«Μέτρησε ό,τι ήταν πικρό και σε κράτησε ξύπνιο,
μέτρησε μαζί μ’ αυτά κι εμένα»
Πάουλ Τσέλαν
-Πρίγκηπα, δεν μ’ ακούς
-Ποτέ δεν έγραψα για τον αναγνώστη που ίσως με διαβάσει. Το ποίημα είναι μια αποκαλυπτική αλήθεια.
Ν.Α. Ασλάνογλου
Βιαζόμουν να προλάβω. Στην προκείμενη περίπτωση το τελευταίο λεωφορείο. Σταθμευμένο και σκοτεινό.
Άκουσε τη μηχανή να παίρνει μπρος. Επιτάχυνε το βήμα. Έπρεπε να προλάβει. Το επόμενο θα πέρναγε στις 5 το πρωί. Πού θα κοιμόταν; Πώς θα πέρναγε άστεγος ολόκληρη νύχτα; Όχι η νύχτα δεν έβγαινε. Κι ας ήταν φθινοπωρινή. Έκανε να τρέξει. Σκόνταψε αλλά δεν έπεσε. Ξηλώθηκε η μύτη του αριστερού παπουτσιού του. Όταν το ανακάλυψε είδε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού ντυμένο στη μαύρη του κάλτσα να ξεπροβάλει σαν περίεργη κυράτσα που κατόπτευε ένα γύρω σαν περισκόπιο. Όταν έφτασε η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή. Ανέβηκε με κόπο το σκαλοπάτι. Αναστέναξε. Ένας επιβάτης τον κοίταξε λοξά. Έτσι του φάνηκε. Πιάστηκε στη χειρολαβή την τελευταία στιγμή όταν το λεωφορείο ξεκινούσε. Κάθισε σ’ ένα από τα δύο άδεια καθίσματα που ήταν μπροστά του όταν ισορρόπησε. Η καρδιά του είχε έκρυθμη διάθεση.
Άρχισε να παίζει το παιχνίδι της αριθμητικής. Στάση πρώτη. Ανέβηκε ένας κάθιδρος και λαχανιασμένος. Στάση δεύτερη: κανείς. Στάση τρίτη: το ίδιο.
-Ρίκο, φώναξε στο σκύλο του, αλλά γρήγορα θυμήθηκε πως δεν είχε σκύλο.
Στάση τέταρτη: ανέβηκε ένας μεσήλικας.
Στάση πέμπτη: κατέβηκε ένας νεαρός που κρατούσε απ’ το χέρι την κοπέλα του.
Στην επόμενη αυτός που τον είχε λοξοκοιτάξει.
Πιάστηκε η αναπνοή του καθώς προσπαθούσε να σηκώσει το τζάμι. Έκανε ψύχρα. Πιάστηκε ο αντίχειράς του καθώς έβαλε περισσότερη δύναμη απ’ όση χρειαζόταν για να σηκώσει το τζάμι. Θυμήθηκε τις βιτρίνες νεωτερισμών
Κι αμέσως ύστερα: ψάχνοντας στα καφενεία λίγο οξυγόνο/ γι αυτή την ποίηση που αργοπεθαίνει σήμερα/μέσα στο τραμ της χαμένης αφετηρίας.
Τελευταίο ποίημα και τα μάτια του ζώου τον κοίταξαν.
Στάση όγδοη. Με δυσκολία σηκώθηκε κι έχασε για λίγο την ισορροπία του γιατί το λεωφορείο έστριβε και πλησίαζε τη στάση του. Πρόλαβε και χούφτωσε τη χειρολαβή. Πήδηξε όταν άνοιξε η πόρτα και η περίεργη με το μαύρο κεφάλι ξεπρόβαλε από το παπούτσι που έχασκε και κοίταξε προς τα πάνω. Κούτσαινε προσπαθώντας να συγχρονίσει το βήμα του.
