό του εκπρόσωπο του Θεού επί της Γης· ο Θεόδωρος Πάγκαλος [ναι! ο ‘μαζί τα φάγαμε’], ακόμα κι ο Σεφέρης κι ο Γκάτσος. Είχε δημοσιεύσει έργα του ο Ακριθάκης,  ο Μίνως Αργυράκης ο Καρράς, ο Μιγάδης, ο Μακρουλάκης.

 

Όταν η χούντα καταλαμβάνει την εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φραντσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Εκεί, ποιητικά του κείμενα εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο «City Lights» του Λόρενς Φερλινγκέτι.

 

Τροία

 

Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι

Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν

Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρίσουν

Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.

 

Στις αμμουδιές θυμήσου οι πεθαμένοι

Καθώς περνάς γυρεύουν να μιλήσουν

Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν

Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.

 

Τούτη την άνοιξη κανείς δεν ξέρει

Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα

Κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.

 

Τ’ άλογα γύρισαν χωρίς το σώμα

Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι

Θεέ μου πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα.

 

 

 

 

Το 1983 βραβεύεται με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το 2006 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του ως ποιητής (βραβείο Ουράνη) και το ίδιο έτος έλαβε το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.

 

Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα

 

Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια

Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα

Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά

Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του

 

Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό

Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του

Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό

 

Από το 1989 έως το 1995 διηύθυνε με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο το περιοδικό Συντέλεια, το οποίο επανεκδόθηκε το 2004 με τίτλο Νέα Συντέλεια. Το 1990 οργάνωσε την παρουσίαση ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι. Από το 2004 ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα.

Κατάσταση Πολιορκίας

Πολιορκούμεθα λοιπόν

Πολιορκούμεθα από ποιον

Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα

Πολιορκούμεθα στενά

Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική

Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,

Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους

Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά

Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία

Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά

Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες

Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,

Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές

Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,

Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις

Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,

Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,

Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς

Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους

Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας

Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.

Ποιήματά του έχουν  μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα δανικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά. Θεατρικά έργα του έχουν ανέβει σε σκηνές του Παρισιού, του Σπολέτο, του Άαρχους και της Αθήνας, ενώ έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά Τετράδιο, Σήμα, Horizon, New Writing και Daylight.

Στις εκλογές του 2007 τέθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας με το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων. Το 2009 προκλήθηκαν αντιδράσεις όταν άφησε να εννοηθεί ότι στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που αργότερα διέψευσε.

Το 2013 έγινε πρωτοσέλιδο χάρη σε ένα κείμενό του: στην επιστολή που έστειλε στον τότε Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά εκφράζοντας την ανησυχία του για την δράση της Χρυσής Αυγής,  Από τις πρώτες γραμμές συνέδεσε τον Πρωθυπουργό με τον συγγενή του Οδυσσέα Ελύτη. «Τι θα σκεπτόταν ο κοινός μας φίλος και συγγενής σας Οδυσσέας αν έβλεπε αυτή την κατάσταση στην πόλη όπου του άρεσε να κάνει βόλτες τη νύχτα με φίλους συζητώντας, όπως το κάναμε τόσο συχνά, να πρέπει τώρα να φυλάγεται όχι από κοινούς κακοποιούς αλλά από φανατικές μαυροφορεμένες ομάδες νεοναζιστών εισαγόμενων συμβολικά και ουσιαστικά από την Γερμανία».

Τα τελευταία του χρόνια δεν έβγαινε από το σπίτι του, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, λόγω ηλικίας. Αλλά είχε πλήρη διαύγεια και προσωπικό  λογαριασμό στο φέισμπουκ. Είχε πολλούς διαδικτυακούς φίλους. Υπήρξα ένας εξ αυτών. Του έστελνα κείμενα μου σουρεαλιστικά. Μου έλεγε για τον αυταρχικό χαρακτήρα του Μπρετόν.

 

Ο Νάνος Βαλαωρίτης πέθανε στις 12 Σεπτεμβρίου 2019, σε ηλικία 98 ετών.

Ένας άνθρωπος και ένας συγγραφέας, ένας ποιητής με την έννοια του δημιουργού, που έζησε την περιπέτεια της ζωής και της γραφής και όταν του δόθηκε μια γενναία παράταση ζωής που κόντεψε να φθάσει έναν ολόκληρο αιώνα απόλαυσε τα γηρατειά του μακριά από τη νοσταλγία γράφοντας και αρθρογραφώντας ως το τέλος.

Ξέρω, το ήξερα πώς δεν θα καταφέρω να χωρέσω σ’ ένα ποτήρι νερό τον Ειρηνικό, τον Ατλαντικό, τη Μαύρη Θάλασσα και τον Εύξεινο Πόντο, την Αμερική και την Ευρώπη. Ένα κομματάκι θέας μόνο κατάφερα ίσως να φέρω στην επιφάνεια και να το αποτυπώσω εδώ.

 

Σημείωση: σε αυτήν την αποτύπωση με βοήθησε αποφασιστικά η Αλληλογραφία 1945-1968 του Νάνου Βαλαωρίτη με το Γιώργο Σεφέρη και 34 επιστολές του Ν. Βαλαωρίτη στον Γ.Ν. Κατσίμπαλη [1947-50], Ύψιλον/βιβλία, 2004
-Τα ποιήματα και μια συνέντευξη του Ν.Β. τα βρήκα στο διαδίκτυο.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

*μτφρ. : Νάσος Δετζώρτζης

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.