You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής που έγινε στιχουργός

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νίκος Γκάτσος, ο ποιητής που έγινε στιχουργός

Χάρτινο το φεγγαράκι

Ψεύτικη ακρογιαλιά

Αν με πίστευες λιγάκι

Θα ‘σαν όλα αληθινά

Δίχως τη δική σου αγάπη

Γρήγορα περνά ο καιρός

Δίχως τη δική σου αγάπη

Είναι ο κόσμος πιο μικρός

 

 

 

Ο Νίκος Γκάτσος αγαπούσε πολύ τον Μπομπ Ντύλαν και πίστευε πως ήταν ολοκληρωμένος ποιητής, αντίθετα η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα προτιμούσε τον Λέοναρντ Κοέν. Η απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας δικαίωσε τον Γκάτσο. Διαφορετικού ύφους και ιδιοσυγκρασίας τραγουδοποιοί μ’ ένα κοινό στοιχείο: Και οι δύο ήταν Εβραίοι. Πάντως και ο Κοέν ήταν αναμφίβολα ολοκληρωμένος ποιητής. Η προτίμηση του Γκάτσου πάντως σε κάποιον τραγουδοποιό, δηλαδή σε κάποιον που έγραφε και στίχους –ο Ντύλαν μάλιστα δίνει  μεγαλύτερη έμφαση στο στίχο, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο σπουδαίος Ουαλός ποιητής Ντύλαν Τόμας δανείστηκε απ’ αυτόν το όνομά του. Ενώ θα μπορούσε λοιπόν να είναι ίσως ποιητής προτίμησε να κατέβει στο κοινό με ένα πιο λαϊκό τρόπο, τις μπαλάντες του, ένα είδος με μεγάλη παράδοση. Το ίδιο έκανε ο Γκάτσος. Ξεκίνησε σαν ποιητής. Συνεργάστηκε με τη Νέα Εστία, τα Νέα Γράμματα, τις Μακεδονικές ημέρες όπου δημοσίευε κριτικά σημειώματα (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη).

Αλλά πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά Νέα Εστία (1931-32) και «Ρυθμός» (1933).

Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση Αμοργός (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία που μπολιάζει την  παραδοσιακή ποίηση με τον  ελληνικό υπερρεαλισμό και είχε σημαντική επίδραση σε νεότερους ποιητές. Η Αμοργός σημάδεψε την σύγχρονη ελληνική ποίηση.

Η Αμοργός ήταν η πρώτη του ποιητική σύνθεση [και η τελευταία] σε ελεύθερο στίχο και υπερρεαλιστική εικονοποιία . Σ’ αυτό συνέβαλε η γνωριμία του ποιητή με τον Ελύτη [που υπήρξε διαμορφωτική για την ποιητική του και τους αισθητικούς του προσανατολισμούς] και άλλους υπερρεαλιστές ποιητές της εποχής, Έλληνες και ξένους.

 

Καθ’ ομολογία του Τάκη Παπατσώνη, ο Γκάτσος επέλεξε τον τίτλο Αμοργός, όχι επειδή έχει κάποια σχέση με το ομώνυμο νησί, αλλά «μόνο ηχητικά — σαν ένα τμήμα ελληνικό». Κατά άλλες ερμηνείες, ο τίτλος του έργου αποτελεί αναφορά σε ένα ουτοπικό, ελληνικό και σκοτεινό (λόγω Κατόχης) τοπίο.

Η Αμοργός αποτελείται από 168 στίχους. Μεταξύ των στίχων 122 και 123, παρεμβάλλονται τέσσερις παράγραφοι πεζού λόγου. Έργο υπερρεαλιστικό και «αλλότροπο», μπορεί να χωριστεί σε έξι ενότητες ή «ποιήματα».

«Φτάνει ν’ ἀνθίσει μόνο

Λίγο σιτάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη…»

Το τρίτο ποίημα (στίχοι 99–122), το οποίο αποτελείται από έξι τετράστιχα σε παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, είναι σκοτεινό και «καταθλιπτικά υποβλητικό»[7]. Τα τέσσερα πρώτα τετράστιχα αρχίζουν με την φράση «Στοῦ πικραμένου τὴν αυλὴ» ως ένδειξη βαθύ πόνου. Τα δύο τελευταία τετράστιχα είναι ωστόσο σκιρτήματα χαράς, γλυκιάς ανάμνησης και ελπίδας:

 

«Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο

Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι.

[…]

Εἴταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα

Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου

Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.»

«Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου

Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα

Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς

Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω

Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ’ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας […]».

Η κυκλοφορία της Αμοργού μέσα στην Κατοχή, η μορφή και το περιεχόμενο του έργου προβλημάτισαν τους Έλληνες κριτικούς και κάποιοι εξ αυτών τη χλεύασαν. Ο ελληνικός υπερρεαλισμός ακόμα και με τους πρωτοπόρους επιφανείς εκπροσώπους του ουδέποτε  έγινε ευμενώς δεκτός από την κριτική, διότι στάθηκε ακατανόητος για την ελληνική κριτική αν και είχε προηγηθεί στη Γαλλία με τον Μπρετόν, τον Ελυάρ και τον Αραγκόν και τα Σουρεαλιστικά Μανιφέστα. Ούτε οι νεοέλληνες ποιητές τον αποδέχτηκαν τις δεκαετίες 1930-1960. Έγινε μάλιστα νούμερο στην επιθεώρηση. Ο Εμπειρίκος έγινε Μπιρμπιρίκος και ο Εγγονοπουλος Δισεγγονόπουλος. Ο ποιητής Φανφάρας του Γιώργου Μιχαλακόπουλου – ο πιο γνωστός «ποιητής» του ελληνικού κινηματογράφου – δεν υπήρξαν πολλοί, άλλωστε –  στην ταινία του Δαλιανίδη Ξύπνα Βασίλη τους υπερρεαλιστές ποιητές σατιρίζει.