Ξεκλείδωσε. Μπήκε στο δωμάτιο, πέταξε τα κλειδιά στο τραπέζι που έκαναν τον ηλεκτρικό ήχο που κάνουν τα κλειδιά όταν πέσουν στο τραπέζι κι έρθουν σε επαφή με το ξύλο του τραπεζιού που χάνει την κακή αγωγιμότητα στον ηλεκτρισμό. Προχώρησε προς τη μικρή κουζίνα. Πήρε ένα ποτήρι κι έβαλε νερό. Ήπιε δυο γουλιές. Είχε ξεχάσει τη γεύση του. Δεν του πολυάρεσε. Προτιμούσε μια μπύρα, ένα κρασί ή ουίσκι. Στο ψυγείο δεν υπήρχε κανένα μπουκάλι. Ο γιατρός του ζητούσε επίμονα άφθονα υγρά. Ή δυνατόν 3 λίτρα νερό τη μέρα.
Το μαυροντυμένο κεφάλι της κουτσομπόλας ή αλλιώς τα μεγάλο δάχτυλο σκόνταψε στο πόδι του τραπεζιού, στο πόδι της καρέκλας, στο χαλάκι μπροστά στον καναπέ. Κάθισε στο κρεβάτι που βούλιαξε όχι από το βάρος του, αλλά από την κούραση κι έβγαλε το ξεκοιλιασμένο παπούτσι. Έβγαλε και το γερό. Έβγαλε τις κάλτσες και τις παράχωσε στα παπούτσια. Έσκυψε και έπιασε το χτυπημένο δάχτυλο το ‘φερε στο ύψος του γόνατου το ακούμπησε σ’ αυτό και χάιδεψε το πονεμένο δάχτυλο. Του φάνηκε πως ήταν πρησμένο. Πέταξε τα παπούτσια με μια χειρονομία, προσγειώθηκαν μπροστά στο ψυγείο.
Περπατούμε ανάλαφροι κάτω απ’ τα δέντρα
τα φύλλα τραυλίζουν στα πόδια μας
όλα σχεδιάστηκαν καθώς λαχτάρησες
μες στο προαύλιο, μέσα στο ποίημα
της φυλακής
Είναι αλήθεια πως τον συγκινούσαν τα λυπητερά πράγματα χωρίς όμως και να τ’ αρέσουν επειδή γινόταν υδαρής, καθώς έλεγε.
Όλα υπόκεινται στη φθορά, είπα κι αμέσως κατάλαβα πως μιλούσα για λογαριασμό του ποιητή. Κάτι που δε συνηθίζω εννοείται. Αλλά τον αφήνω να μιλήσει κι εκείνος όπως ξέρει:
«Οι ποιητές δεν θέλουν χώρο… Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη… Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά ‘πουλιά’, αλλά πολύ φοβάμαι ότι τα περισσότερα απ’ αυτά δεν έχουν φτερά…».
Αγαπούσε το άστυ, τη φλανερύ, τις περιπλανήσεις γι αυτό τα παπούτσια του είχαν ξεχαρβαλωθεί.
«Αποφεύγω τον κλειστό χώρο… Μ’ αρέσει να ζω έξω απ’ το σπίτι… Να περπατάω, να χαζεύω. Μ’ αρέσει το σεργιάνι… Γενικά όταν βρίσκομαι στο δρόμο πολλαπλασιάζομαι, ταυτίζομαι με τον έξω κόσμο… Ενώ όταν είμαι μόνος στο δωμάτιό μου απομονώνομαι… Αν μείνω μέσα 24 ώρες χάνω κάθε επαφή… Οι κλειστοί χώροι είναι για μένα απειλή… Ενώ μέσα στους θορύβους της πόλης νιώθω μια ασφάλεια… Τις περισσότερες ώρες της μέρας είμαι έξω… Τρώω πάντα έξω… Γράφω έξω… διαβάζω έξω…».
Ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου δεν είναι ποιητικά ούτε κοινωνικά εξωμότης. Έγραφε ποίηση του βιώματος. Που μπορεί να πήγαζε από μια φωνή που του φάνηκε υπερηχητική, διαπεραστική και τελείωνε σε ένα εξαιρετικά επεξεργασμένο ολιγόστιχο ποίημα. Άφησε 150 τέτοια ποιήματα. Δε συνηθίζω να μετρώ ένα ένα τα ποιήματα κάποιου. Αυτά είναι για τους κριτικούς, ήγουν για τους σχολαστικούς, τους φιλολόγους, τους διανοουμένους και άλλες παρόμοιες φυλές που δυναστεύουν με το σνομπισμό, την υπεροψία και τον ελιτισμό τους την αθωότητα ενός αμήχανου πρίγκιπα.
Θα γδέρνουν Πρίγκηπα. Αυτοί θα γδέρνουν πάντοτε
τα μαλακά μωρά και τριαντάφυλλα στο γαλανό βυθό τους
σε υγρούς στηθόδεσμους σαλεύοντας τα λάβρα χείλη
μαζεύοντας την πεθαμένη γύρη και τους κάλυκες
μιας όψιμης γιορτής. Όλα γι αυτούς.
Για μας το ατέλειωτο πνευματικό σκοτάδι
Πίστευε πως κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα σ’ ένα καλύτερο μέλλον και πάσχιζε με τη ευχέρεια που είχε με το στίχο να δημιουργήσει ένα τέτοιο. Ήξερε ωστόσο πως η προσφορά του αυτή δεν αρκούσε.
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη
Δεν ήταν βέβαιος πως «ο έρωτας αυτός καθαυτός φτάνει για να δικαιώσει τον άνθρωπο σαν ύπαρξη μέσα στο σύμπαν». Τον προβλημάτιζε η βιαιότητα του έρωτα και το γεγονός πως οδηγούσε όσους δεν μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν τα αισθήματά τους στην καταστροφή και τον αφανισμό. Του είχαν προσάψει συντηρητισμό. Ο Ασλάνογλου είχε ταλαιπωρηθεί πολύ όταν στα νιάτα του τον κυνήγησαν ανηλεώς επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Μέχρι που έγραφαν βρισιές στους τοίχους της πολυκατοικίας που έμενε. Δεν είχε την επιθετικότητα του ομότεχνού του Χριστιανόπουλου που έγραφε ερωτικά ποιήματα που δόξαζαν την ερωτική του ανορθοδοξία.
Ίσως αυτός ο πόλεμος που τόσο ωμά αντιμετώπισε τον είχε εκφοβίσει- ιδίως στη γενέτειρά του τη Θεσσαλονίκη – και είχε γίνει ενοχικός.
«Τα ποιήματά μου είναι ποιήματα απουσίας, τοπολατρίας είναι μετασυμβολικά με έντονες υπερρεαλιστικές επιδράσεις…».
Διακρίνονται για το λυρισμό τους, τη ρομαντική ευαισθησία τους, τη λειτουργικότητα της μνήμης, την αποκρυστάλλωση του βιώματος, το φόβο εκλογίκευσης των συγκινησιακών στοιχείων, την αυθορμησία και την πηγαιότητα σε συνδυασμό με μια προχωρημένη τεχνική.
Από τους ποιητές της Θεσσαλονίκης διάβαζε και θαύμαζε την Καρέλη, τον αδελφό της τον Πεντζίκη, τον Βαφόπουλο, τον Αναγνωστάκη. Τον κάποτε αδελφικό φίλο του Χριστιανόπουλο ούτε να τον ακούσει, δεν πρόφερε καν τ’ όνομά του.
«Εμπορευματικά, ιδεολογικά δεν συμπίπτουμε. Ούτε έχουμε καμία σχέση στον τρόπο ζωής», έλεγε για τον Σαββόπουλο. Εξάλλου τα τραγούδια του τα θεωρούσε διανοουμενίστικα κι αυτός σιχαινόταν τον διανοουμενισμό.
Από τους Αθηναίους ζώντες ακόμα τότε [που μίλαγε στους Θανάση Λάλα και Λάμπη Ταγματάρχη] ξεχώριζε τον Ελύτη, τον Κατσαρό, τον Σαχτούρη, τον Νίκο Παππά, μα πάνω απ’ όλους υπεραγαπούσε τον Δημήτρη Παπαδίτσα.