Οι πρώτοι που αναγνώρισαν την αξία του έργου ήταν ο Τάκης Παπατσώνης και ο Ανδρέας Καραντώνης.  Χρειάστηκε να περιμένει κανείς το 1960 για να δει να αναγνωρίζεται η αξία της Αμοργού και να γράφονται  θετικές κριτικές [Τάσος Λιγνάδης, Λίνος Πολίτης, Μάριο Βίττι, κ.ά.] Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως ο Γιώργος Βελουδής κατέταξε την Αμοργό στα ελάχιστα ελληνικά λογοτεχνικά έργα που τόλμησαν να εκφράσουν την αντίσταση κατά των κατακτητών,  την ηττοπάθεια μέσα στην περίοδο της Κατοχής, και μάλιστα όχι εκ των υστέρων. Αντιθέτως, ο Νικήτας Παρίσης βρήκε πως το συγκεκριμένο έργο του Γκάτσου είναι μεν «κείμενο μοναδικής ποιητικότητας», αλλά δεν περιέχει «ορατές και άμεσες αναφορές στο ζόφο της εποχής [της Κατοχής]».

Ο Μάνος Χατζιδάκις, είχε τη γνώμη  πως η Αμοργός δεν είναι ποίημα καθαυτό υπερρεαλιστικό, αλλά «ποίημα ελληνικό, με χρήση κάποιων υπερρεαλιστικών στοιχείων», ποίημα που περιέχει «ατόφιο χρυσάφι». Με την άποψη αυτή συμφωνεί και η νεοελληνίστρια Έφη Ρέντζου η οποία επισήμανε πως στην Αμοργό, ο Γκάτσος «χρησιμοποιεί επιλεκτικά το σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας [από τον Ηράκλειτο έως τον Θεοτοκά και τον Σεφέρη] αλλά και μεταμορφώνει αυτή την παράδοση, φιλτράροντας την μέσω της υπερρεαλιστικής αισθητικής της, για να γίνει έτσι ένα είδος δυνητικού “λογοτεχνικού κανόνα” για την ελληνική πρωτοπορία».

Μετά την δημοσίευση της Αμοργού, ο Γκάτσος δημοσίευσε ελάχιστα άλλα ποιήματα, και ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την γραφή στίχων για τραγούδια. Η Αμοργός κυκλοφόρησε σε β΄ έκδοση στην Αθήνα το 1963, από τις εκδόσεις Ίκαρος. Από την γ΄ έκδοση, που βγήκε από τον Ίκαρο το 1969, και έπειτα συμπεριλήφθηκαν δύο ποιήματα μεταγενέστερα της Αμοργού: Ο Ιππότης και ο Θάνατος (1513) και, το Ελεγείο. Η δ΄ έκδοση της Αμοργού έγινε το 1987 από τον Ίκαρο και ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις. Από το 1998, το έργο αυτό του Γκάτσου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκης. Οι πωλήσεις του μέχρι το 2002 είχαν ξεπεράσει τα 40.000 αντίτυπα.

Ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποίησε την Αμοργό, αλλά μόνον κομμάτια της είχαν κυκλοφορήσει σε δίσκους όσο καιρό ζούσαν ο ποιητής και ο συνθέτης. Η πλήρης μελοποίηση κυκλοφόρησε σε δίσκο το 2005, δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατο του Γκάτσου και έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Χατζιδάκι.

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από γονείς αγρότες τον Γεώργιο Γκάτσο και τη Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος ήταν από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στα νερά του Ατλαντικού Ωκεανού.

Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.

Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.

Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο Ματωμένος γάμος του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1945, και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1954) και ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας [μελοποιήθηκε αριστουργηματικά από τον Σταύρο Ξαρχάκο] και Παραλογή του μισούπνου από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Θέατρο και ποίηση. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη Φουέντε Οβεχούνα του Λόπε δε Βέγα (1959), τον Ιώβ του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον Πατέρα του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.

Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες.

Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το Χάρτινο το φεγγαράκι, μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η Μυθολογία (1965), το Ένα μεσημέρι(1966), η Επιστροφή (1970), το Σπίτι μου σπιτάκι μου (1972), οι Δροσουλίτες 1975, η Αθανασία (1976), Τα παράλογα (1976), το Ρεμπέτικο (1983), ο Χειμωνιάτικος ήλιος, οι Μύθοι μιας γυναίκας, η Σκοτεινή μητέρα, η Ενδεκάτη εντολή (1985) ή οι Αντικατοπτρισμοί (1993).

Από τους ομότεχνους του άρεσαν κάποιοι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ενώ θαύμαζε τους στίχους του επίσης ποιητή Μάνου Ελευθερίου.

Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, δανέζικα, ισπανικά, ιταλικά, καταλανικά, κορεατικά, σουηδικά, τουρκικά, φινλανδικά.

Το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Πέθανε στις 12 Μαΐου 1992 στην Αθήνα σε ηλικία 81 ετών και ύστερα από δική του επιθυμία επέστρεψε για πάντα στη γη της γενέτειράς του, την Ασέα της Αρκαδίας.

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.