«Με τους κριτικούς δεν τα πήγα ποτέ καλά», έλεγε στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, «με ενοχλεί που μου καταλογίζουν επιδράσεις από Σεφέρη, Ελύτη, Θέμελη, Αναγνωστάκη, Σικελιανό που δεν έχουν καμία σχέση μαζί μου – άλλο βέβαια αν υπάρχουν απόηχοι».
Έβαλε μπροστά του ένα ποτήρι με νερό μέχρι τη μέση – δεν το γέμιζε ποτέ και κάθισε στην καρέκλα. Ο γλουτοί του ξεχείλισαν δεξιά κι αριστερά. Ήταν ανέκαθεν ευτραφής. Είχε το ίδιο πρόσωπο τις τελευταίες τρείς δεκαετίες. Πλατύ μέτωπο. Φαλακρός. Φορούσε πάντα ένα γκρίζο κοστούμι. Κόντεψα να πιστέψω πως ήταν το ίδιο. Ένα γκρίζο κοστούμι με γιλέκο. Δε θυμάμαι να φορά γραβάτα. Όρθιο τον θυμάμαι πάντα. Ευθυτενή με μια φωνή κάπως διστακτική, ντροπαλή, σχεδόν παιδική μ’ ένα χαρακτηριστικό ψεύδισμα σαν να μην έχει μάθει ακόμα να μιλά. Οι φράσεις σκοντάφτουν, ο λόγος χάνει την ισορροπία του. Κάποιες λέξεις τις κρύβει πίσω από το χρυσό του δόντι. Θυμίζει ένα ντροπαλό παιδί που αγωνίζεται να μάθει να μιλά. Ωστόσο δεν κομπιάζει μασάει τις λέξεις ανεπαίσθητα. Ξαφνικά θαρρείς βρίσκει το ρυθμό του λόγου. Αρχίζει να μιλά με άνεση. Τα μάτια του μεγάλα και το κάτω χείλος δυσανάλογα παχύ γυρίζει προς τα κάτω. Είναι αισθησιακό.
Οι γήλοφοι έξω απ’ την πόλη, το απόβραδο
η λαχτάρα για δρόμους, το γκρίζο μαλακό τοπίο
Η θέση της πολυθρόνας στη βεράντα μου
Το τέλμα, η προσήλωση σε παμπάλαια σχήματα
Το μονοπάτι ανθίζει σαν καινούριο
Είχε κι αυτός μια θάλασσα μικρή [Είσαι για μένα κούραση το βράδυ/μια μηχανή που σώπασε/μια ετοιμόρροπη φωνή/Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι].
Αλλά και πολλές θάλασσες μια διαφορετική σε κάθε ποίημα. Αυτή στην παραλία της γενέτειράς του, της Θεσσαλονίκης, της πόλης που σπούδασε, μεγάλωσε και εγκατέλειψε αφού είχε αποτύχει ως διευθύνων σύμβουλος της πατρικής εριουργίας, αφού τον είχαν απογοητεύσει φίλοι και ομότεχνοι. Είχε και μια με ερείπια και μια θάλασσα της γερασμένης αναμονής.
Το λιμάνι απόψε είναι ήρεμο/κοιμούνται τα φορτωμένα καράβια/
οι ίσκιοι της νύχτας στο καλντερίμι της
αμαρτίας.
Έχει και μια θάλασσα, ένα καλοκαίρι [κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά όσο παλιώνω] ένα κατάξανθο σώμα [ταράτσες και παράθυρα που αιμορραγούν κρυφά μες στα βιβλία Πόσα απ’ αυτά δε μας φωταγωγούν].
Ο Ασλάνογλου πίστευε στην ελεύθερη βούληση. Αλλά κάποια στιγμή κατάλαβε ότι η άσκησή της σέρνει πίσω της μια αλυσίδα μικροκαταναγκασμών.
Εξηγούσε πως δεν είχε πάθη παρά μόνο συνήθειες, έξεις και ανάγκες.
Έσκυψε με το πλατύ του μέτωπο πάνω στο τυπωμένο ποίημα. Τώρα δεν μπορούσε να τ’ αλλάξει. Το άφησε λοιπόν όπως ήταν. Το ποίημα προσευχόταν:
Θεέ μου, ετοιμάζεις κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου. Έγραφε δύσκολα. Επεξεργαζόταν κάποια ποιήματά και ολόκληρες συλλογές αφού είχαν δημοσιευτεί. Ένας λόγος που υπήρξε ολιγογράφος ήταν αυτός, αλλά και ότι αναζητούσε την ολοκλήρωση, που είναι αδύνατη.
Έχει ένα θάνατο, ένα Δύσκολο θάνατο που τον φοβάται. Σαν να είναι ο Ήλιος του θανάτου [*]. Αυτός όμως τον έβλεπε σαν εκμηδένιση. Έχει την αίσθηση πως βρίσκεται μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα που του είναι ξένη.
Στο Δύσκολο θάνατο η ατμόσφαιρα κυριαρχείται από ένα αρνητικό, ερημικό τοπίο, ένα τοπίο θανάτου λέει στο Γιώργο Χρονά.
Στο Δύσκολο θάνατο υπάρχει μόνο η νεκρόπολη όπου επιβιώνει μόνο η ομορφιά και τίποτ’ άλλο σ’ έναν κατά τα άλλα παραμορφωμένο κόσμο. Αντίθετα στις Ωδές στον πρίγκηπα ο τελευταίος αναμετριέται με τη μοίρα του αλλά και το αντικείμενο του πόθου του, τον Άλλο.
Γύρισε σελίδα στα δικά του πάντα:
Αισθηματική ηλικία
Δύσκολος Θάνατος
Ο θάνατος του Μύρωνα
Ποιήματα για ένα καλοκαίρι
Νοσοκομείο εκστρατείας
Ποιήματα της τελευταίας Άνοιξης
Αργό πετρέλαιο
Και τα έβαλε όλα κάτω από τον τίτλο Δύσκολος θάνατος (συγκεντρωτική έκδοση, ποιήματα 1946-1974, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1978)
Ωδές στον Πρίγκηπα (Αθήνα, Ύψιλον, 1981)
Μετέφρασε τις Εκλάμψεις [Les illuminations, 1886] του ποιητή «που είναι στ’ αλήθεια κλέφτης της φωτιάς», του «μαγκιόρου των φαντασιώσεων» του Αρτύρ Ρεμπώ που ενδέχεται να τον αγαπά και να τον καταλαβαίνει όσο κι ο Βερλαίν. «Η λάσπη είναι κόκκινη ή μαύρη. Πόλη τερατώδης, νύχτα χωρίς τέλος! […] Είμαι κυρίαρχος της σιωπής […] Έχω μόνος το κλειδί της άγριας αυτής παράτας» [από την Παιδική ηλικία]. Ποιος το γράφει; Μήπως δε θα μπορούσε να ήταν δικό του;
Αυτά που θ’ άφηνε φεύγοντας ήταν «κείμενα εξαιρετικά στην οικονομία τους, χαρακτηριζόμενα από ένα παράξενο μίγμα κλειστοφοβίας και αγοραφοβίας, αγάπης για την πόλη ή το ταξίδι» [**]
Μέση Ανατολή, Κάιρο, Βόρεια, Κεντρική Ευρώπη. Αιξ αν Προβάνς.
Κατά τα άλλα: Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πειραιάς, Νέα Σμύρνη, σ’ ένα ισόγειο δυο σκαλιά από το έδαφος, γυμνοί τοίχοι, έπιπλα λυμένα, τα βιβλία σε κούτες. Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι. Καφενεία, αίθουσες διαλέξεων, στο θέατρο του Ποταμίτη, μόλις είχε φθάσει στην Αθήνα στα 51 του.
Τα νιάτα του στη γενέτειρά του τα πέρασε στην «Πεταλούδα» γωνία Τσιμισκή και Παλαιών Πατρών «κάνοντας τρέλες με τζιπ» αργότερα όταν κυκλοφορούσε μέσα σ’ εκείνο το σκηνικό στο Θάλασσα και συγχρονισμός διέμενε στο ξενοδοχείο «Σαιν Τζωρτζ» του Λουτρακίου: «Η αυλαία ανοίγει/ όχι για τον Κοριολανό, όχι για τον αγαπημένο μου Άριελ, […] όχι για τη θλιμμένη Αντιγόνη τον αιμόφυρτο Οιδίποδα/ είναι καιρός που τους έθαψα με τα χέρια μου/ εδώ στο Λουτράκι».
«…τα μάτια σου είναι γατίσια σε μια ταράτσα/φθινοπωρινού ξενοδοχείου/ και ξέρεις πως ο ουρανός υπόσχεται βροχή».
Ο ποιητής ζούσε ένα διαρκές φθινόπωρο.
Περιπλανιόταν ακούραστα, να γνωρίσει την πόλη. Κουβαλούσε στους ώμους του πάντα ένα παλτό που είχε αρχίσει να φθείρεται όσο κι αυτός. Όταν ζέσταινε ο καιρός το κρεμούσε στο μπράτσο του και ξεγλιστρούσε αθόρυβα κι έτρεχε στην κάμαρή του – τώρα στους Αγίους Αναργύρους στις Δυτικές Συνοικίες και βιαζόταν να κλείσει την πόρτα και να βάλει το σύρτη. Ο ήχος του τραβήγματος του σύρτη ήταν ο ήχος του κλειδιού «που με τη σκέψη του, καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του» [***].
Γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες γονείς, τον Αναστάσιο Αρσλάνογλου από την Κασταμονή του Πόντου και την Όλγα Αλγιανάκη από τη Σμύρνη. Χάνει τη μητέρα του το 1939, όταν ήταν οχτώ χρονών.
Στην εφηβεία υιοθέτησε το όνομα Αλέξης (όπως τον αποκαλούσαν ως το τέλος οι φίλοι και οι οικείοι) από τον ομώνυμο ήρωα στο μυθιστόρημα Ταπεινοί και καταφρονεμένοι του Ντοστογιέφσκι.
Συμμαθητής του στο Δημοτικό ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης και η αδελφή του Λούλα.
Φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (όπου είχε φιλόλογο τον ποιητή Γιώργο Θέμελη). Αποφοίτησε το 1949. Έλαβε το Diplôme d’Études Littéraires του Γαλλικού Μορφωτικού Κέντρου.
Το 1964-1965 υπήρξε υπότροφος της αιγυπτιακής κυβερνήσεως στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου. Το 1966 πήρε το Diplôme Supérieur d’Études françaises (Sorbonne).
Το 1966-1967 παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής γλώσσας και γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Aix-en-Provence.
Από το 1968 εργάζεται ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών στη Θεσσαλονίκη. Από το 1977 εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είχε ενεργό συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης ως μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης και της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής.
Ποιητής του πένθους, της απώλειας της αθωότητας, της ενότητας, της αρμονίας, ποιητής αστικός που σεργιανίζει στην πόλη σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει τον εσωτερικό ρυθμό του, το αίσθημα και την αίσθηση της ομορφιάς.
Στο τέλος βούλιαξε στην κατάθλιψη και τη δημιουργική σιωπή. Πέθανε μόνος σε κείνο το δωμάτιο που έμοιαζε με πλυσταριό. Ήταν εκείνο ή ένα από κείνα τα βράδια που μαντάλωσε την πόρτα κι έπεσε ξέπνοος στο κρεβάτι. Ούτε το μισογεμάτο ποτήρι με νερό δεν έβαλε πλάι του. Σε λίγες ώρες εξέπνευσε ντυμένος με τα ρούχα του, έτοιμος να μπει στο φέρετρο. Μόνο που ανακαλύφθηκε μέρες αργότερα σε προϊούσα αποσύνθεση.
Ήταν ένας ανυπόφορος Αύγουστος του 1996. Εκείνος, πρίγκιπας χωρίς πριγκιπάτο, με ξηλωμένα τα διάσημα, ήταν 65 χρονών.
Αν έβλεπες τα νώτα του τον αναγνώριζες κι από την κυρτή του πλάτη.